Ο Αντόνιο Γκράμσι είναι ένας παρεξηγημένος στοχαστής της κομμουνιστικής Αριστεράς. Τα μεταπολεμικά χρόνια, το έργο του και ιδίως οι ερμηνείες του συνόδευσαν την άνοδο του ευρωκομμουνισμού και των ιδεών για σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία, που προσέδωσαν μεγάλο κοινωνικό κύρος στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ιταλίας υπό τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Το έργο του όμως έχει γίνει αφορμή και για διάφορες παραναγνώσεις, με βάση την προσήλωση του Γκράμσι στο ΚΚ της Σοβιετικής Ένωσης το ρόλο του οποίου δεν αμφισβήτησε ποτέ.
Για τον καθηγητή Δημήτρη Δημητράκο, ο Γκράμσι καταρχάς ήταν ένα νεανικό πάθος. Το υπαγόρευσε η πίστη του στον μαρξισμό και η πνευματική πάλη του με τις μαρξιστικές ιδέες, αλλά και ο διάλογος με άλλα πολιτικά συστήματα και, σίγουρα, με το πνεύμα της εποχής. Η γοητεία του ιταλού στοχαστή για τον Δημητράκο ήταν τεράστια, με αποτέλεσμα τη συστηματική κατάδυση στη σκέψη του, στο πλαίσιο της διδακτορικής του διατριβής (Gramsci et le problème de la conquête du pouvoir), η οποία εκδόθηκε το 1980 στο Παρίσι.
Το κείμενο εκείνο χρησίμευσε ως βάση για το σημερινό «ξανακοίταγμα» του Γκράμσι, που κατέληξε στο βιβλίο Ηγεμονία και Λόγος. Ο Αντόνιο Γκράμσι και το πρόβλημα της κατάκτησης της εξουσίας, που μόλις κυκλοφόρησε. Η σημερινή ματιά του Δημητράκου στον Γκράμσι πλέον διαμεσολαβείται από τις φιλελεύθερες ιδέες του, τη μαθητεία του στον Καρλ Πόππερ και, ασφαλώς, την κατάρρευση των κομμουνιστικών κρατών της ανατολικής Ευρώπης. Η κριτική ματιά στον μαρξισμό, όμως, δεν έχει αλλάξει τη σχέση του με τον γοητευτικό κορμό των γκραμσιανών ιδεών, και ιδίως των εννοιών που ο ιταλός στοχαστής επεξεργάστηκε ιδιαίτερα: της ηγεμονίας, της κριτικής και της αλήθειας. Η φράση, «Η αλήθεια είναι επαναστατική», κατά τον Δημήτρη Δημητράκο, θα μπορούσε να είναι η απάντηση σε κάθε είδους λαϊκισμό, και ιδίως στον αριστερό λαϊκισμό, που συχνότατα χρησιμοποιεί στο πολιτικό παιχνίδι τα ψέματα και τους, διαδικτυακούς αλλά όχι μόνο, μηχανισμούς τους.
Με ευκαιρία την έκδοση του βιβλίου του, και τη βαθύτατη σχέση του με τη σκέψη του Γκράμσι, συναντηθήκαμε ένα αυγουστιάτικο απόγευμα με τον καθηγητή Δημήτρη Δημητράκο και κάναμε τη συζήτηση που ακολουθεί:
Γιώργος Αρχόντας: Το πρώτο πράγμα που θα ήθελα να σας ρωτήσω είναι πώς ήρθατε σε επαφή με το έργο του Γκράμσι; Και γιατί ξανασυναντιέστε με αυτό και ξαναδουλεύετε τη διδακτορική σας διατριβή έπειτα από τόσα χρόνια, ώστε να εκδοθεί αυτό το πολύ ενδιαφέρον βιβλίο σήμερα;
Δημήτρης Δημητράκος: Με τη σκέψη του Γκράμσι ήρθα σε επαφή όταν ήμουν στην Ιταλία, όπου έμεινα ένα χρόνο επί δικτατορίας. Εκεί, βρισκόταν ο Τίτος Πατρίκιος με τον οποίο είχαμε πολλές πολιτικές και φιλοσοφικές συζητήσεις. Ο Τίτος, διαπιστώνοντας ότι η δική μου προσέγγιση του μαρξισμού ήταν πρωτόγονη και ανώριμη, μου συνέστησε να ασχοληθώ σοβαρά με τη σκέψη του ιταλού στοχαστή. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να είναι αντικείμενο διδακτορικής διατριβής. Δεν είχα την παραμικρή υποψία τι απαιτούσε από προσπάθεια αυτό που ανέλαβα να κάνω.
Πολλοί φίλοι με προειδοποίησαν ότι καταπιανόμουν με ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Άλλοι μου έλεγαν ότι θα έκανα καλύτερα να ασχοληθώ με κάποιο θέμα που να αφορά την Ελλάδα. Για μένα αποτέλεσε μια πρόκληση στην οποία όφειλα να ανταποκριθώ. Και ανέλαβα να μελετήσω συστηματικά το έργο του Γκράμσι, κυρίως για να καταλάβω ποιο ήταν το κύριο του μέλημα, ο βασικός του στόχος και ποιο είναι το «μάθημα» που μας παρέδωσε.
Γ.Α.: Ως μαρξιστής ή ως μελετητής;
Δ.Δ.: Ως πεπεισμένος μαρξιστής τότε, και με τον ενθουσιασμό του νεοφώτιστου. Έτσι ξεκίνησα. Αυτό που με ενδιέφερε, και το θέμα της μελέτης μου, ήταν το ζήτημα της ηγεμονίας στον Γκράμσι, αυτό που σε πρόσφατο βιβλίο του ένας πολύ γνωστός και σημαντικός συγγραφέας του μαρξισμού, ο Πέρι Άντερσον (Perry Anderson), ονομάζει “The H-Word”. Εμείς μπορούμε να το πούμε “Η λέξη από Η-” εννοώντας τη λέξη hegemony στα αγγλικά, δηλαδή την ηγεμονία. Η έννοια αυτή της ηγεμονίας, που δημιούργησε ο Αντόνιο Γκράμσι (egemonia, hegemony), έχει απασχολήσει πάρα πολλούς μελετητές των θεμάτων πολιτικής θεωρίας.
