Σύνδεση συνδρομητών

Στo τεραίν της Νομαρχίας Αττικής. Καρυωτάκης-Πολυδούρη: μια άγνωστη μαρτυρία

Δευτέρα, 13 Νοεμβρίου 2023 03:03
Μαρία Πολυδούρη και Κώστας Καρυωτάκης. Πίνακας ζωγραφικής του Παναγιώτη Γράββαλου (1988).    
Αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη
Μαρία Πολυδούρη και Κώστας Καρυωτάκης. Πίνακας ζωγραφικής του Παναγιώτη Γράββαλου (1988).   

Κάθε χρόνο η επέτειος θανάτου του Κώστα Καρυωτάκη (αυτοκτόνησε στις 21 Ιουλίου 1928, στην Πρέβεζα) γίνεται αφορμή να συζητηθεί η ζωή και το έργο του και να κατατεθούν νέα στοιχεία από τη συνεχιζόμενη φιλολογική έρευνα. Ανάμεσα στα σχετικά θέματα, περίοπτη θέση παίρνει συνήθως η σχέση του με τη Μαρία Πολυδούρη. Τις πρώτες δεκαετίες έπαιρναν μέρος και κατέθεταν την προσωπική τους ενθύμηση ομότεχνοί τους που είχαν γνωρίσει από κοντά το περιώνυμο ζευγάρι.  

Το 1958, λόγου χάριν, με τη συμπλήρωση τριάντα χρόνων από το τραγικό τέλος του ποιητή που σημάδεψε όλη την εποχή του μεσοπολέμου, κατέθεσε τη δική του εμπειρία και γνώση ο φίλος του Φώτος Γιοφύλλης («Καρυωτάκης και Πολυδούρη», περιοδικό Θεατής, 8/1958)[1]. Ποιητής ανθολογούμενος και ανθολόγος, κριτικός τέχνης και εκδότης λογοτεχνικών περιοδικών (Πολιτισμός και Πρωτοπορία), απέφυγε τα πολλά φανταστικά που έχουν γραφτεί και περιορίστηκε στα «πραγματικά γεγονότα, [τα] συγκινητικά και περίεργα».

Όλες οι παρακάτω πληροφορίες προέρχονται από το σχετικό αφήγημα του Φώτου Γιοφύλλη. 

Μετά την περιπλάνησή του στις διάφορες πόλεις (Λευκάδα, Αργοστόλι, Λάρισα, Πάτρα, Χανιά), λόγω μεταθέσεων του πατέρα του, ο νεαρός Καρυωτάκης έρχεται το 1913 στην Αθήνα και γράφεται στη Νομική. Δημοσιεύει ποιήματα στο λαϊκό περιοδικό Ελλάς με το οποίο συνεργάζεται και ο Γιοφύλλης, εξ ου και η πρώτη γνωριμία τους. Στο τεύχος 624/1915 δημοσιεύτηκε το παράξενο ποίημα του Καρυωτάκη «Διαβαίνουν οι χανούμισσες! Μεριάστε, σεις διαβάτες, / κρυφθήτε να θαυμάσετε την ομορφιά, τη χάρι…» και «Ο πεινασμένος» του Γιοφύλλη.

Mετά τις νομικές σπουδές του, ο Καρυωτάκης άρχισε να δικηγορεί. Μα ήταν άνθρωπος άτολμος, δειλός, ακατάλληλος για δικηγόρος. Έβλεπε ότι απέτυχε, το στάδιο αυτό δεν ήταν γι’ αυτόν. Κι εζήτησε να μπει σε δημόσια υπηρεσία. Έτσι, το 1920 διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, έπειτα των Κυκλάδων  και της Άρτας. Εκεί, στο γραφείο της Νομαρχίας, που βρισκόταν τότε στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, πλέχθηκε το ειδύλλιό του με την «ωραία ποιήτρια Μαρίκα Πολυδούρη». Ο Γιοφύλλης, μετά από λίγα βιογραφικά, συνοψίζει το πορτρέτο της: Γεννήθηκε στην Καλαμάτα όπου τελείωσε το Γυμνάσιο το 1918. Από μικρή ήταν ζωηρό κα όμορφο κορίτσι, είχε κάτασπρο δέρμα, μεγάλα μαύρα φωτεινά μάτια και μαλλιά μαύρα που κρέμονταν σε πλεξίδα ώς κάτω από τη μέση της. Η εμφάνισή της ήταν γοητευτική. Μόλις τελείωσε το Γυμνάσιο διορίστηκε και έμεινε τρία χρόνια στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Το 1921 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικής. Εκείνο τον καιρό νομάρχης ήταν ο γνωστός ποιητής και παραγωγικός χρονογράφος Ν. Λαύρας - Πετιμεζάς μέσω του οποίου γνωρίστηκαν.

