Το 1937, ο Σπύρος παραμένει προσηλωμένος στο στόχο να παντρέψει τις αδελφές του ή, τουλάχιστον, τη μία απ’ αυτές. Γράφει στον Γιώργο σχετικά: «Πάντως έσο βέβαιος ότι εφ’ όσον θα υπάρχη μέσα μου η τελευταία πνοή ζωής, θ’ αγωνίζομαι να την παντρέψω καλά».
Έχει στήσει γι’ αυτό το σκοπό μια πολύπλευρη επιχείρηση συλλογής χρημάτων για να τις προικίσει. Διαβάζοντας τα γράμματά του δημιουργείται η εντύπωση ότι ο γάμος εκείνη την εποχή έμοιαζε με δημοπρασία ή ότι οι γαμπροί είχαν χρηματιστηριακή αξία, ή τουλάχιστον αυτό συνέβαινε στο κεφάλι του Σπύρου.
Οι σχέσεις με τον αδελφό του εξακολουθούν να είναι καλές, αλλά ο Γιώργος αφού χάρισε το μερίδιό του στην προίκα των αδελφών, ως αντιστάθμισμα προσπαθεί να περάσει στον Σπύρο οικονομικές του υποχρεώσεις. Αυτός τις αναλαμβάνει, αλλά συγχρόνως θέτει όρια κι εμπόδια. Στο τελευταίο γράμμα από τα τρία που δημοσιεύονται παρακάτω είναι σαφές ότι προφασίζεται ασθένεια για να εμποδίσει νέα αιτήματα του Γιώργου.
Τα τελευταία σωζόμενα γράμματα είναι των αρχών του 1937. Τι απέγιναν οι αδελφές; Αν μετανάστευσε η Γεωργία στην Αμερική ή αν παντρεύτηκε η Αλεξάνδρα παραμένει άγνωστο.
Αλλά και το τι απέγινε ο Σπύρος. Στη συλλογή των σχετικών τεκμηρίων που προμηθεύτηκα από ρακοσυλλέκτη υπάρχει κάποιο που χρονολογείται το 1949 και σύμφωνα μ’ αυτό παραμένει διευθυντής στο Πυριτιδοποιείο. Το 1951, 25 Απριλίου, βρήκα στο Βήμα ότι εκλέχτηκε στο διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου Ελλήνων Χημικών, ενώ στο φύλλο της 14ης/6/1959 της εφημερίδας Ελευθερία βρήκα το όνομά του μέσα στους νέους συνδρομητές που ο ΟΤΕ ικανοποιούσε το αίτημά τους για χορήγηση τηλεφώνου!
Ο καθένας είναι ελεύθερος από εκεί και πέρα να φανταστεί τη συνέχεια της ιστορίας του.
Κυριακή 2/8/36
Αγαπητέ Γιώργο,
Το απόγευμα της χθες έλαβον την από 14/7/36 συστημένην σου, δι’ ης μεταξύ άλλων με πληροφορείς να εμβάσω αντίτιμον 80 δολαρίων εις τον εν Ναυπλίω κ. Κόκκινον.
Ομολογώ ότι κατελήφθην τόσον εξ απροόπτου ώστε, ενώ ήμην έτοιμος να αναχωρήσω με το βαποράκι της 6ης απογευματινής εις Αίγιναν ένθα έχω αποστείλει προς ολιγοχρόνιον παραθερισμόν τας δύο καρροποιημένας αδελφάς μας, ανέβαλονν την μετάβασιν διά να σκεφθώ επί του πρακτέου.
Ο τύπος της επιστολής σου δεν παραλείπω να ομολογήσω πάλιν ότι πλαισιώνει το απολύτως αναγκαίον. Ουχ ήττον όμως επειδή έρχονται έτσι τα πράγματα που μόνα των φανερώνουν ότι έχουν ανάγκην μικράς τινός σαφηνείας, θα σου αναπτύξω ενταύθα πως εργάζομαι διά την αναληφθείσαν υποχρέωσιν των αδελφών μας και τι απεφάσισα διά την προς κ. Κόκκινον υποχρέωσίν σου.
Όταν πέρυσι σε προσεκάλεσα εις την ευγενή χειρονομίαν του να χαρίσης τα κληρονομικόν σου μερίδιον εις τας αδελφάς μας, ήντλησα το θάρρος αυτό εκ της βεβαιότητος ότι εγώ θα διαθέσω μέχρι 31/12/1936 (οπότε ελπίζω να έχω επιτύχει και έναν γάμον) περί το ήμισυ εκατομμύριον μαζή με το κληρονομικόν μου μερίδιον. Και επήρα από το αυτί τας αδελφάς μας, τους εδήλωσα ότι αυτό κι αυτό και αυτό κι αυτό που ανήκουν εις εμέ πάρτε τα, σας τα χαρίζω και διά να σας διευκολύνω και να διευκολυνθώ κι εγώ μια ώρα ενωρίτερα από σας. Ήδη σήμερον που θα έχεις εις χείρας σου τας δύο προηγουμένας μου διαχειριστικάς επιστολάς, θα είδες καθαρά ποία τα έξοδα και ποίες αι εισπράξεις μας. Προχθές δε ακόμη (Τετάρτη 29/7/36) επώλησα αντί 14.600 ένα άλλο δικό μου μικρό οικοπεδάκι που είχα στην Γλυφάδα, και αμέσως τα κατέθεσα εις τον Κορβανάν της Δωρεάς προς τας αδελφάς μας, χωρίς ουδέ την αξίαν ενός δροσιστικού παγωτού να κρατήσω.
