Σύνδεση συνδρομητών

Ο ασυρματιστής Μάκης, η γυναίκα του Αλεξάνδρα και η κόρη τους Αμαλία

Τετάρτη, 19 Ιανουαρίου 2022 23:18
Ένα καράβι. Σχέδιο.
istockphoto.
Ένα καράβι. Σχέδιο.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΤΙΝΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑΣ

Έχετε ακόμη τον χρόνο να διαβάζετε επιστολές;

Ελπίζω πως ναι. Οι επιστολές είναι σαν να διαγράφουν μια κυκλική πορεία στη ζωή: πρώτα τις αγαπάμε, μετά τις ξεχνάμε και ύστερα τις χάνουμε, νομίζω όμως ξαναγυρίζουμε πάντα σ’ αυτές.

Στέφαν Τσβάιχ, 14 Σεπτεμβρίου 1912

 

Τράβηξα απ’ το σωρό της μικρότερης επιστολογραφίας ένα γράμμα. Ένιωθα σαν εκείνον που βρήκε το μπουκάλι με το τζίνι στο παιδικό παραμύθι. Μέσα από το μπουκάλι - γράμμα βγήκαν ένα όνομα «Γιάννης», ένας τόπος «Μουρμάνσκ», μια ημερομηνία «22 Αυγούστου 1982», μία προσφώνηση «Αγάπη μου», μια υπογραφή «Μάκης».

Η αγάπη για την επιστολογραφία με οδήγησε να προβώ σε μία μάλλον παράλογη πράξη, να επισκεφθώ το παζάρι του Ελαιώνα την προηγούμενη Κυριακή, μετά από δύο χρόνια λόγω των περιορισμών του covid – 19. Είχε προηγηθεί τρεις Κυριακές πριν η επίσκεψη του καλού φίλου Σάκη Κουρουζίδη, που έφερε και μου προσέφερε ένα όγκο περίπου οκτακοσίων επιστολών που συγκροτούσαν  πέντε επιστολογραφίες. Αυτό μου άνοιξε την όρεξη.

Ο κόσμος στο παζάρι ήταν λιγότερος από παλιά αλλά όλοι κάτι κρατούσαν· σκέφτηκα ότι έμειναν οι αφοσιωμένοι αγοραστές και έλειψαν αυτοί που πήγαιναν βόλτα μήπως βρουν κάποια ευκαιρία. Κάποιοι απ’ τους αγοραστές φορούσαν μάσκες, οι πωλητές όχι. 

Ξεκίνησα από το μέσο της Αγίας Άννης και όπως οι θηρευτές έβαλα στόχο σημεία που παλιότερα είχα «χτυπήσει θήραμα». Πράγματι, στο πρώτο σημείο - στόχο είδα ένα μεγάλο σωρό γράμματα κάτω στο έδαφος, δίπλα στα πιο ετερόκλητα πράγματα, κούκλες, μισοάδεια μπουκάλια με ποτό, χτένες, σπασμένα μηχανήματα άγνωστης χρήσης, φλιτζανάκια, ποτήρια, βιβλία, ότι μπορεί και δεν μπορεί να φανταστεί κανείς.

Έδειξα το σωρό και είπα στον ρακοσυλλέκτη: «πόσο;»

«Όλα;» ρώτησε αυτός.

«Όλα», απάντησα. Μου είπε την τιμή. Του πρόσφερα κάτω από τα μισά.

 «Ευχαριστώ πολύ αλλά δεν γίνεται». Έφυγα περιμένοντας να με φωνάξει για περαιτέρω παζάρεμα. Δεν με φώναξε. Δεν ήθελα να τ’ αφήσω, γύρισα και του πρόσφερα πάνω από τα μισά· μου τα έδωσε. Ήταν τόσα πολλά ώστε γέμισε το «καρότσι της λαϊκής» που έσερνα.

Πήγα στον δεύτερο στόχο επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία, μόνο που τώρα τα γράμματα ήταν πολύ λιγότερα (120 μετρήθηκαν στο σπίτι), το ίδιο και η τιμή. Το καρότσι απογέμισε.

