O «χαμένος χρόνος» της ελληνικής κοινωνιολογίας
Spiros Gangas - Georgia Lagoumitzi, Sociology in Greece. Its History and Development, Palgrave/ Macmillan, 2022, 188 σελ.
Από τον Κώστα Θ. Καλφόπουλο
Η Κοινωνιολογία στην Ελλάδα. Η ιστορία και η εξέλιξή της, βιβλίο που συνέγραψαν από κοινού ο Σπύρος Γάγγας και η Γεωργία Λαγουμιτζή, αμφότεροι διδάσκοντες στο American College of Greece (Deree), δεν είναι μόνο η πρώτη μονογραφία για την ελληνική κοινωνιολογία εξαρχής γραμμένη ειδικά για το αγγλόφωνο αναγνωστικό κοινό. Στην πραγματικότητα είναι και η πρώτη ενδελεχής παρουσίαση της εξελικτικής της ιστορίας και, παράλληλα, μια κριτική προσέγγιση και αποτίμησή της, σε αναζήτηση των προοπτικών της στο διεθνές περιβάλλον των κοινωνικών επιστημών του 21ου αιώνα. Συζητήσαμε με τους δύο συγγραφείς.
Μνήμη Αντώνη Αστρινάκη (1956-2011)
Το ότι δύο έλληνες κοινωνιολόγοι, και δη εκτός του ελληνικού ακαδημαϊκού «κατεστημένου», συγγράφουν από κοινού αυτό το «εγχειρίδιο», στη σημαντική σειρά της Palgrave, αποτελεί από μόνο του ένα «παράτολμο εγχείρημα», καθώς θέτει πρωτίστως τους όρους ενός «κοινωνιολογικού διαλόγου» σε διεθνές πλαίσιο. Το γεγονός έχει ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική κοινωνιολογία, γι’ αυτό και αναζητήσαμε τους συγγραφείς, τον Σπύρο Γάγγα και τη Γεωργία Λαγουμιτζή στους οποίους θέσαμε εύλογα ερωτήματα. Ακολουθεί το κείμενο της συνομιλίας μας:
Αρχείο Σπύρου Γάγγα – Γεωργίας Λαγουμιτζή
H Γεωργία Λαγουμιτζή και ο Σπύρος Γάγγας.
Ποια ήταν τα βασικά προβλήματα που είχατε να αντιμετωπίσετε και πώς οργανώσατε τη «δυαδική εργασία» σας;
Σπύρος Γάγγας: Πράγματι, κάτι που σε ακαδημαϊκές κοινότητες του εξωτερικού θεωρείται δεδομένο, στη χώρα μας έχει υποστεί αδικαιολόγητη περιχαράκωση με απότοκο την εδραίωση κάποιου «κατεστημένου». Το βιβλίο μας θέτει πρωτίστως τους όρους του διαλόγου μεταξύ των κοινωνιολόγων στο δημόσιο πανεπιστήμιο της χώρας και αυτών, όπως εμείς, που εξασκούν την κοινωνιολογία σε άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα, όπως το Αμερικανικό Κολλέγιο της Ελλάδας, το τμήμα κοινωνιολογίας του οποίου είναι και το αρχαιότερο στη χώρα (1962-63). Για εμάς, ωστόσο, η ιστορία και η εξέλιξη της κοινωνιολογίας στην Ελλάδα είναι ενιαία, αντλεί από ποικίλες κοινότητες (καθώς και του εξωτερικού) και οφείλει να συζητηθεί ως τέτοια, δηλαδή δίχως κάποια a priori λογική περιχαράκωσης και αποκλεισμού πηγών συνεισφοράς σε αυτή. Μια τέτοια προσέγγιση δεν θα ήταν επιστημονική.
Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίσαμε ήταν τα αυστηρά χρονικά περιθώρια που έθεσαν οι επιφανείς επιμελητές της σειράς καθώς, από την υπογραφή του συμβολαίου με τον εκδοτικό οίκο, το χειρόγραφο έπρεπε να παραδοθεί σε οκτώ μήνες. Αρχίσαμε να δουλεύουμε παράλληλα τα κεφάλαια και σε τακτά χρονικά διαστήματα ανταλλάσσαμε τα προσχέδια και αλληλοσυμπληρώναμε υποενότητες και πηγές. Επειδή γνωριζόμαστε από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 (η Γεωργία Λαγουμιτζή, άλλωστε, υπήρξε και καθηγήτριά μου), η εμπιστοσύνη αποτέλεσε το θεμέλιο μιας συμπαγούς συνεργασίας. Ωστόσο, η πορεία προς την τελική υποβολή πραγματοποιήθηκε με εξοντωτικούς ρυθμούς.
Υπάρχουν αρκετά καλά βιβλία γύρω από την ελληνική κοινωνιολογία:Α.-Α. Κύρτσης, Λ. Νικολάου, Ι. Λαμπίρη-Δημάκη κ.ά. Αλλά το δικό σας βιβλίο προσφέρει μια εξαιρετική εποπτεία των εξελίξεων που τη διαμόρφωσαν και, παράλληλα, επικαιροποιεί τη θέση της στο σύγχρονο, διεθνές περιβάλλον. Γιατί άργησε τόσο πολύ ένα τέτοιο εγχειρίδιο;
Σ.Γ.: Η γνώση εξελίσσεται με αναφορά σε προηγούμενα επιτεύγματα. Ωφεληθήκαμε στον μέγιστο βαθμό από τα βιβλία του Κύρτση, της Λαμπίρη-Δημάκη, της Νικολάου, καθώς και από τις σχετικές εργασίες του Κονιόρδου. Ωστόσο, νομίζω ότι από μερίδα της ελληνικής κοινότητας υποτιμήθηκε (και υποτιμάται ακόμα ίσως) η πρόοδος της κοινωνιολογίας σε μια μικρή χώρα όπως η Ελλάδα. Αυτό συμβαίνει διότι ολισθαίνουμε σε μια «αποικιακή» λογική, συγκρίνοντάς την πορεία της κοινωνιολογίας στην Ελλάδα με τους παραδοσιακά κύριους πυρήνες ανάπτυξής της (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ, Βρετανία). Ίσως να έχει αξία, καθώς η σειρά εμπλουτίζεται διαρκώς με νέους τόμους, να αναζητήσουμε συγκρίσεις με άλλες χώρες όπως η Πορτογαλία, η Ιρλανδία ή οι χώρες των Βαλκανίων. Όπως όμως τονίζουμε και στο βιβλίο, υπάρχει μια αντίφαση: όσο εντείνεται η εντύπωση ότι η κοινωνιολογία στην Ελλάδα ασθμαίνει, τόσο ισχυροποιείται το κίνητρο αναγνώρισης των επιτευγμάτων της. Η ευτυχής συγκυρία ήταν η σειρά Sociology Transformed, διότι η λογική των ιδρυτών της είναι η ανάδειξη των κοινωνιολογικών παραδόσεων και από περιφερειακές χώρες, μια τάση που αναδύεται σχετικά πρόσφατα.
Ποια είναι σήμερα η θέση της ελληνικής κοινωνιολογίας πρωτίστως ανάμεσα στις ευρωπαϊκές; Πού συγκλίνει με αυτές, αλλά και ποιες είναι οι εγγενείς ιδιαιτερότητές της, αν λάβουμε υπόψη τις ξένες επιδράσεις που έχει δεχτεί επί δεκαετίες;
Σ.Γ.: Η σύγκλιση με την Ευρώπη απαιτεί συστηματική έρευνα και εποπτεία πλήθους παραδόσεων, κεντρικών και περιφερειακών. Μάλιστα, πρόσφατα έχει συγκροτηθεί μια ερευνητική ομάδα στο πλαίσιο της Διεθνούς Κοινωνιολογικής Εταιρείας η οποία επικεντρώνεται στις συγκριτικές εθνικές παραδόσεις της ιστορίας της κοινωνιολογίας. Θα έλεγα, ωστόσο, ότι η πορεία της κοινωνιολογίας στην Ελλάδα, πέρα από τις εμφανείς και αναμενόμενες επιρροές της από τις μητροπόλεις της κοινωνιολογίας στην Ευρώπη, πρέπει να αποτιμηθεί συγκριτικά με εθνικές παραδόσεις αντίστοιχες της πληθυσμιακής της ταυτότητας και μεγέθους, όπως και με αυτές που διέσχισαν το δαίδαλο μιας δικτατορίας.
