Για τον Πόπερ, η κριτική είναι πάντα προσπάθεια διάψευσης μιας θεωρίας, η ανακάλυψη αδυναμιών σε μια πρόταση για πρακτική δράση. Η κριτική είναι ο αναγκαίος έλεγχος μέσω του οποίου δοκιμάζεται –ελέγχεται– μια τέτοια θεωρία ή πρόταση. Σκοπός είναι η απαλοιφή των αδυναμιών της. Μέσα από την κριτική διορθώνεται και ισχυροποιείται η κρινόμενη θεωρία ή οδηγείται σε απόσυρση και αντικατάστασή της από άλλη, που κρίνεται ικανοποιητικότερη. Στον τομέα της επιστημονικής γνώσης, ασκείται κριτική σε μια θεωρία και κρίνεται η επάρκειά της όταν μπορέσει να ελεγχθεί επαρκώς. Κάποια στιγμή θα αναιρεθεί και θα αντικατασταθεί από άλλη, που θα έχει μεγαλύτερο εξηγητικό περιεχόμενο. Έτσι αναπτύσσεται η επιστημονική γνώση.
Η κριτική, επομένως, κατά τον Πόπερ, είναι απαραίτητη στη γνωστική πρόοδο[1]. Επιπλέον, η κριτική συνδέεται με τη διάψευση. Βασική αρχή της κριτικής, όπως είναι γνωστό, είναι ότι δεν απευθύνεται σε πρόσωπα αλλά σε ιδέες και θεωρίες. Αυτό σημαίνει και κάτι πρόσθετο: ότι δεν έχει σημασία η προέλευση αυτών των ιδεών ή η σύνδεσή τους με οποιονδήποτε ατομικό ή συλλογικό φορέα, αλλά το αντικειμενικό τους περιεχόμενο. Η κριτική, επομένως, απευθύνεται στον «αντικειμενικό» κόσμο των θεωρητικών δημιουργιών και όχι στον «υποκειμενικό» κόσμο της ιδιωτικής σκέψης ή ψυχολογίας. Δεν στοχεύει σε πρόσωπα, ούτε σε πράξεις ή πράγματα, αλλά σε προτάσεις, υποθέσεις, θεωρίες. Αποτελεί έλεγχο, ως προς την αλήθεια που εκφράζουν.
Πολιτική, ιστορία και φιλοσοφία: συλλογική ανθρώπινη ύπαρξη μέσα σε μια εξελικτική προοπτική
Στο σημείο αυτό μπορεί να παρατηρήσει κάποιος ότι η κριτική μπορεί να σημαίνει προσπάθεια διάψευσης, αλλά συνηθέστερα εκφράζει την αντίθεση σε κάτι. Και αυτό αφορά κυρίως το πεδίο της πολιτικής, εφόσον εκεί πραγματοποιούνται συγκρούσεις και εκφράζονται αντιθέσεις. Βρισκόμαστε, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, μέσα στη σφαίρα της δράσης μαζί με άλλους συνανθρώπους μας. Η σχέση μαζί τους έχει μια πολιτική διάσταση, εφόσον ζούμε σε οργανωμένες κοινωνίες. Είμαστε, επομένως, πολιτικά όντα, περιστοιχισμένα από την πολιτική, θέλοντας και μη. Η κριτική πρέπει να λάβει υπόψη της αυτή τη διάσταση. Δεν γίνεται «εν πολιτικώ κενώ». Κάθε άνθρωπος είναι πολιτικά εμπλεγμένος, ενεργά ή παθητικά, ασκώντας εξουσία ή ενεργοποιούμενος εναντίον της ή έστω υφιστάμενός την. H κριτική, επομένως, εκφράζει σύγκρουση στην πολιτική, ακόμα και ρήξη, ανατροπή.
Δεν έχω καμιά δυσκολία να δεχθώ ότι η συνύφανση της έννοιας της κριτικής με εκείνη της σύγκρουσης εκφράζει μια βαθύτατη αλήθεια υπέρ της οποίας συνηγορεί η εξέλιξη των ειδών. Ως βιολογικό είδος ο άνθρωπος προσπαθεί να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του. Ο άνθρωπος, όπως κάθε έμβιος οργανισμός, είναι λύτης προβλημάτων: επιλύει προβλήματα που αντιμετωπίζει στο περιβάλλον του, όπως όλοι οι βιολογικοί οργανισμοί. Αυτό υποστηρίζει ο Πόπερ σε πολλά κείμενά του, ιδίως μετά το 1972, όταν δημοσιεύεται το Objective Knowledge.[2] Όμως, ήδη από τη συγγραφή του κύριου επιστημολογικού του έργου, που είναι η Λογική της επιστημονικής ανακάλυψης[3], ο Popper τοποθετεί την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης σε ένα εξελικτικό πλαίσιο, εφόσον πραγματοποιείται μέσα από δαρβινική επιλογή (μέθοδος δοκιμών και λαθών) και όχι μέσα από λαμαρκιανή εντολή. Αυτή είναι η κύρια διαφορά ανάμεσα στη θεωρία της εξέλιξης του Jean-Baptiste Pierre de Lamarck (1744-1829) και εκείνη του Charles Darwin (1809-1882).
Ωστόσο, ο άνθρωπος δεν εξελίσσεται μόνο βιολογικά. Δημιουργεί πολιτισμό και τα προβλήματα που επιλύει δεν αφορούν απλώς την επιβίωσή του αλλά και τη βελτίωση των συνθηκών του βίου του μέσα από συνειδητά δημιουργήματά του, διαφοροποιούμενος με αυτόν τον τρόπο από τα άλλα μέλη του ζωικού βασιλείου. Πρέπει να δούμε τον ανθρώπινο πολιτισμό ως προέκταση και συνέχεια της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους. Μαθαίνει να λύνει προβλήματα μέσα από την πολιτισμική του πρόοδο, που περιλαμβάνουν και την οργάνωση της κοινωνίας του.
Επινοεί την εξουσία ως τρόπο επίλυσης ενός λειτουργικού προβλήματος που είναι η ανάγκη ενότητας δράσης ενός ανθρώπινου συνόλου, όταν η πολλαπλότητα δυνατών επιλογών στην εκάστοτε εξεύρεση λύσεων επιβάλλει την υιοθέτηση μιας και μόνης επιλογής που βρίσκει και επιβάλλει μια αρχή, κάθετα από πάνω προς τα κάτω. Ο αγώνας για την απόκτηση και την άσκηση της εξουσίας, καθώς και ο αγώνας για την ανατροπή της, είναι αναπόδραστα πολιτικός. Και ο άνθρωπος ορίζεται από την εποχή του Αριστοτέλη ως «ζώον πολιτικόν».[4]
Διάψευση και βιολογική εξέλιξη
Ας έρθουμε τώρα στο θέμα της διάψευσης. Η διάψευση δεν έχει αυτονόητο χαρακτήρα. Η σύγχρονη επιστημολογία μάς δείχνει ότι καμιά θεωρία δεν διαψεύδεται με αδιάσειστο και οριστικό τρόπο. Αυτό τονίζεται όχι μόνο από τη μεταποπεριανή επιστημολογία του Τόμας Κουν (Thomas Kuhn)[5] και του Ίμρε Λάκατος (Ιmre Lakatos)[6], αλλά από τον ίδιο τον Kαρλ Πόπερ ήδη από το 1934, όταν έγραψε τη Λογική της επιστημονικής ανακάλυψης[7]. Θεωρητικά, επομένως, μπορεί κανείς να επιμείνει εις πείσμα της παρατηρησιακής εμπειρίας και της ετυμηγορίας του περάματος ότι η θεωρία που ενστερνίζεται δεν έχει αναιρεθεί από τα γεγονότα. Όμως, αυτή η εμμονή χάνει ακόμα και τη θεωρητική της σημασία αν τεθεί το πρόβλημα μέσα σε μια ευρύτερη προοπτική η οποία είναι βιολογική. Η διάψευση είναι πειστική όταν έχει βιολογικές συνέπειες. Είναι υποχρεωτικό για όλους να δεχθούν τα πορίσματα της σύγχρονης επιστήμης και, επομένως, και τις διαψεύσεις επιστημονικά λανθασμένων θεωριών. Η αμφισβήτηση αυτών των πορισμάτων μπορεί να επισύρει ακόμα και το θάνατο, όπως θα συμβεί σε όποιον αμφισβητήσει έμπρακτα την εγκυρότητα του νόμου της παγκόσμιας έλξης. Ο φορέας λανθασμένης θεωρίας, αν είναι πείσμων, θα πεθάνει με το λάθος του. Όπως γράφει ο Πόπερ:
Η κριτική στάση μπορεί να θεωρηθεί αποτέλεσμα συνειδητής προσπάθειας να κάνουμε τις θεωρίες μας να υποφέρουν στη θέση μας, ώστε να προκύψει η πιο εύρωστη (the fittest). […] Μας προσφέρει τη δυνατότητα να επιβιώσουμε, ενώ συγχρόνως εξαλείφεται μια υπόθεση που είναι ανεπαρκής, ενώ μια δογματική στάση οδηγεί στη δική μας εξάλειψη…[8]
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η διάψευση στη βιολογική εξέλιξη. Η διάψευση είναι μηχανισμός επιλογής, ενώ η κριτική είναι προσομοίωση (simulation ) της φυσικής απαλοιφής που παρατηρείται στην εξέλιξη των ειδών.[9] Στην τελευταία, έχουμε διάψευση σε κάθε αποτυχημένη προσπάθεια επίλυσης ενός προβλήματος, σε κάθε ματαίωση προσαρμογής. Μπορούμε, δηλαδή, να θεωρήσουμε ως διάψευση εκ μέρους του περιβάλλοντος, οποιαδήποτε αποτυχία ενός έμβιου οργανισμού να λύσει ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζει, είτε ενεργεί συνειδητά είτε σύμφωνα με ένα πρόγραμμα εγγεγραμμένο στον γενετικό του κώδικα. Το ίδιο ισχύει και με γενικότερες μη επιτυχημένες προσαρμογές ενός ολόκληρου είδους. Η φύση λέει «Όχι» σε τέτοιες προσπάθειες. Ο έμβιος οργανισμός (ή ένας ολόκληρος πληθυσμός) δρα ωσάν να είχε μια «θεωρία» για τον κόσμο του, το περιβάλλον του. Οπότε, μια αποτυχία προσαρμογής μπορεί να θεωρηθεί διάψευση μιας τέτοιας «θεωρίας». Μέσα σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο, η διάψευση μιας θεωρίας στο επίπεδο του ανθρώπινου λόγου είναι μερική περίπτωση προσαρμοστικής αποτυχίας στο επίπεδο της θεωρητικής γνώσης.