Φεύγοντας, συνάντησα τον συλλέκτη βιβλίων, περιοδικών, καρτών. τον αποκαλούμενο «Πρύτανη» από ρακοσυλλέκτες (συλλέγει πάνω από πενήντα χρόνια), τον υπερήλικα Θεοχάρη Κυδωνάκη. Ήξερα ότι προσφάτως δώρισε ένα μεγάλο τμήμα της συλλογής του στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης (περί τους 20.000 τόμους βιβλίων και 12 χιλιάδες τεύχη περιοδικών), καθώς κι ένα άλλο, σχετικό με τον απόδημο ελληνισμό, στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (15.000 βιβλία τ. περιοδικών και κάρτες). Τον ρώτησα, «αφού τα έδωσες, πάλι μαζεύεις;» Έκανε μια κίνηση φέρνοντας τα χέρια του από το στήθος προς τα έξω, λέγοντας: «μου βγαίνει από μέσα μου, δεν μπορώ να σταματήσω, και χτες ήμουν εδώ, σήμερα πάλι». Κατανόησα καλύτερα αυτό που υποψιαζόμουν, ότι αισθάνεται υπεύθυνος να μη χαθεί ένα βιβλίο, ένα περιοδικό, μια κάρτα οριστικά· πρέπει να το σώσει, να του δώσει τη δυνατότητα μιας δεύτερης ζωής σε κάποια βιβλιοθήκη· έστω ένα νεφελώδες μέλλον. Επίσης, δεν απόρησα που δεν βαστούσε τίποτα, καθώς γνωρίζω ότι πηγαίνει κι αφήνει τα ογκώδη ευρήματά του στην Ευώνυμο βιβλιοθήκη και επιστρέφει στην αναζήτηση.

Αλλά ας επιστρέψω στα δικά μου. Στο σπίτι τράβηξα απ’ το σωρό της μικρότερης επιστολογραφίας ένα γράμμα. Ένιωθα σαν εκείνον που βρήκε το μπουκάλι με το τζίνι στο παιδικό παραμύθι. Μέσα από το μπουκάλι - γράμμα, βγήκαν ένα όνομα «Γιάννης», ένας τόπος «Μουρμάνσκ», μια ημερομηνία «22 Αυγούστου 1982», μία προσφώνηση «Αγάπη μου», μια υπογραφή «Μάκης». Στο ερώτημα που θα μπορούσε να μου κάνει ο Μάκης τι θα επιθυμούσα τώρα που τον απελευθέρωσα από την λήθη; «Θέλω την ιστορία σου», απάντησα.

«Να την κάνεις τι;»

 «Είναι μέρος της ιστορίας μας»

«Σιγά».

«Είσαι μέρος της ιστορίας της ελληνικής ναυτοσύνης, της ναυτιλίας, της οικονομίας», επέμεινα.

«Και λοιπόν;»

«Θα κρατήσω το μπουκάλι, δηλαδή την αλληλογραφία σου, θα την τακτοποιήσω, θα την ψηφιοποιήσω και θα τη βουλώσω πάλι στο μπουκάλι με την ελπίδα ότι κάποιος αργότερα θα την ανοίξει».

«Χάνεις τον καιρό σου»

«Εντάξει, πρέπει να σου πω ότι μου αρέσει να διαβάζω τι γράφατε τότε».  

Είχα αρχίσει να κάνω εικόνες στο μυαλό από τα πρόσωπα και τους τόπους, κι επέστρεψα στο φάκελο. Το γράμμα ερχόταν από ένα πλοίο R/O M/V GALINI. Το διάβασα και κατόπιν άρχισα να διαβάζω τυχαία. Διαπίστωσα ότι ήταν η αλληλογραφία ενός ασυρματιστή με την γυναίκα του. και την κόρη του που ξεκινά το 1974 και τελειώνει το 1996, συνολικά εκατό είκοσι γράμματα.

Διαβάζοντάς τα μπήκα στο κλίμα μια άλλης εποχής, μιας ελληνικής οικογένειας που προσποριζόταν τα προς το ζην από την εργασία του άνδρα στην ελληνική ναυτιλία, όταν ακόμη στα πλοία υπήρχαν η θέση του ασυρματιστή και έλληνες ναυτικοί.

Τώρα σύμφωνα με την υπόσχεση έπρεπε  να οργανώσω το απόκτημα, ταξινόμησα χρονολογικά όλα τα γράμματα, κατέγραψα σ’ ένα αρχείο: χρόνο, αποστολέα, τόπο αποστολής παραλήπτη, τόπο λήψης, φύλλα, σελίδες, συνοδό φάκελο, είδος τεκμηρίου, χειρόγραφο ή δακτυλόγραφο. Τα έβαλα σε ζελατίνες και τα τοποθέτησα σ’ ένα κλασέρ. Αργότερα θα τα ψηφιοποιήσω.

Παρακάτω δημοσιεύονται δύο γράμματα το δωδέκατο, του Μάκη (1976) στην Αλεξάνδρα αμέσως μετά που αυτή έφυγε από το συν-ταξίδι με το βαπόρι και το εξηκοστό δεύτερο (αποσπάσματα), της Αλεξάνδρας (1981, λίγο μετά τις εκλογές που της δημιούργησαν προσδοκίες για δουλειά του Μάκη στην στεριά).

