Σύνδεση συνδρομητών

«Το μερίδιο του Θεού»

Τετάρτη, 03 Σεπτεμβρίου 2025 08:38
Ο Γιώργος Σεφέρης στο σπίτι του, στην οδό Άγρας 20, μαζί με τη σύζυγό του Μάρω, λίγο μετά την ανακοίνωση της βράβευσή του με το Νόμπελ, στις 24 Οκτωβρίου 1963. Ο Σεφέρης είναι από τους ποιητές το έργο του οποίου έχει μελετήσει σε βάθος ο Βασίλης Παπαδόπουλος.
Κώστας Μεγαλοκονόμου / Μουσείο Μπενάκη - Φωτογραφικά Αρχεία
Ο Γιώργος Σεφέρης στο σπίτι του, στην οδό Άγρας 20, μαζί με τη σύζυγό του Μάρω, λίγο μετά την ανακοίνωση της βράβευσή του με το Νόμπελ, στις 24 Οκτωβρίου 1963. Ο Σεφέρης είναι από τους ποιητές το έργο του οποίου έχει μελετήσει σε βάθος ο Βασίλης Παπαδόπουλος.

Βασίλης Παπαδόπουλος, Η ακαταμάχητη τάση των Ελλήνων να γράφουν ποίηση, Ίκαρος  2024, 368 σελ.

Στο νέο του βιβλίο, εντυπωσιακό σε έκταση και περιεχόμενο, ο Βασίλης Παπαδόπουλος συγκεντρώνει δεκαοχτώ δοκίμια που έγραψε κατά το διάστημα 2017-2023, εκτός από ένα που φέρει προγενέστερη χρονολογία γραφής και ήταν εισήγηση σε συνέδριο στο Πανεπιστήμιο του Κιέβου. Περίπου τα μισά από αυτά τα δοκίμια έχουν παραμείνει αδημοσίευτα έως σήμερα. Συγκομιδή αξιοπρόσεκτη, δηλώνει κυρίως το πάθος γραφής που τον διακατέχει κατά τα τελευταία χρόνια, όπως και την αναμφισβήτητη λογιοσύνη που τον χαρακτηρίζει. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι διδάσκει στη Διπλωματική Ακαδημία του υπουργείου Εξωτερικών θέματα πρακτικής διπλωματίας και πολιτισμού.

Η επίσημη, θα έλεγα, εμφάνισή του στον χώρο της λογοτεχνίας έγινε με το βιβλίο του Διπλωματία και ποίηση, Η περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη (2019), που απέσπασε εγκωμιαστικές κριτικές και ανέδειξε έναν σοβαρό και αφοσιωμένο μελετητή της ζωής και του έργου του Σεφέρη. Ο Παπαδόπουλος έχει, επιπλέον, το προτέρημα να γνωρίζει από πρώτο χέρι λόγω της δικής του διπλωματικής ιδιότητας τα κατά καιρούς προβλήματα και τις αγωνίες του ποιητή της «Κίχλης», όπως επίσης και τα καθέκαστα της υπηρεσιακής καριέρας του ποιητή. Είχαν προηγηθεί μερικά άλλα βιβλία του Παπαδόπουλου: διηγήματα (Στην Άπω Ανατολή, Εντυπώσεις ενός διπλωμάτη, 2002), μια νουβέλα (Όλυα, Δύο χειμώνες και μια άνοιξη, 2008), καθώς και δύο δοκίμιά του: ένα για τον Σεφέρη (Γιώργος Σεφέρης, Ανάμεσα στη διπλωματία και την ποίηση, 2019), και ένα άλλο (Η γλώσσα ως όχημα πολιτισμού, επίσης 2019), που εμπεριέχεται στην παρούσα έκδοση. Όσο τουλάχιστον γνωρίζω, τα πιο πάνω βιβλία του δεν απασχόλησαν επαρκώς την εγχώρια κριτική.

Γνώρισα προσωπικώς τον Παπαδόπουλο πριν από χρόνια μέσω κοινού φίλου, κατά την εποχή που συνέθετε το βασικό βιβλίο του για τον Σεφέρη και παρακολούθησα τον εντυπωσιακό τρόπο με τον οποίον προσέγγιζε τον νομπελίστα ποιητή μας. Όσοι ασχολούνται με τους μείζονες της νεότερης γραμματείας μας διαθέτουν, κατά κανόνα, ένα αίσθημα  οικειότητας αλλά και σεβασμού για το έργο τους. Πέρα απ’ αυτά τα γνωρίσματα, ο συγγραφέας που μας απασχολεί σήμερα ήταν και είναι προικισμένος μ’ ένα σοβαρό λογοτεχνικό και ιστορικό απόθεμα γνώσεων που του επιτρέπει να κινείται με άνεση στους χώρους όχι μόνον της ελληνικής αλλά και της διεθνούς βιβλιογραφίας γύρω από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται κάθε φορά. Η συναναστροφή μαζί του μου αποκάλυψε έναν άνθρωπο που διαθέτει πραγματικό πάθος για την έρευνα και τη γραφή.