Γ.Α.: Πρόκειται για μια μάλλον παρεξηγημένη έννοια στον δημόσιο διάλογο, ιδίως σε σχέση με το τι εννοεί ο Γκράμσι, δεν συμφωνείτε;
Δ.Δ.: Αυτό που λέει ο Άντερσον σε ένα παλιό του άρθρο, και νομίζω πως έχει δίκιο, γιατί έχει μελετήσει αυτό το θέμα πολύ βαθιά, είναι πως στους κύκλους της Β΄ και της Γ΄ Διεθνούς, τους σοσιαλιστικούς και κομμουνιστικούς κύκλους, η ιδέα της ηγεμονίας κυκλοφορούσε πολύ.
Ο Γκράμσι άκουσε αυτή τη λέξη όταν το 1922-23 πήγε στη Σοβιετική Ένωση ως αντιπρόσωπος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας. Πήρε τη ρωσική λέξη ”γκεγκεμονίγια” (гегемония) από τη σκέψη του Λένιν, που ήταν ταυτόσημη περίπου με τη δικτατορία του προλεταριάτου, και την επεξεργάστηκε, διευρύνοντας το νόημά της. Στον Γκράμσι, η ηγεμονία αποκτά το περιεχόμενο μιας γενικότερης, αναγνωρισμένης υπεροχής που έχει ένα κόμμα, μια τάξη, μια ομάδα ανθρώπων. Δεν ανακάλυψε, όμως, ο Γκράμσι την ιδέα αυτή όταν πήγε στη Ρωσία. Σε διάφορες μορφές, η ιδέα αυτή βρίσκεται σε γραπτά της νεότητάς του. Όσο για μένα, εκείνο που με ενδιέφερε κυρίως ήταν το πρόβλημα της κατάκτησης της εξουσίας, δηλαδή η δυνατότητα, η προοπτική κατάκτησής της από τους αδυνάτους του κόσμου, από αυτούς που υφίστανται εκμετάλλευση και αδικία. Αυτοί, από την οπτική του Μαρξ, ταυτίζονται με το προλεταριάτο, την εργατική τάξη.
Όμως, τόσο στον Λένιν όσο και στον Γκράμσι, το προλεταριάτο είναι ο κεντρικός κορμός ενός ευρύτερου συνόλου που περιλαμβάνει πρόσθετα στοιχεία. Γι’ αυτό ο Λένιν πρέσβευε την ανάγκη συμμαχίας της εργατικής με την αγροτική τάξη. Ο Γκράμσι διευρύνει το πλαίσιο αυτού του προβληματισμού αναφερόμενος στις υπεξούσιες κοινωνικές ομάδες γενικά. Μελετά ιδιαίτερα τα προβλήματα της ιταλικής αγροτικής τάξης, που είναι κυρίως προβλήματα που αφορούν τον ιταλικό Νότο – το Mezzogiorno.
Τα προβλήματα αυτά είναι πολύ πιο σύνθετα από το καθαυτό αγροτικό πρόβλημα. Αφορούν την ιστορία και θέματα παράδοσης και κουλτούρας, όχι μόνο την οικονομία. Οι δυναστευμένες κοινωνικές ομάδες σχηματίστηκαν μέσα από ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες που δεν ανάγονται σε απλά οικονομικά μοντέλα εξήγησης. Στη σκέψη του Γκράμσι, ακόμη και όταν ήταν πολύ νέος και δεν ήξερε πολύ καλά τον Μαρξ, από τα βιώματα που είχε από το σπίτι του και τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν οι άνθρωποι στη Σαρδηνία όπου ο ίδιος ανατράφηκε, υπάρχει ένα σχίσμα σε όλη την ανθρωπότητα ανάμεσα στους δυνάστες και τους δυναστευμένους. Γι’ αυτούς τους δεύτερους χρησιμοποιεί τον όρο “subalterni”, τα υπεξούσια κοινωνικά στρώματα. Πάντα όμως βλέπει ως κύριο κορμό την εργατική τάξη – και η θεωρία που χρησιμοποιεί στις αναλύσεις του είναι η μαρξιστική, την οποία και ενισχύει με πρόσθετα στοιχεία που παίρνει από άλλους στοχαστές, όπως ο μεγάλος ιταλός φιλόσοφος Μπενεντέτο Κρότσε (Benedetto Croce) ο οποίος είχε επηρεάσει πάρα πολύ όχι μόνο τον Aντόνιο Γκράμσι, αλλά και τον φίλο του Παλμίρο Τολιάτι (Palmiro Togliatti).
Ο Γκράμσι λοιπόν προσπαθεί να δείξει ότι το σχίσμα αυτό, μεταξύ όσων ασκούν την εξουσία και όσων την υφίστανται, μπορεί να πάψει να υπάρχει από τη στιγμή που οι υπεξούσιοι κατακτήσουν την εξουσία. Με τη διαφορά όμως ότι αντιλαμβάνεται πως αυτή η κατάκτηση δεν μπορεί να γίνει όπως συνέβη κατά το μοντέλο του Λένιν, με μια κατά μέτωπον επίθεση, αλλά με μια πιο σύνθετη στρατηγική. Και πιστεύει ότι ο μαρξισμός τού δίνει τη δυνατότητα να κάνει τη σωστή ανάλυση προς τον σκοπό αυτό.
Ηλίας Κανέλλης: Ετερόδοξος μαρξιστής. Αλλά δεν ήταν ο μόνος…
Δ.Δ.: Υπάρχουν όντως και άλλοι ετερόδοξοι μαρξιστές της εποχής εκείνης, όπως ο Γκιόργκι Λούκατς (György Lukács), ο Καρλ Κορς (Karl Korsch), νωρίτερα είχε υπάρξει και η Ρόζα Λούξεμπουργκ (Rosa Luxemburg). Ο Γκράμσι όμως διαφέρει από όλους αυτούς διότι, τουλάχιστον τυπικά, έμεινε πάντοτε μέσα στο πλαίσιο της κομμουνιστικής ορθοδοξίας. Ποτέ δεν συμμάχησε με τον Τρότσκι ή με τους αναρχικούς. Ήθελε ο Γκράμσι πράγματι να ανανεωθεί ο μαρξισμός, θεωρώντας ότι ορισμένα πράγματα έπρεπε να διορθωθούν. Το λέει αυτό ξεκάθαρα και μάλιστα μιλά για λογικά σφάλματα (η έκφραση είναι δική του) που υπάρχουν στον μαρξισμό. Τονίζει ότι ο μαρξισμός δεν πρέπει να θεωρείται ποτέ ολοκληρωμένος και κλειστός αλλά ανοιχτός κύκλος.