 

DUBAI 14/8/76

Αγάπη μου σε φιλώ

Μόλις έλαβα το τηλεγράφημά σου ότι έφθασες και είσθε όλοι καλά και ησύχασα. Σου γράφω γιατί αύριο Κυριακή θα βγει βάρκα και είναι ευκαιρία να μην σε αφήνω παραπονεμένη και αρχίσεις να μην μου στέλνεις γράμματα εδώ στην εξορία μου.

Αλεξανδράκι μου πολύ μελαγχόλησα όταν έφυγες, αλλά με παρηγορεί η σκέψη ότι σε δύο μήνες, θεού θέλοντος, θα είμαι μαζί σας πάλι.

Μετά από το αεροδρόμιο πήγαμε με τον πρώτο μηχανικό του «Καστράκι» να κάνει φορτωτική τα δύο δέματα που του περισσέψανε και τον γδάρανε, πλήρωσε 3.000 δρχ. (μόνο που δεν έκλαιγε, είναι εκ φύσεως τσιγγούνης, μου φαίνεται ότι τα άλλα δέματα τα είχε «ψωνίσει» στο αμπάρι, γιατί το «Καστράκι» είχε τζένεραλ[1], μετά παρακαλούσε κάτι φορτηγά να μας πάνε στο λιμάνι για να μην πληρώσει ταξί(!) αλλά τελικά πήραμε ταξί και κλάφτηκε του ταξιτζή ότι είναι φτωχός ναυτικός και αντί για τα 20 Ντιράμε μας πήρε 10). Δεν είναι κουβαρντάς όπως εγώ που δεν ήξερα ούτε ότι το φαΐ το βράδυ στο ξενοδοχείο που μείναμε ήταν τζάμπα και πήγαμε στο Αμπασαντόρ (χαλάλι όμως τα καβούρια και τα παγωτά αξίζανε).

Στο αεροδρόμιο γνωρίστηκα και με άλλους τρεις που φύγανε οι γυναίκες τους μαζί σας κι είχαν τα ίδια έξοδα μ’ εμένα, μόνο ο πρώτος του «Καστράκι» ήταν ατσίδα, κωλοπετσωμένος). Τελικά στο βαπόρι είχαμε αφήσει μόνο 25 δολάρια και άλλα 100 που μου περισσέψανε, μ’ αυτά θα την βγάλω, με ρώτησαν αν θέλω να δηλώσω άλλα λεφτά αλλά δεν δήλωσα, από δω και πέρα οικονομία, εγκράτεια, νηστεία και προσευχή.

Περιμένω ανυπόμονα γράμμα σου να μάθω εν λεπτομερεία τα νέα σας και τι έγινε με τις δουλειές που έχουνε πει (Αλέκος – Χριστόφορος).

Σήμερα το τηλεγράφημά σου μου το πήρε ο Φάνης απ’ το «Γιουροπίαν Ιντεπέντενς» αλλά από αύριο είπαμε να πηγαίνει ο καθένας μόνος του όταν έχει τηλεγράφημα VHF για καλαμπούρι και βοήθεια όταν τα βαπόρια με τους μικρούς σταθμούς  δυσκολεύονται.

Περισσότερα δεν έχω να σου γράψω μου λείπεις (πρώτη μέρα, μετά θάναι χειρότερα) αλλά θα κάνω υπομονή. Να μου φιλήσεις το μικρό μας το παιδάκι (πολύ το επιθυμώ – εσύ τυχερή είσαι κοντά του τώρα). Επίσης τα φιλιά μου στην μαμά πες της ότι την αγαπώ πολύ.

Σε φιλώ με άπειρη αγάπη.

Μάκης

 

Αθήνα 18.11.81

Πολυαγαπημένε μου Μάκη σε φιλώ

Πιστεύω αυτό το γράμμα να είναι και το τελευταίο μια και σκοπεύεις στις γιορτές να γυρίσεις κοντά μας. Περάσανε τρεις μήνες από τότε που χωριστήκαμε χωρίς να το πολυκαταλάβω, ο τελευταίος όμως θα περάσει δύσκολα γιατί όταν ανυπομονεί κανείς για κάτι ο χρόνος της αναμονής είναι τριπλάσιος από τον πραγματικό, αυτό συμβαίνει και με την Αμαλία, η οποία με ρωτάει συχνά πόσο θέλουμε για τα Χριστούγεννα που θα έλθει ο Μπαμπάς μου, πολλές φορές κοιτάζει την φωτογραφία σου και κουβεντιάζει μόνη της. Όταν την ρωτάω τι λέει μου απαντάει ότι «φαντάζομαι τον μπαμπά μου που ταξιδεύει, καλή του ώρα, θέλω να είναι το τελευταίο του ταξίδι και να βρει μια δουλειά εδώ, αν ξαναφύγει θα τον πνίξω, τον θέλω εδώ, εδώ, εδώ». Την είχα κρατήσει μία εβδομάδα από το σχολείο, γιατί είχε στρεπτόκοκκο, τώρα είναι καλά και πηγαίνει στο σχολείο, θα της κάνω μετά από 10 μέρες μια γενική ούρων.