Με το πρώτο κιόλας δοκίμιο ο τίτλος του βιβλίου αποκτά απτό περιεχόμενο. Δίνει αποδεικτικό νόημα στα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη, όπως έχουν αποτυπωθεί στη σχετική ομιλία του κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ: «…Στο μάκρος είκοσι πέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα». Σε μια ενδιαφέρουσα δειγματοληπτική περιήγηση, ο Παπαδόπουλος περιγράφει  την παρουσία της ελληνικής ποίησης διά μέσου των αιώνων με παραθέματα στίχων από όλες τις περιόδους της γραμματείας μας, από την εποχή του Ομήρου, από τους αρχαίους λυρικούς, από το Βυζάντιο, την Κρητική Αναγέννηση, από τους Επτανήσιους και τον Καβάφη έως τη γενιά του ’30. Ανατρέχοντας στον αγαπημένο του Σεφέρη και τα σχετικά γραπτά του για το φως, ο Παπαδόπουλος καταλήγει: «Εκτός από τα ψηλά βουνά, τις θάλασσες, τα νησιά και τις λιγοστές πεδιάδες, που διαμόρφωσαν τον ελληνικό τρόπο ζωής και τον ελληνικό χαρακτήρα, άσχετα με το DNA και το αίμα που κυκλοφορεί στις φλέβες μας, το φως έχει μια ιδιαίτερη, σχεδόν μεταφυσική επίδραση στον τρόπο σκέψης  και συμπεριφοράς μας» (σ. 52). Παρά τις κατηγορίες στις οποίες κατατάσσει ο ίδιος τα κείμενα του παρόντος βιβλίου, προτιμώ εδώ να τα σχολιάσω με μια διαφορετική κατανομή. Θα αναφερθώ πρώτα σε αυτά που ασχολούνται με τους μείζονες ποιητές μας Σεφέρη, Σολωμό, Καβάφη και Εγγονόπουλο, για να περάσω στη συνέχεια στον σχολιασμό των υπολοίπων.

 

Σεφερικά

Ο έως σήμερα πυρήνας των λογοτεχνικών ενδιαφερόντων του Παπαδόπουλου είναι η ζωή και το έργο του Γιώργου Σεφέρη ο οποίος νέμεται και στο παρόν βιβλίο την μερίδα του λέοντος. Από τα συνολικώς δεκαοχτώ δοκίμια του βιβλίου τα τέσσερα αναφέρονται λεπτομερώς σε κείμενα του Σεφέρη, ενώ τουλάχιστον ισάριθμα  ακόμη έχουν άμεσες ή έμμεσες παραπομπές στην ποίηση και  στις Δοκιμές του. Έχω την εντύπωση πως και τα πολύ ενδιαφέροντα δοκίμια που παρουσιάζει ο παρών τόμος για τον Αλεξανδρινό ή τον Ερωτόκριτο αφορμώνται και εμπνέονται από τις αντίστοιχες σεφερικές δοκιμές. Η περίπου οδυσσειακή περιπλάνηση του ποιητή-διπλωμάτη Σεφέρη αποτελεί για τον Παπαδόπουλο ένα τυπικό παράδειγμα της ανάλογης πορείας που κατά κανόνα ακολουθεί η πλειονότητα όσων εργάζονται εκτός Ελλάδος ως εκπρόσωποι του Υπουργείου Εξωτερικών. Οι συνεχείς μετακινήσεις, η κάθε τόσο αλλαγή κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος κάνουν τον Έλληνα διπλωμάτη «να βλέπει πιο καθαρά την εικόνα της πατρίδας», τον εφοδιάζουν «με πιο καθαρή και νηφάλια κρίση στο καθήκον του να υπηρετήσει την πατρίδα του και να δώσει τη σωστή, ζυγισμένη συμβουλή για τα εθνικά συμφέροντα» (σ. 192-193). Η μορφή του Οδυσσέα, συχνή και προσφιλής persona σε πολλά ποιήματα του Σεφέρη με όλα τα επακόλουθα (νοσταλγία, αναζήτηση του γενέθλιου τόπου), συνιστά για τον Παπαδόπουλο μιαν ανάλογη εικόνα και της δικής του περίπτωσης. Έχω την εντύπωση πως σκιαγραφεί και υπαινίσσεται την προσωπική του υπηρεσιακή περιπέτεια, γνωρίζοντας καλά πώς να αποφεύγει τον αυτοαναφορικό λόγο. Δεν αγνοεί, επιπλέον, τη συνήθως κρατούσα αντίληψη πως όσοι ασχολούνται με την ποίηση και τη λογοτεχνία γενικότερα θεωρούνται μειωμένης απόδοσης στα υπηρεσιακά τους καθήκοντα ή, το χειρότερο, δεν μπορούν να ανταποκριθούν επαρκώς σε αυτά. Υπάρχει, όμως, και η εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη με την οποία συντάσσεται ο Παπαδόπουλος, παραθέτοντας ένα ενδιαφέρον σχετικό περιστατικό: Όταν το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών αποφάσισε να τοποθετήσει τον Πωλ Κλωντέλ πρέσβη στην Ουάσινγκτον, «ο τότε υπουργός Εξωτερικών Αριστίντ Μπριάν, στράφηκε προς τον γενικό γραμματέα του υπουργείου, επίσης λογοτέχνη, Αλεξίς Λεζέ, γνωστό με το ψευδώνυμο Σαιν-Ζο Περς, και του είπε με απορία: ‘‘Μα πρόκειται για έναν ποιητή!’’. Και ο συνομιλητής του του απάντησε: ‘‘Μα είναι εξαιρετικός ακριβώς επειδή είναι ποιητής!» (σ. 184).

Δεν θα έλεγα πως ο Σεφέρης υπήρξε υπόδειγμα χριστιανού ορθόδοξου ή πιστού με την παραδοσιακή έννοια. Είναι λιγοστές εξ άλλου οι αναφορές του στον Θεό και στην εκκλησία. Συντάσσομαι εδώ με τον Παπαδόπουλο ο οποίος γράφει πως ο Σεφέρης «είναι φανερό ότι αντιμετωπίζει την πίστη περισσότερο ως μέρος της ελληνικής παράδοσης, της ταυτότητας του ελληνισμού, ως ένα φαινόμενο που σημάδεψε την ιστορία και τον πολιτισμό μας» (σ. 316). Η πολύ γνωστή φράση που έχει κατά καιρούς χρησιμοποιήσει ο ποιητής, «το μερίδιο του Θεού», γνωρίζουμε πως δεν είναι δική τουꞏ την έχει δανειστεί από τον Αντρέ Ζιντ τον οποίον συνάντησε στην Αθήνα (Μέρες Γ΄, σ. 115-116), τον θαύμαζε και μετέφρασε ένα  ποίημά του («Envoi»). Η συγκεκριμένη φράση έχει χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές από τον ποιητή ως μια περίπου ανταπόδοση προς τη θεότητα για όσα πρόσφερε και για όσα μπόρεσε ο άνθρωπος να επιτύχει στη ζωή του. Κατά τον Παπαδόπουλο, η σεφερική αυτή φράση συνιστά «τα ίχνη μιας δικής του [του Σεφέρη] πίστης στον Θεό, την προτίμησή του προς την τέχνη ως έργου ζωής και παρακαταθήκης για τις επόμενες γενιές» (σ. 249). Υποθέτω ότι και ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου διεκδικεί ένα ανάλογο μερίδιο του Θεού.