Γνωρίζουμε πως η ελληνική κοινωνιολογία αναπτύχθηκε και επηρεάστηκε σημαντικά από τρεις «εθνικές σχολές», αρχικά τη γερμανική (ιδεαλισμός, υλισμός), στη συνέχεια τη γαλλική (θετικισμός, στρουκτουραλισμός) και την αμερικανική (δομο-λειτουργισμός), αν και η σειρά δεν είναι ακριβώς «γραμμική». Θα μπορούσαμε ενδεχομένως να ανιχνεύσουμε στοιχεία «ελληνικής ταυτότητας» στη θεωρία του «κοινοτισμού» του Κ. Καραβίδα ή στον «μεταπρατικό χώρο» του Κωστή Μοσκώφ;
Γεωργία Λαγουμιτζή: Ο Καραβίδας επιχειρεί καταρχήν μια διαγνωστική προσέγγιση του ουσιαστικού περιεχομένου της κρίσης της σύγχρονης Ελλάδας μετά το 1922, κρίση που συνοψίζεται όχι μόνο σε οικονομικά μεγέθη, αλλά πρωτίστως σε επίπεδο αξιών, στη «πνευματική και ηθική αποσύνθεση», όπως ο ίδιος εξηγεί. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιστροφή στον κοινοτισμό, δηλαδή στα «πρώτα κύτταρα της ομαδικής μας ζωής», «σε μια αλληλέγγυα μονάδα οργανική» προτείνεται ως πολιτικό πρόγραμμα και διέξοδος από μια κρίση που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε δυτικού τύπου θεσμούς, όπως ο κοινοβουλευτισμός και το σύγχρονο κράτος. Είναι ενδιαφέρον πως στο άρθρο του «Η Δημοκρατία και η Αυτοδιοίκησις εν Ελλάδι», ο Καραβίδας, αναφερόμενος στην ομάδα των «Κοινωνιολόγων», χρησιμοποιεί τον όρο «μεταπράτες της ξένης σοφίας στον τόπο μας», όρο που τον συνδέει με τον Μοσκώφ ο οποίος, από διαφορετική αφετηρία, αναλύει τον μεταπρατισμό ως ιδιάζουσα ελληνική παθολογία. Οι εννοιoλογικές αναζητήσεις των Καραβίδα και Μοσκώφ αναμφισβήτητα έχουν συμβάλει στην κατανόηση της ελληνικής ιδιαιτερότητας, αλλά δεν παύουν να αποτελούν σήμερα, όσο και κατά την εποχή που διατυπώθηκαν, βεμπεριανούς «ιδεότυπους», αφού δεν θα μπορούσαν να υφίστανται αποκομμένοι από την ευρύτερη κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα. Ως μεθοδολογικά εργαλεία, ξεπερνούν τα όρια μιας αμιγώς «ελληνικής ταυτότητας».
