Κάθε γκολ είναι από μόνο του μια επινόηση, μια εφεύρεση
Pier Paolo Pasolini
Δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί να εξηγήσει καλύτερα την ουσία του Παζολίνι εκτός από το ποδόσφαιρο.
Adriano Sofri
Κανένα άλλο άθλημα, ομαδικό ή ατομικό, δεν έχει τη δύναμη να συγκινήσει τα πλήθη όσο το ποδόσφαιρο. Και κανένα άλλο σπορ δεν έχει συμπαρασύρει στους στροβιλισμούς της μπάλας και των παικτών αμέτρητους διανοούμενους, συγγραφείς και λογοτέχνες, όσο αυτό το «μπαλέτο της εργατικής τάξης» (αν και με αστικές καταβολές), όπως είχε κάποτε χαρακτηριστεί. Το ποδόσφαιρο, ως σύνθετη κοινωνιο-αθλητική δραστηριότητα και επιτελεστικότητα αλλά και βασιλιάς των ομαδικών σπορ, είναι το μόνο που μπορεί να «διαβαστεί» με όρους λογοτεχνικούς (ο αγώνας ως αφήγημα), αλλά και με τα εργαλεία των ανθρωπιστικών σπουδών, με κοινωνιολογικές, ανθρωπολογικές και φιλοσοφικές προκείμενες (το παιγνίδι ως μικρογραφία συγκρούσεων).
Διανοούμενοι στα γήπεδα
Το 1969, ο Πέτερ Χάντκε, ποδοσφαιρόφιλος που διάβαζε μετά μανίας Πατρίσια Χάισμιθ και άκουγε Μπητλς σε κάθε ευκαιρία, δημοσιεύει ένα ποίημα με τίτλο «Η σύνθεση της 1. FC Nürnberg στις 27/1/1968», παραθέτοντας σε ένα παράδοξο σύστημα 2-4-5 (!), απλώς τα επίθετα των παικτών της ομάδας της Νυρεμβέργης: η «συγκεκριμένη ποίηση» (Konkrete Poesie) δένει τα ποδοσφαιρικά παπούτσια της μπροστά στη σέντρα. Τρία χρόνια αργότερα, συμπεριλαμβάνει στα δοκίμια και στα άρθρα του, στη συλλογή «Είμαι ένας κάτοικος του ελεφάντινου πύργου» (Suhrkamp, 1972), το κείμενό του για το ποδόσφαιρο, με εναρκτήρια πρόταση-λάκτισμα: «Το ποδόσφαιρο διαθέτει μια ψυχή». Ήδη έχει εκδοθεί η νουβέλα του, Η αγωνία του τερματοφύλακα στο πέναλτι, που θα μεταφερθεί και στον κινηματογράφο από τον Βιμ Βέντερς. Ο Χάντκε δεν είναι μόνος του, αρχής γενομένης από τον Καμύ, που σαν κέρβερος κάτω από τα δοκάρια του θα υπερασπιστεί την εστία του (δικού του) υπαρξισμού, για να καταλήξει μέσω του Γκράμσι, του Χόρβατ, του Σιλιτόου, του Έκο, του Ωζέ, του Γκαλεάνο, του (επίσης τερματοφύλακα) Ναμπόκοφ και πολλών άλλων στον Πιέρ Πάολο Παζολίνι, τον «σκόρερ των σκόρερ», σύμφωνα με τον Βαλέριο Κούρτσιο, μη λησμονώντας πάντως και τους «δικούς» μας ποιητές, τον Μανώλη Αναγνωστάκη, τον Γιώργο Μαρκόπουλο, αλλά και τον Νάσο Βαγενά.