Στο δοκίμιο που τιτλοφορείται «‘‘Ο βασιλιάς της Ασίνης’’, Από τον Τρωικό στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο» εξετάζονται οι ευρωπαϊκές συνθήκες που επικρατούσαν κατά τις παραμονές του επερχόμενου πολέμου, σε μιαν εποχή δηλαδή που γράφτηκε μετά από κυοφορία δύο ετών το ποίημα, πέρα από τις «λεπτομερείς αναλύσεις εννοιολογικές, φιλολογικές ή ιστορικές» που φαίνεται να «αγνοούν την αγωνία του ποιητή για τον τόπο του» (σ. 273). Εξετάζεται εδώ το πλαίσιο των πολιτικών εξελίξεων της εποχής εκείνης, η διπλωματική διορατικότητα του ποιητή και η, ας μου επιτραπεί ο όρος, «αντικειμενική συστοιχία» μεταξύ του βασιλιά της Ασίνης και του επί θύραις  πολέμου. Ο Παπαδόπουλος δεν προσπαθεί να ερμηνεύσει το ποίημα. Το προτείνει για την επικαιρότητά του και για τη διαχρονική αξία του: «Ένα μεγάλο έργο τέχνης ξεπερνά τον χρόνο. Είναι πάντα επίκαιρο. Σήμερα, που ακροβατούμε δίπλα σε έναν νέο φρικτό πόλεμο, ας διαβάσουμε τον ‘’Βασιλιά της Ασίνης’’ για  να συλλογιστούμε το φευγαλέο της ύπαρξης και το κενό το οποίο άφησε ο ομηρικός βασιλιάς με τα πολλά καράβια που πήγε στην Τροία και από τότε δεν τον ξανάκουσε κανείς» (σ. 278).

Το τελευταίο αμιγώς σεφερικό δοκίμιο είναι πληροφοριακού χαρακτήρα, αλλά εμπεριέχει πλείστα σχετικά τεκμήρια. Τιτλοφορείται «Η σχέση του Σεφέρη με τους ανθρώπους των γραμμάτων ανά τον κόσμο». Περιγράφονται λεπτομερώς οι κάθε είδους συναντήσεις του ποιητή κατά καιρούς με ομοτέχνους του (Αντρέ Ζιντ, Χένρυ Μίλλερ, Λώρενς Ντάρρελ, W.H. Ώντεν, Τ.Σ. Έλιοτ, Έζρα Πάουντ. Ε.Μ. Φόρστερ, Πωλ Ελυάρ, Πάτρικ Λη Φέρμορ κ.ά.),  με μεταφραστές του, (Έντμουντ Κήλυ, Σ. Λιννέρ),  με αρχαιολόγους (Άξελ Πέρσον), με γλύπτες (Χένρυ Μουρ), ζωγράφους (ανάμεσά τους και οι πολύ νεαροί τότε Τζων Κράξτον και Λούσιαν Φρόυντ), με σκηνοθέτες του σινεμά (Ίγκμαρ Μπέργκμαν), με ψυχαναλυτές (Μαρία Βοναπάρτη). Θα πρόσθετα και δύο ονόματα από τον χώρο της μουσικής, πεδίο πολύ προσφιλές στον ποιητή: τον δικό μας Δημήτρη Μητρόπουλο και τον Ιγκόρ  Στραβίνσκι. Αν μέτρησα σωστά, αυτές οι συναντήσεις του Σεφέρη με διακεκριμένα πλέον ονόματα φτάνουν  τον αριθμό 24. Όλα αυτά ανταποκρίνονται στη φράση του ποιητή: «Μ’ αρέσει να βρίσκω ανθρώπους, σ’ άλλη γωνιά της γης, που να αισθάνονται σαν κι εμένα».

 

