Α. Η μεγάλη ώρα του Γιάννη Ρίτσου
Δεν ανήκω στη γενιά των πολιτικών αγώνων και γενικά ποτέ μου δεν έτρεφα κάποια συμπάθεια για την πολιτική. Στον Γιάννη Ρίτσο δεν με οδήγησε η αίγλη του στρατευμένου βάρδου. Αν κάτι με προσηλύτισε στον αληθινά μεγάλο αυτόν ποιητή, ετούτο ήταν η γοητεία. Και πιο συγκεκριμένα η γοητεία που άσκησε πάνω μου η τριλογία η απαρτιζόμενη από τη Σονάτα του σεληνόφωτος, το Νεκρό σπίτι και το Κάτω απ’ τον ίσκιο του βουνού. Αργότερα ανακάλυψα και τη σπουδαία τριλογία της νεότητάς του, αυτή που συνθέτουν η Εαρινή συμφωνία, το Τραγούδι της αδερφής μου και το Εμβατήριο του ωκεανού.
Θα μου επιτρέψετε μια παρέκβαση. Πριν από κάποια χρόνια, σε ένα σχολικό βιβλίο που σήμερα έχει καταργηθεί, περιλαμβανόταν η Σονάτα του σεληνόφωτος. Ε, λοιπόν, απ’ όλα τα κείμενα του βιβλίου, αυτό γοήτευε περισσότερο τους έφηβους μαθητές. Και μάλιστα σε συνθήκες σκληρού ανταγωνισμού, αφού στο ίδιο βιβλίο φιλοξενούνταν έργα του Σολωμού, του Παπαδιαμάντη, του Καβάφη. Ήταν εκείνο το ποίημα που τόσο ενθουσίασε, κάμποσες δεκαετίες πριν, τον πρεσβύτη Λουί Αραγκόν, όπως το Τραγούδι της αδερφής μου είχε εντυπωσιάσει τον πρεσβύτη Κωστή Παλαμά. Σημειώνω αυτή τη σύγκλιση του πολύπειρου πρεσβυτικού βλέμματος και του παρθενικού νεανικού. Είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αξίας ενός καλλιτεχνήματος.
Αλλά αν η τριλογία της νεότητας σημειώνει ένα πρώτο αποκορύφωμα, μέσα σε μια πλειάδα άλλων γοητευτικών αλλά λιγότερο καλοδουλεμένων έργων, η Σονάτα του σεληνόφωτος έδωσε το έναυσμα για μια άνευ προηγουμένου δημιουργική ευφορία, η οποία κράτησε μια δεκαετία και είναι –φρονώ– η χρυσή δεκαετία του Ρίτσου.
Όλοι παραδεχόμαστε πως κάποιοι «αρχαίοι» μονόλογοι της Τέταρτης διάστασης, όπως ο Ορέστης, ο Φιλοκτήτης, η Ισμήνη, η Επιστροφή της Ιφιγένειας, αντιπροσωπεύουν τη μεγάλη ώρα της ποίησης του Ρίτσου. Αυτοί όμως οι μονόλογοι περιστοιχίζονται από έναν λαμπερό αστερισμό πολλών εξαίρετων έργων. Ας μνημονεύσω τα ποιήματα για τον Καβάφη, την Ομιλία ενός αρρώστου (αριστουργηματική συμπύκνωση επώδυνων βιωμάτων) και την Αρχιτεκτονική των δέντρων. Μάλιστα, αυτός ο ταξιδιωτικός λυρισμός του Ρίτσου –υπάρχουν κι άλλες συλλογές εμπνευσμένες απ’ τις περιηγήσεις του σε χώρες κυρίως της Ανατολικής Ευρώπης– δεν μου φαίνεται απ’ τις λιγότερο γοητευτικές πτυχές του έργου του. Σημειώνω πως η ποίηση του Ρίτσου αναπτύσσεται όχι ανταγωνιστικά αλλά συναγωνιστικά και με τη σπουδαία ποίηση αλλά και με τη λυρική πεζογραφία της «γενιάς του ’30».
Αυτή τη μεγάλη ώρα –ας σημειωθεί και τούτο– την περιμέναμε πολύ. Την προοιωνίζονταν οι πρώτες εκδηλώσεις μιας ασυνήθιστης λυρικής χαρισματικότητας. Την προμάντευε ήδη από το 1937 ο πρεσβύτης Παλαμάς, στο περίφημο τετράστιχο που αφιέρωσε στον νεαρό Ρίτσο, όταν δογμάτιζε για τις πρώτες συνθέσεις (στις οποίες, σημειωτέον, περιλαμβάνεται κι ο εισέτι αδημοσίευτος, σε ομηρικό στίχο Δρόμος) του εικοσιεπτάχρονου Απολλωνίδη:
καθάριος όρθρος μιας αυγής, μηνά το φως της μέρας.
Την υποψιαζόταν, μερικά χρόνια αργότερα, το 1943, ο οξυδερκέστατος Γιώργος Θεοτοκάς. Παραθέτω τη σχετική καταγραφή από τα Τετράδια Ημερολογίου του:
Συναντώ για πρώτη φορά το Γιάννη Ρίτσο. Μεγάλη κουβέντα ευχάριστη και για τους δυο. Πολύ αλλιώτικος απ’ ό,τι τον είχα φανταστεί, γελαστός, ανοιχτόκαρδος, εύκολος στη συζήτηση. Είναι άνθρωπος ειλικρινής, με πλούτο εσωτερικό, αξιαγάπητος. Όσο για την τέχνη του, η γνώμη μου είναι σχηματισμένη από καιρό. Αν είχε λάβει την πρεπούμενη καλλιέργεια θα ήταν αναμφισβήτητα ο πρώτος ποιητής της γενεάς. Μα κι έτσι είναι ικανός να μας καταπλήξει. (η πλαγιογράφηση δική μου)
Όντως, ο Ρίτσος κατάφερε να καταπλήξει και συνέχισε, αν όχι να καταπλήσσει, πάντως να εκπλήσσει ώς το τέλος. Όσο για την πρεπούμενη καλλιέργεια, ο ποιητής μας απέκτησε, ακόμα κι αν δεν διάβασε τον Julien Benda, όπως μοιάζει να υπονοεί ο Θεοτοκάς –θα μιλήσουμε επ’ αυτού και πιο κάτω–, με καιρό και με κόπο, μιαν όχι ευκαταφρόνητη λόγια παιδεία.
