Σύνδεση συνδρομητών

Βιζυηνός, ο Θραξ

Δευτέρα, 07 Απριλίου 2025 01:05
Ο Γεώργιος Βιζυηνός.
Φωτογραφία αρχείου
Ο Γεώργιος Βιζυηνός.

Θανάσης Β. Κούγκουλος, Μελέτες για τον Γ.Μ. Βιζυηνό και το θρακικό συγκείμενο των διηγημάτων του, Υψικάμινος, Αθήνα 2024, 256 σελ.

Ο Θανάσης Β. Κούγκουλος είναι ένας παθιασμένος μελετητής του έργου του Βιζυηνού. Το πρόσφατο βιβλίο του περιέχει πέντε εκτεταμένες μελέτες γύρω από «το θρακικό συγκείμενο» των διηγημάτων του, από τη βαθιά σχέση δηλαδή με τη Θράκη, τις μνήμες του συγγραφέα αλλά και την τριβή με τους καλλιτεχνικούς θεσμούς της – μελέτες εξονυχιστικά ακριβείς αλλά, ταυτόχρονα, και απολαυστικές στην ανάγνωση. Ο Κούγκουλος δείχνει το δρόμο και της φιλολογικής έρευνας: είναι ο δρόμος του πάθους και της αφιέρωσης. [ΤΒJ]

Ο καθηγητής πανεπιστημίου Θανάσης Κούγκουλος,[i] αφοσιωμένος μελετητής του Βιζυηνού, συγγραφέας της σημαντικής μονογραφίας Η αναπαράσταση του γενέθλιου τόπου στα διηγήματα του Γ.Μ. Βιζυηνού (2020), δίνει τώρα μια συναγωγή δοκιμίων επικεντρωμένων στον βίο και το έργο του κορυφαίου θρακιώτη λογοτέχνη. Πρόκειται για πέντε «ομόκεντρες» (σ. 7), όπως τις χαρακτηρίζει ο Κούγκουλος, μελέτες γραμμένες κατά τη διετία 2022-2024, που έχουν αναθεωρηθεί και συμπληρωθεί τόσο ως προς το περιεχόμενο όσο και ως προς τη βιβλιογραφική τεκμηρίωση και έχουν πλαισιωθεί από πλούσιο και πολύτιμο εικονογραφικό υλικό.

Η πρώτη μελέτη έχει τίτλο «Ίχνη του Γ.Μ. Βιζυηνού στη Βιβλιοθήκη του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Αδριανουπόλεως». Ο Κούγκουλος, αφού πρώτα προσπορίζει πολύτιμα βιογραφικά στοιχεία για τον Χρήστο Δ. Παπαδόπουλο, καθηγητή Φιλοσοφίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο στην Αθήνα και εισηγητή της επί υφηγεσία διατριβής του Βιζυηνού Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω, ύστερα παρουσιάζει τα αποκείμενα στη Βιβλιοθήκη του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Αδριανουπόλεως βιβλία του Βιζυηνού, έξι τον αριθμό, τέσσερα από τα οποία φέρουν αυτόγραφες αφιερώσεις του συγγραφέα στον Παπαδόπουλο: πρόκειται για τα βιβλία Ποιητικά Προτώλεια (sic, 1873), Ο Κόδρος. Επικόν ποίημα βραβευθέν κατά τον Βουτσιναίον Ποιητικό Διαγωνισμόν του 1874 (1874), Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Pädagogik (1881) –αντίτυπο της σειράς Β από τις δύο εκδοχές της έντυπης μορφής της διδακτορικής διατριβής του Βιζυηνού για την παιδαγωγική και ψυχολογική διάσταση του παιδικού παιχνιδιού, με την οποία αποκτά τον τίτλο του Διδάκτορα της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Γοτίγγης–, Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω, Ψυχολογικαί μελέται επί του καλού. Α΄ Πνευματικαί ιδιοφυΐαι (Παραγωγοί του καλού), Στοιχεία Λογικής προς χρήσιν της ελληνικής νεολαίας. Με βάση το παραπάνω υλικό της Βιβλιοθήκης (που σήμερα στεγάζεται στην Ορεστιάδα) ο ερευνητής καταλήγει σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα: το αντίτυπο της διδακτορικής διατριβής του Βιζυηνού που απόκειται στη Βιβλιοθήκη και αφιερώνεται ιδιοχείρως στον «σεβαστό διδάσκαλο» Παπαδόπουλο είναι το έκτο, μέχρι στιγμής, που εντοπίζεται στην Ελλάδα, τα τοποχρονολογικά στοιχεία των ιδιόγραφων αφιερώσεων της διατριβής του Βιζυηνού στον Παπαδόπουλο πιστοποιούν, πλάι σε άλλα τεκμήρια της νεότερης έρευνας, ότι ο συγγραφέας βρίσκεται στο Παρίσι τον Ιούλιο του 1881 και, επιπρόσθετα, η αποστολή των βιβλίων του Βιζυηνού στον Παπαδόπουλο και οι αφιερώσεις του επιβεβαιώνουν την άποψη του Λάμπρου Βαρελά για τις καλές διαθέσεις του Χρήστου Παπαδόπουλου προς τον Βιζυηνό.[ii]