Καβαφικά

Το δοκίμιο «Ο ομοφυλόφιλος Καβάφης στη δίνη της πολιτικής ορθότητας» δεν έρχεται να προσθέσει μιαν ακόμη φιλολογική εργασία γύρω από το έργο του ποιητή. Όπως δηλώνει ο τίτλος του, ασχολείται με την πολύ σύγχρονη τάση να προβάλλεται  μέσω του Αλεξανδρινού η πολλαπλώς ενοχλητική πολιτική ορθότητα, και να ανάγεται ο ποιητής σε σύμβολο και σημαία της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Τα σχετικά παραδείγματα είναι αρκετά και στον ελληνικό χώρο. Αυτή η παγκόσμια πλέον τάση που προτείνεται ως δείγμα δημοκρατικότητας απέναντι σε ομάδες που είχαν δοκιμάσει κατά το παρελθόν ιδιαίτερη μεταχείριση, εισάγει στη λογοτεχνική και φιλολογική κριτική νέες προοπτικές που συνήθως δεν εμβαθύνουν στο υπό μελέτη έργο, αλλά προτείνουν ως το πλέον κρίσιμο στοιχείο αξιολόγησης την όποια πιθανή ιδιαιτερότητα συγκεκριμένου δημιουργού. Πρόκειται για την επέλαση ενός «νέου πουριτανισμού», όπως είχε γράψει χαρακτηριστικά σε σχετική επιφυλλίδα του ο Νάσος Βαγενάς. Ο Παπαδόπουλος ανατρέχει με εμβρίθεια στο ιστορικό  παρελθόν, εξετάζοντας πώς αντιμετώπισαν κατά καιρούς οι παλαιότερες κοινωνίες το ζήτημα του ομοφυλόφιλου έρωτα. Όπως είναι ευνόητο, η περίπτωση του Καβάφη, με την παγκοσμιότητα που έχει πια αποκτήσει, δεν ήταν δυνατόν να μην γίνει αντικείμενο ανάλογων εφαρμογών και παρατηρήσεων. Για να υποστηρίξει και να αποδείξει τα επιχειρήματά του ο Παπαδόπουλος παραθέτει κατά διαστήματα, με υπερβολική κατά τη γνώμη μου συχνότητα, αυτούσιο το κείμενο δεκαπέντε ποιημάτων του Αλεξανδρινού. Κατά τον συγγραφέα, ο Καβάφης προκειμένου να εκφράσει τον ερωτισμό του, αλλά και μέσω αυτού, στηρίζεται σε ορισμένα θεματικά μοτίβα που κατονομάζονται ως εξής: Η μεταφορά στο ιστορικό παρελθόν όσων δεν τολμάς να διηγηθείς στο παρόν ~ Καταγγελία της υποκρισίας των φορέων εξουσίας ~ Η γοητεία του κρυφού ~ Το φευγαλέο της ηδονής και η διαρκής αναζήτηση συντρόφου ~ Η φαντασία που αναπληρώνει την πραγματική ερωτική σχέση ~ Η καταλυτική φθορά του χρόνου στην ομορφιά και στην ομοφυλοφιλική σχέση ~ Ο φόβος, οι ενοχές και η προσπάθεια να ηττηθεί η σαρκική επιθυμία ~ Η μοναξιά ~ Η ανάγκη διατύπωσης της σεξουαλικής προτίμησης ενώπιον όλων. Το προτεινόμενο σχήμα λειτουργείꞏ θα έλεγα μάλιστα πως, με την εξαίρεση κάποιων φράσεων αμιγώς ερωτικού περιεχομένου, μπορεί να εφαρμοστεί γενικότερα σε όλη την ποίηση του Αλεξανδρινού.

Από αφορμή το παρόν δοκίμιο, ο Παπαδόπουλος εκφράζει τη διαφωνία του στην άποψη που είχα εκφράσει ότι το ποίημα «Εν τω μηνί Αθύρ» δεν είναι ερωτικό. Η ποίηση και η λογοτεχνία γενικώς διαθέτουν αυτό το πλεονέκτημα: να είναι σε θέση κάθε αναγνώστης να διατυπώνει τις προσωπικές του απόψεις. Ούτως ή άλλως, κάθε διαφορετική εκτίμηση προσφέρει την δυνατότητα για πολύωρες και γόνιμες ιδιωτικές συζητήσεις. Να προσθέσω εδώ και μιαν άλλη διαφωνία μου σχετικά με τον τρόπο που κρίνει τη στάση του αγαπημένου του Σεφέρη απέναντι στον Καβάφη. Οι όποιες σχετικές παρατηρήσεις που καταγράφει ο Παπαδόπουλος φαίνεται να θέτουν στο περιθώριο την περίπου ισόβια αναμέτρηση του Σεφέρη με το ποιητικό φαινόμενο Καβάφης. Θυμίζω ότι στα 1935 έγραφε επί λέξει στον Μαλάνο: «Ο Καβάφης, πέρα από την ποιητική του σημασία, που εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν είναι εξαιρετική, έχει την αξία να μας παρουσιάζεται σαν ένας τύπος προβλήματος που για καιρό θα μας απασχολεί». Οι σεφερικές φράσεις που παρατίθενται στο δοκίμιο, αποκομμένες από τα συμφραζόμενά τους, δεν μαρτυρούν την επί χρόνια προσπάθεια του Σεφέρη να κατανοήσει την περίπτωση του Αλεξανδρινού. Και η περίπου στίχο προς στίχο εξέταση των καβαφικών ποιημάτων που επιχειρεί στις Δοκιμές αποτυπώνουν ακριβώς αυτή την αγωνιώδη προσπάθειά του.

Ο Παπαδόπουλος παίρνει σαφή θέση απέναντι στην πολιτική ορθότητα. Σημειώνει πως ο Καβάφης «έμελλε όχι μόνο να καταταχθεί στη συγκεκριμένη ομάδα, αλλά και να του αποδοθεί ένας ακτιβιστικός ρόλος, όπως τον φαντάζονται τα μεγάλα αγγλοσαξωνικά πανεπιστήμια, μεταφέροντας έτσι τις σημερινές αντιλήψεις του μεταμοντερνισμού  σε μια εποχή  πριν από έναν αιώνα και με μια κληρονομιά εντελώς διαφορετική στις ερωτικές σχέσεις» (σ. 150).