«Γνώση και Διαφέρον» ποικίλλουν, ανάλογα με τις ιστορικές περιόδους και τις πολιτικές εξελίξεις, στην ιστορία της ελληνικής κοινωνιολογίας. Είτε, αρχικά, ως «στήριγμα για την κοινωνική ευημερία» είτε, πολύ αργότερα, ως απόπειρα κατανόησης της ελληνικής κοινωνίας ως προς τους «όρους υπανάπτυξης» (Ν. Μουζέλης, αλλά και Κ. Μοσκώφ), αλλά και της θεσμοποίησης μιας μάλλον «πολιτικής κοινωνιολογίας», που επιτελείται κυρίως στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους μέσα από την «κρατικοποίηση» των Ελλήνων διανοουμένων. Θα κάνετε ένα σχόλιο;
Γ.Λ.: Η ελληνική κοινωνιολογία αναγνώρισε νωρίς την ανάγκη της γνώσης όχι μόνον ως κατανόησης αλλά και ως κριτικής παρέμβασης στη συζήτηση των ιστορικών συνθηκών που διαμόρφωσαν την ελληνική κοινωνία. Τα κεντρικά ερμηνευτικά σχήματα που υιοθετήθηκαν (εκσυγχρονισμός, υπανάπτυξη, μεταπρατισμός κ.ά.) ήταν απόρροια της χειραφέτησης των ελλήνων κοινωνιολόγων από παλαιότερους δογματισμούς και της αποστασιοποίησής τους από μια αξιολογικά ουδέτερη ερευνητική κατεύθυνση. Έτσι, αρχικά η στροφή στην πολιτική κοινωνιολογία δεν έγινε με όρους «συστημικούς», μάλλον εμφανίστηκε ως αντίδραση σε ένα κατασταλτικό, περιοριστικό πολιτικό περιβάλλον. Αυτό το πρώιμο αντισυστημικό πλαίσιο δημιούργησε περισσότερους διανοούμενους παρά ακαδημαϊκούς. Ως διανοούμενοι, αλλά και μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, οι έλληνες κοινωνιολόγοι παρήγαγαν έργο με περισσότερη ελευθερία και κριτική προσέγγιση και αυτό αποτυπώνεται και στον τόμο μας. Βέβαια, δεν αμφισβητείται ότι, σε συγκεκριμένες πολιτικές συγκυρίες, οι δίαυλοι επικοινωνίας μεταξύ ακαδημαϊκής κοινότητας και πολιτικού περιβάλλοντος ενισχύθηκαν, αλλά αυτό δεν οδηγεί αυτόματα στο συμπέρασμα ότι οι έλληνες κοινωνιολόγοι κατέστησαν κοινωνοί των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους.
Ενδιαφέρον επίσης έχει το ζήτημα της διαμάχης Νίκου Πουλαντζά (νεομαρξισμός) και Κορνήλιου Καστοριάδη (μεταμαρξισμός). Επιβεβαίωσε στην ουσία αυτή η διαμάχη την πρόσδεση της ελληνικής κοινωνιολογίας σε ένα «μαρξιστικό πρόταγμα» τις τελευταίες δεκαετίες;
Σ.Γ.: Όντως, η διαμάχη αυτή εδραίωσε τη μαρξιστική πρωτοκαθεδρία στην ελληνική κοινωνιολογία μετά το 1960 αφού και ο Πουλαντζάς και ο Καστοριάδης υπήρξαν εξαιρετικά επιδραστικοί σε διεθνές επίπεδο θεωρητικοί. Εντός του μαρξισμού τύπου Πουλαντζά, π.χ. ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς αντλεί και από τους δυο. Άλλοι, ωστόσο, τάσσονται υπέρ της μεθοδικότητας στην έκθεση των εννοιών του Πουλαντζά, ενώ ο Καστοριάδης έχει επικρατήσει σήμερα λόγω της στροφής της κοινωνικής θεωρίας στο φαντασιακό και της παράλληλης εξασθένισης στρουκτουραλιστικών μοντέλων. Κατά συνέπεια, η πρόσδεση στο «μαρξιστικό πρόταγμα» αδυνάτισε κάπως τα αντανακλαστικά για ευρύτερες αποτιμήσεις των άλλων, εξίσου σημαντικών παραδόσεων στην κοινωνιολογία. Με αυτό τον τρόπο, υπήρξε ένας βαθμός στρέβλωσης για την κοινωνιολογία από υπέρμαχους όσο και από πολέμιους του