Η δεύτερη μελέτη, με τίτλο «Αθησαύριστη αγγελία του Γ.Μ. Βιζυηνού για τα βραβευμένα ποιήματα του Βουτσιναίου διαγωνισμού του 1876», αποτελεί μια λεπτομερέστατη επισκόπηση των προσπαθειών του Βιζυηνού να εκδώσει την ποιητική συλλογή του Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις ή εναλλακτικά Βοσπορίδες Αύραι, αμέσως μετά τη βράβευσή της στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό τον Μάιο του 1876, με ιδιαίτερη έμφαση στην επιστολή που στέλνει ο λογοτέχνης από τη Γοτίγγη, τον Ιούνιο 1876, προς τον Ηλία Τανταλίδη, καθηγητή του στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης και μέντορά του, επιστολή στην οποία του δηλώνει την πρόθεσή του να κυκλοφορήσει τη βραβευμένη συλλογή με τον τίτλο Η Βοσπορίς, χρησιμοποιώντας το δημοφιλές τότε σύστημα των συνδρομών, και ζητώντας τη συνδρομή του για την προώθηση της σχετικής αγγελίας που ετοιμάζει. Η επιστολή κοινοποιείται το 1910 από τον Νικόλαο Ι. Βασιλειάδη, Κωνσταντινουπολίτη γιατρό, φίλο και βιογράφο του Βιζυηνού, ο οποίος εκφράζει τη λύπη του που δεν κατορθώνει να βρει την αγγελία η οποία αναφέρεται στην επιστολή. Αυτή την αθησαύριστη ώς σήμερα αγγελία εντοπίζει ο Κούγκουλος στην εφημερίδα Νεολόγος της Κωνσταντινουπόλεως τον Σεπτέμβριο του 1876, φέρνοντας στο φως πολύτιμες πληροφορίες: ο τίτλος Η Βοσπορίς αντιπροσωπεύει τον Βιζυηνό το διάστημα που ακολουθεί τη βράβευσή του στον Βουτσιναίο διαγωνισμό και χαρακτηρίζεται «αληθής» (σε σχέση με τον περιπαικτικό Άραις, Μάραις, Κουκουνάραις), τα ποιήματα της συλλογής υπερβαίνουν τα εκατό, χαρακτηρίζονται «λυρικά» από τον δημιουργό τους και διακρίνονται από τον ίδιο σε εννέα τουλάχιστον θεματικές κατηγορίες (παιδαγωγικά, ανακρεόντεια, σαπφικά, σατιρικά-κωμικά, ωδές, ελεγεία, αλληγορίες, μύθοι, άσματα και διάφορα), ταξινόμηση που αντανακλά τόσο τις ισχύουσες ειδολογικές διακρίσεις της ποίησης από κριτικούς και επιμελητές ανθολογιών του 19ου αιώνα όσο και την άποψη του Θεοδώρου Γ. Ορφανίδη (εισηγητή του Βουτσιναίου εκείνη τη χρονιά), ο οποίος ανιχνεύει επιδράσεις από τον ανακρεοντισμό, από το δημοτικό τραγούδι, από τον Ηλία Τανταλίδη, από τη γερμανική παράδοση και, επιπλέον, κατατάσσει κάποια από τα ποιήματα του Βιζυηνού στα ελεγεία, στα μυθάρια και στα ασμάτια. Στην ίδια αυτή αγγελία προβλέπεται ότι το βιβλίο θα τυπωθεί σε εκλεκτό χαρτί και ότι το κάθε αντίτυπο θα κοστίζει τέσσερα γαλλικά φράγκα, ενώ, όπως υπογραμμίζει ο Κούγκουλος, «τονίζονται δυο παγιωμένες στον χώρο των αγγελιών διαφημιστικές προσφορές προς τους επίδοξους υποστηρικτές του προετοιμαζόμενου ποιητικού βιβλίου: το δωρεάν αντίτυπο και η καταγραφή των ονομάτων των συνδρομητών ως “ηθική ανταμοιβή”» (σ. 67).