Αυτή η στάση του Γκράμσι είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Από τη μία είναι ένας μεγάλος και αδιαμφισβήτητου κύρους πολιτικός ηγέτης, αλλά και θεωρητικός του μαρξισμού. Από την άλλη, αμφισβητεί το «αλάνθαστο» της μαρξιστικής θεωρίας και δεν διστάζει να δεχθεί ότι αυτή περιέχει και λάθη. Σε μια αρχική φάση, η αντίληψη που είχα για τον μαρξισμό απέκλειε τη δυνατότητα σφάλματός του. Εκλάμβανα τον μαρξισμό σαν ένα κλειστό σύστημα, σαν τυφλοσούρτη, ένα κλειδί που μπορεί να ανοίξει όλες τις πόρτες. Αυτή μου την ιδέα επέκρινε ο Τίτος Πατρίκιος και μου συνέστησε να μελετήσω τη σκέψη του Γκράμσι.
Γ.Α.: Έτσι άρχισε η προσωπική σας πορεία προς την κριτική στις μαρξιστικές ιδέες;
Δ.Δ.: Έτσι ξεκίνησα τη μελέτη της σκέψης του Γκράμσι, με την ελπίδα ότι έδινε τις λύσεις που αναζητούσα, κι ας μην μπόρεσε να ολοκληρώσει το έργο του – έζησε μόλις 46 χρόνια και έγραφε στη φυλακή υπό άθλιες συνθήκες. Γράφοντας όμως τη διατριβή μου και φτάνοντας σε ένα αρκετά προχωρημένο σημείο, είδα ότι ήταν αδύνατο να μετατραπεί ο μαρξισμός από κλειστό σε ανοιχτό σύστημα. Διαπίστωσα ότι ο Γκράμσι θέλησε να πραγματοποιήσει κάτι το ακατόρθωτο. Είδα ότι ο μαρξισμός είναι και παραμένει κλειστός κύκλος· και ότι επομένως, η μαρξιστική οπτική γωνία από την οποία προσπαθούσα να προσεγγίσω το πρόβλημα του Γκράμσι ήταν ακατάλληλη. Αυτό, ομολογώ ότι με είχε σοκάρει τότε. Λειτούργησε σαν ένα gestalt switch που βιώνει κανείς όταν αναγκάζεται να εγκαταλείψει μια κοσμοθεωρία, ένα σύστημα σκέψης ένα παράδειγμα (με την έννοια του Τόμας Κουν). Ήταν φανερό ότι η κριτική στάση που απαιτεί ο Γκράμσι να έχουμε δεν μπορεί να εφαρμοστεί εντός του μαρξισμού.
Οπότε χρειάστηκε να ξαναγράψω τη διατριβή, πλέον εκτός μαρξιστικού πλαισίου.
Γ.Α.: Γιατί λοιπόν 40 χρόνια μετά αποφασίσατε να ασχοληθείτε ξανά με τον Γκράμσι;
Δ.Δ.: Αυτό που με ενέπνευσε είναι η εσφαλμένη σύνδεση στον δημόσιο διάλογο της σκέψης του Γκράμσι με τα σύγχρονα λαϊκιστικά κινήματα. Ο Γκράμσι αντιτίθεται σθεναρά στην ιδέα του λαϊκισμού. Δεν υποστηρίζει τις διάσπαρτες, ορμέμφυτες εκδηλώσεις, εξεγέρσεις, διεκδικήσεις δικαιωμάτων κ.λπ. Το πρόταγμα του Γκράμσι είναι πολιτικό, εξουσιαστικό. Αφορά την κατάκτηση της εξουσίας. Δεν έχει καμία σχέση με ένα είδος «πολιτιστικής επανάστασης» στο όνομα των καταπιεσμένων κάθε είδους, που επιχειρείται από ορισμένους στην Αμερική, αλλά και ευρύτερα, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με το αίτημα της περίφημης cancel culture, δηλαδή με την ακύρωση μιας κουλτούρας και την αντικατάστασή της από μια άλλη. Ο Γκράμσι ποτέ δεν υποστήριξε κάτι τέτοιο. Έλεγε πως, από τη στιγμή που οι υπεξούσιοι χειραφετούνται, παύει να υφίσταται το σχίσμα μεταξύ δυναστών και δυναστευμένων. Δεν τίθεται θέμα ακύρωσης ενός πολιτισμού, μιας κουλτούρας, μιας παράδοσης και αντικατάστασής της από μια άλλη.
Γ.Α.: Καμία σχέση δεν έχει άλλωστε το περιεχόμενο που δίνει ο Γκράμσι στον «οργανικό διανοούμενο» με τη σημερινή χρήση του όρου από τους σύγχρονους κύκλους στους οποίους αναφερθήκατε.
Δ.Δ.: Πράγματι, σήμερα στην Ελλάδα, πολλοί εννοούν με τον όρο αυτόν τον διανοούμενο που είναι στρατευμένος στην Αριστερά και συμβάλλει στη «ριζοσπαστικοποίηση» της κοινωνίας. Ο Γκράμσι δεν υποστήριζε κάτι τέτοιο. Όταν μιλά για τους διανοούμενους, τονίζει ότι είναι «λειτουργοί της υπερδομής». Υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να παραβλέπουμε τη σημασία τους θεωρώντας, βάσει μιας απλοϊκής ανάγνωσης του μαρξισμού, ότι η υπερδομή δεν έχει σημασία, εφόσον καθορίζεται από την «υποδομή». Θυμίζω ότι στη μαρξιστική θεωρία η «υπερδομή» (ή το «οικοδόμημα») είναι ο κόσμος των τεχνών και των ιδεών, οι θεσμοί, και η παράδοση σε μια κοινωνία, ενώ η «υποδομή» (ή η «βάση») συνίσταται στην οικονομία, στις σχέσεις και στα μέσα παραγωγής.