 

Σολωμικά και άλλα

Ο συγγραφέας μας θέλγεται από τους κατά γενική ομολογία σημαντικούς νεοέλληνες ποιητές, από τον Διονύσιο Σολωμό έως τον Νίκο Εγγονόπουλο. Η παιδεία του τον κατευθύνει να προσεγγίσει και να σχολιάσει εκ νέου μερικές από τις πιο αξιόλογες ποιητικές φυσιογνωμίες. Τα μάλλον σύντομα δοκίμια του τόμου (συγκριτικά προς τα υπόλοιπα επειδή προέρχονται από κείμενα ομιλιών) για τον γενάρχη Ζακύνθιο («Ο Διονύσιος Σολωμός ως εθνικός ποιητής») και τον ποιητή του Μην ομιλείτε εις τον οδηγό («Νίκος Εγγονόπουλος: Ελληνικότητα στον υπερρεαλισμό») μαρτυρούν την προσήλωσή του. Έχω γράψει και παλαιότερα πως τόσο ο Σεφέρης όσο και ο Ελύτης, παρά τον μεγάλο σεβασμό που εκδήλωσαν με τα γραπτά τους για τον Σολωμό, δεν μπόρεσαν να μας παραδώσουν ένα εξαντλητικό δοκίμιο που θα εξηγούσε λεπτομερώς αυτόν το θαυμασμό. Η σχολιαστική τύχη του Ζακύνθιου αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί πεδίο κυρίως για τους φιλολόγους που είτε προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την περίπτωσή του είτε ασχολήθηκαν συστηματικά με τα εκδοτικά προβλήματα του έργου του. Ο Παπαδόπουλος δεν απομακρύνεται από τον δρόμο που ακολούθησαν οι δύο νομπελίστες. Αναγνωρίζει στον Σολωμό τον τίτλο του εθνικού ποιητή, χωρίς τούτο να τον εμποδίζει να επισημάνει ότι αρκετές στροφές τού «Ύμνου εις την Ελευθερίαν» πάσχουν και βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από τα ώριμα έργα του. Αναγνωρίζει, επιπλέον, πως τα βασικά στηρίγματα του Σολωμού στάθηκαν το δημοτικό τραγούδι και τα μεγάλα έργα της Κρητικής Αναγέννησης του 1600, κυρίως ο Ερωτόκριτος, μέσα από τα οποία αναζήτησε τους τρόπους για να εκφράσει τα κινήματα της φαντασίας του. Πέρα από την αναμφισβήτητη προσφορά του στον αγώνα του 1821 με τις μείζονες ποιητικές συνθέσεις του, ο Σολωμός είναι εθνικός ποιητής και για έναν άλλον λόγο, εξίσου σπουδαίο, ίσως και σπουδαιότερο. «Υπήρξε ο ποιητής που παρέλαβε μια ακατέργαστη δημοτική γλώσσα, παραμελημένη από την επικρατούσα  παράδοση μίμησης των αρχαίων ελληνικών από τους λόγιους και τις κρατικές και εκκλησιαστικές δομές είκοσι αιώνων, και της έδωσε οργανωμένη υπόσταση, φιλολογικά και δομικά. Είχε την ακράδαντη πεποίθηση ότι το μέλλον της ελληνικής βρισκόταν σε αυτή τη ζωντανή γλώσσα, πεποίθηση την οποία περιέγραψε γλαφυρά στο πεζό του κείμενο Διάλογος» (σ. 139).

Όπως είναι γνωστό, το κίνημα του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα δεν συμπορεύτηκε με τις έντονες πολιτικές ιδέες που το χαρακτήριζαν σε άλλες χώρες, όπως στη Γαλλία π.χ. Περιορίστηκε στην υπέρβαση της λογικής ακολουθίας των νοημάτων, στην ανατροπή της καθιερωμένης ποιητικής εκφοράς με αποτέλεσμα, τουλάχιστον στα πρώτα του φανερώματα, να επισύρει τη χλεύη και την παρωδιακή αντιμετώπιση. Η περίπτωση του Νίκου Εγγονόπουλου συνιστά μοναδικότητα, όσον αφορά τη διπλή ιδιότητα που διαθέτει –ποιητής και ζωγράφος. Και οι δύο αυτές ενασχολήσεις του υπακούν στον υπερρεαλιστικό κανόνα και, θα τολμούσα να πω, αλληλοτροφοδοτούνται. Διαφορετική είναι η περίπτωση άλλων συγγραφέων μας, όπως του Κόντογλου ή κάποιων ποιητών, οι οποίοι παράλληλα με το κυρίως έργο τους ασχολήθηκαν ερασιτεχνικά και με τη ζωγραφική. Ο Παπαδόπουλος, προσφεύγοντας σε ορισμένα πεζά και ποιήματα του Εγγονόπουλου, διαγράφει την ελληνικότητα που εντοπίζει τόσο στην ποίηση όσο και στη ζωγραφική του. Τον συγκρίνει με τους μεγάλους υπερρεαλιστές ζωγράφους (Μαγκρίτ, Νταλί, Έρνστ), για να καταλήξει ότι τα έργα τους «δίνουν την εντύπωση ότι δεν έχουν εθνικότητα, ότι θα μπορούσαν  να προέρχονται από οποιαδήποτε χώρα του κόσμου», ενώ τα έργα του Εγγονόπουλου «έχουν καθαρά την ελληνική σφραγίδα» (σ. 211). Προς τούτο, παραθέτει περί τους είκοσι τίτλους πινάκων του που τιτλοφορούνται με ονόματα από την ελληνική μυθολογία, από την εποχή του Βυζαντίου και από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, προτείνει μιαν ανανέωση κάνοντας χρήση της πανάρχαιας ελληνικής παράδοσης. Ενδιαφέρουσα είναι και η κατάληξη του Παπαδόπουλου: «Ο στόχος για τον οποίον χρησιμοποιεί το υπερρεαλιστικό στοιχείο στην ποίηση και τη ζωγραφική του, μακριά από την καρτεσιανή λογική, δεν απέχει από την αναζήτηση αυτού που ο Μαλρώ αποκαλούσε ‘’la condition humaine’’ –η μοίρα, η κατάσταση του ανθρώπου» (σ. 213).  