 

Καθιέρωση στην κοινή συνείδηση

Το τρίτο μελέτημα έχει τον τίτλο «Η πρόσληψη της λογοτεχνίας του Γ.Μ. Βιζυηνού στο δεύτερο μισό του 20oύ αιώνα μέσα από τις εφημερίδες Το Βήμα και Τα Νέα». Εδώ ο Κούγκουλος, με άξονα αναφοράς το ιστορικό αρχείο των εφημερίδων Το Βήμα και Τα Νέα, αποπειράται να απαντήσει στο ερώτημα πώς μετασχηματίζεται η θεώρηση του Βιζυηνού στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, «πώς από εθνοκεντρικός ποιητής, με ισχνό αριθμό αξιόλογων ηθογραφικών διηγημάτων, μετατρέπεται, στην κριτική συνείδηση, σε υπερεθνικό, κοσμοπολίτη και καινοτόμο πεζογράφο, που εκδηλώνει τεκμηριωμένες διασυνδέσεις με τον ευρωπαϊκό ρομαντισμό και τον ρεαλισμό» (σ. 77). Ο μελετητής παρέχει πολύτιμα στατιστικά στοιχεία για το σώμα των 513 κειμένων που εντοπίζει στο αρχείο των δύο εφημερίδων κατά το διάστημα 1950-2006 (260 στο Βήμα και 253 στα Νέα), κατατάσσοντάς τα σε ποικίλες κατηγορίες (κύρια άρθρα για τον Βιζυηνό, λογοτεχνικά-λαογραφικά-φιλοσοφικά άρθρα με μνείες στον συγγραφέα, σχόλια για ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές αφιερωμένες στον βίο και στο έργο του, θεατρικές και κινηματογραφικές μεταπλάσεις των έργων του και μελοποιήσεις ποιημάτων του, παρουσιάσεις εκδόσεων, αγγελίες μνημόσυνων, εκδηλώσεων και διαλέξεων, δημοσιεύματα με παραθέματα ή νύξεις στον λογοτέχνη, ειδήσεις για κατασκευή προτομών του και καταχωρίσεις για το πανελλαδικώς εξεταζόμενο Αμάρτημα της μητρός μου στο μάθημα Νεοελληνική Λογοτεχνία της Γ΄ Λυκείου). Στη συνέχεια, από το παραπάνω εντυπωσιακό corpus, ο Κούγκουλος επιλέγει να σχολιάσει κείμενα των Πολύδωρου Παπαχριστοδούλου, Γεωργίου Φτέρη, Λίνου Πολίτη, Κ. Θ. Δημαρά, Βάσου Βαρίκα, Γιώργου Βελουδή, Βασίλη Βασιλικού, Νίκου Μπακουνάκη, Παρασκευής Σιδηρά-Λύτρα και Παναγιώτη Νούτσου. Πρόκειται για πολύ προσεκτική και μελετημένη επιλογή, διότι τα συγκεκριμένα κείμενα αναδεικνύουν τη στροφή που συντελείται στην αναγνωστική και ερμηνευτική πρόσληψη του Βιζυηνού, καθώς επικεντρώνονται πλέον στον πεζογράφο και λιγότερο στον ποιητή. Ο Παπαχριστοδούλου («Επ’ ευκαιρία μιας επετείου. Ο ποιητής Γεώργιος Βιζυηνός. Θα εκδοθή το Επιτύμβιόν του», Το Βήμα, 16 Απριλίου 1954) επισημαίνει ότι τα διηγήματα του Βιζυηνού «ακούονται με μεγάλη προσοχή και γεννούν αίσθηση βαθειά στους ακροατάς, όταν διαβάζωνται δημοσία ως κείμενα και αριστουργήματα