Το 1997, ο Μαρκ Πέριμαν, ένας άγγλος φίλαθλος της Τότεναμ και «φίλος της σοφίας», ξεκινώντας από μια εμπορική ιδέα, θα συνέθετε ένα φιλοσοφικό δοκίμιο σε 11 μέρη, που απαρτίζεται από φιλοσόφους, διανοούμενους, συγγραφείς και μουσικούς (!), με τον τίτλο Philosophy Football (στα ελληνικά Οι φιλόσοφοι παίζουν μπάλα): πρόκειται για 11 πορτρέτα-μινιατούρες, που «διαβάζουν» το έργο των φιλοσόφων σαν μέσα από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα (με τις ιδέες τους) ή, αντίστροφα, πρόκειται για 11 εκδοχές μιας φιλοσοφίας του ποδοσφαίρου.
Η ενασχόληση της διανόησης με τον πολύπλοκο κόσμο του ποδοσφαίρου δεν είναι ούτε αυτονόητη (ειδικά στην Ελλάδα) ούτε πάντα αποτελεσματική. Η «απόλαυση του αγώνα» υπόκειται στους δικούς της νόμους, που καθορίζονται από τους κανονισμούς του αθλήματος, κυρίως όμως από τη δεξιοτεχνία των πρωταγωνιστών του, των παικτών και των προπονητών να υπερβούν εαυτούς και συστήματα. Η προσπάθεια να εξορθολογίσει κανείς ίσως το πιο σύνθετο και πολύπλοκο κοινωνικό φαινόμενο στο εποικοδόμημα της κοινωνίας, συχνά, μπορεί να οδηγήσει σε μια στείρα απομάγευση ή σε μια ατελέσφορη «κριτική του καθαρού (ποδοσφαιρικού) λόγου».
Χορεύοντας με την μπάλα
Εικόνες από το βιβλίο: το δωμάτιο των νεανικών χρόνων του ποιητή, στην Casa Colussi, στο μητρικό σπίτι, βαμμένο ριγέ στα χρώματα της αγαπημένης του ομάδας, FC Bologna – η ομάδα της Casarca, 2ος από αριστερά, καθιστός, ο Παζολίνι – ο Παζολίνι, με κοστούμι, στο δρόμο, σουτ βολέ με το δεξί – ο Παζολίνι στην «εθνική ομάδα των παραστατικών τεχνών» – ο Παζολίνι με την μπάλα, η ένταση της προσπάθειας αποτυπώνεται στους μυς των ποδιών του, πάνω στην κίνηση (1971) – ο Παζολίνι με τον Τζιάνι Μοράντι, στον αγώνα Ηθοποιοί-Τραγουδιστές, στο στάδιο Flaminio της Ρώμης, 1970. Αυτά είναι τα ενσταντανέ που συνοδεύουν την έκδοση και αποτυπώνουν χαρακτηριστικά τη στενή, βιωματική σχέση του Παζολίνι με το ποδόσφαιρο, εικονογραφώντας τον ποιητή ως δρων υποκείμενο, δηλαδή ως ποδοσφαιριστή. Ειδικά στη φωτογραφία που χρονολογείται από το 1971, όπου ο Παζολίνι είναι σε μια αλάνα έξω από τη Ρώμη, είναι εμφανής η προσπάθεια του παίκτη να κυριαρχήσει πάνω στη «στρογγυλή θέα»: η στάση του είναι στάση «επαγγελματία», απόλυτα προσηλωμένου στον έλεγχο της μπάλας, το σώμα σε απόλυτη υπερένταση και θα άξιζε πράγματι ένα σχόλιο τύπου Ρολάν Μπαρτ πάνω στο ενσταντανέ, όπως και σε μια άλλη φωτογραφία (στο θέμα που παρουσιάζει η Ασπασία Δημητριάδη, στη Lifo, 26/10/2104), που τον δείχνει έτοιμο να ντριπλάρει, να κάνει το δικό του «διπλό βήμα».
