Το χαριτωμένο αυτό διήγημα αποτελεί ύμνο στην επιστολογραφία. Χαρακτηριστικό τμήμα του διηγήματος είναι εκεί που ο αγράμματος μικρός ακούει τον φίλο του να διαβάζει το γράμμα της μάνας του, «διαπορούμενος ίσως καθ’ εαυτόν πως τα άψυχα αυτά στοιχεία, τα κεχαραγμένα διά μελάνης επί χάρτου, να ημπορούν να τω φέρουν την φωνήν της μάνας του, να τω φανερώνουν τι σκέπτεται, να τω μεταδίδουν πληροφορίας, να τω διαβιβάζουν ερωτήσεις, ως να την έχει εμπροστά του και να την ακούη την ιδίαν». Στις γραμμές αυτές περιγράφεται με ενάργεια η δύναμη της επιστολογραφίας που για πολλούς αιώνες αποτέλεσε ένα από τα κύρια και κάποτε το μόνο μέσο επικοινωνίας απομακρυσμένων ανθρώπων.
Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο Μητσάκης έγραψε το διήγημα έτσι που ο αναγνώστης όταν διαβάζει να το ακούει έτσι όπως η ανάγνωση γράμματος από τρίτο πρόσωπο.
ΔΥΟ ΜΙΚΡΟΙ[3]
Εις την γωνίαν της οδού δύο μικροί ίστανται. Ηλιοκαή είνε τα πρόσωπα αυτών και τα ενδύματά των τετριμμένα. Ασκεπείς και οι δύο, και η μαύρη κόμη των, άτακτος και ακτένιστος, μόνη καλύπτει την κεφαλή αυτών, δασεία. Του αυτού σχεδόν αναστήματος και μ’ ομοιόμορφον πενιχράν περιβολήν, ην συμπληρόνει καταπίπτουσα, από της ζώνης μέχρι των γονάτων, μακρά ποδιά. Ο εις κρατεί ανά χείρας, τμήμα χαρτίου, κατερρακωμένον, κατεσπιλωμένον, υπομέλαν εφ’ ου διακρίνοντ’ εξίτηλα τ’ αποτυπώματα πληθύος δακτύλων αφ’ ων διήλθε. Και ο άλλος, προστριβόμενος εις αυτόν, μηρόν προς μηρόν, αγκώνα προς αγκώνα, κλίνει πλαγίως και αυτός το πρόσωπόν του επί του χαρτίου και ακροάζεται μετά προσοχής της αναγνώσεως του γράμματος. Διότι είνε γράμμα, και ο φάκελλος αυτού, εριμμένος, κείται προ ποδών, επί του πεζοδρομίου, με το εικοσάλεπτον ερυθρόν αυτού σήμα έξωθεν, γράμμα δι’ επιτηδευμένων καλλιγραφικών χαρακτήρων γεγραμμένον, μετ’ επιμελείας, μ’ ευθείας τας σειράς, ως διά χάρακος τεθέντος υποκάτωθεν ίσως επί τούτω όπως τας σημειοί. Και απευθύνεται φαίνεται προς τον ένα εκ των μικρών, εκείνος όστις παρατηρεί πλαγίως μετά προσοχής, ως προσπαθών να μαντεύση κάλλιον αντιλαμβανόμενος αυτών και διά του βλέμματος την άγνωστον αυτώ σημασίαν των επί του χάρτου σημείων, άτινα τω απαγγέλλει ο σύντροφός του,, πλέον γραμματισμένος καθ’ όλα τα δεδομεν’ απ’ αυτόν κ’ εις ον, όπως εξάγεται, κατέφυγεν ίνα του τ’ αναγνώση.