λογοτεχνικά» (σ. 84)· ο Φτέρης («Θρακικά: Βιζυηνός», Το Βήμα, 10 Οκτωβρίου 1965) ξεχωρίζει το διήγημα «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» για τη διαπλοκή και την «αντίθεση του φανταστικού με το πραγματικό» (σ. 85) και καταθέτει την ανεξακρίβωτη προφορική μαρτυρία του Γ. Συριώτη, ανταποκριτή του Βήματος στο Λονδίνο, σχετικά με την επίδραση του Βιζυηνού στον Όσκαρ Ουάιλντ· ο Πολίτης («Μια πρόσφατη μετάφραση του Μοσκώβ Σελήμ. Η βεβήλωση του Βιζυηνού», Το Βήμα, 26 Φεβρουαρίου 1967) υποστηρίζει ότι ο Βιζυηνός «είναι από τους πιο δυνατούς πεζογράφους της γενιάς του 1880 και δίκαια ονομάστηκε πατέρας του ελληνικού διηγήματος» (σ. 88) και, παράλληλα, θεωρεί ότι το αριστούργημά του είναι το μυθιστόρημα Ο Μοσκώβ-Σελήμ· ο Δημαράς («Γεώργιος Βιζυηνός», Το Βήμα, 11 Ιουλίου 1969) ανασκευάζει σιωπηρά την προγενέστερη αρνητική γνώμη που είχε διατυπώσει για τον Βιζυηνό στη δική του Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, δηλώνοντας ότι ο λογοτέχνης είναι «από τους αδικημένους εκπροσώπους της νέας μας παιδείας, αγνοημένος ως προς τα καίριά του, μελετημένος ανεπαρκέστατα, αντικείμενο ανεκδοτολογίας και γενικοτήτων» (σ. 91)· ο Βαρίκας («Ένας πρωτοπόρος. Α. Σαχίνη: Το διήγημα του Βιζυηνού», Το Βήμα, 28 Σεπτεμβρίου 1969) θεωρεί την τεχνική αρτιότητα των διηγημάτων του Βιζυηνού συνάρτηση της ένταξής του στο κλίμα της ευρωπαϊκής πεζογραφίας της εποχής του και τα χαρακτηρίζει ηθογραφικά αλλά «κατά τον τρόπο που και η Μαντάμ Μποβαρύ θα μπορούσε να θεωρηθή “μελέτη επαρχιακών ηθών”» (σ. 93), προεξαγγέλλοντας έτσι, κατά τον Κούγκουλο, «κεντρικές κατευθύνσεις της νεότερης έρευνας για τον Βιζυηνό» (σ. 94)· ο Βελουδής («Βιζυηνός και Άουερμπαχ», Το Βήμα, 22 Αυγούστου 1980) θεωρεί το λήμμα «Άουερβαχ», που γράφει ο Βιζυηνός για το Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν των Μπαρτ και Χιρστ το 1890/1891, ως τεκμήριο των επιρροών που δέχεται ο έλληνας δημιουργός από τον γερμανοεβραίο συγγραφέα Μπέρτολντ Άουερμπαχ, επιφανή εκπρόσωπο του είδους της «χωριάτικης ιστορίας» (dorfgeschichte), που ακμάζει στη γερμανική πεζογραφία της περιόδου 1875-1880· ο Βασιλικός («Γεώργιος Βιζυηνός. Με κυνήγησαν αλύπητα», Τα Νέα, 4 Ιουνίου 1993) στήνει μια φανταστική συνέντευξη με τον Βιζυηνό, χαρακτηρίζοντάς τον τον καλύτερο διηγηματογράφο της λογοτεχνίας μας και εξαίροντας «τη δεσπόζουσα