    

Το παιχνίδι των συναντήσεων

Από την αρχή φάνηκαν να αλληλοσυμπαθούνται. Εκείνη, η Πολυδούρη, στα δεκαεννιά της, ψηλή, λεπτή, ωχρόλευκη, πραγματικά ωραία, εξαιρετικά συμπαθής, με γοητευτικά μάτια που μέσα τους πλανιόταν κάποια μελαγχολία. Κι εκείνος, ο Καρυωτάκης, είκοσι πέντε χρονών, κομψός, καλοντυμένος, μικρόσωμος, ωχρός, με μετρημένες κινήσεις και με διαπεραστικά μάτια. Άρχισαν να μιλούν για την ποίηση, κυρίως για ελληνική και γαλλική, για ιδέες, για ψυχολογία. Μια μέρα σε μια κοντινή εξοχή έγιναν οι αμοιβαίες εξομολογήσεις. Στα γραφεία της Νομαρχίας, στάση ψύχραιμη και επίσημη. Το πρώτο δώρο του ποιητή ήταν ένα μπουκέτο με εκλεκτά λουλούδια. Τότε η Μαρία έγραψε «Το πρώτο δώρο», που πέρασε στο περιοδικό του Γιοφύλλη, Πολιτισμός (3/10/1921), και αρχίζει έτσι:

Λευκά σαν την αταίριαστη ψυχή Σου

που είδα μια νύχτα να γελάει κοντά μου,

τα πρώτα σου άνθη ευλαβικά –θυμήσου–

απόθεσες στην έρημη αγκαλιά μου,

κι έφυγες!...

Μετά τον προσωρινό χωρισμό τους, ύστερα από την «ακατάστατη ζωή» της Πολυδούρη στο Παρίσι και τα ταξίδια του Καρυωτάκη στην Ευρώπη, συναντήθηκαν «σ’ ένα εξοχικό σπιτάκι στο Μαρούσι». Η Μαρία είχε ήδη προσβληθεί από τη φυματίωση και η εμφάνισή της ανέδιδε μελαγχολία. «Το μικρό κορίτσι, το γεμάτο ζωή και χρώμα, ήτανε τώρα αδύνατο ωχρό με μια φωνή σβησμένη…». Και γυρίζοντας ο ποιητής το βράδυ στο σπίτι του στην Αθήνα έγραψε γι’ αυτήν το ακόλουθο τετράστιχο:

Μ. Π.

Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα,

μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθιά πολυθρόνα,

μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει,

ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!

Η ζωή της Πολυδούρη συνεχίστηκε στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου πήγαινε συχνά και την έβλεπε. Προσπαθούσε να της δώσει θάρρος και να την παρηγορήσει. Μάταια όμως, αφού εκείνη είχε καταλάβει ότι θα πεθάνει. Η τελευταία επίσκεψή του, «γεμάτη συμπάθεια, θερμή αγάπη και με το φάσμα του θανάτου», έγινε όταν εκδόθηκε η συλλογή του Ελεγεία και Σάτιρες. Λίγες μέρες πριν ακουστεί ο ήχος του όπλου στην Πρέβεζα.

 

[1] Ο Φώτος Γιοφύλλης είχε δημοσιεύσει ένα πρώτο εν θερμώ άρθρο: «Μαρία Πολυδούρη», εφ. Ελεύθερος Άνθρωπος (19/7/1932), όπως σημειώνει η Χριστίνα Ντουνιά στο εξαίρετο βιβλίο της Μαρία Πολυδούρη: Τα ποιήματα, έκδοση Βιβλιοπωλείου της Εστίας.  

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.