Πιο συγκεκριμένα, μπορεί να πει κανείς ότι η θεωρητική γνώση του ανθρώπου εξελίσσεται όπως τα είδη. Η ανάπτυξή της γίνεται μέσα από τυχαίες μεταλλαγές (random mutations) και με επιλεκτική διατήρηση (selective retention). Και στις δύο περιπτώσεις, οι «θεωρίες» παίζουν ρόλο προσδοκιών όσον αφορά κανονικότητες του περιβάλλοντος. Τα βιολογικά είδη έχουν εγγεγραμμένα στον γενετικό τους κώδικα προσδοκίες που αφορούν κανονικότητες του περιβάλλοντός τους, ακριβώς όπως μέσα από υποθέσεις και θεωρίες ο άνθρωπος σχηματίζει τέτοιες προσδοκίες. Μια υπόθεση για τη δομή του σύμπαντος αντιστοιχεί με μια προσδοκία κανονικότητας σε καθολική βάση, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τους έμβιους οργανισμούς.
Με την ευρύτερη αυτή έννοια, οι έμβιοι οργανισμοί συμπεριφέρονται ωσάν να υπέβαλαν ερωτήματα ή να διατύπωναν «θεωρίες» στο περιβάλλον και εκείνο με τη σειρά του προβαίνει σε διαψεύσεις που παίρνουν τη μορφή εξαφάνισης του ατομικού φορέα ή και ολόκληρου του είδους. Οι έμβιοι οργανισμοί πεθαίνουν μαζί με τα λάθη τους. Η εξέλιξη των ειδών είναι, με την έννοια αυτή, μια διαδοχή υποθέσεων και διαψεύσεων, ακριβώς όπως και η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης.[10]
Διάψευση και ανάπτυξη της ανθρώπινης γνώσης
Aυτή είναι η ετυμηγορία της σύγχρονης εξελικτικής επιστημολογίας, αλλά και της φιλοσοφίας της βιολογίας.[11] Μέσα σ’ αυτό το γενικό πλαίσιο, η διάψευση μιας θεωρίας στο επίπεδο του ανθρώπινου λόγου είναι μερική περίπτωση προσαρμοστικής αποτυχίας στο επίπεδο της θεωρητικής γνώσης. Με την ευρύτερη αυτή έννοια, το περιβάλλον καταδικάζει τα λάθη προσαρμογής ενός ατομικού φορέα, ενός πληθυσμού ή ενός είδους.
Έχει ενδιαφέρον το ότι και στον κόσμο της βιολογικής εξέλιξης βλέπουμε την ασυμμετρία μεταξύ διάψευσης και επαλήθευσης, που αποτελεί θεμέλιο της ποπεριανής επιστημολογίας.[12] Η φύση (ή το περιβάλλον) δεν απαντάει με κανένα επαληθευτικό «ναι», αλλά με «όχι» ή με σιωπή. Και η σιωπή δεν τεκμαίρει κατάφαση, αλλά μη αντίρρηση προς το παρόν, δηλαδή μια προσωρινή αποδοχή του συμβατού μεταξύ μιας κατάστασης και μιας άλλης, μέχρι νεωτέρας εξελίξεως. Όπως γράφει ο ιστορικός και φιλόσοφος Peter Munz: «Μπορεί να παρατηρηθεί όλο το φαινόμενο της εξέλιξης ως πρόοδος της γνώσης όπου το περιβάλλον επιλέγει εκείνο που είναι συμβατό (compatible) με αυτό ώστε το τελευταίο στάδιο να περιέχει γνώση πάνω στο προηγούμενο στάδιο».[13]
H διάψευση σ’ αυτές τις περιπτώσεις σημαίνει ότι μια παγιωμένη θεωρία, ενσωματωμένη σε έναν οργανισμό, αναιρείται μαζί με το φορέα της. Η αναίρεση πραγματοποιείται en bloc: μαζί με το ξερό καίγεται και το χλωρό. Μαζί με τη λανθασμένη «θεωρία» χάνεται και ο φορέας της. Αυτό αποφεύγει ο άνθρωπος, χάρη στη χρήση της γλώσσας. Η ανθρώπινη γλώσσα, πέρα από τις λειτουργίες της ως μέσου έκφρασης και περιγραφής, έχει και μια πρόσθετη λειτουργία, που τονίζεται από τον Πόπερ, και αυτή είναι επιχειρηματολογική. Μια γλωσσικά διατυπωμένη σκέψη σε μορφή πρότασης –ή συνόλου προτάσεων– προσφέρεται ως αντικείμενο κριτικής συζήτησης. Μπορεί κανείς να αναφερθεί σ’ αυτή με άλλες προτάσεις και να αποτιμήσει την αλήθεια της. Και στη συνέχεια, μπορεί κάποιος άλλος να αξιολογήσει το κατά πόσον το επιχείρημα είναι έγκυρο, αν έχει λογική συγκρότηση, αν ανταποκρίνεται στα πράγματα. Με τον τρόπο αυτό, μπορούν να εξαλειφθούν οι ενδεχόμενες ανεπάρκειες μιας υπόθεσης ή πρότασης δράσης. Η διάψευση μιας γλωσσικής πρότασης έχει έναν εξαλειπτικό ρόλο, χωρίς όμως να εξαλείφεται ο φορέας της, όπως γίνεται στη εξέλιξη μέσω φυσικής επιλογής. Με τον τρόπο αυτό, η ανθρώπινη εξέλιξη –γνωστική και κοινωνική– εντάσσεται σε ένα πλαίσιο όχι φυσικής επιλογής, αλλά επιλογής μέσω ορθολογικής κριτικής.[14]
Η διάψευση λειτουργεί μέσα στη ζωή, μέσα στη φύση, όπως βλέπουμε. Ο προτασιακός λογισμός μας βοηθάει να δώσουμε ακριβέστερη μορφή, για δική μας θεωρητική χρήση, στη διάψευση. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο βιεννέζος φιλόσοφος θεωρεί τη λογική όργανο της κριτικής (organon of criticism).[15] Χρησιμεύει κυρίως για διάψευση θεωριών όταν ανακαλύπτονται λάθη σ’ αυτές. Όμως, αυτή η μορφή διάψευσης αποτελεί μια μερική περίπτωση της γενικότερης διάψευσης που απαντάται σε όλο το πεδίο της βιολογικής εξέλιξης. Ο Αϊνστάιν, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Πόπερ, διαφέρει από πλευράς γνώσης από την αμοιβάδα μόνο κατά τούτο: ότι αναζητεί συνειδητά την εξάλειψη των σφαλμάτων στη θεωρία του, ότι στέκεται κριτικά απέναντί της.[16]
Τα όρια της προσήλωσης στο δόγμα
Και εδώ μπορεί να προβληθεί μια αντίρρηση. Η εμμονή στο δόγμα μπορεί να διαιωνιστεί. Και αυτό αφορά όχι μόνο ιδεολογίες, αλλά και επιστημονικές θεωρίες. Μια επιστημονική θεωρία μπορεί να «βασιλεύει» σε μια επιστημονική κοινότητα και τα μέλη της είναι απρόθυμα να δεχθούν τη διάψευσή της – εφόσον, όπως δέχεται και ο ίδιος ο Πόπερ, δεν μπορεί να είναι ποτέ πλήρης και οριστική. Αν, όμως, γίνει αποδεκτή μια διάψευση, πραγματοποιείται μεγάλη ανατροπή. Η διάψευση συμπαρασύρει και τους «σκληρούς πυρήνες» των θεωριών κατά την ορολογία του Ίμρε Λάκατος.[17] Τότε διαπιστώνεται ότι μια γενικότερη θεώρηση, μια βιωμένη κοσμοθεωρία δεν είναι συμβατή με κάτι καινούργιο, δεν ανταποκρίνεται σε ένα σημαντικό πρόβλημα που καλείται να λύσει.
Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορούμε να έχουμε μεγάλες θεωρητικές ανατροπές. Ένας καθιερωμένος τρόπος σκέψης και δράσης, μια παγιωμένη μήτρα γνώσης, ίσως και μια ολόκληρη κοσμοθεωρία δεν επαρκεί για μια πραγματική επιστημονική καινοτομία. Το «παράδειγμα» στο οποίο αναφέρεται ο Τόμας Κουν[18] –που δεν είναι άλλο από την επιστημονική ορθοδοξία– υφίσταται ανατροπή. Αλλά υπάρχει πάντα η δυνατότητα εμμονής στο επιστημονικό δόγμα: ακόμα και αν δεν λαμβάνεται επίσημα η απόφαση να κηρυχθεί «μη αναιρέσιμος» ο πυρήνας μιας θεωρίας, μπορούν τα μέλη μιας επιστημονικής κοινότητας να συμπεριφέρονται ωσάν να είχε ληφθεί μια τέτοια απόφαση.[19]
Σ’ αυτό, η επιστημολογία του Λάκατος δεν διαφέρει πολύ από εκείνη του Kουν, εφόσον εναπόκειται στα μέλη της επιστημονικής κοινότητας να αποφανθούν κυρίαρχα πάνω στην ισχύ μιας επιστημονικής θεωρίας, είτε εντός ενός «επιστημονικού προγράμματος έρευνας» κατά τον πρώτο είτε εντός ενός «παραδείγματος» κατά τον δεύτερο. Και οι δύο διαφέρουν ριζικά από την επιστημολογία του Kαρλ Πόπερ. Ο τελευταίος αποκλείει ως επιστημονικά αντιδεοντολογικές οποιεσδήποτε τροποποιήσεις επιστημονικών θεωριών, μέσα από την εμβόλιμη εισαγωγή βοηθητικών ή ad hoc υποθέσεων[20]. Για το συγγραφέα της Λογικής της επιστημονικής ανακάλυψης, αυτές οι προσπάθειες αποτελούν επιστημολογικά πονηρεύματα που σκοπό έχουν να ανοσοποιήσουν μια θεωρία κατά της κριτικής και ενδεχόμενης διάψευσης.[21] Με τον τρόπο αυτό επιβιώνουν τεχνητά πολλές θεωρίες που, αλλιώς, θα είχαν πεθάνει από καιρό.