Β. Βίος θεωρητικός
Ο Ρίτσος, λοιπόν, ένας γόης, ένας μάγος. Κι όπως όλοι οι αληθινοί μάγοι –όχι οι αγύρτες– θα περνούσε, ίσως, αν δεν είχε γράψει τα ποιήματά του, απαρατήρητος ανάμεσα στους ανθρώπους. Η μαγεία, βέβαια, ή η ομορφιά, που είναι η πεμπτουσία της ζωής, δεν αναλύεται και δεν εξηγείται. Απλώς, μας επιβάλλεται και εμείς την υφιστάμεθα. Αν όμως προσπαθήσουμε κάπως να πλησιάσουμε αυτή τη μαγεία –της μεγάλης τέχνης του Ρίτσου, εννοείται–, θα βλέπαμε πως αυτή σχετίζεται με μια αίσθηση ονείρου, με μια μεταστοιχείωση της πραγματικής ζωής σε ονειρική. Ο Ρίτσος κατέχει το μυστικό να μεταβάλλει το γνωστό σε άγνωστο και το οικείο σε ανοίκειο. Πράγματα κοντινά μας αποκτούν διαστάσεις που δεν τις υποπτευόμαστε. Τα άψυχα εμψυχώνονται αλλά και τα έμψυχα γίνονται άψυχα, αγαλματοποιούνται. Θα επανέλθουμε σε αυτά, αλλά ας υπαινιχθούμε προς το παρόν τις προϋποθέσεις αυτής της μεταμόρφωσης. Δεν είναι άλλες από μια αποστασιοποίηση από την αληθινή ζωή, την αποστασιοποίηση που επιβάλλει ο νόστος, ο στοχασμός κι η ονειροπόληση. Οι πρωταγωνιστές της Τέταρτης διάστασης βρίσκονται, θα ’λεγες, στο περιθώριο της ζωής, δεν συμμετέχουν στα μεγάλα δράματα που εκτυλίσσονται γύρω τους. Κι όταν συμμετέχουν, όπως ο Νεοπτόλεμος, το κάνουν άθελά τους, γι’ αυτό διατηρούν μια εσωτερική απόσταση απέναντι στα διαδραματιζόμενα. Η πυρετική έξαψη των χαρτοπαικτών μπροστά στην πράσινη τσόχα βρίσκεται στους αντίποδες της ψυχικής καταστάσεως που δεσπόζει στις μεγάλες συνθέσεις του Ρίτσου.
Οι αρχαίοι μιλούσαν για θεωρητικό και πρακτικό βίο, για ζωή δράσης και ζωή θεωρίας. Θυμίζω πως η λέξη θεωρία αρχικά σήμαινε ενατένιση. Αργότερα πήρε τη σημασία της φιλοσοφικής θεώρησης. Ο Ρίτσος ξεκινά ατενίζοντας με θάμβος τη ζωή και τον κόσμο. Τα πρώτα σπουδαία έργα της νεότητάς του, ιδίως όσα περιλαμβάνονται στη Δοκιμασία, χαρακτηρίζονται από διάχυτο ιμπρεσιονισμό, από έναν αέναο κυματισμό εντυπώσεων, συχνά θαλασσινών ή φθινοπωρινών, που οι ρίζες τους ίσως εκπορεύονται από το Φθινόπωρο του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου. Αργότερα, η θεωρία-ενατένιση σμίγει με τη θεωρία-στοχασμό σε αγαστό συνταίριασμα. Ο Ρίτσος βλέπει, στοχάζεται, φαντάζεται – και μας εκμυστηρεύεται, μέσα από διάφορα προσωπεία, τα οράματα, τους διαλογισμούς και τους οπτασιασμούς του έτσι όπως συμπλέκονται μεταξύ τους σ’ έναν μαγικό πέπλο, που στροβιλίζεται μπροστά μας αποκαλύπτοντάς μας ανυποψίαστες πριν πτυχές της ζωής.
Γ. Η μαγγανεία της φαντασίας κι η μαγγανεία των λέξεων
Ήρθε όμως η στιγμή να αγγίξουμε ορισμένα ουσιαστικά στοιχεία της μαγείας του Ρίτσου. Το πρώτο είναι –το έχουμε ήδη πει– η μεταμόρφωση των ταπεινών πραγμάτων: τραπέζια, τραπεζομάντιλα, παπούτσια, παιδικά παιχνίδια, κασέλες, κονσόλες, όλοι αυτοί οι κομπάρσοι της αστικής ζωής μιας ορισμένης εποχής προσλαμβάνουν στο έργο του Ρίτσου διαστάσεις μαγικών αντικειμένων, προικισμένων με δυνάμεις απόκρυφες και με τη δική τους μυστική ζωή. Αυτή, βέβαια, η ζωή είναι το ξεχείλισμα της φαντασίας στον περιβάλλοντα χώρο, που τον προικοδοτεί με τον δικό της πλούτο.
Αυτό το διαρκές παιχνίδι της φαντασίας με τα υλικά πράγματα μας επιφυλάσσει τις πιο γοητευτικές εκπλήξεις. Έτσι, ένας δίσκος με τσάι μεταμορφώνεται αίφνης σε άρπα (ο Ρίτσος αποτείνεται σε αγαπημένη γυναίκα):
Εσένα σου πρέπει [...]
να φέρνεις το μεγάλο δίσκο με το τσάι, τα πρωινά, σαν να φέρνεις
μιαν άρπα, χωρίς πρόθεση να παίξεις, μια και η άρπα
παίζει από μόνη της καθώς υψώνω τα μάτια προς εσένα.
Αλλού η λάμπα του Καβάφη γίνεται το γυάλινο αυτί της αιωνιότητας:
Κι ωστόσο
την ύστατη στιγμή, πριν κοιμηθεί, σκύβοντας πάνω στο γυαλό της λάμπας
να φυσήσει τη φλόγα της, να σβύσει πια κι αυτή, αντιλαμβάνεται
ότι φυσάει κατευθείαν μέσα στο γυάλινο αυτί της αιωνιότητας
μια λέξη αθάνατη, εντελώς δική του, το ίδιο του το χνώτο – ο στεναγμός της ύλης.
Ωραία που η καπνιά της λάμπας ευωδιάζει το δωμάτιό του τα χαράματα.