Ο Γκράμσι αποδίδει μεγάλη σημασία στην υπερδομή, αλλά δεν παραθεωρεί την υποδομή, τις σχέσεις παραγωγής. Λέει ότι υπάρχουν διανοούμενοι οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με συμφέροντα που ανήκουν σε μια ορισμένη κοινωνική τάξη και σε μια ορισμένη τάξη πραγμάτων, σε έναν ορισμένο τρόπο παραγωγής. Στον ιταλικό Νότο, για παράδειγμα, είναι ο δάσκαλος, ο παπάς, ο δικηγόρος, ο γραμματικός. Αυτοί είναι οι παραδοσιακοί διανοούμενοι· είναι συνδεδεμένοι με ένα ορισμένο σύστημα το οποίο και υπηρετούν. Επομένως, οργανικός διανοούμενος είναι για τον Γκράμσι ο πνευματικός άνθρωπος που είναι οργανικά δεμένος με το σύγχρονο σύστημα παραγωγής, και όχι με ένα σύστημα παραγωγής ξεπερασμένο που ανήκει στο παρελθόν. Και για την εποχή του Γκράμσι, το σύγχρονο σύστημα παραγωγής είναι η βιομηχανία. Συνεπώς, για τον Γκράμσι, οργανικός διανοούμενος είναι ο μηχανικός, ο αρχιτέκτων, ο επιστήμονας, κατ’ επέκταση ο διανοούμενος ο οποίος συνδέεται με ένα άλλο, μελλοντικό σύστημα που είναι η «ρυθμισμένη κοινωνία» – όπως ονομάζει την αταξική κομμουνιστική κοινωνία του μέλλοντος.
Ο οργανικός διανοούμενος δεν πρέπει να γενικολογεί, σύμφωνα με τον Αντόνιο Γκράμσι. Πρέπει να είναι ειδήμων –να είναι ιστορικός, οικονομολόγος, γιατρός, αρχιτέκτων–, ειδικός σε κάτι. Και πρέπει να συνεισφέρει κάτι καινούργιο. Δεν είναι ο διανοούμενος που συνεχώς υποστηρίζει τη διανοητική μόδα, τις «προχώ» απόψεις. Δεν είναι ο τα μάλιστα ριζοσπαστικός χειριστής της «επαναστατικής φρασεολογίας», με τις «άλικες φράσεις» (frasi scarlatte), για τις οποίες ο Γκράμσι είχε απόλυτη περιφρόνηση.
Γ.Α.: Μεγάλη εντύπωση κάνει επίσης στον αναγνώστη του βιβλίου η έμφαση που δίνει ο Γκράμσι στην αλήθεια και την κριτική.
Δ.Δ.: Ο Γκράμσι επέμενε να δίνει μεγάλη σημασία στην αλήθεια – στο να λέγεται και να μην αποκρύβεται, να μη στρεβλώνεται η αλήθεια. Αυτό σήμερα δεν το δέχονται οι μεταμοντέρνοι και οι υποστηρικτές υπεξούσιων κοινωνικών ομάδων. Υπάρχει, μάλιστα και… επιστημολογική σχολή σκέψης, η λεγόμενη επιστημολογία θέσης (standpoint epistemology) που τάσσεται κατά της αντικειμενικής θεώρησης των πραγμάτων, άρα κατά της έκφρασης της αλήθειας, αν αυτή ενισχύει προκαταλήψεις για υπεξούσιες ομάδες. Ο Γκράμσι δεν συντασσόταν καθόλου με αυτή την ιδέα που οδηγεί κατευθείαν στην έννοια της μετα-αλήθειας (post truth), η οποία έγινε παγκόσμια γνωστή από τη στιγμή που την επικαλέστηκε το 2016 ο τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ, και το Oxford Dictionary την επέλεξε ως λέξη της χρονιάς. Η ιδέα της μετα-αλήθειας είναι συμβατή με την προσπάθεια πολλών μεταμοντέρνων να παρουσιάσουν το λόγο ως απόρροια σχέσεων εξουσίας, ανεξάρτητα από το αν αντιστοιχεί ή όχι στα πράγματα· με την ιδέα ότι, αυτός που είναι κάτοχος της εξουσίας, καθορίζει και τους όρους υπό τους οποίους θα λογαριάζεται κάτι ως αλήθεια.
Γ.Α.: Για τον Γκράμσι όμως η αλήθεια έχει αντικειμενική υπόσταση.
Δ.Δ.: Ασφαλώς. Και αυτή είναι μια μεγάλη του διαφορά με τον Κρότσε, ο οποίος θεωρεί ότι η επιστήμη είναι κάτι το σχετικό, ότι εμείς θα καθορίσουμε τι είναι επιστημονικό και τι όχι. Ο Γκράμσι αντιθέτως είχε μεγάλο σεβασμό για την επιστήμη καθώς θεωρούσε ότι αυτή είναι η ιδέα που συνενώνει όλους τους ανθρώπους. Τόσο στα νεανικά του γραπτά, όσο και αργότερα, στα «Τετράδια της Φυλακής», υποστηρίζει ότι η επιστημονική σκέψη είναι αγώνας για την αντικειμενικότητα που στοχεύει στην ενοποίηση της ανθρωπότητας. Είναι, δηλαδή, μια ανώτερη πολιτισμική μορφή, που επικρατεί ακριβώς διότι είναι ανώτερη. Ο Γκράμσι επίσης λέει και κάτι άλλο, το οποίο δεν θα αρέσει καθόλου στους λαϊκιστές αλλά και σε πάρα πολλούς άλλους. Λέει χωρίς περιστροφές, και μάλιστα προβοκατόρικα, ότι ο ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι ο παγκόσμιος πολιτισμός. Αυτό θα εκπλήξει ασφαλώς τους οπαδούς της «πολιτικής ορθότητας» σήμερα, και τους λαϊκιστές που επικαλούνται τον Γκράμσι για να καταφερθούν εναντίον του δυτικού πολιτισμού και να στηρίξουν «φολκλορικά» στοιχεία του λαϊκού πολιτισμού.
Γ.Α.: Ο ένας λοιπόν πυλώνας είναι η αλήθεια. Ο άλλος είναι η κριτική. Σήμερα, στο προβληματικό περιβάλλον που περιγράφετε, πολλοί επιχειρούν να θωρακιστούν έναντι της όποιας κριτικής, υποστηρίζοντας ότι οι επιμέρους αφηγήσεις είναι μεταξύ τους ασύμβατες και συνεπώς δεν μπορεί να διατυπωθεί κριτική σ’ αυτές από τα έξω. Ο Γκράμσι όμως επιζητεί την κριτική, ασκεί στον ίδιο τον μαρξισμό κριτική για να τον ανανεώσει.