Στο κοινωνικό επίπεδο, επίσης, πραγματοποιείται η ίδια δογματική παγίωση, η οποία έχει άμεση σχέση με την εξουσία. Το πρόβλημα που έρχεται να λύσει η εξουσία είναι η επιβολή μιας ενιαίας φόρμουλας που έχει προϋπόθεση την ενότητα της φυλής, την κοινωνική συνοχή μέσα από την κάθετη, ιεραρχική σχέση μεταξύ εξουσιαστικής αρχής και των κυβερνωμένων ατόμων. Στις παραδοσιακές κοινωνίες, η οργάνωση της εξουσίας απαιτεί το δογματισμό, διότι η γνώση έχει αποκλειστικά αυτή τη λειτουργία, γι’ αυτόν το λόγο δεν μπορεί να έχει ουδέτερο χαρακτήρα. Το δόγμα στηρίζει ένα καθεστώς ή μια ιεραρχία. Ο λειτουργικός του ρόλος είναι η νομιμοποίηση της εξουσίας και των λύσεων που αυτή δίνει στα κοινωνικά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει.
Η δογματική αυτή εμπέδωση σημαίνει ότι η γνώση στις κλειστές, παραδοσιακές κοινωνίες αντιγράφει τη βιολογική ενσωμάτωση μορφών γνώσης στον γενετικό κώδικα του έμβιου οργανισμού. Οι γνώσεις αυτές ταυτίζονται με προσδοκίες όσον αφορά κανονικότητες του περιβάλλοντος και έχουν συμπαγή και αναλλοίωτο χαρακτήρα. Τον ίδιο χαρακτήρα θέλει να έχει και η εξουσία και οι κανόνες που θεσπίζει πρέπει να παραμένουν αδιασάλευτοι. Θα μπορούσε, επομένως, να αποφανθεί κάποιος ότι ένα επιστημονικό ή θρησκευτικό πλέγμα ιδεών μπορεί να λειτουργήσει ως δόγμα που θα είναι απόλυτα στεγανό – ανοσοποιημένο κατά οποιασδήποτε κριτικής. Οι πιστοί του θα παραμείνουν αμετακίνητοι για πάντα.
Η δογματική εμμονή, όμως, έχει τα όριά της. Τόσο στη φιλοσοφία και την επιστήμη όσο και στην κοινωνική και στην πολιτική ζωή, η πεισματική εμμονή ενάντια στην ετυμηγορία των δεδομένων της εμπειρίας είναι μια πολυτέλεια από την οποία παραιτείται κανείς σε στιγμές αιχμής, εκτός αν αποφασίσει να θυσιάσει τη ζωή του για χάρη της ή αν εξαπατηθεί σκόπιμα απ’ όσους έχουν να αντλήσουν οφέλη από μια τέτοια απάτη. Η κοινωνία ολόκληρη μπορεί να υποστεί βαρύτατα πλήγματα όταν διαπράττονται λάθη τα οποία οφείλονται σε συλλογικές ψευδαισθήσεις ή σε προκαταλήψεις που ανάγονται σε δόγμα. Όταν συμβαίνει αυτό, το κόστος που υφίσταται ο ατομικός ή (συνηθέστερα) ο συλλογικός φορέας για το λάθος του, το κόστος της διάψευσης, είναι πολύ μεγαλύτερο από εκείνο που εξασφαλίζεται διά του λόγου.
Δογματισμός και ιεραρχική κοινωνία
Όπως είδαμε, ο δογματισμός όσο και ο συμπαγής και ιεραρχικός χαρακτήρας της εξουσίας έρχονται να λύσουν ένα συγκεκριμένο πρόβλημα στις «κατηχητικές κοινωνίες», όπως ονομάζει ο Πίτερ Μουνζ (Peter Munz) τις κλειστές κοινότητες, όπου ο ενωτικός ιστός τους καθορίζεται από μια ενιαία και αμετάβλητη πίστη.[22] Το πρόβλημα αυτό είναι η συλλογική ασφάλεια υπό ενιαία ηγεσία και ενιαίο σύστημα πεποιθήσεων. Η ισχύουσα ορθοδοξία απολαμβάνει το προνόμιο του γνωσιακού προστατευτισμού. Συγχρόνως, η εξουσία είναι οργανωμένη κάθετα και ιεραρχικά, πράγμα που επηρεάζει αποφασιστικά τις νοοτροπίες οι οποίες κρυσταλλώνονται στις παραδοσιακές κοινωνίες, όπως έδειξε ο ανθρωπολόγος Λουί Ντυμόν (Louis Dumont) στην κλασική μελέτη του πάνω στην ινδική κοινωνία.[23]
Στην προσπάθειά του να λύσει αυτό το πρόβλημα, ο άνθρωπος ουσιαστικά μιμείται τη δογματική ενσωμάτωση της «γνώσης» στο γονιδίωμα και τον μόνιμο χαρακτήρα του γενότυπου σε έναν έμβιο οργανισμό. Μοιάζει σαν η ένταξη του ανθρώπου στην πολιτική να ακολουθεί το βιολογικό πρότυπο.
Το σημαντικό είναι ότι αυτή η ροπή απαντάται σε όλες τις οργανωμένες κοινωνίες σε μια ορισμένη φάση της ανθρώπινης εξέλιξης. Όλες οι κοινωνίες είναι ή ήταν κάποτε ιεραρχικές και «κατηχητικές». Η επικράτηση του δογματισμού και της κάθετης κοινωνικής οργάνωσης έχει καθολικό χαρακτήρα διότι έρχεται να λύσει ένα πρόβλημα κοινό για όλους τους ανθρώπους, που είναι η ατομική ασφάλεια, αλλά και η συλλογική εξασφάλιση του πολιτισμένου βίου, όπως έδειξε πρώτος ο Χομπς.[24]
Ορθολογική και φιλοσοφική σκέψη
Μπορεί να θεωρηθεί η αρχαία ελληνική φιλοσοφία μια πρώτη έκφραση αντίθεσης στο δογματισμό. Δεν νομίζω να είναι τυχαίο ότι γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σε εμπορικές κοινωνίες της αρχαιότητας, ανοιχτές στον εξωτερικό κόσμο, στην Ιωνία και την Κάτω Ιταλία, και κυρίως στην Αθήνα. Η σύγχρονη φιλοσοφία αποτελεί φυσική συνέχειά της, τουλάχιστον από τον Καρτέσιο κι έπειτα. Η σκέψη αυτή αρνείται το δόγμα και αναζητεί την αλήθεια μέσα από την ανοιχτή συζήτηση, τη λογική διερεύνηση μιας εξήγησης του κόσμου. Βασικό χαρακτηριστικό της, ότι στηρίζεται στην επάρκεια του Λόγου.
Όμως οι απαντήσεις τις οποίες προσφέρει η φιλοσοφία στα ερωτήματα που θέτει δεν είναι ποτέ οριστικές ή πλήρεις. Το έδαφός της δεν έχει τη στερεότητα που επιζητεί ο κοινός νους, ενώ ταυτόχρονα δεν διστάζει να αμφισβητήσει το κύρος αυθεντιών ή τις κατεστημένες βεβαιότητες οποιασδήποτε ορθοδοξίας. Η φιλοσοφία θέτει σε αμφισβήτηση τις νοητικές συνήθειες του καθενός, τις συνειδητές και ασύνειδες παραδοχές μας ή τις υπόρρητες αρχές των πράξεών μας. Ο φιλόσοφος έρχεται επομένως να παλέψει με τον κοινό νου, αν θεωρήσουμε ότι αυτός περιλαμβάνει μεταξύ άλλων και το σύνολο των «αυτονόητων» βεβαιοτήτων του καθενός, αλλά και με το δογματισμό.