Περί το πρώτον δε δεκαήμερον του Ιανουαρίου του 1937 που θα σου στείλω την λεπτομερεστέραν δυνατήν κατάστασιν, εις ην θα περιγράφονται όλα τα έξοδα θα ιδείς πως ειργάσθην.
Σήμερον όμως: επειδή ως σαφώς βλέπεις τα πάντα έχω εις χείρας των δώσει, επειδή θεωρώ ανήθικον να ζητώ όσα προσέφερα, συνεπώς δεν επιτρέπω εις τον εαυτόν μου παλινωδίαν ζητώντας από εκείνα που τους έδωσα, επειδή δυστυχώς δεν ευρίσκομαι και εις εξόχως ανεξάρτητον οκονομικήν κατάστασιν, αλλά και επειδή δεν θέλω να σ’ αφήσω να εκτεθείς έναντι του κ Κοκκίνου, διά το δάνειόν σου αποστέλλω ταυτοχρόνως επιστολήν προς τον κ Θεόδωρον Κόκκινον[2] δι’ ης επιρρίπτω την ευθύνην της μικράς αταξίας εις τον εαυτόν μου, αναλαμβάνω την διά μηνιαίων χιλιοδράχμων δόσεων εξόφλησιν του χρέους σου. Αύριον θα του εμβάσω χιλίας δραχμάς. Ελπίζω δε μέχρι Νέου Έτους νάχω εξοφλήσει αυξάνων τα της δόσεως.
Άλλην λύσιν διά την παρόν τουλάχιστον αδυνατώ να εύρω, διότι αι εύκολαι λύσεις δυνατόν να φέρουν τα επί της οικοδομής ενυπόθηκα δάνεια.
Διά δε το ζήτημα της εκεί αφίξεως της Γεωργίας διά το οποίον με πληροφορείς ότι ενεργείς, αλλά συγχρόνως γράφεις ότι τυγχάνει πολυδάπανον, σαφώς σου γνωρίζω ν’ αποφεύγεις τα έξοδα άτινα δυνατόν να βαρύνουν κάποτε και πάλιν ημάς εδώ, προς δε ακόμη σου γνωρίζω ότι έχω αμετάκλητον απόφασιν το 1937 να φύγω από την Ελλάδα. Συνεπώς από Ιανουαρίου 1937 και εκείθεν ουδείς να υπολογίζει εις εμέ δι’ οιανδήποτε αιτίαν, αφορμήν, εξυπηρέτησιν ή ανάγκην.
Σπύρος
***
Long Island January 12th, 1937
Αγαπητέ μου
Αδελφέ
Έλαβον την επιστολήν σας και εχάρην διά την καλήν σας υγείαν, καθώς και ημείς υγιαίνομεν, ευχαριστώ δε και τας αδελφάς μου διά τας κάρτας.
Όσον αφορά δε το ζήτημα της αδελφής μας συνήντησα μεγάλας δυσκολίας. Ένεκεν της σημερινής κρίσης και συνάμα αι μεταναστευτικαί αρχαί ζητούν μεγάλας εγγυήσεις και τούτο είνε πράγμα αδύνατον μου ζητούν εγγύησιν τριών χιλιάδων δολαρίων, και ξεχωριστά διά τας διατυπώσεις, κι εδώ ένεκεν της σημερινής αφορήτου καταστάσεως με όλα του τα πλούτη που έχει αυτό το κράτος ο βίος είνε αφόρητος, έχει τρομοκρατικούς φόρους, ίνα καλύψει τα έξοδα και συντηρώνει δώδεκα εκατομμύρια αέργους, δηλαδή εκείνοι που εργάζονται, συντηρούν τους αέργους, και μηδέν εις το πηλίκον. Έχει προοδεύσει ο κομμουνισμός τόσον πολύ ώστε φοβούμαι μήπως και εδώ συμβεί τίποτε. Κάποτε μοι είχες γράψει ότι θα ημπορείς εις το Βελγικόν Κογκόν, να μην το κουνίσεις ούτε στο Μενίδι, διότι όπως έχουν τα πράγματα, προτιμώτερον εις τας ωραίας Αθήνας, η κατάστασις είνε γενική και εις άκρον απελπιστική.