 

Περί γλώσσας

Το «Σκέψεις πάνω σε ένα βιβλίο» αποτελεί κριτική παρουσίαση του βιβλίου του Ρόντρικ Μπήτον Οι Έλληνες, Μια παγκόσμια ιστορία. Θα πρότεινα να διαβαστεί παράλληλα με το δοκίμιο «Η ελληνική γλώσσα ως όχημα πολιτισμού», μια και τα δύο αυτά κείμενα διατρέχουν την ίδια τεράστια χρονική περίοδο, από τη Μινωική εποχή ίσαμε τις μέρες μας. Είναι αξιοσημείωτη η πυρετική, θα έλεγα, γραφή του Μπήτον κατά το διάστημα 2003-2019 (αναφέρομαι στις πρώτες αγγλικές εκδόσεις), διάστημα κατά το οποίο έχει παραδώσει στο διεθνές και ελληνικό κοινό τέσσερα πολύ σημαντικά έργα, οι τίτλοι των οποίων αναφέρονται από τον Παπαδόπουλο, τόσο στην πρώτη τους έκδοση όσο και στην ελληνική μετάφρασή τους, που παραθέτω στη συνέχεια: Γιώργος Σεφέρης, Περιμένοντας τον άγγελο, Βιογραφία (2003) ~ Ο πόλεμος του Μπάιρον, Ρομαντική εξέγερση, ελληνική επανάσταση (2015) ~ Ελλάδα: Βιογραφία ενός σύγχρονου έθνους (2020) ~  Οι Έλληνες, Μια παγκόσμια ιστορία (2022). Η ευνοϊκή και επαινετική κριτική του Παπαδόπουλου για το συγκεκριμένο βιβλίο, δεν τον εμποδίζει να διατυπώσει τις επιφυλάξεις του για κάποιες απόψεις του Μπήτον: «Σε ορισμένα από τα συμπεράσματά του μπορεί να διαφωνεί κανείς από ακαδημαϊκής πλευράς, όπως είναι φυσικό να διαφωνεί και για την επιλογή των γεγονότων που προβάλλει από ιστορικής πλευράς. Γεγονός είναι ότι δεν εμβαθύνει σε πολλά ζητήματα, ενώ εκφράζει απόψεις που δεν έχει το περιθώριο να θεμελιώσει, όπως ορισμένες αναφορές για τον Πλάτωνα οι οποίες αποκλίνουν από τη συνήθη αντιμετώπιση του μεγάλου φιλοσόφου. Θυσιάζει έτσι την ακριβή ιστορική ή φιλολογική λεπτομέρεια προς όφελος της συνοπτικής αντιμετώπισης και της ευρύτερης θεώρησης της Ιστορίας, ενώ προβάλλει τη βασική ιδεολογική του άποψη για την εξέλιξη των ελληνόφωνων πληθυσμών ανά τον κόσμο και της ελληνικής γλώσσας ως ταυτότητας του ελληνισμού» (σ. 116). Μετά τις εύλογες ενστάσεις του Παπαδόπουλου, θέλω να διατυπώσω μια προσωπική μου απορία: Γιατί οι πολυάριθμοι πλέον πανεπιστημιακοί μας αποφεύγουν κατά κανόνα να καταπιαστούν με εκτεταμένα έργα όπως αυτό του Μπήτον, αλλά περιορίζονται σε άρθρα και αρθρίδια για να δηλώσουν την επιστημονική τους επάρκεια;

«Η ελληνική γλώσσα ως όχημα πολιτισμού» δείχνει για μιαν ακόμη φορά την ευρυμάθεια του Παπαδόπουλου, αλλά και την αγάπη και την προσοχή που δίνει στην ελληνική γλώσσα. Το δοκίμιο εκτείνεται, όπως προανέφερα, σε μια τεράστια χρονική περίοδο, ανάλογη εκείνης του βιβλίου Μπήτον, και κατανέμεται σε δεκαοχτώ παραγράφους καλύπτοντας όλες τις περιπέτειες της γλώσσας μας ανά εποχή, με τη μικρότερη παράγραφο να καταλαμβάνει  την έκταση μιας ολόκληρης σελίδας. Υποθέτω πως η πιθανή ανάπτυξη αυτών των παραγράφων θα μπορούσε να αποφέρει ένα αυτοτελές βιβλίο. Η παράλληλη ανάγνωση αυτού του δοκιμίου και της εργασίας του Μπήτον συνιστά ολοκληρωμένη εικόνα τόσο της ελληνικής γλώσσας, όπως την αντιλαμβάνεται ο Παπαδόπουλος, όσο και της ιστορίας των Ελλήνων, όπως την πραγματεύεται ο Σκωτσέζος, επίτιμος πλέον καθηγητής. Δεν παραλείπω να επισημάνω εδώ και την εκ νέου δεδηλωμένη στο κείμενο της κριτικής του αντιπάθεια του Παπαδόπουλου απέναντι στην πολιτική ορθότητα και σε καινοφανείς έννοιες, όπως η κουλτούρα της ακύρωσης (cancel culture) ή δολοφονία χαρακτήρα (character assassination).

Στον τόμο που σχολιάζω υπάρχουν δύο δοκίμια για τον Ερωτόκριτο. Δεν τα συνεξετάζω, επειδή καθένα έχει διαφορετική στόχευση. Θεωρώ πως ένα από αυτά έχει οργανική σχέση με τα πιο πάνω, επειδή σχετίζεται με τη γλώσσα του Κρητικού έργου, και αποτυπώνει για μιαν ακόμη φορά την προσοχή και το έντονο ενδιαφέρον του Παπαδόπουλου για τη νεοελληνική γλώσσα. Τιτλοφορείται «Η σημασία του Ερωτόκριτου για τη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας». Ο συγγραφέας δηλώνει από την αρχή την τεράστια, την ευρύτατη διάδοση που είχε το έργο του Κορνάρου σε όλη την Ελλάδα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, και εξετάζει «την πλοκή, τη γλώσσα, το ύφος και τη νεωτερικότητα του κειμένου». Γνωρίζουμε όλοι πώς έφτασε το έργο από την Κρήτη στα Επτάνησα και πώς γονιμοποίησε τη δημιουργικότητα πολλών, ανάμεσά τους και εκείνη του Διονύσιου Σολωμού. «Την εποχή που η αττική κοινή γλώσσα είχε απομείνει άδειο κέλυφος και ο υπόδουλος ελληνισμός δεν είχε πρόσβαση σε οργανωμένη παιδεία, η επιτυχία του Ερωτόκριτου αποδείχτηκε κρίσιμος κρίκος της αλυσίδας για τη διάσωση της δημοτικής γλώσσας και κατ’ επέκταση της εθνικής μας ταυτότητας μέχρι το 1821» (σ. 134). Ο Παπαδόπουλος ανατρέχει και στην άποψη του μάλλον υποτιμημένου σήμερα Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου ο οποίος σημειώνει πως οι γλώσσες δεν διαμορφώνονται από συζητήσεις, αλλά από τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας «τα οποία μόνα μπορούν να επιβληθούν εις την εθνικήν συνείδησιν» (ό.π.). Και εδώ ο συγγραφέας μας ακολουθεί την προσφιλή του κατανομή του κειμένου σε παραγράφους/κεφάλαια.