Οι πρώτοι φιλόσοφοι της αρχαιότητας έδειξαν πριν απ’ όλα μεγάλη τόλμη: αντέταξαν άλλες κοσμοθεωρίες σ’ αυτές που είχαν δημιουργηθεί μέσα από τους μύθους και είχαν κατασταλάξει ως πάγιες πεποιθήσεις στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Αργότερα ακόμη, με τον Σωκράτη, γεννιέται ο φιλοσοφικός στοχασμός που δίνει στον εαυτό του τη δυνατότητα ριζικής αμφισβήτησης των πάντων, ακόμα και των κατεστημένων αυθεντιών που ήταν οι σοφοί της εποχής. Είναι καταστατικά αντίθετος στον κομφορμισμό και την υποταγή στην παράδοση. Επιπλέον, αναγνωρίζει την κριτική σκέψη ως τη μόνη νόμιμη και τη λογική ως όργανο της τελευταίας. Αυτή η νομιμοποιητική αρμοδιότητα που αποδίδει στην κριτική σκέψη ο φιλόσοφος προσδίδει στη δραστηριότητά του επαναστατικό χαρακτήρα και συγχρόνως εξηγεί την εχθρότητα που προκαλεί σε πολλούς ανθρώπους, όπως τονίζει ο Αϊζάια Μπερλίν (Isaiah Berlin).[25]
Η παρουσία της φιλοσοφίας στον κόσμο σημαίνει πολύ περισσότερο από τη δυνατότητα του ανθρώπου να σκέπτεται πάνω στη σκέψη του. Σημαίνει πριν απ’ όλα ότι υπερνικά την έμφυτη αδυναμία το μέσα σε έναν εχθρικό εξωτερικό κόσμο, αποδεχόμενος την επάρκεια του Λόγου. Σημαίνει, δηλαδή ότι από το γεγονός και μόνο της δυνατότητας έλλογης σκέψης, παράγεται και η δυνατότητα έγκυρης γνώσης, ακόμα και υπό συνθήκες βασικής άγνοιας για τον κόσμο, από τη στιγμή που η άγνοια αυτή συνειδητοποιείται, πράγμα που αποτελεί την αφετηρία για το λογισμό του Σωκράτη. Με αυτή την έννοια, η φιλοσοφία είναι το κατεξοχήν προνόμιο του ανθρώπου, όπως με μεγάλη ενάργεια το περιέγραψε ο Πλάτων με μεγάλη ενάργεια στον Τίμαιο:
Από εκεί προσλάβαμε τη φιλοσοφία, αγαθό που μεγαλύτερό της δεν υπήρξε ούτε θα υπάρξει, και είναι δώρημα των θεών προς το γένος των θνητών.[26]
Φιλοσοφία και κριτική
Ο Πλάτων υμνεί με τον γλαφυρό του τρόπο τη φιλοσοφία ως μέσο απόκτησης αυθεντικής γνώσης. Βέβαια, κατά τον Φράνσις Μπέικον (Francis Bacon), η γνώση είναι δύναμη[27]. Αλλ’ η φιλοσοφία δεν μας προσφέρει δύναμη, με την έννοια της παραγωγής ηθελημένων αποτελεσμάτων, κατά τον ορισμό του Μπέρτραντ Ράσελ.[28] Μας βοηθάει να αντιληφθούμε, σε υψηλό βαθμό αφαίρεσης, το χαρακτήρα του ορθού Λόγου. Μπορεί να νοηθεί η φιλοσοφία ως κριτική σκέψη στην πιο συμπυκνωμένη και αφηρημένη μορφή της. Εκεί εντοπίζεται ο ανατρεπτικός χαρακτήρας της φιλοσοφίας. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο μπορεί κανείς να μιλήσει για αυτήν ως τη μεγαλύτερη επανάσταση που πραγματοποίησε ο άνθρωπος στην εξελικτική του πορεία. Δεν είναι βροντερή ή αιματηρή, είναι όμως αποφασιστικής σημασίας για την πορεία που χαράσσει ο άνθρωπος ως αυτο-δημιουργούμενη οντότητα. Η φιλοσοφία δεν ηγεμονεύει ούτε διατάζει. Μπορεί να έχει αναστοχαστικό ρόλο στη σκέψη μας. Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία πρέπει να συλληφθεί ως αναστοχαστική δραστηριότητα της σκέψης (reflexive activity), εφόσον εφαρμόζει στον εαυτό της την ίδια αρχή που τη διέπει.[29]
Ορισμένοι φιλόσοφοι, από την εποχή του Πλάτωνα, θεωρούν επιθυμητό και ευκταίο να έχει η φιλοσοφία διατακτικό ή καθοδηγητικό ρόλο έναντι της πολιτικής. Όμως, η φιλοσοφία, για να είναι αποτελεσματική, δεν πρέπει να διεκδικεί για τον εαυτό της τέτοιο ρόλο. Η πολιτική δεν είναι ούτε μπορεί να είναι «όργανο» της φιλοσοφίας, για τον απλό λόγο ότι υπάρχουν φιλοσοφικές προσεγγίσεις από τις οποίες δεν μπορεί κανείς να αντλήσει πολιτικά συμπεράσματα, όπως π.χ. είναι ο εμπειρισμός[30]. Ο κριτικός ρόλος της φιλοσοφίας έχει κανονιστικό και όχι διατακτικό χαρακτήρα. Δεν ασκεί εξουσία ούτε την καθοδηγεί.
Αυτός όμως δεν είναι λόγος για να μη λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η φιλοσοφία. Πολλοί, μάλιστα, θα πουν ότι αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος για τον οποίο πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη από όλους. Και αν πάρουμε το ρόλο της φιλοσοφίας στα σοβαρά, συνδέοντας τον φιλοσοφικό λόγο με την ορθολογικότητα (την ανάγκη ορθολογικής πρόσληψης του κόσμου γύρω μας), πρέπει να θεωρήσουμε ότι η διάψευση που ισχύει στη λογική είναι και η μόνη αναγνωρίσιμη στα ανθρώπινα πράγματα.
Στη φύση, η «κριτική» και η «διάψευση» παίρνουν τη μορφή εξαφάνισης του φορέα δράσης μαζί με τη λανθασμένη «θεωρία» του. Στον ανθρώπινο κόσμο, και κυρίως σ’ αυτόν της φιλοσοφίας, η διάψευση αφορά γλωσσικές προτάσεις που αναφέρονται στον πραγματικό κόσμο. Αν λοιπόν, ισχύει αυτό που έχει υποστηρίξει ο Κέυνς, μεταξύ άλλων, ότι οι ιδέες που έχουμε για τον κόσμο παίζουν μεγάλο ρόλο στην πορεία των πραγμάτων[31], ο έλεγχος και η ενδεχόμενη αναίρεσή τους γίνεται πάλι μέσα από ιδέες που διατυπώνονται σε συγκεκριμένες προτάσεις. Τα γεγονότα δεν μιλούν μόνα τους. Η διάψευση μιας θεωρίας που διατυπώνεται μέσα από ένα σύνολο προτάσεων Π γίνεται μέσα από ένα άλλο σύνολο προτάσεων Π΄. Κρίνουμε λογικά αν και κατά πόσον το Π΄ ισχύει. Και αν ναι, τότε η Π έχει διαψευσθεί και καταλήγουμε στο συμπέρασμα ¬Π (δηλαδή, στην άρνηση του Π).
Η δυνατότητα λογικής διάψευσης σημαίνει μεγάλη οικονομία σε κόπο, χρόνο, χρήμα και ανθρώπινες ζωές, εφόσον οι διαψεύσεις απαλείφουν λάθη χωρίς να απαλείφουν τους φορείς. Η ορθολογικότητα έχει αυτό το μεγάλο «οικονομικό» πλεονέκτημα για τον άνθρωπο, εφόσον, όπως γράφει ο Καρλ Πόπερ, αντικαθιστά τον εξαλειπτικό ρόλο της βίας με τον εξαλειπτικό ρόλο της κριτικής: η πρώτη εξαφανίζει το λάθος μαζί με το φορέα, πράγμα που δεν συμβαίνει με τη δεύτερη.[32] Η θέση αυτή εκφράζει την εκ διαμέτρου αντίθεσή της με εκείνη του Mαρξ, ο οποίος γράφει:
Το όπλο της κριτικής δεν μπορεί να αντικαταστήσει την κριτική των όπλων. Η ολική βία πρέπει να ανατραπεί με υλική βία. Όμως και η ίδια η θεωρία γίνεται υλική βία από τη στιγμή που κατακτάει τις μάζες.[33]
Αυτή είναι μια μεγάλη κατάκτηση του ανθρώπου από τη στιγμή που μέσα από τη γλώσσα μπορεί να περιγράφει πράγματα, αλλά και να δημιουργεί και να ελέγχει υποθέσεις, προτάσεις και να δοκιμάζει θεωρίες. Από τη στιγμή που αναπτύσσεται ο κριτικός λογισμός, δεν περιμένει ο άνθρωπος τη βιολογική εξέλιξη ή την κοινωνική σύγκρουση για να διαψεύσει μια θεωρία όταν αποδεικνύεται λανθασμένη. Οι θεωρίες πεθαίνουν στη θέση των ανθρώπων, όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Πόπερ.
Η πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ανατολική Ευρώπη: διάψευση ενός μοντέλου;
Όταν έχουμε να κάνουμε με θεωρίες που λειτουργούν ως συστήματα πίστης, δεν ακολουθείται η ποπεριανή αυτή αρχή: δεν θυσιάζονται ιδέες για να σωθούν άνθρωποι. Αντίθετα, θυσιάζονται άνθρωποι στο βωμό των ιδεών και θεωρείται ότι η θυσία αυτή τους τιμά. Ταυτίζονται υπαρξιακά με ένα δόγμα που θεωρούν πέρα για πέρα αληθινό και αδιάψευστο. Αυτό δεν συμβαίνει όταν το δόγμα αυτό είναι ένας θεωρητικός περίγυρος γύρω από ένα σύστημα πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης. Λίγοι το ενστερνίζονται και πολλοί το θεωρούν μη αναγκαίο πλέον ως ιδεολογικό αντιστήριγμα του συστήματος εξουσίας και τα κατεστημένα συμφέροντα γύρω από αυτό, είτε αυτά είναι μεγάλα είτε είναι μικρά.
Τα γεγονότα στην Ανατολική Ευρώπη μετά το 1989 είναι ενδεικτικά αυτής της στάσης. Ξαφνικά οι ιθύνοντες των κομμουνιστικών χωρών έδρασαν ωσάν να ήταν ζηλωτές της ποπεριανής αρχής («ας πεθάνουν οι θεωρίες στη θέση μας»). Προτίμησαν, με εξαίρεση τον Τσαουσέσκου, να μην πεθάνουν στις επάλξεις της ιδεολογίας, στο όνομα της οποίας κυβέρνησαν επί δεκαετίες. Παρέδωσαν την εξουσία αβίαστα και χωρίς αντίσταση και επεβίωσαν και επιβιώνουν κάτω από τις νέες συνθήκες με αξιοθαύμαστο πνεύμα προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Όπως γράφει ο Έρνεστ Γκέλνερ (Ernest Gellner),
Ποτέ δεν εγκαταλείφθηκε βυθιζόμενο πλοίο με τέτοια χαρούμενη ανυπομονησία και ομοφωνία, ποτέ δεν καταδικάστηκε πείραμα τόσο ολοκληρωτικά.[34]
Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν το εντυπωσιακό αυτό φαινόμενο της κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη μπορεί να θεωρηθεί ότι διαψεύδει οποιαδήποτε πολιτική ή κοινωνική θεωρία. Μπορεί να θεωρηθεί ότι η ιστορία ή η πολιτική ή η φιλοσοφία ήρθε να διαψεύσει οτιδήποτε; Ας μου επιτραπεί να θέσω το πρόβλημα διαφορετικά: αν υπάρχει αντικείμενο διάψευσης, αυτό είναι η θεωρία σύμφωνα με την οποία ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» δικαίωνε την ορθότητα της μαρξιστικής θεωρίας. Τη θέση αυτή διατύπωσε με ενάργεια ο Λουί Αλτουσέρ, γράφοντας το 1966 ότι «ο μαρξισμός δεν είναι αληθινός επειδή εφαρμόζεται με επιτυχία, αλλά εφαρμόζεται με επιτυχία επειδή είναι αληθινός».[35]
Ωραία φράση που την επαναλάμβαναν με περίσσια δογματική αυταρέσκεια οι ζηλωτές του μαρξισμού στη Γαλλία, όταν η θεωρία του Αλτουσέρ ήταν του συρμού. Και η θεωρία του γάλλου φιλοσόφου είχε τη φήμη λογικής αυστηρότητας. Ας την εξετάσουμε προσεκτικά. Όταν λέει ο συγγραφέας του Lire le Capital ότι ο μαρξισμός δεν είναι αληθινός επειδή εφαρμόζεται με επιτυχία, αλλά εφαρμόζεται με επιτυχία επειδή είναι αληθινός, σημαίνει ότι, σε περίπτωση που ο μαρξισμός δεν εφαρμόζεται με επιτυχία, το δεύτερο σκέλος της πρότασης του Aλτουσέρ διαψεύδεται. Με τη χρήση της απλούστερης μορφής προτασιακού λογισμού που είναι ο modus tollens, βάζοντας στη θέση του μαρξισμού το σύμβολο Μ και το σύμβολο Σ στη θέση της επιτυχημένης εφαρμογής του εκεί όπου έχει επικρατήσει, δηλαδή στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, έχουμε:
(Μ → Σ). & ¬Σ → ¬Μ.
