Με τη μονογραφία της Ο διάλογος της ελληνικής πεζογραφίας με τον κινηματογράφο 1949-2009, επεξεργασμένη και εμπλουτισμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής της, που υποστηρίχτηκε το 2019 στο τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών (υπό την εποπτεία του Ευριπίδη Γαραντούδη), η Νάντια Φραγκούλη φιλοδοξεί να αναδείξει τα στοιχεία που συνιστούν το κινηματογραφικό στα λογοτεχνικά κείμενα, με βασικό άξονα τις αρχές των συγκριτολογικών μελετών που διέπουν τις διακαλλιτεχνικές προσεγγίσεις. Η μελετήτρια διευκρινίζει από την αρχή ότι αντικείμενο της έρευνάς της δεν είναι γενικά ο διάλογος της νεοελληνικής λογοτεχνίας με τον κινηματογράφο, αλλά ειδικά το κειμενοποιημένο κινηματογραφικό, το οποίο νοείται ως «το λειτουργικό σύνολο των κινηματογραφικών αναφορών ενός λογοτεχνικού έργου» (σ. 17). Αποτυπώνεται λοιπόν στη μελέτη της η μορφή του κειμενοποιημένου κινηματογραφικού στην εξέλιξή της, η οποία συνδέεται στενότατα με την εξέλιξη της νεοελληνικής μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής πεζογραφίας.
Κινηματογράφος και πεζογραφία
Η μονογραφία απαρτίζεται από τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο από αυτά, με τίτλο «Ο διακαλλιτεχνικός διάλογος της νεοελληνικής πεζογραφίας με τον κινηματογράφο», έχει εισαγωγικό και μεθοδολογικό χαρακτήρα και στοιχειοθετεί το θεωρητικό υπόβαθρο της όλης μελέτης. Εδώ εξετάζεται συνοπτικά η δεξίωση του κινηματογράφου στην Ελλάδα στη διάρκεια του εικοστού αιώνα, μέσα από τις απόψεις του Παλαμά, του Ξενόπουλου, του Νιρβάνα, του Κάλας, του Τερζάκη, του Ελύτη (όπως αποτυπώνονται στα λογοτεχνικά περιοδικά και τον ημερήσιο Τύπο της εποχής), γίνεται αναφορά στα στοιχεία που συγκροτούν τον διαρκή και αμοιβαίο διάλογο ανάμεσα στη λογοτεχνία (κυρίως το μυθιστόρημα) και τον κινηματογράφο, σχολιάζεται ο δηκτικός τρόπος αφήγησης που κορυφώνεται στα πεζογραφικά κείμενα του μοντερνισμού οριοθετώντας ένα διάλογο της λογοτεχνικής με την κινηματογραφική αφήγηση και επιχειρείται μια επισκόπηση μονογραφιών από τη διεθνή βιβλιογραφία που επικεντρώνονται στην ανίχνευση του «κινηματογραφικού» σε λογοτεχνικά κείμενα, με χρονικό σημείο εκκίνησης τη δεκαετία του 1940 και φτάνοντας ώς τις σύγχρονες γερμανόφωνες προσεγγίσεις που εξετάζουν το θέμα από τη σκοπιά των διακαλλιτεχνικών και των διαμεσικών σπουδών (Claude Edmonde Magny, Arnold Hauser, Alan Spiegel, Keith Cohen, Bruce Morissette, Robert Richardson, William Jinks, Edward Murray, Charles Edisvik, Christian von Tschilschke, Irina Rajewsky). Ταυτόχρονα, γίνεται λόγος για την ελληνική βιβλιογραφία αναφορικά με το κινηματογραφικό εν κειμένω και παρουσιάζεται το θεωρητικό υπόβαθρο του μεθοδολογικού σχήματος που προτείνεται για τη μελέτη της «κινηματογραφικής» ποιότητας των πεζογραφικών έργων τα οποία πρόκειται να αναλυθούν.