Έπειτα, και ως προέκταση αλλά και αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της μεταμορφωτικής δεινότητας, είναι η εικονοποιία του ποιητή, κυρίως οι παρομοιώσεις του, που είναι –τολμώ να πω– από τις ωραιότερες της παγκόσμιας ποίησης, τόσο μάλλον όσο δεν υπακούν σε καμιά εκζήτηση. Δείτε λ.χ. αυτή τη μέλισσα που στέκεται στο δαχτυλίδι της Περσεφόνης σαν ηχητική δαχτυλιδόπετρα. Δείτε ακόμα εκείνα τα κορίτσια που
κρατούν όρθιο το λείο μέτωπό τους φορτωμένο με τα εύρωστα μαλλιά τους
σα να κρατούν μια μαύρη στάμνα με το αμίλητο νερό
και φοβούνται μην τους πέσει.
Και τέλος είναι η μαγγανεία των λέξεων, μια γλώσσα πλούσια, αρμονική, φυσική, που αστράφτει από γαλήνια ομορφιά και χάρη. Κι αν ξεχώρισα την τριλογία της νεότητάς του και κάποιους κατοπινούς μονολόγους, το έκανα γιατί πουθενά αλλού η γλώσσα του δεν είναι τόσο δουλεμένη, πουθενά αλλού ο Ρίτσος δεν ύφανε το λεκτικό του ένδυμα με τόση λεπτουργημένη επιμέλεια και με τα χρυσά νήματα μιας απαράμιλλης καλλιέπειας.
Δ. Το Χ του υπάρχειν
Υπάρχουν, όμως, στο έργο του Ρίτσου και περιστατικά που θα τα έλεγες μαγικά με μια πιο κυριολεκτική σημασία. Όπως αυτή η σκηνή από τον Αγαμέμνονα:
Και τότε ο Ίων, ο εικοσάχρονος,
πέταξε το χιτώνα του, κι ολόγυμνος σα θεός, πήδησε πάνω στο τραπέζι,
κλώτσησε πιάτα κι αμφορείς, έχυσε μιαν υδρία κρασί στη σγουρή κόμη του,
μούσκεψε ακέριος, έσταζε, έλαμπε. «Υπάρχει το ασύντριφτο»,
«υπάρχει το ασύντριφτο», φώναζε. Πέταξε το ποτήρι του – δεν έσπασε·
του το ’δωσαν ξανά· σημάδεψε μιαν
άγκυρα· το ξαναπέταξε·
τέταρτη, πέμπτη, δέκατη φορά, – δεν έσπασε· (ίσως να ’ταν φτιαγμένο
από άλλη ουσία – ψεύτικο, – ποιος ξέρει; – ίσως πάλι
η ίδια η μέθη μας να μας επέβαλε την πειθώ του ακατόρθωτου).
Την άλλη μέρα ο Ίων σκοτώθηκε στη μάχη.
Ή πάλι η σκηνή όπου η Ιφιγένεια βλέπει κάτω απ’ το δωμάτιο του πεθαμένου της πατέρα τα δύο άσπρα άλογά του:
με υψωμένους λαιμούς να κοιτούν προς τα πάνω, σα να ’βλεπαν
ορθόν τον πατέρα μπροστά στο περβάζι, (δεν μπορούσα
να δω προς τα κει, παρ' ότι είχα σκύψει ώς τη μέση)
ορθόν με τη στολή του και το φέγγος απ’ το κράνος του ν’ αντιφεγγίζει
επάνω στα ρουθούνια τους, στα μάτια τους, στη χαίτη-
Καθώς η ζωή δεν γίνεται να εξορθολογιστεί τελείως, η τέχνη δεν μπορεί να αγνοήσει «τα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα», σύμφωνα με τα λόγια του Ρίτσου, ή αυτό που ο Ιούλιος Βερν θα αποκαλούσε «το Χ του υπάρχειν» (l’ X de l’existence). Η κλασική επιστήμη αρνείται το υπέρλογο. Η θρησκεία θεμελιώνει την πίστη σ’ αυτό. Η τέχνη, αμφιταλαντευόμενη ανάμεσα στην πίστη και την αμφιβολία, χαράσσει έναν τρίτο δρόμο: μας συμφιλιώνει με το άγνωστο και πλαταίνει για μας την περιφέρεια του πραγματικού.
Αυτή η πτυχή της ποίησης του Ρίτσου προκάλεσε αρκετή δυσαρέσκεια στους αριστερούς συνοδοιπόρους του που, όπως γράφει ο ίδιος, παραπονούνταν ότι «τα νέα [τ]ου ποιήματα διανθίζονται από κάποιες τάσεις μεταφυσικής», για να τους απαντήσει «με πολύ μεταφυσικότερα ποιήματα ενός πολύ βαθύτερου ρεαλισμού».
Ο Ρίτσος –ποιος θα το αμφισβητήσει;– προσχώρησε στην Αριστερά όχι γιατί τον έθελξε η θεωρία του διαλεκτικού υλισμού αλλά επειδή η αγνή Αριστερά διατύπωνε τότε, με τον πιο επιτακτικό τρόπο, το διαιώνιο αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη και ελευθερία. Στην Αριστερά ο Ρίτσος έβρισκε ενσαρκωμένο τον βαθύ ανθρωπισμό του, εκείνον που τον οδήγησε να αφιερώσει τη μεγάλη τέχνη του στους φτωχούς και τους ταπεινούς, στους νικημένους και τους αδικημένους της ζωής. Αυτή ακριβώς η θερμή πνοή της αγάπης και της αδερφοσύνης δικαιώνει και τα επικαιρικά του ποιήματα που, βέβαια, απ’ αυτή την άποψη, δεν είναι διόλου επικαιρικά – ακόμα κι αν δεν είναι τα αρτιότερα που έγραψε, είναι απ’ τα πιο ανθρώπινα και συγκινητικά.
Ε. Ο μάγος των μεταμορφώσεων
Να δοθεί το στίγμα της ποίησης του Ρίτσου σε ένα σύντομο κείμενο είναι σχεδόν αδύνατον. Εκεί που οι περισσότεροι ποιητές περιορίζονται σε μερικές μόνο πτυχές της πραγματικότητας, ο Ρίτσος προσπαθεί να συλλάβει και να αποτυπώσει την πραγματικότητα με τη μέγιστη δυνατή πληρότητα. Σου δίνει την εντύπωση πως έχει παρατηρήσει κι έχει θησαυρίσει στη μνήμη του τα πάντα, απ’ όπου τα ανασύρει και τα μπολιάζει με τη φαντασία του, σε συνεχείς μεταμορφώσεις (δείτε λ.χ. τα απειράριθμα μικρά ποιήματά του). Αυτή ακριβώς η διττή του ικανότητα να βλέπει τον κόσμο σ’ όλες τις λεπτομέρειες που τον συνέχουν και να τον μεταμορφώνει είναι το μεγάλο του χάρισμα. Ο Ρίτσος είναι ο μάγος τον μεταμορφώσεων. Αρίοστος ο προσεκτικός και Αρίοστος ο μάγος, ταυτόχρονα.