παράμετρο του γενέθλιου τόπου στο έργο του» (σ. 102)· ο Μπακουνάκης («Το νέον της ζωής του ταξείδιον», Το Βήμα, 14 Απριλίου 1996), με την αφορμή της συμπλήρωσης εκατό ετών από το θάνατο του Βιζυηνού και με πρόσφατες τις εντυπώσεις από την παράσταση του θεάτρου Σφενδόνη Μορφές από το έργο του Βιζυηνού (1993), με πρωταγωνίστρια την Άννα Κοκκίνου και σκηνοθέτη τον Δήμο Αβδελιώδη, γράφει ότι «το “ταξείδιόν” του μοιάζει να ξεκινάει πάλι, διαμεσολαβημένο όχι μόνο από τη φιλολογία και την κριτική ή την εργαστηριακή έρευνα, αλλά και από αυτή τη θεατρική εμπειρία της Σφενδόνης, που μετέδωσε στους θεατές το ρίγος ενός σύγχρονου, ενός σημερινού συγγραφέα» (σ. 105)· η Σιδερά-Λύτρα («Η Γοτίγγη τιμά τον Βιζυηνό», Το Βήμα, 26 Μαΐου 1996) αναφέρεται στις εκδηλώσεις που διοργανώνονται στη Γοτίγγη, πόλη των πανεπιστημιακών σπουδών του Βιζυηνού, προαναγγέλλοντας την έρευνα τόσο της ίδιας όσο και του συζύγου της, Αλεξάνδρου Σιδερά, γύρω από τα γερμανικά ίχνη και τη διδακτορική διατριβή του θρακός συγγραφέα· και, τέλος, ο Νούτσος («Ο διωγμός του ποιητή», Το Βήμα, 8 Οκτωβρίου 2000) καταθέτει τη δική του συμβολή, ένα κείμενο για την επιστημονική, θεωρητική και φιλοσοφική συμβολή του Βιζυηνού. Παράλληλα με τον σχολιασμό των προαναφερθέντων κειμένων του Βήματος και των Νέων, ο Κούγκουλος παρέχει μια χρησιμότατη επισκόπηση και άλλων δημοσιευμάτων των δύο εφημερίδων, αλλά και του συνόλου σχεδόν της ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας περί Βιζυηνού από το 1950 μέχρι σήμερα (με έμφαση στην καταλυτική επίδραση της εισαγωγής του Παν. Μουλλά στον τόμο Νεοελληνικά Διηγήματα του Βιζυηνού το 1980, στη μονογραφία του Λάμπρου Βαρελά «Μετά θάρρους ανησυχίαν εμπνέοντος». Η κριτική πρόσληψη του Γεωργίου Βιζυηνού (1873-1896), αλλά και αναφορές σε μελέτες του Απόστολου Σαχίνη, του Μιχάλη Χρυσανθόπουλου, του Βαγγέλη Αθανασόπουλου, της Ελένας Κουτριάνου και πολλών άλλων), καταλήγοντας στο γόνιμο συμπέρασμα ότι η μετάβαση από την ποίηση στην πεζογραφία του Βιζυηνού κατά το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα «πραγματοποιείται αργά και με ζυγισμένα βήματα, όσο η κριτική απαγκιστρώνεται από τους μύθους και τις προτεραιότητες του παρελθόντος και συνειδητοποιεί τη διάρκεια των διηγημάτων του, τη θαυμαστή ικανότητά τους να συνομιλούν με την ολοένα και πιο πολύπλοκη σύγχρονη εποχή» (σ. 109).