Ο Κούρτσιο παραθέτει μια άλλη «βιογραφία» του Παζολίνι, εκείνη που κινείται στους ρυθμούς ενός ποδοσφαιρικού αγώνα (διαρκώς εναλλασσόμενου και ανανεούμενου) και καθορίζεται απ’ αυτόν. Ήδη από τα πρώτα βήματα του Πιέρ Πάολο, ο οποίος μαγεύεται από το ποδοσφαιρικό του είδωλο, τον μεσοεπιθετικό της Μπολόνια, Αμεντέο Μπιαβάτι, και την περίφημη ντρίπλα του, την doppio passo (κάτι σαν το «διπλό βήμα»): ένα ragazzo di vita κι αυτός, σαν τον ποιητή και τους ήρωές του, που ζουν στο περιθώριο της ζωής και της πόλης, στις borgate, τους προαστιακούς συνοικισμούς των ιταλικών μητροπόλεων. Αυτοί θα δώσουν πνοή στο έργο του, εκεί που θα τρέχει ανάμεσα στα γυρίσματα για να παίξει στις αλάνες, όπου θα αφήσει και την τελευταία πνοή του.
Για τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, το ποδόσφαιρο, σαν «επιστροφή στην παιδική ηλικία», έχει δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά: αφενός αποτελεί από μόνο του ένα «σύστημα σημείων» (bongiorno commentatore Barthes!), «από τον συνδυασμό τους προκύπτει ένα συντακτικό του ποδοσφαιρικού αγώνα», άρα ο ποιητής αναζητεί τη γλωσσολογία του, καθώς «το στυλ των παιγνιδιών αντιστοιχούν σε γλωσσολογικούς υπο-κώδικες», συμπεραίνοντας ότι «η γλώσσα του αθλήματος δεν είναι εκείνη των δημοσιογράφων, […] η αληθινή γλώσσα είναι εκείνη των παικτών». Αφετέρου, το άθλημα είναι η τελευταία «ιερά τελετουργία»: «Το ποδόσφαιρο προσφέρει ένα θέαμα, όπου [υπάρχει] ένας αληθινός, πραγματικός κόσμος, εκείνοι στις εξέδρες του σταδίου αναμετρώνται με τους αυθεντικούς πρωταγωνιστές, τους αθλητές στο γήπεδο, που στις κινήσεις και τις συμπεριφορές τους ακολουθούν με ακρίβεια μία τελετουργία», δηλώνει στη συνέντευξή του στον Guido Gerosa, του L’ Europeo, το 1971: διανοούμενος, παίκτης, μύστης!
Ο accatone Παζολίνι ήξερε να ξεχωρίζει την πρόζα (ευρωπαϊκή παράδοση) από την ποίηση του ποδοσφαίρου (λατινοαμερικανική σχολή), όσο καλά ήξερε να χειρίζεται την κάμερα, αλλά και να κοντρολάρει την μπάλα για να εφορμήσει σαν «στούκας», όπως ήταν το παρατσούκλι του στα γήπεδα, από τα πλάγια συνήθως. Στο βιβλίο του Κούρτσιο παρακολουθούμε από τα χρόνια του Φρίουλι και της Μπολόνια μέχρι τους τελευταίους αγώνες του (1900 εναντίον Σαλό, Μπερτολούτσι απέναντι στον Παζολίνι, «αστισμός» κατά «προλεταριάτου»), κεφάλαιο με κεφάλαιο, σαν από αγώνα σε αγώνα, τη βιωματική και ερωτική σχέση του Παζολίνι με το ποδόσφαιρο, μαζί και τις στέρεες πεποιθήσεις όπως τεκμηριώνονται σε μια σειρά μαρτυριών και συνεντεύξεων, που συμπληρώνουν την έκδοση, σαν μια υποδειγματική ποδοσφαιρική βιογραφία ενός αιρετικού διανοούμενου, για τον οποίο η Κάλλας και η Μανιάνι είχαν την ίδια βαρύτητα με τα είδωλα των νεανικών του χρόνων, η τέχνη με το ποδόσφαιρο, η ιδέα του αγώνα με το πάθος της αλάνας.