Ανάλογη δομή με προηγούμενα δοκίμια έχει και το κείμενο που επιγράφεται «Τέχνη και ελευθερία της έκφρασης» και απετέλεσε ανακοίνωση στο συνέδριο «Τέχνη και Δημοκρατία», που είχε οργανώσει το Ίδρυμα της Βουλής το 2017. Εδώ έχουμε έξι πολύ εκτενείς παραγράφους/κεφάλαια που διακρίνονται για τον έντονο δοκιμιακό χαρακτήρα τους. Προσφεύγοντας στην Ιστορία αλλά και σε διεθνώς γνωστά έργα της παγκόσμιας γραμματείας, ο Παπαδόπουλος ανιχνεύει με επιτυχία τις αμοιβαίες σχέσεις των δύο βασικών εννοιών, Τέχνης και Δημοκρατίας, για να καταλήξει: «Στην παγκόσμια κοινωνία στην οποία ζούμε η ελευθερία της έκφρασης είναι πια διεθνές ζήτημα, ζήτημα χωρίς σύνορα. Ένα καταπιεστικό καθεστώς δίπλα μας μπορεί να γίνει το ίδιος επικίνδυνο με μια δικτατορία στον τόπο μας. Η συνεχής προσπάθεια κα εγρήγορση είναι απαραίτητες. Και η τέχνη θα είναι πάντα αρωγός και προφήτης για τους κινδύνους που ελλοχεύουν» (σ. 234).

Με την ίδια τεχνική των παραγράφων/κεφαλαίων αναπτύσσεται και το δοκίμιο με τίτλο «Χρόνος και λογοτεχνία», στο οποίο ο συγγραφέας εξετάζει την αντοχή και τη διάρκεια ενός λογοτεχνικού έργου μέσα στον χρόνο, καταφεύγοντας σε πολλά παραδείγματα της παγκόσμιας γραμματείας. Διερευνά, επίσης, πώς αποδίδει ένα λογοτέχνημα τις αντιλήψεις της εποχής κατά την οποία δημιουργήθηκε και πώς επιδρούν τα μεγάλα έργα του παρελθόντος στη μεταγενέστερη καλλιτεχνική δημιουργία.

 

Πόλεμοι

Με δύο από τα πιο γνωστά και πιο συγκλονιστικά γεγονότα της σύγχρονης ιστορίας μας ασχολούνται τα δοκίμια «Η γνώμη των τρίτων για τους Έλληνες με αφορμή την 28η Οκτωβρίου» και «Σελίδες της λογοτεχνίας μας για το 1922». Στο πρώτο σχολιάζονται επίσημα έγγραφα του τότε πρέσβη της Ιταλίας στη χώρα μας Εμανουέλε Γράτσι, το γνωστό διάγγελμα του Ιωάννη Μεταξά για την κήρυξη του πολέμου, σχετικό τηλεγράφημα του Τσώρτσιλ, απόσπασμα λόγου του Χίτλερ, καθώς και τηλεγραφήματα του Σαρλ ντε Γκωλ και του Φράνκλιν Ρούσβελτ. Όλα αυτά αποδίδουν μια ξεχωριστή και όχι πολύ γνωστή πλευρά για τον τρόπο με τον οποίον αντιμετώπισαν ξένοι ηγέτες την εμπλοκή της χώρας μας στο πόλεμο. Στο δεύτερο δοκίμιο καταγράφονται και σχολιάζονται μερικά από τα πολύ γνωστά έργα λογοτεχνίας που αποτυπώνουν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η παράθεση δεν είναι εξαντλητική, όπως εξ άλλου το υπαινίσσεται και ο τίτλος του. Περιορίζεται στα περισσότερο προβεβλημένα έργα, όπως το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη Στου Χατζηφράγκου, Το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη, η Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα. Ο Παπαδόπουλος δεν διστάζει να παραθέσει και στίχους από τη συλλογή Μυθιστόρημα του Σεφέρη, στους οποίους υπόκειται η Καταστροφή, καθώς και το ποίημα του Κ.Π. Καβάφη «Υπέρ της Αχαϊκής Συμπολιτείας πολεμήσαντες». 

