Οι μύθοι είναι ο τρόπος της ανθρωπότητας να μιλά γι’ αυτά που την ξεπερνούν. Γεννιούνται από την ανάγκη να δώσουμε σχήμα στο άρρητο, να εξηγήσουμε το ανεξήγητο, να κατανοήσουμε τις βαθύτερες κινήσεις της ψυχής και του σώματος. Μπορεί να μη συνέβησαν ποτέ αλλά επανέρχονται διαρκώς, γιατί μας αφορούν.
Σε αυτούς τους μύθους, η ομόφυλη επιθυμία δεν είναι απόκλιση· είναι ένα από τα ενδεχόμενα του πόθου, θεμελιωμένου τόσο στον θείο όσο και στον ανθρώπινο κόσμο. Ο Δίας ερωτεύεται τον Γανυμήδη, ο Απόλλων θρηνεί για τον Υάκινθο, ο Διόνυσος δακρύζει (χωρίς δάκρυα) για τον Άμπελο. Ο Ηρακλής πορεύεται με τον Ιόλαο, ο Αχιλλέας πεθαίνει για τον Πάτροκλο.
Αυτοί οι μύθοι δεν είναι ιστορικές μαρτυρίες με τη σύγχρονη έννοια. Είναι όμως μαρτυρίες ψυχής. Και ακριβώς γι’ αυτό μας ενδιαφέρουν: γιατί φωτίζουν τη συνείδηση μιας κοινωνίας, τα αρχέτυπα που επιβιώνουν, τα όρια που δοκιμάζονται. Όταν ο Γανυμήδης ανεβαίνει στον Όλυμπο, δεν είναι απλώς ένα ωραίο αγόρι που αγαπήθηκε· είναι η επιθυμία που τιμάται, που αποκτά θέση στο τραπέζι των θεών. Όταν ο Νάρκισσος πεθαίνει κοιτάζοντας τον εαυτό του, δεν είναι απλώς ένας εγωιστής· είναι η οδύνη της επιθυμίας που δεν μπορεί να στραφεί προς τα έξω.
Ο μύθος λειτουργεί ως καθρέφτης της συνείδησης. Μέσα του βλέπουμε τις αντοχές μιας κοινωνίας απέναντι στην επιθυμία, τις μορφές που παίρνει ο έρωτας, τις φωνές που αναγνωρίζονται ή αποσιωπώνται. Στους μύθους, το σώμα δεν κρύβεται. Αντιθέτως, το σώμα μιλά, μεταμορφώνεται, ονομάζεται, τιμάται ή θρηνείται. Κι έτσι, γίνεται μέσο αυτογνωσίας.
Η σύγχρονη ανάγνωση αυτών των ιστοριών δεν γίνεται για να τις «εκμοντερνίσουμε» ή να τις στρατεύσουμε σε κάποια ιδεολογία. Γίνεται γιατί οι μύθοι δεν πεθαίνουν. Συνεχίζουν να λειτουργούν ως ψυχικά αποθέματα, ως λογικά παραδείγματα, ως αισθητικές καταγραφές. Και πάντοτε αποκαλύπτουν κάτι για την εποχή που τους διαβάζει.
Η μνήμη της ετερότητας –και ειδικά του ομόφυλου πόθου– δεν είναι μόνο πολιτική πράξη αλλά και ανθρωπολογική υποχρέωση. Όχι για να δικαιώσουμε το παρελθόν, αλλά για να καταλάβουμε το παρόν. Όχι για να αποκαλύψουμε κρυμμένες αλήθειες, αλλά για να θυμηθούμε ότι η επιθυμία υπήρξε ανέκαθεν πολύμορφη και ατίθαση, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη, τη θεσμική ορθότητα ή τη μεταγενέστερη ηθική.
Οι θεοί και οι ήρωες της αρχαίας Ελλάδας δεν ήταν αγνοί ούτε μονογαμικοί ούτε ετεροφυλόφιλοι «κατά πρότυπον». Ήταν πολύπλοκοι, αντιφατικοί, σωματικοί, ακόρεστοι και γι’ αυτό ανθρώπινοι. Όταν οι θεοί ερωτεύονται εφήβους, όταν οι ήρωες πεθαίνουν για τον σύντροφό τους αυτό που βλέπουμε δεν είναι «εκτροπή». Είναι μια άλλη όψη της ανθρωπότητας. Και ίσως, τελικά, αυτή να είναι και η μόνη απολύτως αληθινή λειτουργία του μύθου: να μας επιτρέπει να αντικρίσουμε τον εαυτό μας όπως είμαστε – ή όπως θα θέλαμε να είμαστε.
Η πρόθεση, το βλέμμα, το ρίσκο
Αυτό το βιβλίο δεν ξεκίνησε από την επιθυμία να αποδείξει κάτι· ξεκίνησε από μια παλιά ενόχληση και μια βαθύτερη περιέργεια. Μια ενόχληση για τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική μυθολογία, πλούσια και πολύτροπη, κοσμείται εδώ και αιώνες με σιωπές, παραλείψεις και ιδεολογικά φίλτρα. Και μια μου περιέργεια να ξανακοιτάξω αυτούς τους ίδιους μύθους χωρίς αμηχανία, χωρίς ερμηνευτικό φόβο.