Και αναγιγνώσκει ο μικρός διερμηνεύς, πράγματι·
- «Καλαμάτα, 27 Μαρτίου 1889. Παιδί μου Γιώργη. Πρώτον έρχομαι να ερωτήσω διά την καλήν σου υγείαν και δεύτερον αν ερωτάς και δι’ ημάς καλώς υγιαίνομεν. Παιδί μου, σου γράφω και σου λέω πως αφότου έφυγες είμαι εις μεγάλην ανησυχία και λαχταρίζω νύχτα και μέρα κάθε ώρα και στιγμή πως να βρίσκεσαι μοναχό σου σε τόσο μεγάλη πολιτεία, που χάνονται οι μεγάλοι και όχι εσύ δέκα χρονών παιδί, και τι να γίνεσαι. Το γράμμα σου έλαβα όπου μου έγραφες πως ο μπάρμπας σου ο Αντώνης εφρόντισε και σ’ έβαλε σ’ ένα μαγαζί με τριάντα δραχμαίς το μήνα. Έκαμα, παιδάκι μου, το σταυρό μου κ’ επαρακαλέσθηκα ς’ το Θεό μέραις να μου κόβη και χρόνους ναν του της δίνη. Έλαβα και τα δύο τάλληρα που μου έστειλες από το μισθό σου με τον Παναγιώτη και σε ευχήθηκα η δυστυχισμένη πέτρα να πιάνης και μάλαμμα να γίνεται. Τόρα, από τότε έχω τρεις μήνες να μάθω για σένα. Τι κάνεις, τι γίνεσαι δεν ηξέρω. Ξημερόνει, βραδυάζει, με την έννοια σου πέφτω και με την έννοια σου ξυπνώ. Η αδελφή σου μου λέει: «Μα μη στενοχωριέσαι, τι κάνεις έτσι, θάρρωστήσης, καϋμένη μητέρα!», μα εμένα ύπνος δε μου πάει να συλλογίζωμαι ολοένα που να είσαι και πως να περνάς. Όσους έρχονται απ’ αυτού πηγαίνω και τους ρωτώ για σένα, μα αρηά και που ναυρώ κανένα να μου πη πως σε είδεν. Η αδελφή σου μου λέει πάλι: «Μα που ναν τον ιδούνε, μάνα, τόσος κόσμος ’κει πέρα..!», μα εμένα μου φαίνεται σα να σ’ έχω χαμένο και σένα σαν τον πατέρα σου…»
Και η επιστολή εξακολουθεί, επί του αυτού τόνου και δι’ αναλόγων φράσεων, ανησυχίαν και λύπην και αγωνίαν εκδηλούσα. Προδήλως, μητρός είνε το κατερρακωμένον γράμμα, μητρός αγραμμάτου και πτωχής, - διά ξένης βέβαια χειρός γραφέν, - μητρός ήτις θα κατέφυγεν ίσως και αυτή εις κανένα γραμματισμένον· δια να της το γράψη, υπαγορεύουσα αυτώ, όπως ο υιός της τόρα εις το μικρόν φίλον του διά να του τ’ αναγνώση. Και η αγωνία ην εκφράζει, είνε η αγωνία της χωρισμένης από τον υιόν της αυτόν, ον έστειλε φαίνεται μακράν, εις την μεγάλην αυτήν πολιτείαν· περί ης ομιλεί, εις την Αθήνα, εις την πρωτεύουσαν, αναγκασθείσα πιθανώς υπό της δυστυχίας, διά να εύρη πόρον ζωής, και αγνοεί έκτοτε τι γίνεται και πονεί διά τον χωρισμόν του. Ο μικρός αναγιγνώσκει αργά – αργά, πιστώς, ευσυνειδήτως, συλλαβιστά, απομονών τας λέξεις, διαιρών αυτάς μίαν προς μίαν, ως να ταις αποδίδη