Η προσχώρηση του Ρίτσου στον ελεύθερο στίχο, που όμως στα χέρια του παίρνει έναν εξαίσιο ρυθμικό κυματισμό, παρ’ όλο που και τον παραδοσιακό στίχο τον χειριζόταν θαυμάσια, δεν ήταν μια συμμόρφωση στις αισθητικές επιταγές του καιρού του αλλά πήγαζε από τη βαθύτερη ανάγκη του γι’ αυτό το πληρέστερο όραμα του κόσμου. Το όραμα αυτό, όσο ονειρικό κι αν φαντάζει, δεν είναι ένα ενύπνιο, είναι το μεγάλο όνειρο της εγρήγορσης όπου εκβάλλουν όλα, και τα εξωτερικά και τα εσωτερικά ρεύματα του πραγματικού: η θέαση κι η φαντασία, η μνήμη κι η ενδοσκόπηση. Έτσι, ενώ δεν είναι πρωτοποριακός, ενώ δηλαδή δεν ανοίγει νέους δρόμους όπως λ.χ. ο Καβάφης, πραγματώνει στον μέγιστο βαθμό το ζητούμενο του λυρισμού στην τελευταία του φάση, που είναι η εσωτερίκευση στο μη περαιτέρω της πραγματικότητας.
ΣΤ. Εξέλιξη και ευφορία
Ο Ρίτσος είναι ένας ποιητής που εξελίσσεται συνεχώς. Σ’ αυτό το σημείο, θα έλεγα πως θυμίζει τον Σολωμό ο οποίος, μετά τα πρώτα ελεγειακά του άσματα, αποτολμά μια τολμηρή πτήση με τον Ύμνο, στη συνέχεια εμβαθύνει και ωριμάζει την τέχνη του με τις οκτάβες του Λάμπρου και τους δεκαπεντασύλλαβους του Κρητικού, για να καταλήξει σε εκείνο το έσχατο όριο που είναι τα τελευταία αποσπάσματα. Ο Ρίτσος ξεκινά με σχοινοτενή έμμετρα ποιήματα, που δείχνουν μια ασυνήθιστη στιχουργική ευχέρεια –ιδίως στη μεταχείριση μέχρι εκζητήσεως της ρίμας–, ευχέρεια που δεν τη συναντάς, στον ίδιο βαθμό, σε κανέναν άλλο ποιητή του μεσοπολέμου. Η εκζήτηση υποχωρεί και παίρνει έναν βαθύ ανθρώπινο τόνο στον Επιτάφιο, το πρώτο κατορθωμένο έργο του. Στη συνέχεια κάνει, με τη νεανική τριλογία που προαναφέραμε, την πρώτη μεγάλη ελεύθερη πτήση του, ανάλογη με αυτή του σολωμικού Ύμνου. Η τριλογία αυτή του διασφαλίζει ήδη, από μόνη της, τον επίζηλο τίτλο του μεγάλου ποιητή. Το αποκορύφωμα θα έρθει με τις συνθέσεις της Τέταρτης διάστασης, οι πρώτες εκ των οποίων γράφονται στην ηλικία (ή λίγο αργότερα) κατά την οποία ο Σολωμός φιλοτεχνούσε τα τελευταία του αποσπάσματα. Κι είναι πάμπολλες κι οι συνθέσεις που οδηγούν από τον «πρώτο» στον «δεύτερο» Ρίτσο, πάμπολλες κι εκείνες που πλαισιώνουν το μεγαλύτερό του ποιητικό αγώνισμα.
Ο Ρίτσος διατήρησε τη δημιουργική ευφορία του ώς το γήρας. Τα Επινίκια είναι το μνημειώδες έργο αυτής της γεροντικής καρποφορίας. Ο Ρίτσος μπορεί ακόμα να καταθέτει έργα ολκής σαν τον Σκοινοβάτη και τη Σελήνη. Εδώ καταλήγει σε μιαν υμνητικήν αποθέωση και κατάφαση της ζωής σ’ όλες τις εκφάνσεις της, συμπεριλαμβανομένης και της γενετησιακής ζωής. Μοιάζει να σφετερίζεται την περιοχή των ελλήνων υπερρεαλιστών, προσθέτοντας όμως μια ευγένεια που αυτοί δεν την έχουν. Τα Επινίκια δεν φτάνουν, βέβαια, τα ύψη (ή τα βάθη) της Τέταρτης διάστασης. Αποκαλύπτουν όμως μια πολύ ανθρώπινη πτυχή και του Ρίτσου και δική μας. Ίσως όχι τη βαθύτερη και ουσιαστικότερη, αλλά πάντως αυθεντική και αληθινή. Τεχνοτροπικά, το στοχαστικό στοιχείο υποχωρεί, ενώ επιδιώκεται, σε αντίθεση με τους μονόλογους, μια πολυφωνία.
Το γενετησιακό στοιχείο υπερπλεονάζει και στα γεροντικά «πεζογραφήματα» του Ρίτσου, τα οποία πιστεύω πως έχουν ως προς τους μονολόγους της ωριμότητας την ίδια σχέση –και στο επίπεδο της αξιολογικής διαβάθμισης– που έχουν τα σατυρικά δράματα με τις τραγωδίες των αρχαίων τραγικών.