Δηλαδή, αν η ισχύς του Μ συνεπάγεται το Σ, και το Σ διαψεύδεται, μπορούμε να συμπεράνουμε τη μη ισχύ του Μ. Η αποδοχή της διάψευσης του Σ, μετά την κατάρρευση, συνεπάγεται την αναγνώριση της διάψευσης του Μ, και μάλιστα με τα ίδια τα κριτήρια του αλτουσεριανού μαρξισμού, της πιο «αυστηρής» εκδοχής δηλαδή του δυτικού μαρξισμού, όταν αυτός ήταν στην περίοδο της μεγάλης του ακμής, το διάστημα 1960-1980.
Αυτό ασφαλώς δεν είναι αποδεκτό από τους σκληροπυρηνικούς του μαρξισμού. Εδώ, ο «σκληρός πυρήνας» της θεωρίας που επικαλείται ο Λάκατος έχει κάποια αρμοδιότητα. Μπορεί να λειτουργήσει και σ’ αυτή την περίπτωση ένας επιστημολογικός ή ιδεολογικός μηχανισμός που συντηρεί το δόγμα, όπως το πείσμα σε ανάλογες ψυχολογικές καταστάσεις που συνήθως αφορούν νήπια ή παλίμπαιδες γέροντες ή, ακόμα, μαγικές δοξασίες που επικρατούν σ’ εκείνες τις κοινωνίες όπου δεν έχει πέραση η λογική του πειράματος[36].
Δηλαδή, η διάψευση δεν κατακυρώνεται αν δεν υπάρχει μια προκαταρκτική μεθοδολογική σύμβαση για τις συνθήκες υπό τις οποίες ένα γεγονός θα μετρήσει ως διάψευση μιας θεωρίας. Μια επιστημονική θεωρία περιέχει δυνητικούς διαψευστές, όπως έγραφε ο Πόπερ στη Λογική της επιστημονικής ανακάλυψης, έναν άπειρο αριθμό δυνητικών παρατηρήσεων δηλαδή που, αν πραγματοποιηθεί έστω μία απ’ αυτές, η θεωρία θα θεωρηθεί διαψευσμένη[37]. Μια επιστημονική θεωρία είναι διαψεύσιμη: περιέχει δυνητικούς διαψευστές.[38]
Σε μη επιστημονικές κοινότητες, είτε αυτές είναι μυθολογικές είτε θρησκευτικές είτε ιδεολογικές, δεν υπάρχουν δυνητικοί διαψευστές. Η αναγνώριση τέτοιων διαψευστών στη σύγχρονη επιστήμη είναι συνυφασμένη με την αναγνώριση της επιστημολογικής αρχής της διαψευσιμότητας. Αλλά η επιστημολογία είναι η μεταθεωρία της επιστήμης, η θεωρία των αρχών που καθιστούν έγκυρες τις επιστημονικές προτάσεις.
Το κοινό σημείο των μη επιστημονικών προτάσεων, που περιλαμβάνουν εκείνες οι οποίες αφορούν τη θρησκεία και την ιδεολογία, είναι ότι η μεταθεωρία τους ταυτίζεται με το δόγμα τους. Τόσο το θρησκευτικό όσο και το ιδεολογικό εκκλησίασμα σχηματίζει ένα πιστοκρατικό (φιντεϊστικό) συγκρότημα με το δόγμα που το εμπνέει και που αποτελεί τη βάση της «αλήθειας» του, εφόσον, κατά την αποστολική ρήση, η πίστη είναι η βεβαιότητα για πράγματα που δεν προσφέρονται στην παρατήρηση. [39]
Δεν είναι δυνατόν όμως, μια τέτοια πίστη να μην καταλήξει σε δεισιδαιμονία. Μάλιστα, η ιδεολογική δεισιδαιμονία είναι συχνά πεισματικότερη από τη θρησκευτική. Για να γίνει αυτό απόλυτα κατανοητό και σαφές, ας κάνουμε ένα «νοητικό πείραμα» κατά το πρότυπο των φυσικών επιστημών.
Ας φανταστούμε ότι μια ομάδα αρχαιολόγων ανακαλύπτει στους Αγίους Τόπους μια σαρκοφάγο που περιέχει έναν σκελετό, για τον οποίο δεν υφίσταται η παραμικρή αμφιβολία ότι ανήκει στον Ιησού Χριστό. Λογικά, αυτό πρέπει να σημάνει το τέλος του χριστιανισμού, εφόσον κατά το χριστιανικό δόγμα η Ανάσταση του Χριστού κατέχει κεντρική θέση ως ιστορικό γεγονός και όχι ως συμβολική έννοια. Το σοκ θα ήταν τεράστιο. Οι πιστοί θα εγκατέλειπαν την πίστη τους, ιδίως αν οι ίδιες οι χριστιανικές εκκλησίες αναγνώριζαν το πόρισμα των αρχαιολόγων ως έγκυρο. Όμως, εύλογα μπορούμε να υποθέσουμε την επιβίωση νησίδων γραφικών πεισματάρηδων που θα πήγαιναν «στην τιμή και στην πεποίθησή τους», με λάβαρο ένα διαψευσμένο δόγμα.
Ας πάμε τώρα στον κομμουνισμό και στον μαρξισμό. Εδώ δεν έχουμε ανάγκη από «νοητικά πειράματα», εφόσον έχουμε την πραγματική εμπειρία της αυτοδιάλυσης του Ανατολικού Συνασπισμού και της Σοβιετικής Ένωσης, την παραδοχή της χρεοκοπίας του συστήματος που εκπροσωπούσαν από τους ίδιους τους ηγέτες, ακόμα και την ομολογία της εγκληματικότητάς του από ορισμένους απ’ αυτούς, ακόμα και πριν ανοίξουν τα κομματικά και τα κρατικά αρχεία, αποκαλύπτοντας τα όζοντα μυστικά τους.
Παρ’ όλα αυτά, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» ζει και βασιλεύει ακόμη, όχι μόνο ως πολιτική πραγματικότητα σε μέρη όπως η Κούβα ή η Βόρεια Κορέα, αλλά και ως ιδεολογικό «πιστεύω» στους νόες πολλών διανοουμένων, σε ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Αφρικής, της Ασίας και της Βαλκανικής.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: υπό ποιες συνθήκες ο οπαδός μιας θρησκευτικής ή ιδεολογικής πίστης θα δεχόταν να την εγκαταλείψει; Και είναι οι συνθήκες αυτές λογικές; Μπορεί, δηλαδή, ένας τέτοιος οπαδός, με μόνο εφόδιο τη λογική του, να δεχθεί την αναίρεση θεμελιακών γι’ αυτόν δοξασιών, εν όψει των εμπειρικών δεδομένων που θα του παρουσιαστούν;
Φιλοσοφία, πιστοκρατία και αγωνιστικότητα
Την απάντηση τη δίνει η κοινωνική ανθρωπολογία[40]. Το σύστημα δοξασιών σε κλειστές, μυθολογικές κοινωνίες παραμένει άτρωτο, μέχρις ότου εγκαταλειφθεί σιωπηρά από νέες μορφές ζωής που επικρατούν και που συμπαρασύρουν μαζί τους τον παλιό κόσμο και όλα του τα δόγματα. Aυτό δεν εμποδίζει, όμως, την επιβίωση μυθολογικών δοξασιών υπό συνθήκες νεωτερικότητας και μάλιστα εξαιτίας της τελευταίας, όπως συμβαίνει με τις «λατρείες φορτίου» – τα περίφημα cargo cults στη Μελανησία και σε ορισμένα νησιά του Νότιου Ειρηνικού. Το φαινόμενο είναι γνωστό. Οι ιθαγενείς έχουν σχηματίσει αντικείμενα λατρείας που είναι προσομοιώσεις του τεχνικού πολιτισμού της Δύσης και έχουν αναπτύξει ιδιαίτερο τελετουργικό και χιλιαστικούς μύθους, αναμένοντας ότι αργά ή γρήγορα θα απολαύσουν τα πλεονεκτήματα που έρχονται με αεροπορικά φορτία από άγνωστα μέρη (των «προγόνων» τους) προς όφελός τους, αντί να είναι προς όφελος των Δυτικών που τα έχουν υφαρπάξει[41].
Τα cargo cults είχαν πρωτοκάνει την εμφάνισή τους κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν οι κάτοικοι αυτών των νησιών παρατηρούσαν την προσγείωση αεροπλάνων που μετέφεραν εμπορικά αγαθά για τους δυτικούς επισκέπτες. Προσπάθησαν να «εξηγήσουν» το φαινόμενο μέσα από το μύθο. Τα αγαθά τα στέλνουν οι ψυχές των προγόνων τους και τα σφετερίζονται οι λευκοί. Κάποτε, όμως, θα πετύχουν να τα προσελκύσουν και να τα ιδιοποιηθούν οι ίδιοι.