υπέροχον έννοιαν. Και ο άλλος ακούει εν σοβαρότητι, συγκεκινημένος κάπως παρακολουθών το βλέμμα του φίλου του φερόμενου επί των γραμμών, διαπορούμενος ίσως καθ’ εαυτόν πως τα άψυχα αυτά στοιχεία, τα κεχαραγμένα διά μελάνης επί του χάρτου, να ημπορούν να τω φέρουν την φωνήν της μάνας του, να τω φανερώνουν τι σκέπτεται, να τω μεταδίδουν πληροφορίας, να τω διαβιβάζουν ερωτήσεις, ως να την έχει εμπροστά του και να την ακούη την ιδίαν. Προ τριών μηνών την αφήκεν εκεί κάτω, εις την πατρίδαν των, εις την Καλαμάταν, και έφυγε, και ήλθεν εις τας Αθήνας, πλησίον του θείου του τού Αντώνη, δια να τον βάλη εις κανένα μαγαζί, ή να τον μάθη καμμίαν τέχνην. Και έκτοτε πλανάται το παιδίον ανά την πρωτεύουσαν, υπό την προστασίαν μεν του θείου του πάντοτε, αλλ’ αφειμένον εις τας ιδίας του δυνάμεις, εργαζόμενον όπως ζήση και αμειβόμενον δια λογαριασμόν του, υπηρέτης εις ένα μαγαζί, εις το οποίον τον έβαλε, μικροσκοπικός παλαιστής του αγώνος της ζωής. Και ιδού όπου η πτωχή μητέρα του, την οποίαν ενόμιζεν όταν έφευγεν ότι την έχανε δια παντός, η απομείνασα εκεί εις τον τόπον των, χήρα με τ’ άλλα δύο της μικρά, αποφασίσασα να τον εμπιστευθή ως εις άλλην μητέρα εις την πρωτεύουσαν, εις την Αθήνα ως την ονομάζει, εις την μεγάλην αυτήν πολιτείαν, ην μεγαλοποιεί έτι μάλλον η επαρχιακή φαντασία της, - ιδού όπου του γράφει τόρα, - περίεργον! Ως να του ομιλή!, - από την άκραν εκείνην της Πελοποννήσου, από την Μεσσηνίαν, διά να τον ερωτήση τι κάμνει και να μάθη τι γίνεται!...
- - «Παιδί μου, λέγει, παιδί μου, να έχης την ευχή μου, ν’ ακούς τον μπάρμπα σου, τον Αντώνη σ’ ό,τι και αν σου λέη σα να είμαι εγώ η ίδια. Να κάνης τη δουλειά σου άξια και τίμια για να γίνης καλός άνθρωπος και να ιδώ κι εγώ και τ’ αδέλφια σου καλό από σένα, μια και θέλησε ο θεός και μας επήρε τον πατέρα σου και μας άφησε ’ς τους πέντε δρόμους. Ν’ ακούς τ’ αφεντικό σου και να κάνης ό,τι θελήματα σου λέει. Τα λεπτά σου ναν τα φυλάς και να μην τα σκορπάς εδώ κι εκεί και άμα σου περισσεύουν ή ναν τα δίνης του μπάρμπα σου να τα φυλάη ή να βρίσκης άνθρωπον πιστόν από τους πατριώταις μας και να μου τα στέλνης…. Μου είπαν πως αυτού είναι ένα σχολείο για τα φτωχά παιδιά, των Απόρων, και έγραψα και εις τον μπάρμπα σου να σε βάλη και ν’ αρχίσης να πηγαίνης για να μάθης και λίγα γράμματα, γιατί σήμερα όποιος δεν ξέρει γράμματα χάνεται….»