Η ελληνική μυθολογία είναι ένας τεράστιος, ζωντανός οργανισμός. Μέσα της υπάρχουν έρωτες όλων των μορφών: ηρωικοί, καταραμένοι, ανέφικτοι, σωματικοί, πνευματικοί, θεϊκοί, βίαιοι, σωτήριοι. Και μεταξύ αυτών, υπάρχουν και έρωτες ανάμεσα σε πρόσωπα του ίδιου φύλου. Δεν είναι λίγοι. Δεν είναι κρυμμένοι. Δεν είναι «προβληματικοί», αν διαβαστούν με την αθωότητα και την καθαρότητα με την οποία γράφτηκαν ή μεταδόθηκαν προφορικά.
Πρόθεσή μου δεν ήταν να εκσυγχρονίσω τους μύθους ούτε να τους προσεγγίσω με ακτιβιστικό βλέμμα. Αντίθετα, θέλησα να τους επιστρέψω στον εαυτό τους, να τους διαβάσω χωρίς το κανονιστικό πλαίσιο της σύγχρονης ιδεολογίας, με το βλέμμα της ιστορικής αποκατάστασης και της υπαρξιακής κατανόησης. Ούτε να τους εξηγήσω με όρους πολιτικής ορθότητας· αλλά να αναδείξω το ανθρώπινο βάθος τους, την ενσώματη, βαθιά, πολυφωνική τους ουσία.
Και αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Η παράδοση φτάνει σ’ εμάς μέσα από αιώνες φίλτρων, παρερμηνειών και ερμηνευτικών σκοπιμοτήτων. Οι μύθοι που επιλέχθηκαν εδώ –από τον Δία και τον Γανυμήδη έως τον Αχιλλέα και τον Πάτροκλο, από τον Διόνυσο και τον Άμπελο έως τον Απόλλωνα και τους νεαρούς του– είναι ιστορικά παραδεδομένες αφηγήσεις, με διαχρονικές αναγνώσεις, που χρήζουν στοργικής ανάγνωσης και αναστοχαστικής εμβάθυνσης.
Αυτό που με συγκινεί βαθύτερα σε αυτούς τους μύθους δεν είναι το σεξουαλικό τους περιεχόμενο αλλά η συγκινησιακή τους ειλικρίνεια. Δεν ντρέπονται. Δεν κρύβονται. Δεν προσπαθούν να εξηγήσουν ούτε να εξαγνίσουν. Απλώς είναι. Και έτσι, αποτυπώνουν έναν κόσμο πιο ελεύθερο από τον δικό μας. Η αρχαία Ελλάδα, πέρα από την εξιδανικευμένη της εικόνα, είχε τη βία της, την ανισότητά της, τα σκοτάδια της. Αλλά επέτρεπε στην επιθυμία να υπάρξει χωρίς να τη λογοκρίνει εκ των προτέρων.
Η επιλογή των δέκα ιστοριών έγινε με σκοπό να αναδειχθούν οι διάφορες μορφές ομόφυλης σχέσης: από την καθαρά μυητική έως την τραγική, από τη θεϊκή έως την ανθρώπινη, από την αμοιβαία έως την ανεκπλήρωτη. Δεν γράφτηκαν όλες οι ιστορίες για να εγκωμιάσουν τον έρωτα· κάποιες τον καταδικάζουν, άλλες τον θρηνούν, κάποιες τον εξιδανικεύουν. Όμως καμία δεν τον ακυρώνει. Αυτό έχει σημασία.
Δεν θέλησα να πλάσω ένα θεωρητικό σύγγραμμα, αλλά ένα στοχαστικό ταξίδι μέσα από τους μύθους, με γλώσσα δοκιμιακή, αφηγηματική, με λογοτεχνική πνοή αλλά και με ιστορική τεκμηρίωση. Ήθελα αυτό το έργο να μπορεί να διαβαστεί και ως ένα αφήγημα γνώσης και ως μια πράξη αποκατάστασης.
Η ομοφυλοφιλία, όπως την προσλαμβάνουμε σήμερα, δεν υπήρχε ως ταυτότητα στην αρχαιότητα. Υπήρχαν επιθυμίες, ρόλοι, σχέσεις. Οι Έλληνες δεν χώριζαν τους ανθρώπους με βάση το φύλο του συντρόφου τους, αλλά με βάση άλλες κοινωνικές ιεραρχίες, ηλικίες, στάτους. Κι όμως, μέσα σε αυτόν τον κόσμο, οι ερωτικές σχέσεις μεταξύ ανδρών –και σπανιότερα γυναικών– υπήρχαν, αναπαρίσταντο, εορτάζονταν, λατρεύονταν.
Το βιβλίο αυτό δεν γράφτηκε για να δώσει απαντήσεις. Γράφτηκε για να ενταχθεί σ’ ένα πεδίο σκέψης και, ιδανικά, στοχαστικής αποδοχής. Ο έρωτας, όποια μορφή κι αν πάρει, δεν μπορεί να αναιρεθεί από την Ιστορία. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να του δώσουμε φωνή και φως.