Εδώ νομίζω πως έχει τη θέση του το δεύτερο δοκίμιο για το έργο του Κορνάρου, που έχει τίτλο «Πόλεμος και ειρήνη στον Ερωτόκριτο. Ένας κώδικας τιμής από το παρελθόν». Γραμμένο όταν είχε ήδη αρχίσει ο εξοντωτικός πόλεμος στην Ουκρανία, διατυπώνει τις αρχές που είχαν ισχύ κατά το παρελθόν σε ανάλογες συρράξεις. Ο συγγραφέας αποδέχεται την έτσι κι αλλιώς κοινή αντίληψη ότι το ποίημα «ενέχει κι αντανακλά την παράδοση όχι μόνο του ελληνικού βυζαντινού δημοτικού τραγουδιού, παραμυθιού, γνωμικού και ερωτικού μυθιστορήματος, αλλά και των  ευρωπαϊκώς, κυρίως ιταλικών και γαλλικών, αναγεννησιακών τραγουδιών και λογοτεχνικών κειμένων» (σ. 303). Απομακρυνόμενος μια ακόμη φορά από τις ασφυκτικές επιταγές της πολιτικής ορθότητας, ο Παπαδόπουλος υποστηρίζει  πως «ο πολιτισμός και η παράδοση που αντανακλά ο Ερωτόκριτος, η ανθρωποκεντρική αντίληψη, η επιστροφή στις ουμανιστικές αξίες αποτέλεσαν τη βάση από την οποία εκπορεύτηκε ο σύγχρονος πολιτισμός που κυριάρχησε σε μεγάλο βαθμό σε όλον τον πλανήτη» (σ. 304).

 

Ελληνισμός και Βουδισμός

Άφησα τελευταίο ένα χορταστικό ιστορικό μελέτημα με τίτλο «Ελληνισμός και Βουδισμός. Η ξεχασμένη Βακτριανή και τα ελληνοϊνδικά βασίλεια». Αυτοκράτορες, ηγεμόνες και ηγεμονίσκοι μάχονται και προσπαθούν να διαμοιράσουν την κληρονομιά που άφησε ο Μεγαλέξανδρος στα βάθη της Ασίας. Παρελαύνουν γνωστά και λιγότερο γνωστά ονόματα προσώπων και πόλεων που κάθε τόσο αλλάζουν και μεταμορφώνονται στον χώρο πουν σήμερα κατέχουν η Ινδία, το Πακιστάν, το Αφγανιστάν  και η Κίνα. Οι πλειονότητα των ιστορικών έχει ασχοληθεί με τα περισσότερο γνωστά βασίλεια των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο και των Σελευκιδών στη Συρία, χωρίς να επεκτείνονται στα πιο απομακρυσμένα κράτη που προκύψανε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Καλός γνώστης της περιόδου αυτής, ο Καβάφης θα μνημειώσει την Βακτριανή στο ποίημά του «Στα 200 π.Χ.» με τους καταληκτικούς στίχους Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά / ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμε, ως τους Ινδούς. Ο Καβάφης και πάλι, στο ποίημά του «Νομίσματα» αποδίδει τα ελληνικά ονόματα του Ευκρατίδη Α΄, του Στράτωνος Α΄, του Μένανδρου και του Ερμαίου όπως έχον καταγραφεί στην τότε τοπική γλώσσα. Ο Παπαδόπουλος εξετάζει τη δημιουργία αυτών των βασιλείων, την αλληλεπίδραση ελληνισμού και βουδισμού, την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τις ποικίλες γλώσσες,  τα νομίσματα και τις επιρροές από την Κίνα. Η μελέτη διαβάζεται ως περιπετειώδες ανάγνωσμα, και αποκαλύπτει για πολλούς άγνωστες πτυχές αυτής της ιδιόρρυθμης πολιτισμικής επικοινωνίας.

***

Η ακαταμάχητη τάση των Ελλήνων να γράφουν ποίηση θίγει θέματα που θα μπορούσαν να γίνουν επιμέρους αυτοτελή βιβλία, όπως π.χ. μια ανθολογία ελληνικής ποίησης από τον Όμηρο ως τις μέρες μας ή τα δοκίμια περί Σεφέρη που θα αποτελούσαν ένα δεύτερο εκτενές σεφερικό μελέτημα του Παπαδόπουλου. Όπως και να έχει, ο τόμος παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, όχι μόνον για ανάγνωση αλλά και για περαιτέρω συζήτηση. Το 2002 το Υπουργείο Εξωτερικών είχε εκδώσει έναν τόμο με τίτλο Διπλωματία και συγγραφικό έργο, στο οποίο καταγράφονταν όλοι όσοι υπηρετούσαν ή υπηρέτησαν κάποτε στο Υπουργείο, οι οποίοι είχαν εκδώσει έως τότε πάσης φύσεως πονήματαꞏ καταγραφόταν, επίσης, και η εργογραφία καθενός. Εκείνη η έκδοση περιλάμβανε 170 διπλωμάτες/συγγραφείς. Η πλειονότητα των βιβλίων που είχαν δημοσιεύσει αφορούσε ιστορικές, πολιτικές ή περί την διπλωματία εργασίες, και μόνο 15 από τους συγγραφείς είχαν να επιδείξουν αμιγώς λογοτεχνικό και αναγνωρισμένο έργο. Ο Βασίλης Παπαδόπουλος έρχεται πλησίστιος να προστεθεί δικαιωματικά σε ξεχωριστή, διακεκριμένη θέση στη μάλλον ολιγομελή αυτήν ομάδα.

 

Δημήτρης Δασκαλόπουλος

Κριτικός και βιβλιογράφος. Πρόσφατα βιβλία του: Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου. Χρονικό  (2016),  Βιβλιογραφία Γιώργου Σεφέρη (1922-2016) (2016), Το δικαίωμα του αναγνώστη. Κείμενα για τον έντυπο λόγο (2017),  Ιστορίες του 20ού αιώνα, Επιφυλλίδες (2019),  Χωρικά ύδατα (2020), Τα χρόνια που θα ’ρθουν. Ποιήματα 1958-2018 (2022).

1 σχόλιο

Δεν είναι και προς πολύ έπαινο, η ποίηση λειτουργεί με την αφαίρεση, οπότε ταιριάζει σε έναν λαό που αρέσκεται να αποσυνδέεται από την απτή πραγματικότητα. Θα ήταν καλύτερα να έχουν ακαταμάχητη τάση για εξερεύνηση και γνώση.

Ι.Νεστορίδης
Ι.Νεστορίδης
04 Σεπ 2025, 11:09

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.