Το τέταρτο μελέτημα επιγράφεται «Αναπαραστάσεις της Αδριανούπολης στην ελληνική πεζογραφία του 19ου αιώνα» και διερευνά την εικόνα της Αδριανούπολης σε δεκατέσσερα (14) αφηγηματικά κείμενα της περιόδου 1839-1895. Ο Κούγκουλος ταξινομεί τις λογοτεχνικές αναπαραστάσεις της Κωνσταντινούπολης στα κείμενα αυτά σε τέσσερις κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει «τις αφηγήσεις όπου η Αδριανούπολη χρησιμοποιείται ως ένας από τους τόπους της δράσης των πρωταγωνιστών – όχι όμως, ο πρωτεύων» (σ. 122), όπως το εκτενές μυθιστόρημα του Στέφανου Ξένου Ο Διάβολος εν Τουρκία ήτοι Σκηναί εν Κωνσταντινουπόλει (πρώτη έκδοση στην αγγλική γλώσσα: 1851, πρώτη έκδοση στην ελληνική γλώσσα: 1862), το διήγημα «Ο Κόμης Ιβανόφσκης» (1871) του Λάμπρου Γ. Παναγιωτόπουλου (Λάμπρου Ενυάλη), το «ιστορικόν τουρκικόν διήγημα» του Παναγιώτη Σ. Συνοδινού «Περιπέτειαι δύο ανθρώπων χαρεμίου» (1879), το μυθιστόρημα Θρακικαί Σκηναί (1891) του Σαράντη Ι. Σαραντίδη και το διήγημα του Βιζυηνού Ο Μοσκώβ-Σελήμ (1895). Στη δεύτερη κατηγορία όπου «η Αδριανούπολη καταγράφεται στον επίσημο τίτλο του σουλτάνου και απαριθμείται στα αυτοκρατορικά διατάγματα ως μία από τις μεγάλες και ιερές πόλεις που προστατεύει ο απόλυτος μονάρχης» (σ. 136) ανήκει το μυθιστόρημα του Νικολάου Ε. Μακρή Η Βασιλική Σουλτάνα Αθηναία (1878). Η τρίτη κατηγορία αποτελείται από τέσσερα μυθιστορήματα στα οποία «η Αδριανούπολη εμφανίζεται ως τόπος καταγωγής ή κατοικίας δευτερευόντων μυθιστορηματικών χαρακτήρων ή ιστορικών προσώπων» (σ. 138): Ο Πολυπαθής (1839) του Γρηγορίου Παλαιολόγου, Η Χαριτίνη ή το κάλλος της χριστιανικής θρησκείας (1864) του Παναγιώτη Σούτσου, Ευγενία (1865) του Χρήστου Παρμενίδη και Η Γυφτοπούλα (1884) του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Και η τέταρτη κατηγορία απαρτίζεται από «πεζογραφήματα που συνδέουν την Αδριανούπολη με προσωπικότητες της ελληνικής επανάστασης» (σ. 141), όπως Η σπάθη της εκδικήσεως (1861) του Νικολάου Β. Βωτυρά, Η Ηρωίς της Ελληνικής Επαναστάσεως (1861) και Απομνημονεύματα ενός δυστυχούς ήτοι βίος των νόθων τέκνων (1890) του Στέφανου Ξένου και Ο Χαλέτ Εφέντης (1869) του Κωνσταντίνου Ράμφου. Ο Κούγκουλος καταλήγει στο ερεθιστικό συμπέρασμα ότι η απεικόνιση της Αδριανούπολης στα μυθοπλαστικά αυτά κείμενα ως ενός ισχυρού κέντρου της οθωμανικής εξουσίας και όχι ως μιας ακμάζουσας εστίας του ελληνισμού έρχεται σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική των ελλήνων πεζογράφων του 19ου αιώνα, «διότι κατά κανόνα όσα μυθιστορήματα και διηγήματα λαμβάνουν χώρα στην οθωμανική επικράτεια –ιδίως εκείνα που τυπώνονται εντός του οθωμανικού κράτους– αδιαφορούν επιδεικτικά για τον τουρκικό περίγυρο των ελληνικών κοινοτήτων» (σ. 147).