Προς το σκοπό αυτό κατασκεύασαν προσομοιώσεις αεροδιαδρόμων, ξύλινων καλυβιών που παριστάνουν τους πύργους ελέγχου, χρησιμοποιώντας καλάμια μπαμπού για αντένες που χρησιμοποιούν ορισμένοι από αυτούς οι οποίοι παίζουν ρόλο «ασυρματιστών» και περιμένουν τα αεροπλάνα να προσγειωθούν.
Η αντιγραφή είναι σωστή. Όλα είναι στη σωστή τους θέση, αλλά τα αεροπλάνα δεν έρχονται. Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος να εξηγήσει κανείς σ’ αυτούς τους ανθρώπους για ποιο λόγο δεν εκπληρώνεται ο σκοπός τους, εφόσον οι λογικές κατηγορίες του τεχνικού πολιτισμού βρίσκονται επέκεινα του δικού τους νοητικού ορίζοντα. Η καταφυγή τους είναι στο μεσσιανισμό, δηλαδή στην προβολή μιας εσχατολογικής ουτοπίας σε ένα ακαθόριστο μέλλον, ακριβώς όπως γίνεται και με τον ιδεολογικό μεσσιανισμό.
Αν εκτιμηθεί το φαινόμενο του cargo cult με ορθολογικά κριτήρια, θα κριθεί αναπόφευκτα ως aberratio, δηλαδή ως λογική εκτροπή. Είναι μια απλή και απλοϊκή μίμηση των τεχνικών και επιστημονικών επιτευγμάτων του πολιτισμού μας που ο μεγάλος αμερικανός φυσικός Ρίτσαρντ Φάινμαν (Richard Feinman) παίρνει ως ad risum υπόδειγμα ψευδοεπιστήμης (“cargo cult science”).[42]
Πρέπει να δει κανείς, όμως, το φαινόμενο αυτό, όπως και άλλα τα οποία τεκμαίρουν πιστοκρατικές προβολές που αφορούν θρησκευτικές δοξασίες ή ιδεολογικές ταυτίσεις, με αρκετή δόση «συμπαθητικής κατανόησης». Η κατάδειξη του άτοπου χαρακτήρα μιας πίστης, όταν αυτή αποτελεί άρθρο πίστης μιας κοινότητας πιστών, είναι μάταιη υπόθεση. Δεν εξαλείφεται με λογικά επιχειρήματα μια πίστη όταν δεν έχει υιοθετηθεί λογικά, αλλά μέσα από ένα άλμα πίστης και κύριος της ρόλος είναι να αποτελεί συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα μέλη του σώματος των πιστών. Από τη στιγμή που μια ολόκληρη θρησκευτική, φυλετική ή ιδεολογική κοινότητα, κατά κάποιον τρόπο, σχηματίζει ένα συμπαγές σύνολο με το σύστημα δοξασιών το οποίο ενώνει τα μέλη του εκκλησιαστικού σώματος που σχηματίζει μέσα απ’ αυτή τη συλλογική του αυτοσυνείδηση, η εμμονή στο μύθο δεν έχει τίποτε το ανορθόλογο, όπως έδειξε ο καναδός ανθρωπολόγος Ίαν Τζάρβι (Ian Jarvie) στη σχετική του μελέτη πάνω σ’ αυτό το θέμα το 1964.[43]
Mπορεί να αλλάξει όταν όλη η ζωή αλλάξει, όταν πραγματοποιηθεί μια ριζική μετάλλαξη, αυτό που ο Τόμας Κουν ονομάζει Gestalt switch – ένα ισχυρότατο διανοητικό σοκ, μια συγκλονιστική εμπειρία που καταλύει τις εδραιωμένες πεποιθήσεις και τον καθιερωμένο τρόπο πρόσληψης νέων δεδομένων.[44] Το ζήτημα είναι αν η κατάρρευση των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη αποτέλεσε μια τέτοια μετάλλαξη.
Για πολλούς από τους υποστηρικτές της επίσημης ιδεολογίας που επικρατούσε σ’ αυτές τις χώρες, δεν άλλαξε τίποτε. Επαφίενται στον σκληρό πυρήνα της θεωρίας τους, όπως έγραφε ο Λάκατος, η οποία λειτουργεί σαν «γραμμή Μαζινό»: κηρύσσεται εκ προοιμίου αδιαπέραστη. Οι φύλακες του δόγματος το θεωρούν αδιάψευστο, μη υπαγόμενο σε εμπειρικό ή λογικό έλεγχο. Υπάρχουν, όμως, και οι «ανήσυχοι» υποστηρικτές της. Οι τελευταίοι αντιλαμβάνονται ότι ο «σκληρός πυρήνας» μιας ιδεολογίας διατηρείται ή εγκαταλείπεται από ανθρώπους. Δεν συντηρεί καταστάσεις από μόνος του. Η ιδεολογική κοινότητα φέρει εις πέρας την «αλήθεια» της ουτοπικής της πίστης σχηματίζοντας ένα πιστοκρατικό συγκρότημα μαζί της, μέσα από την πράξη. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η ενότητα θεωρίας και πράξης ταυτίζεται με την ενότητα φιλοσοφίας και πολιτικής, όπως έγραφε επανειλημμένα ο Αντόνιο Γκράμσι (Antonio Gramsci)[45], όπως και με την ενότητα ιστορίας και πολιτικής[46]. Και εδώ, όμως, η πράξη του πιστού, συντηρεί την πίστη σε μεσσιανική αναμονή της αποκάλυψης του κρυμμένου ιμάμη των σιιτών μουσουλμάνων, της σωτήριας επανάστασης, των cargo cults ή της έλευσης της αταξικής κοινωνίας. Επομένως, ο μαρξισμός δεν διαψεύδεται ούτε και από αυτούς, τους «πραξιακούς» οπαδούς του. Για τον απλό λόγο ότι ζει και διαιωνίζεται μέσα από το εκκλησίασμα των πιστών, δεμένος με την κοινότητα αυτή σε ένα ενιαίο πιστοκρατικό σύνολο.
Σε τελική ανάλυση, το αν διαψεύδεται ή όχι ο μαρξισμός εξαρτάται από το αν είναι επιστημονική θεωρία ή όχι. Κατά την πραξιακή αντίληψη του μαρξισμού, δεν είναι μόνο επιστημονική θεωρία. Είναι η επιβεβαίωση μιας υπεύθυνης θέλησης που ορθώνεται κατά της μοιρολατρικής αντίληψης του μαρξισμού, όπως λέει ο Κίο Γκίζορς, ο ήρωας του μυθιστορήματος Η ανθρώπινη μοίρα του Αντρέ Μαλρό.[47] Για αυτούς που υιοθετούν αυτήν την αντίληψη για το μαρξισμό, πράγματι δεν διαψεύστηκε η θεωρία τους από την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων: όχι γιατί προστατεύονται από τον σκληρό πυρήνα της θεωρίας τους, αλλά διότι ο επαναστατικός ζήλος των πιστών θα πραγματώσει την «αλήθεια» του.
Αυτή είναι μια αγωνιστική αντίληψη της αλήθειας, της έννοιας της διάψευσης, της ιστορίας και της πολιτικής. Ο Λένιν την εξέφρασε με μεγάλη υπερηφάνεια, λίγο πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση, και συγκεκριμένα τον Αύγουστο του 1917, λέγοντας ότι το κόμμα των μπολσεβίκων ενσαρκώνει την τιμή, τους αγώνες και τη συνείδηση της σύγχρονης εποχής[48]. Η φράση αυτή, την οποία είχαν αναρτήσει ως κυρίαρχο σύνθημα σε αλλεπάλληλα συνέδρια του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης, μπορεί κανείς να πει ότι ανταποκρίνεται μέχρι σήμερα στα συναισθήματα όσων έμειναν πιστοί στα ιδανικά που το τελευταίο εκπροσωπούσε. Όσοι παίρνουν αυτή τους την ένταξη σοβαρά, θεωρούν ότι πρέπει να συνεχίσουν «τον αγώνα τον καλό», παρά τον καταποντισμό του 1989-92.
Αυτή η αγωνιστική αντίληψη είναι έντιμη. Και είναι εγγεγραμμένη στην πολιτιστική μας κληρονομιά ο θαυμασμός γι’ αυτόν που μάχεται και θυσιάζεται για μια ιδέα. Λέμε, σ’ αυτή την περίπτωση, ότι κάποιος είναι «ιδεολόγος» με τη θετική έννοια. Ας κάνουμε, όμως, ορισμένες διακρίσεις. Ο αγώνας του ιδεολόγου, με αυτή την έννοια, δεν είναι αγώνας για εξουσία. Είμαστε πολιτικοί, αν και εφόσον θέλουμε να ασχοληθούμε με την εξουσία. Είμαστε ιδεολόγοι, αν μας αφορά ο κόσμος της ιδεολογίας. Και είμαστε φιλόσοφοι αν θεωρούμε και όσοι από μας θεωρούμε ότι έχει σημασία η παρουσία της φιλοσοφίας στον κόσμο. Αυτές τις δυνατότητες μας δίνει το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο κινούμαστε, που είναι ο πολιτισμός της νεωτερικότητας στον οποίο εγγράφονται οι ελευθερίες μας.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο έχουμε θεσμοθετήσει τη δυνατότητα κριτικής η πρακτική της οποίας έχει εισχωρήσει στην παράδοσή μας. Και αυτή η δυνατότητα έχει ενδυναμώσει τον πολιτισμό αυτόν της ελευθερίας. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι μπορούμε να ατενίζουμε με αυταρέσκεια αυτόν τον πολιτισμό. Μέσα στο θεσμικό και πολιτιστικό πλαίσιο της ανοιχτής κοινωνίας, η κριτική γίνεται αναίμακτα, χωρίς να εξαφανίζεται ή έστω να πλήττεται ο φορέας της θεωρίας που υφίσταται την κριτική. Αντίθετα, η αγωνιστική αντίληψη της κριτικής, τοποθετώντας την τιμή του συνεπούς αγωνιστή στο εσωτερικό του δόγματος, ενσωματώνοντας τον τελευταίο στο σύνολο της ιδεολογικής κοινότητας, οδηγεί τους αγωνιστές αλλά και πολλούς άλλους στο βωμό της θυσίας.