Τον συμβουλεύει δ’ ούτω επί μακρόν, εν αφελεία μετά πόνου ψυχής, κοινοτάτων αλλά πλήρων ποιήσεως εν τη πεζότητι των εκφράσεων μητρός ποθούσης να ίδη το τέκνον της αποζών εκ της εργασίας του εν τιμή, και βοηθούν και την οικογένειάν του, και γενόμενον άνδρα τέλειον, και αποκαθιστάμενον, και αυτός και οι περί αυτόν, εν ευτυχία. Και τω δίδει επί πολύ οδηγίας και περί των ελαχίστων, και τον νουθετεί και τον ποδηγετεί, η καλή επαρχιώτις, πως πρέπει να βαδίση εν τω βίω, απαραλλάκτως νομίζεις όπως θα τον εποδηγέτει όταν ήτο βρέφος και θα τον εμάνθανε πως να βαδίζη επί του ψυχρού εδάφους του ταπεινού των οικίσκου. Και ο μικρός συγκινείται προδήλως επί μάλλον εφ’ όσων προβαίνει η ανάγνωσις και επί της φυσιογνωμίας αυτού αποτυπούται έκφρασις ενδομύχου ψυχικής εργασίας ήτις τελείται φαίνετ’ εν αυτώ υπό την επήρειαν του γράμματος, και το όμμα του πλέει ενίοτε, διαμιάς υγρόν, εις αιφνίδιον δάκρυ…
Όμως από μιας στιγμής, απροσδόκητον νέφος εσκίασε του παιδιού την μορφήν. Τας παρειάς του ανέρχεται παραδόξως βίαιον ερύθημα και λευκαίνονται τρέμοντα τα χείλη του. οι οφθαλμοί αυτού μεγεθύνοντ’ εν εκπλήξει και σχεδόν ανοίγει το στόμα του απορούν.
Προβαίνουσα λέγει η επιστολή:
«Παιδί μου Γιώργη, κάποιος από τους πατριώταις ήλθε απ΄ αυτού και τον ερώτησα και μου είπε ότι είσαι κακό παιδί και δε δουλεύεις τακτικά εις το μαγαζί και γυρίζεις με του μπερμπάταις ’ς τα σοκάκια και ξοδεύεις τα λεπτά σου όπως τύχη. Εγώ παιδί μου δεν τον επίστεψα, μα κύτταξε καλά να μην τύχη και είναι αλήθεια γιατί δεν θέλω πια να σε ξέρω για παιδί μου…»
Είνε πραγματικώς διάδοσις ανακοινωθείσα αυτή η είδησις ή είνε τέχνασμα της καλής μητρός επιθυμούσης να δοκιμάση τον χαρακτήρα του παιδίου; Άδηλον. Αλλ’ εκείνος, εφ΄ όσον προχωρεί η ανάγνωσις επί τοσούτον κοκκινίζει εξ αγανακτήσεως, κ’ εξαγριούται, και μη συνεχόμενος πλέον:
- Ψέμματα!, ανακράζει αίφνης εν οργή, είνε ψεύτης!...
- Ποιος είνε αυτός τάχα; Λέγει διακόπτων την ανάγνωσιν ερωτηματικώς ο σύντροφός του.
- Τον ξέρω κι εγώ τον ψεύτη;… απαντά επί μάλλον και μάλλον οργιζόμενος ο παις.
- «Σε φιλώ – Η μητέρα σου Αγγελική.», επανέλαβεν ο άλλος.
Ετελείωσεν η επιστολή.
Και οι δύο μικροί αποχωρίζονται…
- Πότε θάρθης να κάνουμε το γράμμα που θαν της στείλω, ερωτά ο πρώτος.
- Το βράδυ να με περιμένης ’ς το μαγαζί.
Δίδουν τας χείρας αποχαιρετιζόμενοι, ως μεγάλοι συμφωνούντες περί σπουδαίας τινός υποθέσεως. Και ενώ ο αναγνώστης του γράμματος απέρχεται ήδη, ο φίλος του ίσταται ακόμη επί μικρόν, διπλόνει μετά προσοχής το υπομέλαν και κατεσπιλωμένον χαρτίον και ενώ το εισάγει ευλαβώς και το εναποθέτει εις τον κόλπον του:
-Ψεύταις, υποτονθορύζει εκ νέου μεταξύ των οδόντων του θυμωδώς, ψεύταις!
[1] Περιοδικό Εστία, τχ. 694, 16 Απριλίου 1889.
[2] Μιχαήλ Μητσάκης, Πεζογραφήματα, υπεύθυνος σειράς, Μανόλης Αναγνωστάκης, Νεφέλη Αθήνα 1988, σελ. 311.
[3] Κρατήθηκε η ορθογραφία του κειμένου, μεταφέρθηκε στο μονοτονικό.