Δ.Δ.: Ο Γκράμσι θέλει όντως να δώσει μια κριτική διάσταση στον μαρξισμό. Είναι χαρακτηριστικό πως το 1921 είχε βάλει ως προμετωπίδα στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας L'Ordine Nuovo (Η Νέα Τάξη), την οποία διηύθυνε, τη φράση: «Το να λες την αλήθεια είναι επαναστατικό». Το θέμα της αλήθειας τον ενδιέφερε πάρα πολύ. Πίστευε ότι να λέει κανείς την αλήθεια είναι μέρος των πολιτικών του καθηκόντων. Κι αυτό είναι μια αρχή που το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα τήρησε σε πολύ μεγάλο βαθμό, πολύ περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κομμουνιστικό κόμμα στον κόσμο.
Η.Κ.: Ως προς το ζήτημα της κριτικής που θέσατε, έκανε ποτέ ο Γκράμσι κριτική στον σοσιαλισμό της εποχής του; Ήξερε τις εξελίξεις στη Σοβιετική Ένωση; Ξέρουμε ότι το 1923 είχε συναντήσει τον Βικτόρ Σερζ στη Βιέννη. Δεν μπορεί να μην είχε πληροφορίες.
Δ.Δ.: Πριν απαντήσω σε αυτό, θέλω να πω κάτι πάνω στο θέμα της κριτικής. Ο Γκράμσι μιλούσε συνεχώς, όπως πολλοί μαρξιστές, για την ανάγκη ενότητας θεωρίας και πράξης στον μαρξισμό. Όχι μόνο πρέπει οι πράξεις να συμφωνούν με τα λόγια ενός συνεπούς μαρξιστή, αλλά πρέπει και αυτός να διέπεται από μια εγρήγορση, συγχρόνως θεωρητική και πρακτική. Έλεγε λοιπόν ότι η συνένωση θεωρίας και πράξης πρέπει να είναι μια κριτική πράξη (un atto critico). Η θεωρία πρέπει να έχει απορροφηθεί κριτικά για να συνδυασθεί με την πράξη.
Τώρα, σε ό,τι αφορά την κριτική στον υπαρκτό σοσιαλισμό, βεβαίως ο Γκράμσι ήταν ενήμερος για την πραγματική κατάσταση στη Σοβιετική Ένωση την εποχή εκείνη, που σημαδεύτηκε από τη διαμάχη Τρότσκι και Στάλιν. Άλλωστε ο ίδιος ήταν στη Μόσχα στην πιο οξεία φάση αυτής της διαμάχης. Από το 1922, δηλαδή λίγο πριν από το θάνατο του Λένιν, ο Στάλιν είχε αρχίσει να οικοδομεί τις βάσεις που θα του επέτρεπαν να κατακτήσει την εξουσία. Και ο Τρότσκι κατέβαλλε ανάλογες προσπάθειες από τη δική του μεριά. Αυτό που απασχολούσε τον Γκράμσι, κυρίως, δεν ήταν ποιος και υπό ποιες συνθήκες θα επικρατούσε ή έπρεπε να επικρατήσει, αλλά η οξύτητα της διαμάχης μεταξύ των ιθυνόντων. Αυτό φαίνεται άλλωστε στην αλληλογραφία του με τον Τολιάτι το 1926, όταν πια έχει ουσιαστικά επικρατήσει ο Στάλιν, με τη νίκη του τελευταίου να ολοκληρώνεται το 1929, όταν ο Τρότσκι αναγκάζεται να εγκαταλείψει την Σοβιετική Ένωση.
Τα επακόλουθα μετά το 1930, τόσο στη Σοβιετική Ένωση όσο και στην Κομμουνιστική Διεθνή, απασχολούσαν τον Γκράμσι, αλλά ήθελε η συζήτηση να μείνει εντός του κόμματος. Το απαιτούσε η πειθαρχία που επέβαλλε στον εαυτό του. Το ζήτημα της πειθαρχίας, το οποίο τονίζει και σε ό,τι αφορά την παιδεία, είχε μεγάλη σημασία στη σκέψη και στη ζωή του.
Ο ίδιος λοιπόν πειθαρχούσε στο Κόμμα. Κι εδώ έχουμε μία ιδιοτυπία του Γκράμσι ως ιστορική προσωπικότητα: Όταν μιλήσεις υπέρ της Ρόζας Λούξεμπουργκ θα υπάρχουν αντιρρήσεις εκ μέρους των ακραιφνών λενινιστών. Αν μιλήσεις για τον Λένιν, θα έχεις απέναντι τους σοσιαλδημοκράτες, ή τουλάχιστον αρκετούς απ’ αυτούς. Αν μιλήσεις υπέρ του Τρότσκι, θα έχεις απέναντι όλους τους άλλους. Το ίδιο ισχύει και για τον Κορς, τον Λούκατς και ούτω καθεξής. Υπάρχει όμως ένας που δεν τον αγγίζει κανείς – και αυτός είναι ο Γκράμσι. Ο Γκράμσι παρέμεινε «εντός των τειχών», αλλά βάζοντας τις «ετερόδοξες» πινελιές του. Αυτό είναι ένα κατόρθωμα. Ένα τέτοιο «ετερόδοξο» στοιχείο σε σχέση με τα σημερινά δεδομένα είναι η θέση του υπέρ της ανάγκης δημιουργίας ελίτ. Δεν ήταν καθόλου «αντι-ελιτιστής». Σκεφτείτε να μιλήσει κανείς σήμερα υπέρ της ελίτ. Και για τον Γκράμσι ελίτ είναι εξ ορισμού οι καλύτεροι σε κάποιο πεδίο.
Γ.Α.: Πώς αναδεικνύονται όμως αυτοί σε ένα σύστημα;
Δ.Δ.: Αυτό είναι προς εξέταση. Να σας πω πώς αναδεικνύονται κατά τον Γκράμσι: Αναδεικνύονται εφόσον μπορούμε να συστήσουμε ένα “gruppo dirigente”, μια ηγετική ομάδα, μια, ας το πούμε έτσι, ομοειδή παρέα. Αυτό κατόρθωσε να κάνει ο νεαρός Γκράμσι, o Τερατσίνι, ο Γκρέκο, ο Τολιάτι και ο Τάσκα. Φτιάξανε αυτό το γκρουπ και ανέτρεψαν, με σοβιετική μάλιστα στήριξη, τον Αμαντέο Μπορντίγκα (Amadeo Bordiga).