Στα τρία κεφάλαια που ακολουθούν, η Φραγκούλη, με ομολογημένη την πρόθεσή της να αναγάγει κομβικές στιγμές της πρόσφατης νεοελληνικής Ιστορίας σε ορόσημα της λογοτεχνικής εξέλιξης, κατανέμει τη νεοελληνική πεζογραφική παραγωγή των μεταπολεμικών και μεταπολιτευτικών χρόνων σε τρεις περιόδους (1949-1967, 1967-1981 και 1981-2009), που διαμορφώνουν συγκεκριμένες τάσεις στο νεοελληνικό πεζογραφικό πεδίο και διαλέγονται με ανάλογες τάσεις της διεθνούς κινηματογραφικής παραγωγής. Σταθερός άξονας της προσπάθειας της μελετήτριας να ανιχνεύσει στοιχεία διαλόγου της πεζογραφίας της περιόδου με την έβδομη τέχνη είναι η έννοια της αναπαράστασης ως «διαχρονικής και διατοπικής εννοιολογικής κατηγορίας».[i]
Στο δεύτερο κεφάλαιο, που έχει τον τίτλο τίτλο «Αναπαράσταση του ηθικού χρέους», η Φραγκούλη εκκινεί από τη διαπίστωση ότι αρκετοί έλληνες πεζογράφοι και ιταλοί κινηματογραφιστές της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου αντιλαμβάνονται τη συμβολή τους στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο αντιστοίχως ως αίσθημα ηθικής ευθύνης και ηθικού χρέους, ως αποτύπωση και αναπραγμάτευση του πολύ πρόσφατου παρελθόντος με βασικό στόχο την, διά της αφηγήσεως, ανάκτησή του. Αυτή η ηθική στάση και ιδεολογική συνάφεια, κατά την ερευνήτρια, οδηγεί και στη θεματική και την αισθητική συγγένεια νεοελληνικών πεζογραφημάτων με ιταλικές νεορεαλιστικές ταινίες της περιόδου, που εστιάζουν στην αποτύπωση των σκληρών συνθηκών υποβαθμισμένης ζωής των λαϊκών στρωμάτων των δύο χωρών και ανάγουν την καθημερινή βάσανο των απόκληρων και των ηττημένων της μεταπολεμικής κοινωνίας σε αφηγηματική περιπέτεια. Αφού δίνει τα βασικά γνωρίσματα της σχολής του ιταλικού νεορεαλισμού και της νεοελληνικής πεζογραφίας της περιόδου 1949-1967, η Φραγκούλη εντοπίζει στοιχεία του κειμενοποιημένου κινηματογραφικού στο μυθιστόρημα του Αντρέα Φραγκιά Άνθρωποι και σπίτια (1955). Τέτοια στοιχεία είναι η απεικόνιση του καθημερινού αγώνα επιβίωσης των φτωχών στρωμάτων, ο χώρος της φτωχογειτονιάς, το μεταπολεμικό αστικό τοπίο, η αποτύπωση των σπιτιών, το οικογενειακό τραπέζι, το εργοστάσιο, το πλήθος, το καφενείο, η ανάπτυξη του μύθου ως ιδιότυπης μυθοπλαστικής πραγματείας, η βλεμματοκεντρική αφήγηση, η διαδοχή των κινηματογραφικών ταμπλώ, ο λυρισμός της ευτελούς λεπτομέρειας. Η συγγραφέας δεν παραλείπει να κάνει διακειμενικούς συσχετισμούς με τις κινηματογραφικές ταινίες του Βιτόριο ντε Σίκα, Κλέφτης ποδηλάτων (1948), Θαύμα στο Μιλάνο (1951) και Ουμπέρτο Ντι (1952), αλλά και του Ρομπέρτο Ροσελίνι, Ρώμη ανοχύρωτη πόλη (1945) και Παϊζά - Αυτοί που έμειναν ζωντανοί (1946), καθώς και με το Η γη τρέμει (1945;) του Λουκίνο Βισκόντι. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με πολύ ενδιαφέροντα συνοπτικά σχόλια για την παρουσία του κειμενοποιημένου κινηματογραφικού σε άλλα νεοελληνικά μυθιστορήματα της περιόδου, όπως Ο άλλος Αλέξανδρος (1950) της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, Και ιδού ίππος χλωρός (1963) της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ, Ακυβέρνητες πολιτείες (1961-1965) του Στρατή Τσίρκα, Φωτιά (1946) του Δημήτρη Χατζή, Τα δόντια της μυλόπετρας (1955) του Νίκου Κάσδαγλη και Η καγκελόπορτα (1962) του Αντρέα Φραγκιά.