Προσωπικά, απ’ αυτόν τον Ρίτσο, τον ευφρόσυνο υμνητή δηλαδή της γενετησιακής ζωής ανάμεσα στα δύο φύλα, προτιμώ τον Ρίτσο μυσταγωγικό θεωρό της ερωτικής ιεροπραξίας, όπως τον συναντάμε σ’ αυτούς τους όμορφους και βαθείς στίχους:
Γι’ αυτό κι οι γυναίκες
ακούγοντάς τους έκλαιγαν υστερικά,
σκίζαν τα ρούχα τους, μέναν ολόγυμνες και τους ικέτευαν
και τους παίρναν στην ποδιά τους σαν άρρωστα παιδιά που θέλαν σώνει και καλά να τα γιατρέψουν
και θέλαν να τους κλείσουν όλους μέσα στην κοιλιά τους
–ίσως για να γεμίσουν το δικό τους άδειο,
τα δικά τους σπλάχνα, – να τους κλείσουν
βαθιά βαθιά και να τους πνίξουν
για να τους προφυλάξουν και να τους κρατήσουν
μονάχα εκείνες – κι ύστερα να τους γεννήσουν
σε μια πιο κατάλληλη στιγμή, σ’ ένα πιο άσπρο σπίτι,
σ’ ένα σπίτι πιο αερικό και πιο προσηλιακό με λιγότερους ίσκιους
από κολόνες, κιούπια, φονικά, σπαθιά, δόξες και φέρετρα,
με λιγότερες αθέατες τρύπες στους τοίχους
Αξίζει ίσως να παρατηρηθεί σ’ αυτό το σημείο πως και στην αποτύπωση των προσωπικών βιωμάτων υπάρχει μια τάση εξαΰλωσης. Ακόμα κι η ίδια η σάρκα εκπνευματώνεται, «φωτοποιείται»:
Το κορμί σου γυμνό
γυμνό το κορμί σου
ολόγυμνο
καρφωμένο στην καρδιά της νύχτας
χρυσή ανατολή–
το ενσαρκωμένο φως.
Τυλιγμένος εγώ το κορμί σου
γυμνός
δίχως άνθος φωνή και τραγούδι.
Κανένα φως άλλο
να μην ισκιώνει το φως
που ανατέλλει από τη σάρκα σου.
Ζ. Ο λόγιος Ρίτσος
Το ότι ο Ρίτσος ήταν ένας εργάτης του λόγου το παραδεχόμαστε όλοι μας. Ήταν κι ένας αγωνιστής ή μάλλον ένας πρωταθλητής, που κατήγαγε σπουδαίες νίκες. Ίσως θα πρέπει να ξεχωρίσουμε εκείνα τα έργα του που παρουσιάζουν το χαρακτήρα μιας «προπόνησης» από αυτά που μας τον δείχνουν να αγωνίζεται για τη δάφνη στο στίβο της ελληνικής έκφρασης. Προτείνω όμως αυτή τη διάκριση με πολλές επιφυλάξεις.
Τα έμφυτα χαρίσματά του ήταν πολλά και του έδιναν –του δίνουν– μια θέση υπεροχής. Αλλά και τα επίκτητα εφόδιά του δεν ήταν αμελητέα. Συχνά, τείνουμε να αντιδιαστέλλουμε τον Ρίτσο προς τον Σεφέρη και να αντικρίζουμε τον Σμυρνιό ως poeta doctus (poetam doctum, αν θέλετε). Η αλήθεια είναι πως ο Ρίτσος γνώριζε πολλά – και τους αρχαίους και τους νεότερους, δικούς μας και ξένους. Τη γνώση του αυτή δεν την διατυμπανίζει αλλά τη διοχετεύει στο έργο του τόσο διακριτικά αφομοιωμένη ώστε, συχνά, μόνο ο υποψιασμένος αναγνώστης να τη διαβλέπει. Μπορεί οι «δόλιοι φραγκοφτιασιδωμένοι τελειόφοιτοι σχολών φιλελλήνων» να του καταμαρτυρούσαν πως δεν ήξερε «το ξυνόν και το εν ον του ιερατικού Ηράκλειτου», αλλά η αλήθεια είναι πως το ήξερε και αυτό και άλλα πολλά που εκείνοι αγνοούσαν και αγνοούν.
Η. Ένας εύθυμος ελεγειακός
Γνωρίζουν ίσως κάποιοι τη φράση του Παλαμά για τον Κάλβο:
Τις οίδεν αν εγεννάτο χρόνους τινάς βραδύτερον ή άλλως πως εφρόνει περί της φύσεως και του προορισμού της ποιήσεως, τις οίδεν αν δεν απέρρεον της λύρας του στόνοι βαρύθυμοι και απαισιόδοξοι ελεγείαι;
Ό,τι για τον Κάλβο παραμένει εικασία επιβεβαιώνεται στην περίπτωση του Σολωμού, αφού με δυο λαμπρές ελεγείες, τον Πόρφυρα και την ιταλόγλωσση Dona Velata, ολοκληρώνει και αποκορυφώνει το έργο του. Συλλογίζομαι αυτές τις δύο περιπτώσεις «αγωνιστικών» ποιητών που όμως κρύβουν έναν ελεγειακό, γιατί νομίζω πως κι ο Ρίτσος είναι μια τέτοια περίπτωση. Η βαθύτερη ιδιοσυγκρασία του είναι –πιστεύω– ελεγειακή, αν και όχι βαρύθυμη και απαισιόδοξη αλλά συμφιλιωτική με την απώλεια, με εκείνη τη βαθιά συμφιλίωση που αποπνέουν οι πολυύμνητες αττικές επιτύμβιες στήλες. Και τα λέω αυτά γιατί υπάρχει μια ελεγειακή σύνθεση που λάμπει σαν διαμάντι σ’ όλο το έργο του Ρίτσου και που επίσης ολοκληρώνει κι αποκορυφώνει εκείνη τη λαμπρή σειρά των ελεγειακών ποιημάτων η οποία ξεκινά με τον Επιτάφιο (και περιλαμβάνει τον Αποχαιρετισμό, τον Τελευταίο άνθρωπο του Λίνιτσε, με τη θαυμάσια περιγραφή της πυρκαγιάς, κι όπου, ίσως κάπως αυθαίρετα, θα ενέτασσα και τα Ποιήματα για τον Καβάφη). Μιλάω για το Σχήμα της απουσίας, ένα άγνωστο σχετικά αριστούργημα. Θα μου επιτρέψετε να παραθέσω απ' αυτό:
Βράδιασε. Πώς μπορεί να βραδιάσει μια ακίνητη μέρα; Τ’ αστέρια
γυάλινα σωληνάρια κι άδειες ενέσεις της τελευταίας νύχτας
πεταμένες μ’ οδυνηρή αταραξία στα πλακάκια του νοσοκομείου.
Αυτό το κόκκινο στίγμα είναι ο βυθός του γκρεμού. Από κει μέσα
ακούγεται όλη νύχτα κάποιος να φωνάζει: βοήθεια.