Λήξη του αγώνα
Για τον Παζολίνι, όπως σωστά τιτλοφόρησε το άρθρο της η Frankfurter Allgemeine (8/3/2022), το ποδόσφαιρο είναι «φυγή από τον κόσμο και απελευθέρωση»: ανάμεσα στο «βασίλειο των αναγκών» και το «βασίλειο της ελευθερίας» υπάρχει ένα «βασίλειο της ευτυχίας», κι αυτό για τον Πιερ-Πάολο δεν είναι άλλο από το ποδόσφαιρο – ή, πιο σωστά, έχει τις διαστάσεις ενός γηπέδου ή ακόμα και μιας αλάνας. Σε αυτό, όμως, ο ποιητής δεν καταφεύγει απλώς, σαν ένα «ευχάριστο διάλειμμα» ή χόμπυ, το αντίθετο μάλιστα: αναζητεί τους κώδικές και τη δραματουργία του, επανασκηνοθετώντας τον εαυτό του μέσα από αυτή την αθλητική «μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας», όπου ο παίκτης, ως μέρος και μέλος ενός ευρύτερου συνόλου, στο γήπεδο και στις εξέδρες, σωματοποιεί την ιδέα, καθώς γίνεται ταυτόχρονα και ένα παιδί που παίζει αλλά κι ένας στοχαστής της πρακτικής φιλοσοφίας: το ποδόσφαιρο ως μεταφορά της αέναης σύγκρουσης.
O Παζολίνι, οξυδερκής και ανατρεπτικός κριτικός του καπιταλισμού και της καταναλωτικής κοινωνίας, δεν πέφτει στην παγίδα εκείνων των διανοουμένων, που θεωρούν το ποδόσφαιρο ένα άλλο «όπιο του λαού», ίσως γιατί «η σύμβασή τους διαισθάνθηκε σ’ αυτό μιαν άλλη απειλή», για να θυμηθούμε τον Σαββόπουλο. Αντίθετα, γοητευμένος και συνεπαρμένος από την αρχή με το άθλημα, θα αναπτύξει μαζί του μια άρρηκτη, διαλεκτική, σχεδόν ερωτική σχέση, σε τρία επίπεδα: στο βιωματικό ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του, στο αθλητικό ως παίκτης σε διάφορες ομάδες καλλιτεχνών και στο θεωρητικό, στοχαζόμενος πάνω στο ποδόσφαιρο και τη θέση του τόσο στη δική του εργοβιογραφία όσο και μέσα στην κοινωνία: μέσα απ’ αυτό αναπτύσσει και επεξεργάζεται το δικό του «πάθος» και τη δική του «ιδεολογία», που είναι εξίσου ρηξικέλευθα, αντισυμβατικά και μαχητικά, με τα γραφτά και τις ταινίες του.
Κυρίως, με την ίδια τη ζωή του και το τραγικό τέλος του στην Όστια, στις 2 Νοεμβρίου 1975. Σχεδόν ενάμιση μήνα πριν, θα έδινε και τον τελευταίο του αγώνα στο Σαν Μπενεντέτο ντελ Τρόντο, με την «Εθνική Θεάματος» (Nazionale dello spectacolo). Όμως, ακόμα και στον (κατοπινό) τόπο του εγκλήματος, στο Idroscalo της Όστιας, είχε κλωτσήσει ο Παζολίνι το τόπι, και η πιτσιρικαρία έπαιζε μπάλα αμέριμνα την επόμενη μέρα του θανάτου του, κοντά στο πτώμα του.
Αγαπητέ Κώστα. Σου προτείνω να διαβάσεις τα κείμενα που δημοσιεύω στο βιβλίο μου για τον Παζολίνι που αφορούν τη σχέση του με το ποδόσφαιρο. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις 24γραμματα.
09 Ιουλ 2022, 10:07