Ο Μπορντίγκα ήταν μια σπουδαία πολιτική προσωπικότητα, ήταν όμως πεισματάρης και πεπεισμένος ότι ο συσχετισμός δύναμης ευνοούσε την «επαναστατική έφοδο», διαφωνώντας έτσι με την πιο ρεαλιστική γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ο Γκράμσι και η ομάδα του πειθάρχησαν στη γραμμή της Κομιντέρν, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ανέτρεψαν τον Μπορντίγκα και ανέλαβαν την ηγεσία.
Ο Γκράμσι παρέμεινε πιστός στη Σοβιετική Ένωση – όπως όλοι οι κομμουνιστές την εποχή εκείνη. Αναγνώριζε όμως ότι υπήρχε ένα πρόβλημα μέσα στην Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης. Και έγραψε στον Παλμίρο Τολιάτι το 1926, ότι βεβαίως δεν είναι με τον Τρότσκι, όμως το γεγονός ότι έχει δημιουργηθεί αυτό το πρόβλημα είναι σίγουρα μία ευθύνη την οποία έχουν όλοι οι κομμουνιστές.
Ο Τολιάτι, που ήταν τότε στη Μόσχα, ήξερε τα πράγματα από κοντά, ήταν υπέρ μιας πιο συγκρατημένης στάσης εκ μέρους της ηγεσίας του Ιταλικού Κόμματος. Ο Γκράμσι διαφώνησε και πολύ γρήγορα φυλακίστηκε από τον Μουσολίνι, έχοντας έρθει σε απόλυτη ρήξη με τον Τολιάτι.
Διατύπωνε λοιπόν κριτική τόσο σ’ αυτό το επίπεδο, όσο και στις θέσεις που λάμβανε η Γ΄ Διεθνής. Αλλά από τη φυλακή δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Δεν ήταν νοητό η ηγεσία του κόμματος να καθοδηγεί μέσα από τη φυλακή. Ήταν, όμως, ενήμερος για τη διεθνή κατάσταση όσο και για τις εξελίξεις στην Ιταλία. Δεν συμφωνούσε καθόλου με την εξτρεμιστική γραμμή του συνθήματος «τάξη ενάντια σε τάξη», που είχε υιοθετήσει η Κομιντέρν στο 6ο Συνέδριο, ούτε με αυτή του παράνομου Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος που ήταν ότι με την πτώση του φασισμού θα επικρατούσε η δικτατορία του προλεταριάτου. Ο Γκράμσι υποστήριζε από τη φυλακή τη σύγκληση συντακτικής συνέλευσης, δηλαδή της πράξης εγκαθίδρυσης ενός δημοκρατικού καθεστώτος, μιας αστικής δημοκρατίας.
Γ.Α.: Επηρέασε ο Γκράμσι την ελληνική Αριστερά, τόσο στο επίπεδο των κομμάτων, όσο και σ’ αυτό των πρώην συντρόφων σας;
Δ.Δ.: Νομίζω πως όχι. Και αν υπάρχει επηρεασμός, αυτός ο επηρεασμός είναι λάθος. Στο ΚΚΕ σίγουρα όχι. Ίσως στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Ο Ηλίας είναι καταλληλότερος να το πει αυτό, γιατί εγώ μετά τον θάνατο του Πουλαντζά δεν είχα σχέσεις.
Η.Κ.: Ξέρετε τι συμβαίνει; Τον Γκράμσι στην Ελλάδα ουσιαστικά δεν τον μάθαμε ποτέ. Διότι οι μεταφράσεις και οι αποδόσεις του έργου του στα ελληνικά ήταν και αποσπασματικές και πάρα πολύ κακές. Γενικώς ο Γκράμσι στην Ελλάδα ήταν αποτέλεσμα μιας παρεξήγησης. Δεν υπάρχει περίπτωση να πάρεις μία από τις εκδόσεις του Στοχαστή και να μπορέσεις να βγάλεις άκρη σε οτιδήποτε, οι μεταφράσεις έχουν γίνει σε ένα παρωχημένο μαρξικό ιδίωμα που δεν μιλιέται και δεν γράφεται πια. Ελλιπείς και μπερδεμένες είναι οι ανάλογες εκδόσεις του Οδυσσέα της Μυρσίνης Ζορμπά. Οι ελληνικές εκδόσεις του Γκράμσι στα ελληνικά είναι προβληματικές.
Δ.Δ.: Στην Ελλάδα δεν έχει μελετηθεί επαρκώς ο Γκράμσι. Εν μέρει αυτό οφείλεται και στη δυσκολία που παρουσιάζει το έργο του, ακόμη και στην πρωτογενή του μορφή. Στην Ιταλία μελετήθηκε σε βάθος, και εκδόθηκε η πληρότητα του γκραμσιανού έργου, όχι όμως χωρίς δυσκολίες. Αρχικά το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα δημοσίευσε ορισμένα κομμάτια από τα κείμενα που είχε στην κατοχή του, παρμένα από τα «Τετράδια της Φυλακής», δηλαδή διάσπαρτες σημειώσεις που κρατούσε μέσα στη φυλακή από το 1927 ώς το 1935. Τα οργάνωσαν σε θεματικές ενότητες τις οποίες εξέδωσαν ως βιβλία. Ένα από αυτά ήταν οι Σημειώσεις πάνω στον Μακιαβέλι. Ένα άλλο ήταν Η Φιλοσοφία του Μπενεντέτο Κρότσε και ο Ιστορικός Υλισμός.
Πολύ αργότερα ήρθε ο Βαλεντίνο Τζερατάνα (Valentino Gerratana), τον οποίο είχα συναντήσει εγώ, και ολοκλήρωσε το 1975 την κριτική έκδοση των «Τετραδίων της Φυλακής». Ίδρυσαν το 1954 ένα ινστιτούτο για τη μελέτη του έργου του Γκράμσι, το Istituto Gramsci, που αργότερα μετονομάστηκε σε Fondazione Gramsci. Αργότερα, μετά το περίφημο 20ό Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης το 1956 που αποκάλυψε τα εγκλήματα του Στάλιν, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα όχι μόνο αποστασιοποιήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση αλλά αποφάσισε να γίνει ένα καθ’ όλα ανοιχτό κόμμα. Κάλεσαν τον Πάολο Σπριάνο (Paolo Spriano), έναν πολύ σημαντικό ιστορικό που ήταν αριστερός αλλά όχι κομμουνιστής, και του ζήτησαν να γράψει μια επιστημονική ιστορία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος – και όχι ένα πολιτικά ελεγχόμενο έργο που θα ήταν η «επίσημη» εκδοχή της ιστορίας αυτής. Προς τον σκοπό αυτό έθεσαν στη διάθεσή του το σύνολο των αρχείων του Κόμματος και, φυσικά, όχι μόνο τα «Τετράδια της Φυλακής» του Γκράμσι, αλλά και την αλληλογραφία του, και κάθε λογής έγγραφα που είχαν σχέση με το έργο του και τους αγώνες του. (Αντιθέτως, οι Γάλλοι εξέδωσαν για το δικό τους κομμουνιστικό κόμμα ένα εγχειρίδιο, κατά το σοβιετικό πρότυπο).