Θεωρώ ότι η μορφή ζωής που αντιπροσωπεύει η νεωτερικότητα, η δημοκρατία, και η ανοιχτή κοινωνία είναι προτιμότερη από εκείνη στην οποία προσβλέπουν οι συμπαθείς ουτοπιστές τον cargo cults, οι μεσσιανιστές κάθε είδους, οι φανατισμένοι – και συχνά οπλισμένοι – προφήτες κάθε θρησκευτικού ή ιδεολογικού δόγματος. Αλλά, όπως είπα, δεν πρέπει αυτή μου η προτίμηση να εκληφθεί ως μορφή πολιτιστικής ή θεωρητικής αυταρέσκειας. Πρέπει να έχουμε τη θεσμική δυνατότητα, αλλά και την πολιτισμική έφεση, να συζητάμε και να διδασκόμαστε απ’ αυτούς με τους οποίους ερχόμαστε σε ριζική πολιτική και ιδεολογική αντίθεση. Πιστεύω ότι έχουμε πάντα να μάθουμε κάτι σημαντικό απ’ αυτούς. Άλλωστε, σ’ αυτό συνίσταται η δύναμη και η ευρωστία της σύγχρονης, ανοιχτής κοινωνίας. Σ’ αυτή την κοινωνία είναι πολύτιμος ο λόγος που τη θέτει σε αμφισβήτηση. Διότι αυτός είναι που τη διατηρεί σε εγρήγορση και ενισχύει το δυναμισμό της. Δεν της επιτρέπει να «κοιμάται ήσυχη».
Όλα αυτά ισχύουν, βέβαια, όσο ο αντίπαλος λόγος παραμένει στα όρια της κριτικής αντιπαράθεσης, όσο η κριτική που ασκείται χρησιμοποιεί τον ορθό λόγο για να ελέγξει και να διορθώσει σφάλματα. Δεν ισχύουν όταν ο αντίπαλος θεωρήσει ότι το ορθολογικό αυτό όπλο της κριτικής πρέπει να αντικατασταθεί από την «κριτική των όπλων», όταν στη θέση του επιχειρήματος εκείνος χρησιμοποιεί μαχαίρι, πιστόλι ή βαρύτερο οπλισμό. Τότε απομακρυνόμαστε εντελώς από το καθεστώς που επιτρέπει τη νηφάλια κριτική συζήτηση, αλλά και από τον κόσμο της φιλοσοφίας, στο βαθμό που η τελευταία συνδέεται με την κριτική.
Τα δόγματα απαιτούν από τη φιλοσοφία να μετατραπεί σε ιδεολογία – να στρατευθεί κάτω από τα λάβαρά τους. Καλούν τον πνευματικό άνθρωπο να βρει την τιμή του στην υποταγή του σ’ αυτά. Διότι προέχει ο αγώνας για την επικράτησή τους. Μήπως, όμως, στην ταπεινή της αναζήτηση, η φιλοσοφία είναι πιο γόνιμη και πιο ώριμη από την αγωνιστικότητα στον πολιτικό στίβο, υπέρ του λαού, του έθνους, της ανθρωπότητας ή μιας θρησκευτικής πεποίθησης; Aν η πίστη του στρατευμένου πνευματικού ανθρώπου σ’ αυτά είναι το ίδιο αγνή και ανεπιτήδευτη όσο των Μελανησίων στα cargo cults , όχι όμως τόσο αφελής, μήπως θα έπρεπε να σταθεί σε κριτική απόσταση από το αντικείμενο της πίστης του και να αναγνωρίσει στη φιλοσοφία ρυθμιστική αρμοδιότητα σε ό,τι αφορά τη διάψευση θεωριών;
Πιστεύω ότι το μεγάλο δίδαγμα του Πόπερ, τόσο στην πολιτική θεωρία του όσο και στην φιλοσοφία της επιστήμης του, είναι η δυνατότητα να δώσουμε μια καταφατική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΛ ΠΟΠΕΡ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Τι είναι η διαλεκτική; Γνωσιοθεωρία χωρίς γνωστικό υποκείμενο, μετάφραση: Στ. Δημόπουλος, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1990, 160 σελ.
Ο κόσμος του Παρμενίδη. Δοκίμια για τον προσωκρατικό διαφωτισμό, μετάφραση: Κωνσταντίνος Ν. Πετρόπουλος, επιμέλεια: Arne F. Petersen, Καρδαμίτσα, Αθήνα 2002, 438 σελ.
Όλοι οι άνθρωποι είναι φιλόσοφοι, μετάφραση: Μιχάλης Παπανικολάου, Μελάνι, Αθήνα 2004, 315 σελ.
Η ένδεια του ιστορικισμού, μετάφραση: Αθανάσιος Σαμαρτζής, Ευρασία, Αθήνα 2005, 242 σελ.
Η ζωή είναι επίλυση προβλημάτων. Σκέψεις για την επιστήμη, την ιστορία και την πολιτική, μετάφραση: Ηλίας Κρίππας, Μελάνι, Αθήνα 2011, 349 σελ.
Αέναη αναζήτηση. Αυτοβιογραφία, μετάφραση: Κική Αλατζόγλου-Θέμελη, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2018, 247 σελ.
Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, μετάφραση: Ειρήνη Παπαδάκη, Παπαζήση, Αθήνα 2021, 1152 σελ.
[1] Το γνωστό σχήμα που συνδέει την κριτική υπό τη μορφή της προσπάθειας απαλοιφής λαθών με την ανάπτυξη της γνώσης, μέσα από μια διαδικασία επίλυσης διαδοχικών προβλημάτων υπάρχει σε πολλά κείμενα του Πόπερ. Και έχει την εξής μορφή: P1 → TT → EE → P2 όπου: P1 είναι το αρχικό πρόβλημα (initial problem), TT είναι η δοκιμαστική θεωρία (tentative theory), EE η απαλοιφή λαθών (error elimination), δηλαδή η κριτική και P2 το νέο πρόβλημα που εμφανίζεται κατόπιν. Βλ. Karl Popper (1974) Unended Quest. An Intellectual Autobiogaphy. London: Fontana-Collins, σ. 132, ελληνική μετάφραση από την Κική Αλατζόγλου - Θέμελη (2018), Αέναη αναζήτηση. Αυτοβιογραφία. Αθήνα: Κέντρον Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Αθηνών. Βλ. και (1945) The Open Society and its Enemies, ελληνική μετάφραση από την Ειρήνη Παπαδάκη (1982), Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, Αθήνα-Ιωάννινα: εκδόσεις Δωδώνη, τόμ. Β΄, κεφ. 24, σ. 332 κ.ε.
[2] Objective Knowledge. An Evolutionary Approach, Oxford, Clarendon Press.
[3] Logik der Forschung (1934) που είναι η αρχική έκδοση του Logic of Scientific Discovery (1959).
[4] «ἐκ τούτων οὖν φανερὸν ὅτι τῶν φύσει ἡ πόλις ἐστί, καὶ ὅτι ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον» 1253 a1-4. Αριστοτέλους Πολιτικά
[5] T. S. Kuhn (1962, 1970) The Structure of Scientific Revolutions. Chicago: University of Chicago Press. Βλ. επίσης T. S. Kuhn (1978) The Essential Tension: Selected Studies in Scientific Tradition and Change. Chicago: University of Chicago Press.
[6] I. Lakatos (1978) The Methodology of Scientific Research Programmes. Cambridge: Cambridge University Press. Bλ. και “Falsification and the Methodology of Scientific Research Programmes” στο I. Lakatos & A. Musgrave (eds.) (1970) Criticism and the Growth of Knowledge. Cambridge: Cambridge University Press.
[7] Πρόκειται για το έργο (1934, 1973) Logik der Forschung. Tübingen: J.C.B.Mohr (Paul Siebeck). Το έργο αυτό μεταφράστηκε στα αγγλικά υπό τον τίτλο The Logic of Scientific Discovery από τον ίδιο τον Πόπερ, με τη βοήθεια των Julius Freed και Lan Freed, αφού προηγουμένως το αναθεώρησε και επεξέτεινε (London: Hutchinson, 1959) και αποτελεί την οριστικοποιημένη έκδοση του αρχικού Logik der Forschung. Στον ευρετήριο πίνακα, στο λήμμα Disproof, αναφέρεται ξεκάθαρα: “no conclusive disproof can be produced”, σ. 42, 50, 81-87.
[8] Karl Popper (1963, 1978) Conjectures and Refutations.The Growth of Scientific Knowledge. London: Routledge and Kegan Paul, σ. 52.
[9] Peter Munz (1985) Our Knowledge of the Growth of Knowledge. Popper or Wittgenstein?. London: Routlege and Kegan Paul, σ. 219.
[10] Peter Munz (1985) «Η μεταβίβαση πληροφοριών από το περιβάλλον στον οργανισμό μέσω της φυσικής επιλογής και η μετάδοση προσαρμοστικής πληροφόρησης είτε μέσω γονιδίων είτε μέσω παιδείας αποτελεί έναν βασικό μηχανισμό της εξέλιξης», σ. 210.
[11] Αυτό δείχνει ο Henry Plotkin στο The Nature of Knowledge, London: Allen Lane-Penguin Press, (1994). Βλ. επίσης: (D.T. Campbell (1974) “Evolutionary Epistemology” στο P. A. Schilpp (επιμ.), The Philosophy of Karl Popper. La Salle, Illinois: Open Court σ. 413-63. David L. Hull (1988) Science as a Process. Chicago: University of Chicago Press. Peter Munz (1985) ό.π. κεφ. 6-7 και Karl Popper (1972) ό.π.