Μα όλοι είναι πεθαμένοι στα κρεβάτια τους – πεθαμένοι που ακούνε
και δε μπορούν να τρέξουν, δε μπορούν
να ριχτούν στο γκρεμό να μην ακούνε. Αυτή η κραυγή
είναι του νεκρού παιδιού τους – δε μπορούν να το προδώσουν·
πρέπει ν' ακούνε και να μην πεθαίνουν, συντηρώντας
με τον καθημερινό τους θάνατο, το βλέμμα του παιδιού τους –
κι είναι αγιασμένη κάθε κίνηση και πράξη τους
σα για να μην πικράνουν και θολώσουν το ουράνιο εκείνο βλέμμα.
Ο Ρίτσος δεν εξεγείρεται ενάντια στη δυστυχία. Την ατενίζει κι αυτήν ως ένα κομμάτι του μυστηρίου της ζωής. Άλλωστε, από πολύ νωρίς διδάχθηκε την εγκαρτέρηση. Δείτε πώς πραγματεύεται την αυτοκτονία σ’ εκείνο το βαθύ του ποίημα που είναι το Απογευματινό τοπίο. Αν προσδοκά μια αποκατάσταση, με την έννοια που έδιναν στον όρο οι αρχαίοι γνωστικοί, κι αυτή απ’ την τέχνη την προσδοκά. Όπως σ’ αυτούς τους στίχους που γράφει για τη μητέρα του σε μια ηλικία όπου θα μπορούσε να είναι πατέρας της και που είναι απ’ τους πιο συγκινητικούς του. Το ήρεμο, κατευναστικό θρόισμα της βροχής τού θυμίζει ένα τραγούδι της μητέρας
ένα γλυκό τραγούδι, όχι για μας, τα παιδιά της,
όχι ένα παλιό νανούρισμα, ή μοιρολόι, ή εμβατήριο,
ένα τραγούδι επιτέλους μόνο για τον εαυτό της, κι ούτε για τον εαυτό της,,
ένα τραγούδι αφηρημένο που ξεκίνησε μόνο του από έναν άλλο χρόνο,
από μια νιότη ευγενικά μαραμένη –πέρα, μακριά–
καθόλου παράταιρη και ξένη, ακόμη και στις μέρες μας,
τότε που η μητέρα φορούσε ένα μακρύ γαλανό φόρεμα με ρόδινα μικρά λουλούδια,
κι η μητέρα ξαναγίνεται νέα, και δεν έχει παιδιά, κι είναι όλα ήσυχα στο σπίτι,
κι εμείς, βέβαια, δεν έχουμε γεννηθεί,
κι η μικρή μας αδερφή δεν έχει πεθάνει μια και δεν γεννήθηκε,
κι ο χρόνος βρίσκεται στην παραμονή μιας γέννησης
όπως ένα παιδί στην παραμονή μιας γιορτής.
Οφείλω πάντως να υπογραμμίσω πως, παράλληλα μ’ αυτή την ελεγειακή διάσταση, ο Ρίτσος κατέχει την απαράμιλλη τέχνη της ευγενούς ειρωνείας, που παρουσιάζει μεγαλύτερες ομοιότητες με την επίσης ευγενή ειρωνεία του Κοσμά Πολίτη παρά με την επιθετική ειρωνεία του Καρυωτάκη. Ο Καρυωτάκης λέει λόγου χάριν:
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα.
Ο Ρίτσος –πιστεύουμε– δεν θα πετούσε ποτέ κατάμουτρα σε κάποιον το χαρακτηρισμό «μηδενικό». Θα τον εμπόδιζε η έμφυτη καλοσύνη του, η ευγένειά του. Ο σαρκασμός (κι ο αυτοσαρκασμός) δεν είναι το στοιχείο του. Να ένα δείγμα της δικής του διακριτικής ειρωνείας:
Χωρίς τελεία τ' όνειρό μας. Βάζαμε μόνο αποσιωπητικά.
Το συνηθίζαμε πολύ. Μας άρεζε. Ένα σωρό αποσιωπητικά. Τόσο που σ’ ένα εβδομαδιαίο
περιοδικό που στέλναμε τους στίχους μας μας έγραψαν:
«Προσέχετε τη στίξη. Όχι τόσα αποσιωπητικά.
Αυτό είναι δείγμα των πρωτόπειρων». Κι αλήθεια
μη και δεν είμαστε πρωτόπειροι; Και μείναμε άπειροι σχεδόν.
Μα τι σχεδόν; που μείναμε (άργησε η μητέρα) εντελώς άπειροι.
Αν ήθελα να παραδοξολογήσω, θα έλεγα πως ο Ρίτσος είναι ένας εύθυμος ελεγειακός.
Θ. Ο μύθος του Νότου
Στην αμερικανική λογοτεχνία έχει καλλιεργηθεί, από συγγραφείς όπως ο Τένεσι Ουίλιαμς ή η Κάρσον Μακκάλερς, ο μύθος του Νότου. Σκέφτομαι πως ο Ρίτσος φτιάχνει έναν δικό μας μυθικό Νότο, θαλασσινόν αυτόν αλλά εξίσου διαπνεόμενο από τη γοητεία μιας παρηκμασμένης αριστοκρατικότητας.
Δεν γνωρίζω αν στάθηκε αυτό που λέμε «άνθρωπος για όλες τις εποχές» (hommo omnium temporum). Φαίνεται ριζωμένος βαθιά στη δική του εποχή, στους αγώνες και τις αγωνίες της, στο καλλιτεχνικό και πνευματικό της υπέδαφος. Αυτής της εποχής μάς δίνει τη μαρτυρία (έτσι κάπως, Μαρτυρίες, ονομάζεται κι ένα γνωστό ποιητικό του βιβλίο). Όχι βέβαια μια μαρτυρία χρονογραφική, ένα ντοκουμέντο, αλλά μια εσωτερική μαρτυρία που εκβάλλει στο μυθικό. Χάρη ακριβώς σ’ αυτή του τη μυθική διάσταση, οι ρίζες της οποίας φτάνουν μέχρι τους αρχαίους οίκους των Ατρειδών και των Λαβδακιδών, μπορεί να γοητέψει κι άλλες εποχές και τόπους. Εδώ έγκειται η οικουμενικότητά του, που κάποια στιγμή φάνηκε να την κερδίζει. Η ανακήρυξή του από τον Αραγκόν ως ο μεγαλύτερος ποιητής της εποχής μας ήρθε να επιβεβαιώσει αυτή την οικουμενικότητα. Ακόμα όμως κι αν έβρισκε κάποιος κάπως υπερβολική την απόφανση του Αραγκόν (θυμίζω πως κι ο Ρομαίν Ρολάν είχε ανακηρύξει τον Παλαμά μεγαλύτερο ποιητή του καιρού του), ο Ρίτσος παραμένει ένας από τους δυο τρεις αντιπροσωπευτικότερους ποιητές του προηγούμενου αιώνα, με την έννοια πως ανήκει σ’ εκείνους τους δημιουργούς οι οποίοι αρτιώνουν και εξαντλούν τις εκφραστικές ροπές μιας ολόκληρης εποχής. Απ’ αυτή την άποψη, δεν θα ήταν άστοχο –πιστεύω– να παραλληλιστεί με τον εξίσου πολύτροπο Φερνάντο Πεσόα.