Αυτά έγιναν στην Ιταλία. Στην Ελλάδα δεν νομίζω να έγινε σοβαρή εκδοτική προσπάθεια ανάδειξης του έργου του Γκράμσι. Ο Ηλίας αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στον εκδοτικό οίκο Οδυσσέας που μετέφρασε ορισμένα κείμενα του Γκράμσι. Ένα από αυτά είναι και Η Φιλοσοφία του Μπενεντέτο Κρότσε και ο Ιστορικός Υλισμός, στο οποίο αναφέρθηκα προηγουμένως. Το ιταλικό πρωτότυπο, το Il materialismo storico e la filosofia di Benedetto Croce, είναι κείμενο 300 σελίδων στην αρχική έκδοση Einaudi (1948). Στην Εισαγωγή έξι σελίδων της ελληνικής μετάφρασης διαβάζω το εξής: «Η μετάφραση ακολουθεί πιστά το ιταλικό πρωτότυπο και όσες φορές –ελάχιστες άλλωστε– παραλείφθηκε κάτι επειδή δεν παρουσίαζε κανένα ενδιαφέρον για τον έλληνα αναγνώστη, αναφέρεται ρητά στο κείμενο». Τι να σχολιάσει κανείς;
Η.Κ.: Σήμερα όμως που έχουμε πλέον πρώτα απ’ όλα το βιβλίο σας, έχουμε όμως και αρκετά εύκολη πρόσβαση στο έργο του Γκράμσι, αν όχι στα ελληνικά τουλάχιστον στα αγγλικά ή στο πρωτότυπο στα ιταλικά, γιατί να διαβάσει ένας αριστερός και ένας μη αριστερός τον Γκράμσι;
Δ.Δ.: Θα σας πω κάτι που απαντά στο ερώτημά σας, το οποίο το έχω σκεφτεί τα τελευταία χρόνια αλλά δεν είναι μέσα στο βιβλίο μου, καθώς δεν θα ήταν έντιμο να το συμπεριλάβω εφόσον δεν γράφτηκε τότε.
Ο ένας λόγος, και αυτό το πιστεύω και τώρα, το πίστευα όμως και τότε όταν το έγραψα, είναι ότι υπάρχει μια περίεργη συγγένεια του Γκράμσι με όσα γράφει ο Καρλ Πόππερ για την ανοιχτή κοινωνία. Για να το δει κανείς αυτό πρέπει να δει το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο αντιλαμβάνεται την ηγεμονία ο Γκράμσι, μια ιδέα την οποία παίρνει από τον Ζωρζ Σορέλ (Georges Sorel), ο οποίος την είχε πάρει από τον Ερνέστ Ρενάν (Ernest Renan) – την ιδέα της ηθικής και διανοητικής αναμόρφωσης. Σε αυτή την προσπάθεια μιας ευρύτερης πνευματικής μεταρρύθμισης της ιταλικής κοινωνίας συνέβαλε πάρα πολύ το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Τόσο κατά το διάστημα που εγώ ήμουν στην Ιταλία, όσο και πολύ αργότερα, το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν ένας φορέας με πάρα πολύ μεγάλο κύρος στην ιταλική κοινωνία.
Όταν μιλά ο Γκράμσι για την ηθική και διανοητική αναμόρφωση εννοεί κάτι ευρύτερο και –για να το πούμε με αναλυτικούς όρους– εννοεί κάτι το οποίο είναι πέρα από την ηγεμονία. Διότι η ηγεμονία με την πολιτική έννοιά της προϋποθέτει ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος: ότι αυτοί που ήταν «από κάτω» θα έρθουν «από πάνω» και επομένως θα κερδίσουν κάτι εις βάρος άλλων. Αυτό εμπεριέχει πάντα και η λέξη «κατάκτηση» – μία λέξη που εμένα με ενοχλεί. Όταν κάποιοι λένε, για παράδειγμα, «αυτό είναι μια κατάκτηση», το φυσικό ερώτημα είναι «κατάκτηση εναντίον τίνος;»
Γ.Α.: Είναι πάντως εντυπωσιακή για έναν μαρξιστή η θεώρηση του κοινωνικού παιγνίου ως μια διαδικασία μη μηδενικού αθροίσματος.
Δ.Δ.: Δεν ισχυρίζομαι βεβαίως ότι ο Γκράμσι σκέπτεται με όρους «θετικού» και «αρνητικού» αθροίσματος. Νομίζω, όμως, ότι εκεί θα πήγαινε η σκέψη του εάν προχωρούσε. Αυτό εννοεί όταν μιλά για τη “società regolata”, τη ρυθμισμένη, δηλαδή την κομμουνιστική κοινωνία: εννοεί συγχρόνως μια κοινωνία πολύ λογική, η οποία προσφέρει μια κατάσταση ενός παιγνίου μη μηδενικού αθροίσματος όπου όλες οι πλευρές είναι κερδισμένες. Βέβαια, αυτό είναι ουτοπικό και, φυσικά, σήμερα έχει κριθεί ο κομμουνισμός και μαζί του η κομμουνιστική ουτοπία. Αλλά, όπως ο ίδιος ο Γκράμσι λέει, κάποτε η ηγεμονία θα ακυρωθεί. Η αρμονία στην οποία αποβλέπει προκύπτει από μια κατάσταση που απαιτεί αμοιβαίες συναινέσεις. Αυτή, όμως, μπορεί να εξασφαλιστεί στο πλαίσιο μιας εύρυθμης σύγχρονης δημοκρατίας.
Γιατί αξίζει η μελέτη του Γκράμσι λοιπόν; Διότι θα βοηθήσει τον μελετητή του έργου του να δει εκείνες τις πλευρές του που είναι σύμφυτες με τη σύγχρονη αντίληψη της δημοκρατίας.