Οι εποχές της αμφισβήτησης
Στο τρίτο κεφάλαιο, το οποίο τιτλοφορείται «Αναθεωρημένη αναπαράσταση», η Νάντια Φραγκούλη ξεκινά με μια περιγραφή του ιστορικού πλαισίου της περιόδου, αναφέρεται στη σύνδεση λογοτεχνίας, κινηματογράφου και νεανικής κουλτούρας και στη διαμόρφωση θεωρητικού και κινηματογραφόφιλου λόγου στην Ελλάδα από τα χρόνια της δικτατορίας και μετά, και παραθέτει τα βασικά στοιχεία του πεδίου της «αναθεωρημένης αναπαράστασης», όπου εγγράφονται τα πεζογραφήματα που πρόκειται να εξεταστούν εδώ: άρση της βεβαιότητας, ποικιλόμορφη θεματοποίηση της κριτικής στα παραδοσιακά πρότυπα, αλλά και «στροφή σε πιο σύνθετους και λιγότερο αναπαραστατικούς τρόπους οι οποίοι τελικά αμφισβητούν, λιγότερο ή περισσότερο, την ίδια την αναπαραστατική σχέση» (σ. 388).
Ακολούθως γίνεται αναφορά στην ακμή του κινηματογράφου του δημιουργού, στη σχέση της γαλλικής nouvelle vague με τη λογοτεχνία και στην παρακαταθήκη των κορυφαίων εκπροσώπων αυτού του ρεύματος, στην έλευση του νέου ελληνικού κινηματογράφου, στην υποδοχή του νέου μυθιστορήματος στην Ελλάδα. Και στη συνέχεια, η μελετήτρια επικεντρώνεται στην ανάλυση της συλλογής διηγημάτων του Χριστόφορου Μηλιώνη Τα διηγήματα της δοκιμασίας (πρώτη δημοσίευση 1973-1974, πρώτη έκδοση 1978), όπου ανιχνεύεται η διακαλλιτεχνική επαφή με την πεζογραφική τεχνική της περιγραφής του Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ και ευρύτερα με τις ταινίες των δημιουργών της nouvelle vague, του γαλλικού νέου κύματος –όπως το Με κομμένη την ανάσα (1960) του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, το Ζυλ και Τζιμ (1962) του Φρανσουά Τρυφφώ ή το φιλμ Τα εξαδέλφια (1959) του Κλωντ Σαμπρόλ–, με παρατηρήσεις για την αφήγηση ως βλεμματοποιημένη παρατήρηση, τις ακουστικές εικόνες, τη μυθοπλασία ως δοκίμιο, τη σχέση δυσαρμονίας που αναπτύσσει ο νεαρός ήρωας με τον κόσμο, το απόν εγώ, το αίσθημα της καταδίωξης, την αφήγηση ως θέαση και την ανοικειωτική λειτουργία της οπτικής λεπτομέρειας, τη χρήση του ενεστώτα και του χρώματος και αρκετά ακόμη στοιχεία. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με καίριες ανιχνεύσεις στοιχείων του κειμενοποιημένου κινηματογραφικού σε άλλα πεζογραφικά κείμενα της περιόδου, όπως το Προς Οφρύνιο (1980) του Φίλιππου Δρακονταειδή και το Μυστήριο (1976) της Μαργαρίτας Λυμπεράκη.
Το τέταρτο κεφάλαιο, που φέρει τον τίτλο «Μετατοπισμένη αναπαράσταση και ποιητική της θεματοποίησης», επικεντρώνεται σε μια κυρίαρχη τάση της νεοελληνικής πεζογραφικής παραγωγής της περιόδου 1981-2009, την αμφισβήτηση της πολιτικής ιδεολογίας και την πλήρη άρνηση και κατάλυση της ιστορίας και της σχέσης με την ελληνική πραγματικότητα, πράγμα που οδηγεί σε διάλογο με τον χολιγουντιανό κυρίως κινηματογράφο, που εκφράζει το παγκοσμιοποιημένο πνεύμα της εποχής και την εμπορική δημοφιλή κουλτούρα. Ως κεντρικό παράδειγμα στη συγκεκριμένη περίοδο επιλέγεται και αναλύεται το μυθιστόρημα της Μάρως Δούκα Ουράνια μηχανική (1999), με άξονες τη συγκρότηση του μυθιστορηματικού ήρωα με το υλικό των κινηματογραφικών ταινιών του Χόλιγουντ και κυρίως αυτών με πρωταγωνιστή τον Aλ Πατσίνο, όπως Ο σημαδεμένος (1983) και Υπόθεση Καρλίτο (1993) του Μπράιαν ντε Πάλμα, τη συμβολή του κινηματογράφου στην κατασκευή της ταυτότητας του ήρωα και τον διαμεσικό διάλογο με τον κινηματογράφο, καθώς, όπως εύστοχα επισημαίνει η Φραγκούλη, οι ταινίες από τις οποίες ο ήρωας του μυθιστορήματος αρδεύει πρότυπα συμπεριφοράς, «παρότι αποτελούν ανομοιογενές ειδολογικά και θεματικά σύνολο, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό και αυτό είναι ότι πρόκειται για τις ταινίες που κυριαρχούσαν στην ελληνική τηλεόραση της δεκαετίας του 1990» (σ. 684).