Οι καιροί ασφαλώς έχουν αλλάξει κι οι κήνσορες των μεγάλων πανεπιστημίων της Αμερικής, που καταρτίζουν τους κανόνες, έχουν άλλη άποψη. Έτσι, αυτή η οικουμενικότητα παραμένει μια δυνατότητα για το μέλλον. Είτε όμως έρθει αυτό το μέλλον είτε δεν έρθει, το έργο του Ρίτσου είναι εδώ και μας περιμένει.
Ι. Ένταση και έκταση, ύψος και βάθος
Καθώς δούλευα την μετάφρασή μου του Ιωάννη Γεωμέτρη (βλέπε την έκδοση του Αρμού), ενός από τους καλύτερους βυζαντινούς ποιητές, στάθηκα σε μια φράση ενός παλαιού λογίου που έδινε έναν πολύ αντιπροσωπευτικό χαρακτηρισμό της τέχνης του: «Eum multa etiam soluta oratione scripsisse non eleganter minus quam nervose apparet ex fragmentis ejus». Εξελληνίζω: «Από τα αποσπάσματά του φαίνεται πως έγραψε πολλά σε ελεύθερο λόγο, όχι με λιγότερη κομψότητα απ’ ό,τι με νεύρο». Αυτό το nervose μου φαινόταν πως συμπύκνωνε όλη την ιδιοτυπία αυτής της ποίησης αλλά και τον ασυνήθιστο ψυχισμό του δημιουργού της.
Έβρισκα εδώ μια επιβεβαίωση της θέσης του Μαλλαρμέ, πως ο στίχος πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε στιγμές ψυχικής κρίσης, πως ο στίχος πρέπει να αποδίδει νευρικές εξάψεις. Για να γίνει, βέβαια, αυτό, πρέπει ο ποιητής να διαθέτει ψυχισμό ευεπίφορο στις νευρικές εξάψεις.
Για μια ακόμα φορά, επιβεβαιωνόταν η σοφή διάκριση του Πλάτωνα ανάμεσα στον σωφρονούντα και τον μαινόμενον ποιητήν αλλά και το πρωτείο που ο αθηναίος σοφός απονέμει στον δεύτερο. Τελικά, είναι η ιερή μανία που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στους Βάκχους και τους ναρθηκοφόρους του λόγου και του πνεύματος.
Προχωρώντας τους συλλογισμούς μου, διέκρινα δύο κατηγορίες ποιητών ή συγγραφέων: τους συγγραφείς της έντασης και τους συγγραφείς της έκτασης. Αναγνωρίζω, βέβαια, πως αυτή η διάκριση σχηματοποιεί κάπως τα πράγματα: δεν λείπουν οι περιπτώσεις που ένταση και έκταση συναδελφώνονται (π.χ. οι αρχαίοι τραγικοί ή ο Σαίξπηρ). Αναγνωρίζω επίσης ότι αυτή η διάκριση δεν έχει πάντα χαρακτήρα ιεράρχησης. Πιστεύω, όμως, ότι σ’ όλους τους καιρούς και σ’ όλους τους τόπους θα συναντήσουμε εκπροσώπους αυτών των δύο κατηγοριών. Θα μπορούσαμε εύκολα να σχηματίσουμε πολλά αντιθετικά ζεύγη: π.χ. Ουγκώ – Μπωντλαίρ.
Τα ανέφερα αυτά γιατί ο Ρίτσος, μέσα στην σύνολη ελληνική γραμματεία, μας επιβάλλεται ως ο κατ’ εξοχήν ποιητής της έκτασης.
Θα μπορούσαμε να επιστρατεύσουμε και μια άλλη διάκριση, αυτή του ύψους, με τη λογγίνεια σημασία του όρου, και του βάθους. Κι εδώ ο Ρίτσος είναι περισσότερο ποιητής του βάθους, όπως το βλέπουμε άλλωστε στις θαυμάσιες καταβυθίσεις, βυθοσκοπήσεις και βυθογραφίες του. Όπως αυτήν, την αρκετά γνωστή:
Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί, στο βάθος του πνιγμού,
κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,
απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά και μελλούμενα,
μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,
κάποιο ξανάσασμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,
μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,
κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια
Ή αυτήν, τη λιγότερο γνωστή:
–ο πόντος ξέρει
κι ανεβάζει το βυθό στον αφρό, κρεμάει στο φως το μέσα χάρτη,
πόλεις με ονόματα της δόξας και της πίστης
και μια γλαυκή κουκκίδα εκεί ψηλά: η πρωτεύουσα της νηνεμίας.
Φυσικά και εδώ τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά: στον Ρίτσο η έκταση είναι αναπτυγμένη ένταση και το βάθος αντεστραμμένο ύψος.