[12] Βλ. Karl Popper (1934, 1959) ό.π., σ. 41 κ.ε. και 313 κ.ε. Η ασυμμετρία είναι λογική. Αν έχουμε δύο προτάσεις Α και Β όπου η Α συνεπάγεται τη Β, η διάψευση της Β συνεπάγεται τη διάψευση της Α: (Α→Β) & ¬Β → ¬Α. Αντίθετα αν Α→Β και επιβεβαιώνεται η αλήθεια της Β, δεν επαληθεύεται η Α. Αν Α→Β & Β παραμένει ακαθόριστη η τιμή αλήθειας της Α. Στην επιστήμη αυτό παίρνει την εξής μορφή. Μια θεωρία Θ έχει άπειρους «δυνητικούς διαψευστές», κατά τον Popper στο (1934, 1959 σ. 89 κ.ε.). Ορισμένοι απ’ αυτούς μπορούν να απομονωθούν πειραματικά ώστε να δοκιμασθεί η αλήθεια της Θ. Στην περίπτωση αυτή, η Θ μπορεί να διαψευσθεί από έναν διαψευστή Δ. Σε μια τέτοια περίπτωση, αν έχουμε Θ→ Δ. & ¬Δ, η Θ έχει διαψευσθεί. (Δηλαδή, αν η αποδοχή της ισχύος της Θ συνεπάγεται Δ και το Δ αποδεικνύεται ψευδές, τότε συμπεραίνουμε ότι και η Θ είναι ψευδής). Το λάθος θα ήταν να θεωρούσαμε τη Θ επαληθευμένη αν απλώς περνούσε τη δοκιμασία. Συχνά συναντάμε αυτή τη λογική πλάνη, γνωστή ως επιβεβαίωση του επόμενου: (1)«Αν Α, τότε Β» και (2) «Το Β ισχύει» και αντλείται από αυτό το λανθασμένο συμπέρασμα (3) «Άρα Α».
[13] Bλ. P. Munz (1985), σ. 210
[14] Karl Popper (1972), ό.π., σ. 70, 84.
[15] Karl Popper (1972), ό.π., σ. 121.
[16] Karl Popper (1972) ό.π., σ. 25-26.
[17] Για τον Ίμρε Λάκατος, ο «σκληρός πυρήνας» μιας επιστημονικής θεωρίας ξεχωρίζει από την «περιφέρειά» του και έχει μεγαλύτερες αντοχές σε διάψευση, διότι οι χειριστές της τελευταίας τον προφυλάσσουν. Βλ. Imre Lakatos (1970, 1981), ό.π., σ. 133-134.
[18] Thomas S. Kuhn (1962, 1970) ό.π., σ. 43-52.
[19] Κατά τον Ίμρε Λάκατος, ο «σκληρός πυρήνας» μιας επιστημονικής θεωρίας κηρύσσεται μη αναιρέσιμος με μια εκ των άνω μεθοδολογική απόφαση που παίρνουν οι «πρωταγωνιστές» της. Οι τελευταίοι, πάντα κατά τον Λάκατος, σε περίπτωση συνάντησης προβλημάτων που δεν εξηγούνται από τη θεωρία αυτή, καταφεύγουν σε μερικές τροποποιήσεις που αφορούν την «περιφέρειά» της, όχι τον πυρήνα της. Βλ. Imre Lakatos (1970, 1981), ό.π., σ. 91-197 και κυρίως σ. 133-134.
[20] Popper (1934, 1958), σ. 42, 82, 145.
[21] Popper (1972), Objective Knowledge. Oxford, ό.π., σ. 30.
[22] P. Munz, ό.π., σ. 75 κ.ε.
[23] Louis Dumont (1966, 1979), Homo hierarchicus. Paris: Gallimard.
[24] Thomas Hobbes (1651), Leviathan. Richard Tuck (επιμ.) (1991) Cambridge: Cambridge University Press.
[25] Την εχθρότητα του κοινού ανθρώπου στη φιλοσοφία επισημαίνει ο Αϊζάια Μπερλίν στους σύγχρονους καιρούς, βλ. “An Introduction to Philsophy. Dialogue with Isaiah Berlin” στο: Bryan Magee (1978) Men of Ideas. London: BBC σ. 14-41. Η εχθρότητα αυτή δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Αντίθετα, είναι σύμφυτη με τη φιλοσοφία από τη στιγμή της γένεσής της. Ο Αριστοφάνης στις Νεφέλες σατιρίζει τον Σωκράτη και μαζί του και τη φιλοσοφία. Ο Καλλικλής, στον Γοργία του Πλάτωνα, αρνείται απόλυτα οποιονδήποτε φιλοσοφικό διάλογο, ακριβώς διότι είναι «χαμένος κόπος», εφόσον η φιλοσοφία αδυνατεί να δώσει λύσεις σε πρακτικά θέματα και, επιπλέον, αμφισβητεί κατεστημένες ιδέες. «Δεν με ενδιαφέρουν αυτά που λες» (Γοργίας 505c), γυρίζει και λέει στον Σωκράτη, ακριβώς διότι θεωρεί απορριπτέα την προσπάθεια της φιλοσοφίας να πάει στο βάθος των πραγμάτων που αφορούν την εμπειρία και τη νόηση.
[26] «ἐξ ὧν ἐπορισάμεθα φιλοσοφίας γένος͵ οὗ μεῖζον ἀγαθὸν οὔτ’ ἦλθεν οὔτε ἥξει ποτὲ τῷ θνητῷ γένει δωρηθὲν ἐκ θεῶν». Πλάτωνος, Τίμαιος 47a.
[27] Francis Bacon, “Nam et ipsa scientia potestas est”. Meditationes Sacrae (1597).
[28] Bertrand Russell (1938), Power. A New Social Analysis. London: Allen and Unwin.
[29] Αυτή ακριβώς η δυνατότητα του Λόγου να ασκήσει κριτική στον εαυτό του, όπως δείχνει ο Immanuel Kant στην Πρώτη Κριτική (Kritik der reinen Vernunft, 1781,1787) συνιστά την αναστοχαστική του ιδιότητα.
[30] Αυτό δεν σημαίνει ότι ορισμένες φιλοσοφίες δεν είναι συμβατές με ορισμένες πολιτικές. Ο εμπειρισμός είναι συμβατός με τη δημοκρατία, όπως γράφει ο Ράσελ: Bertrand Russell (1950), Unpopular Essays. London: George Allen and Unwin, σ. 25.
[31] Όπως είναι γνωστό, ο Τζον Μέιναρντ Κέινς θεωρούσε ότι η πορεία της ανθρωπότητας εξαρτάται κυρίως από τη δύναμη των ιδεών. “The ideas of economists and political philosophers, both when they are right and when they are wrong, are more powerful than is commonly understood. Indeed the world is ruled by little else. […] I am sure that the power of vested interests is vastly exaggerated compared with the gradual encroachment of ideas.” John Maynard Keynes (1936, 1997), The General Theory of Employment, Interest and Money. New York: Prometheus Books, σ. 383.
[32] Βλ. Κarl Popper (1970) ‘Reason or Revolution?’. Στο Theodor Adorno,Hans Albert, Ralf Dahrendorf, Jürgen Habermas , Harald Pilot, Karl R. Popper (1969, 1977) The Positivist Dispute in German Sociology. London : Heinemann σ. 292
[33] K.R.Popper (1977) “The Death of Theories and of Ideologies”. Symposium International de Philοsophie. Αθήνα 1977. Δίγλωσση αγγλοελληνική έκδοση Ακαδημίας Αθηνών. Μετάφραση Μυρτώς Δραγώνα-Μονάχου σ. 206-29.
[34] Ernest Gellner (1994), Conditions of Liberty. Civil Society and Its Rivals. London: Hamish Hamilton, σ. 38. – ελλ. μετάφραση (1996), Η κοινωνία πολιτών και οι αντίπαλοί της. Συνθήκες ελευθερίας. Αθήνα: Παπαζήση, σ. 86,
[35] Louis Althusser (1966), Lire le Capital. Paris: Maspero, τ. 1, σ. 75.
[36] Βλ. την κλασική μελέτη του ανθρωπολόγου Ε. Εvans - Pritchard (1940, 1956), Nuer Religion. Oxford: Oxford University Press. Βλ. Επίσης, Robin Horton (1964). “Ritual Man in Africa”. Africa XXXIV, σ. 85-103.
[37] Karl Popper (1959), Logic of Scientific Discovery, ό.π. σ. 81 κ.ε.
[38] Karl Popper (1934, 1959), ό.π. σ. 89-91.
[39] «…πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων». Επιστολή προς Εβραίους ια,1.
[40] Αυτό έδειξε στο magnum opus του πάνω στη φυλή των Azande στην Αφρική ο μεγάλος άγγλος ανθρωπολόγος Evans-Pritchard το 1936. Βλ. E.E. Evans-Pritchard (1936), Witchcraft, Oracles and Magic among the Azande. Oxford: Oxford University Press.
[41] Ανάμεσα στις πολυάριθμες μελέτες πάνω στα cargo cults αναφέρω ενδεικτικά μερικές από τις πιο γνωστές. Ι. C. Jarvie (1964), “Explaining Cargo Cults”. Στο Bryan Wilson (1970), Rationality. Oxford: Blackwell, σ. 50-61. Lamont Lindstrom (1993), Cargo Cults University of Hawaii Press. Thomas Robbins & Susan Palmer (1997), Millennium Messiahs and Mayhem: Contemporary Apocalyptic Movements. New York: Routledge. Mondher Kilani (1983), Les cultes du cargo mélanésiens: mythe et rationalité en anthropologie. Lausanne: éditions d’en bas. 1988. “Le culte du cargo ou comment l’esprit des Blancs vient aux Mélanésiens par l’intermédiaire de leurs ancêtres”. Στο: Jacques Hainard, Roland Kaehr & Fabrizio Sabelli (επιμ.), Les ancêtres sont parmi nous, σ. 27-44. Neuchâtel: Musée d’ethnographie.
[42] Richard Feinman (1974, 1985), “ Cargo Cult Science”. Ομιλία στο Caltech (1974). Περιέχεται στο Richard Feynman (1985), You Must Be Joking, Mr Feynman!, New York: Bantham Books, W. W. Norton.
[43] Βλ. Ian Jarvie (1964), “Explaining Cargo Cults”, ό.π.
[44] Thomas Kuhn (1962, 1970), ό.π., σ. 204.
[45] Quaderni del carcere (1975), Edizione critica a cura di Vanetino Gerratana. Torino: Einaudi, ό.π., σ. 886, 1379, 1488-93.
[46] ό.π., Quadeni, σ. 1241.
[47] André Malraux (2019), Η ανθρώπινη μοίρα, μετ. Ρίτα Κολαΐτη. Αθήνα: Μεταίχμιο.
[48] Βλ. Λένιν Άπαντα, γαλλική έκδοση: Lénine Œuvres complètes. Paris-Moscou: Editions Sociales 1971, τ. 25. σ. 205.