Η.Κ.: Όταν το βιβλίο μεταφραζόταν και δουλευόταν για την ελληνική έκδοση, είχατε πει ότι η μελέτη του Γκράμσι, και ιδίως η συγγραφή του διδακτορικού σας, σας έκανε να απομακρυνθείτε από την κομμουνιστική Αριστερά. Με ποιον τρόπο; Μπορείτε να περιγράψετε αυτή την πνευματική διαδικασία της απομάκρυνσης;
Δ.Δ.: Θα σας πω. Έχω υπάρξει μαθητής του Καρλ Πόππερ. Αυτό είναι ένα βίωμα το οποίο δεν το ξεπερνά κανείς εύκολα. Δεν δοκίμασα ποτέ να το ξεπεράσω. Μαρξιστής έγινα λόγω των γεγονότων στην Ελλάδα. Πολλές φορές τα γεγονότα οδηγούν σε μία ριζοσπαστικοποίηση. Αυτό που ριζοσπαστικοποίησε τη δική μου γενιά ήταν η δικτατορία. Όταν έγινε η δικτατορία δεν ήμουν μαρξιστής. Ήμουν αρκετά κοντά, αλλά δεν είχα κάνει ακόμη το αποφασιστικό βήμα. Αυτό το έκανα αργότερα, στο Παρίσι, με τον Τίτο Πατρίκιο, ο οποίος δεν με εισήγαγε μόνο στον Γκράμσι, αλλά και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Εσωτερικού. Την εποχή εκείνη θεωρούσα ότι και το ΚΚΕ Εσ., το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα και η σκέψη του Γκράμσι κινούνται προς μία δημοκρατική κατεύθυνση και ότι μπορούσε να υπάρξει ένας μαρξισμός που να είναι απόλυτα αποδεκτός από όλους: ανανεωμένος, δημοκρατικός και ευρύτατος.
Μελετώντας πιο πέρα είδα ότι αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Αφενός, είδα ότι ο Γκράμσι παλεύει με κάτι που δεν μπορούσε να γίνει. Αφετέρου, υπήρξαν και δύο γεγονότα που με ώθησαν να κάνω την οδυνηρή επιλογή να εγκαταλείψω τόσο τον μαρξισμό, όσο και το ΚΚΕ Εσ. Αυτό συνέβη το 1979, με το θάνατο του Νίκου Πουλαντζά, που ήταν για μένα μια τραγική εμπειρία. Με το θάνατο του Πουλαντζά εξέλιπε και ένα ψυχολογικό εμπόδιο που είχα έναντι τού να βάλω τέλος στην ένταξή μου στο μαρξιστικό στρατόπεδο.
Βέβαια, εξακολουθώ να πιστεύω ότι ο μαρξισμός είναι μια πολύ καλή μέθοδος για να αναλύσει κανείς την ιστορία. Ώς εκεί όμως. Ευτυχώς για μένα, δεν είχα εγκαταλείψει ποτέ τα διδάγματα του δασκάλου μου Καρλ Πόππερ. Ο Γκράμσι έβαζε μπροστά την αλήθεια, την επιστήμη και την κριτική σκέψη, όπως και ο Πόππερ. Όσο και αν απέχουν μεταξύ τους, αυτό το κοινό στοιχείο ενέπνευσε την προσέγγιση που υιοθέτησα για να ολοκληρώσω τη μελέτη μου πάνω σε μια νέα βάση, όχι πλέον μαρξιστική.
Γ.Α.: Αξίζει τέλος να μας πείτε δυο λόγια για την εξαιρετική, πολύ προσεγμένη επιμέλεια του βιβλίου.
Δ.Δ.: Χάρηκα πολύ που το βιβλίο αυτό το ανέλαβε ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος. Η επεξεργασία του υλικού με ταλαιπώρησε διότι στο βιβλίο χρησιμοποιώ λιγότερα από τα μισά απ’ όσα είχα γράψει στη διατριβή μου – ήταν άλλες οι προδιαγραφές τότε.
Ακόμη, προσέθεσα ένα επίμετρο για να μπορεί να επικαιροποιηθεί το περιεχόμενο του βιβλίου. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι ο Πέτρος δέχτηκε να κάνω εγώ το ευρετήριο και όχι οι δικοί του συνεργάτες – βέβαια με βοηθούσε πολύ η εκδοτική του ομάδα. Το να εκδώσεις μία μελέτη για τον έλληνα αναγνώστη που δεν έχει ιδέα για τον Γκράμσι, μια μονογραφία που συγχρόνως αποτελεί και οδηγό για τον Γκράμσι, είναι πιστεύω ένα πολύ σημαντικό εκδοτικό έργο. Τέλος, κάναμε το ευρετήριο με τη βοήθεια της Μάρως Γκούτσια. Ανακατεύτηκα στη δουλειά της επιμέλειας διότι δεν μπορείς να κάνεις ένα ευρετήριο για ένα θέμα που δεν γνωρίζεις βαθιά. Ο Γκράμσι χρησιμοποιεί συχνά ιδιαίτερες λέξεις για να αποφύγει τη λογοκρισία, και τα κείμενά του περιέχουν πολλά ιστορικά στοιχεία που πρέπει να εξηγηθούν.
Μαζί με τη Μάρω ετοιμάσαμε ένα εκτεταμένο ευρετήριο, ξεχωριστό για τα θέματα, ξεχωριστό για τα πρόσωπα. Επίσης, συμπεριλάβαμε ένα ειδικό παράρτημα με μικρά βιογραφικά σημειώματα για τα πρόσωπα, καθώς και ένα γλωσσάρι των όρων που χρησιμοποιεί ο Γκράμσι. Τέλος, ετοιμάσαμε μια ομοίως εκτεταμένη βιβλιογραφία, όπου κι εκεί είχα επιμονές. Ήθελα όλα τα άρθρα και τα βιβλία να είναι γραμμένα επακριβώς, και μάλιστα όπως είναι στο πρωτότυπο. Αυτό συγχρόνως είναι πολύ βοηθητικό για τον αναγνώστη που θα θελήσει να διαβάσει το βιβλίο ολόκληρο. Είναι βιβλίο που απαιτεί προσοχή και συγκέντρωση, αλλά διευκολύνεται ο αναγνώστης με τις σημειώσεις και τα παραρτήματα, καθώς και με αρκετές φωτογραφίες.
Κωνσταντίνος Πίττας
Ο Δημήτρης Δημητράκος στο σπίτι του, στην Αθήνα, στις 6 Σεπτεμβρίου 2021. Φωτογραφία του Κωνσταντίνου Πίττα.