Σήμερα, καμιά μορφή δεν ενσαρκώνει καλύτερα αυτή την παρακμή από τον Ντόναλντ Τραμπ. Όχι επειδή απέτυχε ή πέτυχε κάτι (αυτά θα μπορούσε να τα κάνει οποιοσδήποτε με την εξουσία του) αλλά γιατί σκέφτεται με δέκα λέξεις. Η ενδέκατη τον μπερδεύει. Ο Τραμπ δεν είναι πολιτικός, είναι το σύμπτωμα μιας εποχής που αντάλλαξε τη σκέψη με το ένστικτο, τον λόγο με το χειροκρότημα, την κριτική με το tweet.
Ο Πούτιν είναι αδίστακτος. Ο Τραμπ είναι γελοίος. Κι όμως, ο γελοίος είναι πιο επικίνδυνος. Ο αιμοσταγής προκαλεί φόβο, ο γελοίος προκαλεί ανοχή και η ανοχή είναι το λίπασμα της παρακμής. Ο τύραννος κουβαλάει τουλάχιστον το βάρος της Ιστορίας, ενώ ο γελοίος την αγνοεί. Και η Ιστορία συγχωρεί ευκολότερα τον γελοίο, γιατί τον θεωρεί ανώδυνο. Έτσι, όμως, αρχίζει η πραγματική παρακμή: όταν το ανώδυνο γίνεται κανονικότητα.
Η άνοδος του Τραμπ δεν είναι αμερικανικό φαινόμενο. Είναι παγκόσμιο καθρέφτισμα ενός κόσμου που κουράστηκε να σκέφτεται και διεκδίκησε την «ευκολία» του. Που βαρέθηκε το επιχείρημα, τη σύνθεση, την αμφιβολία. Ο γελοίος πολιτικός είναι ο καθρέφτης του μέσου ψηφοφόρου: αψύς, εύπιστος, επιφανειακός. Όταν οι κοινωνίες παραιτούνται από την κρίση τους, η Ιστορία επαναλαμβάνει τα μαθήματά της με τη μορφή φάρσας, όπως προφήτεψε ο Μαρξ και επιβεβαιώνει η εποχή μας.
Αλλά η γελοιότητα δεν είναι νέο φαινόμενο στην πολιτική. Από τον Καλιγούλα που απείλησε να διορίσει το άλογό του συγκλητικό ώς τον Μουσολίνι που πόζαρε σαν ρωμαίος αυτοκράτορας, η Ιστορία γνώρισε πολλούς που πίστεψαν ότι η εξουσία είναι σκηνή θεάτρου. Ο Μπερλουσκόνι μετέτρεψε την πολιτική σε τηλεοπτικό σόου πριν ακόμη υπάρξει ο Τραμπ. Όμως, αυτό που αλλάζει σήμερα είναι η κλίμακα: η γελοιότητα έγινε παγκόσμια γλώσσα. Δεν είναι πια παρεκτροπή, αλλά κανονικότητα. Το γελοίο έγινε θεσμός (δείτε τη σύνθεση της ελληνικής Βουλής...).
Η αποδοχή του Τραμπ, οι έπαινοι που απολαμβάνει από ευρωπαίους ηγετίσκους και ανατολίτες δικτάτορες και φύλαρχους, δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας «νέας τάξης πραγμάτων». Αποδεικνύουν τη γέννηση μιας νέας τάξης γελοιότητας. Η δημοκρατία δεν απειλείται πια από τους εχθρούς της, αλλά από τους μίμους της. Από εκείνους που τη μετατρέπουν σε τηλεοπτικό θέαμα, σε ρητορικό πανηγύρι, σε σκηνή όπου όλοι υποδύονται τους δημοκράτες χωρίς περιεχόμενο.
Στην αρχαία Αθήνα, η δημοκρατία γεννήθηκε από τη δύναμη του λόγου. Η αγορά, ο δημόσιος χώρος ήταν τόπος ανταλλαγής επιχειρημάτων, όχι προσβολών. Ο πολίτης όφειλε να γνωρίζει να μιλά και να ακούει. Ο Περικλής ήξερε πως η δημοκρατία δεν υπάρχει χωρίς παιδεία, γιατί χωρίς παιδεία ο δήμος μετατρέπεται σε όχλο. Σήμερα, αυτή η παράδοση έχει πεθάνει. Ο λόγος έγινε σύνθημα, η σκέψη «προϊόν περιεχομένου» και ο ηγέτης δεν χρειάζεται πια να πείθει. Αρκεί να προκαλεί.
Η γελοιότητα έχει το ίδιο χαρακτηριστικό με τη μόλυνση που δεν σκοτώνει αμέσως, αλλά διαβρώνει αργά. Η παρακμή έρχεται με χαμόγελα. Όταν ο ηγέτης γίνεται αστείος, ο λαός παύει να τον φοβάται - και μαζί παύει να τον σέβεται. Μα η απώλεια του σεβασμού προς την εξουσία οδηγεί όχι στην ελευθερία, αλλά στην κυνική αδιαφορία.
Η λογοτεχνία μάς έχει προειδοποιήσει γι’ αυτόν τον κίνδυνο πολύ πριν τον εντοπίσει η πολιτική επιστήμη. Ο Σαίξπηρ, με τον Ριχάρδο Γ΄ και τον Άμλετ, έδειξε πως η εξουσία που χάνει το μέτρο μετατρέπεται σε θέατρο παραλογισμού. Ο Τολστόι μάς υπενθύμισε ότι η ιστορία δεν υπακούει στη βούληση των ηγετών αλλά στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις της ανθρώπινης ανοησίας. Ο Καμύ, στον Επαναστατημένο Άνθρωπο, μας προειδοποίησε ότι η εξέγερση χωρίς ηθικό βάθος καταλήγει σε καρικατούρα. Και ο Κανέττι, στην Τύφλωση, είδε πρώτος τον εφιάλτη του ανθρώπου που βυθίζεται στα ίδια του τα βιβλία χωρίς να τα κατανοεί.
Η δημοκρατία άντεξε το φασισμό, το ναζισμό, τον κομμουνισμό, συστήματα που στηρίζονταν στο φόβο και την πειθαρχία. Αλλά δυσκολεύεται να αντέξει τον καθρέφτη της γελοιότητας. Ο γελοίος δεν καταλύει τη δημοκρατία - τη μιμείται. Κι έτσι, αντί να αντισταθεί, εκείνη γελά. Και το γέλιο, αν δεν συνοδεύεται από σκέψη, γίνεται συνενοχή.
Καταλήγοντας , η λογοτεχνία δεν είναι πολυτέλεια, είναι όργανο ελευθερίας που μας εξασκεί να διαβάζουμε πίσω από τα λόγια, να κατανοούμε το ψεύδος μέσα στη ρητορική του, να διακρίνουμε το τραγικό μέσα στο γελοίο. Γιατί όποιος έχει διαβάσει Θουκυδίδη ή Ντοστογιέφσκι, δύσκολα θα ενθουσιαστεί με τον Τραμπ. Όποιος έχει περάσει μέσα από το λόγο του Καμύ, δύσκολα θα χειροκροτήσει τη βαρβαρότητα που χαμογελά.