ΙΑ. «Ήμουν ο φρονιμότερος τρελός»
Όσο για τον τύπο του «μαινομένου ποιητή», δεν νομίζουμε πως ο Ρίτσος είναι ο ιδανικότερος ενσαρκωτής του. Κάπου, βέβαια, ο ίδιος διατείνεται ότι είναι ο «φρονιμότερος τρελός» και, σε πολλά στιχηρά του, ιδίως των δύο τελευταίων δεκαετιών της ζωής του, μπορεί κανείς να διακρίνει αυτή τη φρόνιμη τρέλα, απότοκο μιας όψιμης ευφορίας που διακατέχει τον ποιητή και του επιτρέπει να ανανεώνεται διαρκώς και να μας χαρίζει πολύ ενδιαφέροντα έργα. Ωστόσο –γνώμη μας–, στα κορυφαία του ποιήματα (εκείνα ακριβώς που εμπνέουν τον μεγαλύτερο θαυμασμό) συνδυάζει πρωτίστως «νουν και καρδίαν» ή συγκίνηση και στοχασμό ή –ακόμα πιο σπάνιο συνταίριασμα– χιούμορ και καλοσύνη. Και λέμε πως αυτό το συνταίριασμα είναι πιο σπάνιο γιατί, όπως παρατηρεί ο Ανρί Μπεργκσόν, ένα αξιοπαρατήρητο σύμπτωμα που κατά κανόνα συνοδεύει το γέλιο είναι η αναισθησία:
Φαίνεται ότι το κωμικό μπορεί να παραγάγει τη δόνησή του μόνο αν πέσει πάνω σε μια πολύ ήρεμη, πολύ ενιαία επιφάνεια ψυχής. Το φυσικό του περιβάλλον είναι η αδιαφορία. Το γέλιο δεν έχει μεγαλύτερο εχθρό από τη συγκίνηση. Δεν εννοώ πως θα ήταν αδύνατον να γελάσουμε με ένα πρόσωπο που μας εμπνέει λόγου χάρη οίκτο ή στοργή: μόνο ότι τότε, για μερικές στιγμές, θα πρέπει να λησμονήσουμε αυτή τη στοργή, να σιγάσουμε αυτό τον οίκτο. Σε μια κοινωνία καθαρών νοήσεων οι άνθρωποι πιθανόν πια δεν θα έκλαιγαν, ίσως όμως να γελούσαν.
Βέβαια, στον Ρίτσο δεν έχουμε γέλιο, αλλά χαμόγελο. Το χιούμορ είναι μια πιο ήπια διαβάθμιση του κωμικού, ένα προστάδιό του ας πούμε, που μπορεί να συνταιριαστεί ευκολότερα με τη συγκίνηση.
Θα ήθελα όμως να επανέλθω στο στοιχείο της τρέλας, το οποίο, πέρα από συνώνυμο έξαρσης, αντισυμβατικότητας και ευφορίας, νομίζω πως παρουσιάζει κι άλλες ενδιαφέρουσες προεκτάσεις στον Ρίτσο, όπως άλλωστε και στον Παλαμά. Εκμυστηρευόταν ο Παλαμάς στον Σεφέρη πως υπήρχαν πολλοί λοξοί στην οικογένειά του και πως σκόπευε να γράψει μυθιστόρημα που θα το ονόμαζε Το γένος των λοξών. Θυμίζω πως και η οικογένεια του Ρίτσου χτυπήθηκε απ’ την ψυχασθένεια. Αυτό επέτρεψε –εικάζουμε– στον ποιητή να μελετήσει τους τρόπους των ψυχασθενών και να τους μετοχετεύσει παραλλαγμένους στο έργο του. Εξηγούμαι: η ποίηση του Ρίτσου βρίθει από χειρονομίες, συμβάντα και ενέργειες ανθρώπων που φαίνονται παράλογες. Αρκετά συχνά, αυτή η ποίηση προοιωνίζεται την περιώνυμη λογογραφία του παραλόγου. Όμως εδώ ό,τι φαντάζει παράλογο μοιάζει να υπακούει σε μια νομοτέλεια πέραν της συμβατικής λογικής και να βρίσκει τη δικαίωσή του σε ένα αγαπητικό όραμα του κόσμου, το οποίο αγκαλιάζει –και μάλιστα προνομιακά– και τη σαλότητα.
ΙΒ. Ο τελευταίος πλατωνικός
Κλείνοντας αυτό το κάπως βιαστικό αλλά –ελπίζω– περιεκτικό σκιαγράφημα, θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα κεντρικό βίωμα που διαπερνά ολόκληρη την ποίηση του Ρίτσου, από τα νεανικά του έργα ώς τα όψιμα. Είναι το βίωμα του κάλλους, και πιο συγκεκριμένα του κάλλους του ανθρώπινου σώματος, «το επί πάσιν τοις σώμασιν κάλλος», σύμφωνα με τους ερωτικούς αναβαθμούς της πλατωνικής Διοτίμας, που κι αυτό προβάλλεται σε μια διάσταση μυθική. Ο Ρίτσος εμφορείται από τον «έρωτα του καλού», έναν έρωτα θεμελιωμένο στον ασκημένο και ασκητικό θαυμασμό. Το διεισδυτικό του βλέμμα ανιχνεύει στους σύγχρονους Έλληνες τις επιβιώσεις εκείνου του ιδεώδους που απαθανάτισαν οι μεγάλοι γλύπτες της κλασικής αρχαιότητας. Θα έλεγες πως μια φλέβα πλατωνικής φιλοκαλίας, ποιος ξέρει από ποιους μυστικούς δρόμους, απολήγει στον Γιάννη Ρίτσο. Η παρουσία της αρχαίας πλαστικής στο έργο του, που τη βιώνει βαθύτατα, του χρησιμεύει σαν οδηγός για να αντικρίσει τη ζωντανή ομορφιά και να την αναγάγει στο μυθικό της αρχέτυπο, περίπου όπως έκαναν κι οι μεγάλοι γλύπτες της αρχαίας Αθήνας όταν έδιναν στους θεούς τους τη μορφή συγκαιρινών τους νέων ή όταν περίχυναν τους αττικούς εφήβους με μια αίγλη θεϊκής ομορφιάς. Ένα δείγμα αυτής της κατά Ρίτσο φιλοκαλίας είναι το ποίημα «Έλληνες καραγωγείς». Μας παρουσιάζει νεαρούς καραγωγείς που, αφού πούλησαν την πραμάτεια τους, ξεπεζεύουν και πλένουν τα άλογά τους στην παραλία:
Και τότε, μουσκεμένοι, ολόγυμνοι, ολόχρυσοι, άνθρωποι κι άλογα,
αστράφτουν μες τον ήλιο με μιαν υψηλήν ευγένεια,
εργατικοί και παντοδύναμοι, σάμπως να βγήκαν
μες από πανάρχαιους μύθους...
[…]
Και στην ακρογιαλιά, τα κάρα, ολόχρυσα κι αυτά,
έλαμπαν με τις κυκλικές ανταύγειες των τροχών τους
σαν ένδοξα άρματα από τους αρχαίους ελληνικούς αγώνες
που εδώ σταμάτησαν και που από δω και πάλι θα ξαναρχίζαν.