Η μαμά καλά είναι, έκανε κι αυτή γενικές εξετάσεις, είναι όλες καλές μόνο λίγη χοληστερίνη έχει γιατί έχει κόψει το φάρμακο. […]

Όταν φώναξα γιατρό για την Αμαλίτσα πήρα τηλέφωνο την (ξεχνάω το ονομά της) αυτή που είναι στου Μ….., είχα τα νεύρα μου και της τάπα καλά που δεν μου έστειλε το βιβλιάριο […]

Σχετικά με το χρέος όπως σου είπα και στο τηλέφωνο, κανένα σημείο ζωής, η Γιούλα έλαβε απάντηση του ΟΤΕ ότι είναι προσωπικό το χρέος αλλά θα τον καλέσουν σ’ απολογία και θα τον περάσουν πειθαρχικό κλπ. Επίσης σχετικά με την αίτηση πτωχεύσεως τώρα τηλεφώνησα στη Γιούλα και μου είπε ότι την κατέθεσε και την Δεύτερα του έστειλε με τον κλητήρα την κοινοποίηση, έχει ορισθεί δικάσιμη η 2-12-81, θα δούμε έως τότε αν φανεί ή όχι, είπα στη Γιούλα για χρήματα και μου είπε στις 2-12 θα σου πω.

Αυτά είναι τα εδώ νέα, που κάθε φορά στο τηλέφωνο με σκας και πρακτορείο ειδήσεων να ήμουνα δεν θα είχα να σου λέω, κάθε μέρα που μου ζητάς νέα και νέα, όπως τα δικά σου παραμένουν τα ίδια έτσι και εδώ η ζωή είναι μια ρουτίνα, μέχρι να γυρίσεις και να μαζευτούμε όλοι μαζί όπως και πριν και προπαντός να μείνουμε μέχρι την τελευταία μας πνοή ο ένας κοντά στον άλλο με αγάπη, υγεία και κατανόηση.

Όσον αφορά για δουλειά που γράφεις στην ξηρά πρέπει να κάνουμε κι αυτή την φορά προσπάθεια μια και τα βλέπουν τα πράγματα αξιοκρατικά (έτσι τουλάχιστον λένε). Εγώ μ’ αυτόν τον πατριώτη που σου είπα μη φοβάσαι, δεν έκανα τίποτε να θίξω την αξιοπρέπειά σου. Το μόνο που πήγα πριν τις εκλογές από το γραφείο του και πήρα ψηφοδέλτια για να τον ψηφίσουμε στο χωριό, άλλη φορά δεν πήγα. Όταν με το καλό έλθεις θα τα συζητήσουμε και θα δούμε.

Μακάρι να γίνει κάτι να μείνουμε πάντα μαζί και μην νομίσεις ότι με απασχολεί το σεξ, αυτό ούτε που το σκέπτομαι, θέλω ψυχικό σύνδεσμο που είναι ανώτερο κάθε άλλου, βέβαια, και τώρα που λείπεις υπάρχει, και σε πολύ μεγάλο βαθμό. Θέλω όμως να ζω όχι μόνο με οπτασίες αλλά και να σε βλέπω και να σε αισθάνομαι κοντά μου. Αυτό που αισθάνομαι και μου λείπει δεν μπορώ να το εξωτερικεύσω σε μια κόλα χαρτί, ίσως ο κλειστός χαρακτήρας μου, πράγμα που τώρα στα γεράματα δεν γίνεται ν’ αλλάξω.

Εύχομαι Μάκη μου να έχεις καλά ταξίδια και να περάσεις όσο γίνεται πιο ανώδυνα τον λίγο καιρό που θα είμαστε ακόμη μακριά.

Περισσότερα δεν έχω

Έχεις χαιρετίσματα και φιλιά από μαμά. Πολλά πολλά φιλάκια από Αμαλίτσα και μένα.

Σε φιλώ και σ’ αγαπώ

Αλεξάνδρα

[1]Φορτίο διαφόρων εμπορευμάτων

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.