 

Η Θράκη της μυθοπλασίας

Το πέμπτο και τελευταίο μελέτημα του βιβλίου τιτλοφορείται «Λατρευτικές αλληλεπιδράσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων στη μυθοπλαστική Θράκη των Γ.Μ. Βιζυηνού, Αρ. Π. Κουρτίδη και Πολύδωρου Παπαχριστοδούλου» και είναι αποτέλεσμα συνεργασίας του Κούγκουλου και του Μανόλη Γ. Βαρβούνη. Οι δύο μελετητές, χρησιμοποιώντας τα θεωρητικά εργαλεία της λογοτεχνικής εικοτολογίας, της έρευνας των διαπολιτισμικών αναπαραστάσεων του Άλλου και των εθνοφυλετικών στερεοτύπων στη λογοτεχνία, καθώς και της λαογραφικής τεκμηρίωσης, επικεντρώνονται στην αλληλεπίδραση χριστιανικών και μουσουλμανικών εθίμων και λαϊκών τελετουργιών στην ανατολική Θράκη, όπως αυτή αποτυπώνεται σε κείμενα αφηγηματικής μυθοπλασίας των καταγόμενων από την Ανατολική Θράκη Γ.Μ. Βιζυηνού, Αριστοτέλη Π. Κουρτίδη και Πολύδωρου Παπαχριστοδούλου, κείμενα με ηθογραφικές αποχρώσεις, που συνθέτουν την αυτο-εικόνα της θρακικής χριστιανικής κοινότητας. Το συμπέρασμα της ενδελεχούς και τεκμηριωμένης έρευνας του Κούγκουλου και του Βαρβούνη είναι ότι: «Η παράλληλη χρήση λατρευτικών χριστιανικών και μουσουλμανικών στοιχείων από τα δρώντα πρόσωπα δεν κατασκευάζεται απλώς από τη λογοτεχνική φαντασία· ενυπάρχει στην πολυπολιτισμική Θράκη του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα» (σ. 179).

Η ιδιαίτερα φροντισμένη και καλαίσθητη έκδοση των εκδόσεων Υψικάμινος περιλαμβάνει σπάνιο και ιδιαίτερα λειτουργικό και επεξηγηματικό εικονογραφικό υλικό: φωτογραφίες από σπάνια αρχεία και βιβλιοθήκες, δημοσιεύματα εφημερίδων και περιοδικών του 19ου αιώνα και πίνακες με ποσοτικά δεδομένα.

Το βιβλίο του Θανάση Κούγκουλου, χωρίς να απεμπολεί ποτέ την ακαδημαϊκή του διάσταση και την επιστημονική του συνέπεια, είναι ελκυστικό στην ανάγνωση, με λόγο ρέοντα και κατανοητό, τεκμηριωμένο βιβλιογραφικά και πολύτιμο βοήθημα για κάθε μελετητή του Βιζυηνού. Διακρίνεται από τη –γνώριμη και από προηγούμενες μελέτες του συγγραφέα– εξαντλητική παράθεση βιβλιογραφικών αναφορών και από εξονυχιστικό έλεγχο των πηγών, χαρακτηρίζεται από μεθοδικότητα και συστηματικότητα, συνδυάζει την αναλυτική και τη συνθετική θεώρηση, παρέχει πλούσιο πληροφοριακό υλικό που φωτίζει λιγότερο γνωστές πτυχές του βίου, του έργου και της πρόσληψης του Βιζυηνού και είναι φανερό ότι αποτελεί προϊόν μόχθου, πολύχρονης έρευνας και αγάπης για το έργο του δημιουργού. Και κάτι τελευταίο, συγκινητικό και απολαυστικό μαζί: ο Κούγκουλος συχνά μοιράζεται με το αναγνωστικό κοινό τον ενθουσιασμό και το πάθος του για το θέμα του, δίνοντας πληροφορίες για την πορεία που ακολουθεί η επιστημονική του έρευνα.

 

[i] Επίκουρος καθηγητής σημειωτικής, λογοτεχνικής ανάλυσης και πολιτισμικής ερμηνείας στο Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.

[ii] Λάμπρος Βαρελάς, «Μετά θάρρους ανησυχίαν εμπνέοντος». Η κριτική πρόσληψη του Γεωργίου Βιζυηνού (1873-1896), Studio University Press, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 95-96.

Θανάσης Αγάθος

Αναπληρωτής καθηγητής νεοελληνικής φιλολογίας στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Βιβλία του: Από το "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά" στο "Zorba the Greek" (2007), Η εποχή του μυθιστορήματος (2014), Η κινηματογραφική όψη του Γρηγορίου Ξενοπούλου (2016), Ο Νίκος Καζαντζάκης στον κινηματογράφο (2017), Ο Άγγελος Τερζάκης και ο κινηματογράφος (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.