Χαιρετισμούς εις τας αδελφάς μου. Έχετε ασπασμούς από την οικογένειαν μου.
Σε φιλώ
Γιώργος
***
Κυριακή 7/2/1937
Αγαπητέ Γιώργο
Πολύ λυπήθηκα διότι αφ’ ενός δεν ηδυνήθην να φανώ συνεπής εις την υπόσχεσίν μου να σου στείλω την 1ην Ιανουαρίου την κατάστασιν ην ήδη λαμβάνεις, αφ’ ετέρου να στείλω εις όλους σας τας ευχάς μου επί τη εισόδω του Νέου Έτους.
Έτσι, έσχομεν το αποτέλεσμα, συ μεν να στείλεις τας ευχάς εις επιστολήν προ πολλού ληφθείσαν, εγώ όμως μόνον ένα βραχύλεξον γραμματάκι μαζή με τας ευχετηρίους των αδελφών μας κάρτας.
Η βραδύτης αυτή οφείλεται εις ανωτέραν βίαν[3]. Ησθένησα! Συνεπεία μιας παλαιάς αδενοπαθείας (από την καλοτροφίαν που μας έκανε ο πατέρας όταν είμεθα μικρά) ενισχυμένης με υπερκόπωσιν των τελευταίων ετών (αγώνες και εκνευρισμός) μου παρουσιάσθη μία προφυματική κατάστασις η οποία θέλει την κατάλληλον θεραπείαν της. Ηναγάσθην να μείνω χειμωνιάτικα 50 ημέρας εις το Σανατόριον Πάρνηθος μακράν πάσης σκέψεως σπιτιού, συγγενών, φίλων, εργασίας.
Το γράμμα σου πούλαβα εκεί επάνω όταν το διάβασα και είδα να γράφεις «πρόσεξε να μη φύγεις διά το Βελγικό Κογκό», πούλεγα κάποτε να φύγω, μούφερε στην μνήμη τόσα πράγματα που μέκαναν πραγματικό ράκος προς στιγμήν.
Τον συνάφελφον που έπεισα να πάει ανθ’ εμού τον ζηλεύω. Τον ζηλεύω γιατί κερδίζει 60.000 δραχμάς τον μήνα. Τον ζηλεύω γιατί μπορεί και στέλνει 2.500-3.000 γαλλικά φράγκα κατά μήνα στο σπίτι του. Τον ζηλεύω γιατί κάθε τόσο θυμάται τον ευεργέτη του, εμένα, κα μου έχει πλουτίσει το σπίτι μου μ’ ένα σωρό πραγματάκια από κει κάτω. Τον ζηλεύω γιατί είναι ευτυχής! Ημείς πάει, ανήκομεν εις το παρελθόν!
Σου στέλνω την κατάστασιν της διαχειρίσεως των χρημάτων όλων μας. Θα ιδείς ό,τι διέθεσα από το ατομικόν μου βαλάνδιον. Και είμαι πολύ πρόθυμος κι ό,τι υπόλοιπον ακόμη έχω να το διαθέσω διά να επιτύχω έναν καλόν γάμον της μιας έστω αδελφής, διότι παρά τας φροντίδας μου ουδέν εισέτι επετέλεσα επ’ αυτού του σημείου. Ο Γάμος εν Ελλάδι είναι το πλέον δυσεπίλυτον πρόβλημα. Οι γαμβροί ζητούν και ρευστόν, πολύ ρευστόν. Πάντως έσο βέβαιος ότι εφ’ όσον θα υπάρχει μέσα μου η τελευταία πνοή ζωής, θ’ αγωνίζομαι να την παντρέψω καλά.
Πάσαν κριτικήν ή και μομφήν επί την διαχειριστικήν κατάστασιν, ην λαμβάνεις, ευπρόσδεκτον έχω.
Χαιρετισμούς κλπ
Μ’ αγάπην
Σπύρος
[1] Από τον καινούργιο χρόνο 2022 η στήλη αποκτά επίτιτλο και μότο. Ο επίτιτλος αφορά μια κατάσταση το τέλος της αλληλογραφίας γραμμένης σε χαρτί μετά από αιώνες κυριαρχίας στην επικοινωνία των ανθρώπων. Το μότο είναι από γράμμα του Στέφαν Τσβάιχ προς τον Χέρμαν Μπαρ (14/9/1912), δημοσιευμένο στο Sigmund Freud - Stefan Zweig, Αλληλογραφία.
[2] Υπάρχει στο αρχείο η σχετική επιστολή.
[3] Προηγούνται δύο παράγραφοι που επικαλείται άλλη αρρώστια και συγκεκριμένα επιδημική γρίπη, που μάλλον δείχνει ότι η ασθένεια που περιγράφει παρακάτω είναι εφεύρεση. Σημειωτέον ότι τα διασωθεντα δεν είναι τα αποσταλέντα γράμματα αλλά πρόχειρα.