Στο τέλος του κεφαλαίου εντοπίζονται στοιχεία του κειμενοποιημένου κινηματογραφικού σε κείμενα όπως το Όταν βρέχει και φοράς παπούτσια κόλετζ (1981) του Άρη Σφακιανάκη, Ανδρόγυς (Ιδεολογικό ρομάντζο) (1980) της Αλεξάνδρας Δεληγιώργη, Διακοπές χωρίς πτώμα (1980) της Έρσης Σωτηροπούλου, Ο υπνοβάτης (1985) της Μαργαρίτας Καραπάνου, Το πλήθος (1985-1986) του Αντρέα Φραγκιά, Το παυσίπονο (1982) του Πέτρου Τατσόπουλου, Τα τζιτζίκια (1985) του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, Τα τοπία της Φιλομήλας (1988) του Φαίδωνα Ταμβακάκη.
Από την ενδελεχή έρευνα της Φραγκούλη προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι «η πεζογραφία στη διάρκεια του εικοστού αιώνα διαλέγεται κατά προνόμιο με τον κινηματογράφο, περισσότερο από ό,τι με οποιαδήποτε άλλη τέχνη της περιόδου» (σ. 731), καθώς η δεσπόζουσα λειτουργία της αφηγηματικότητας στα δύο αυτά καλλιτεχνικά είδη και οι παρόμοιες λειτουργίες τους σε κοινωνικό επίπεδο εξασφαλίζουν έναν άρρηκτο, γενεσιουργό και ταυτοχρόνως ανταγωνιστικό, δεσμό ανάμεσα στο μυθιστόρημα και, πρωτίστως, στον κινηματογράφο μυθοπλασίας.
Η Φραγκούλη συμβάλλει καθοριστικά στην ανανέωση των συγκριτολογικών σπουδών, προσφέροντας μια πρωτότυπη, απολαυστική και γραμμένη με πάθος και συνέπεια μελέτη, που θα διαβαστεί με μεγάλο ενδιαφέρον όχι μόνο από φιλολόγους, συγκριτολόγους και φιλμολόγους, αλλά και από κάθε βιβλιόφιλο και κινηματογραφόφιλο. Μεγάλη ποικιλία νεοελληνικών πεζογραφικών έργων του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα και πλήθος ταινιών που ανήκουν σε διαφορετικά καλλιτεχνικά ρεύματα διασταυρώνονται γόνιμα με τα πορίσματα της φιλολογικής και της λογοτεχνικής κριτικής για την ελληνική μεταπολεμική και μεταπολιτευτική πεζογραφία, με τις διαπιστώσεις της ιστορίας του κινηματογράφου και με τις κωδικοποιήσεις γνωστών θεωρητικών της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου. Συνδυάζονται η προσεκτική εκ του σύνεγγυς ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων και κινηματογραφικών ταινιών με την εξαντλητική βιβλιογραφική τεκμηρίωση και το πλούσιο πληροφοριακό υλικό με τα εύστοχα ερμηνευτικά σχόλια.
Οι διακειμενικοί συσχετισμοί της συγγραφέως εκπλήσσουν με το εύρος και την ευρηματικότητά τους, ενώ το επιστημονικά έγκυρο και λειτουργικό μοντέλο έρευνας που προτείνει μπορεί να αξιοποιηθεί σε μελλοντικές μελέτες από την ίδια και, ενδεχομένως, και από άλλους.
[i] Βλ. Δημήτρης Αγγελάτος, «Σύγκριση και διακαλλιτεχνικές προσεγγίσεις στη Συγκριτική Φιλολογία», Σύγκριση/Comparaison, τχ. 15 (2004), σ. 45-54: 46-47.