μαρξισμού. Θα έλεγα όμως ότι ο Πουλαντζάς και ο Καστοριάδης αδίκησαν τους εαυτούς τους ως προς τη μεταξύ τους αποσπασματική πολεμική και τον τρόπο με τον οποίο αυτή εκτυλίχτηκε. Στέρησαν έτσι το ελληνικό αλλά και το διεθνές κοινό από μια γόνιμη και επιστημονική αντιπαράθεση, όπως αυτή μεταξύ Χάμπερμας και Λούμαν, όπου εκεί η όποια όξυνση είχε εκατέρωθεν συστηματική θεμελίωση στη θεωρία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η αναφορά σας στην «τηλεοπτικοποίηση του φιλοσοφικού λόγου», μέσα από την εκπομπή Τα μονοπάτια της σκέψης (ΕΡΤ1) – με άλλα λόγια, από το ακαδημαϊκό ακροατήριο στο τηλεοπτικό κοινό, κάτι που το γνωρίζουμε πρωτίστως από τη Γερμανία και τη Γαλλία, τις δεκαετίες 1960 και 1970. Πόσο ωφέλησε αυτή η «μιντιακή ενσωμάτωση» τις ανθρωπιστικές σπουδές στην Ελλάδα;
Σ.Γ.: Γνωρίζουμε από μια αποστροφή του Γιώργου Βέλτσου ότι η τηλεθέαση της πρωτοπόρου εκπομπής της ΕΡΤ1 ήταν μάλλον χαμηλή. Αποτυπώθηκε όμως σε πολλούς εξ ημών σαν μια πολύ ισχυρή παράσταση, καθώς οι συνεντεύξεις με την αφρόκρεμα κυρίως της γαλλικής κοινωνικής θεωρίας ήταν ρηξικέλευθες και μάλλον αρκετά πρωτότυπες και στο διεθνές στερέωμα. Επειδή όμως η τηλεόραση υπέκυψε γρήγορα σε «κατασκευές» λαϊκιστικής αντιπαράθεσης, η εντύπωση για την επιστημονικότητα της κοινωνιολογίας νομίζω ότι ζημιώθηκε. Το παράδοξο είναι ότι οι πάντες (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, ψυχολόγοι, καλλιτέχνες) ομιλούν για την κοινωνία σαν να είναι προφανής η συγκρότησή της, δίχως όμως να αντλούν και από την κοινωνιολογία! Υπάρχει όμως αδικαιολόγητη σιωπή και από την ίδια την κοινωνιολογική κοινότητα, που δημιουργεί τη σε γενικές γραμμές εσφαλμένη εντύπωση ενός απορροφημένου στην ακαδημία παρατηρητή.
Ένα «πρακτικό ζήτημα», η «είσοδος» της κοινωνιολογίας στην ύλη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ωφέλησε ή έβλαψε το γνωστικό αντικείμενο και την πρόσληψή του;
Γ.Λ.: Η ένταξη της κοινωνιολογίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση χαρακτηρίζεται από παλινωδίες και προχειρότητα. Οι παλινωδίες αφορούν τις συνεχιζόμενες προσπάθειες εισαγωγής και κατάργησης της κοινωνιολογίας ως μάθημα εξεταζόμενο στις Πανελλαδικές εξετάσεις για τις σχολές των ανθρωπιστικών σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και, τελευταία, την αντικατάστασή της από τα λατινικά. Όπως αναφέρουμε και στο βιβλίο μας, στην Ελλάδα, η πρόσληψη της κοινωνιολογίας με πολιτικούς όρους συχνά καθόρισε και την επιστημονική της υπόσταση. Το 1982, μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης απαίτησης για τον εκδημοκρατισμό της παιδείας, η κοινωνιολογία εισάγεται από την πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου στη Γ΄ Λυκείου. Έκτοτε και ώς τις μέρες μας, η κοινωνιολογία «μπαινοβγαίνει» στα σχολεία σύμφωνα με τις επιταγές της κάθε κυβέρνησης σε συνδυασμό με την ιδεολογική συγκυρία. Η προχειρότητα είχε δύο άξονες: ο ένας αποτυπωνόταν στην άποψη ότι «ο καθένας μπορεί να διδάξει κοινωνιολογία», ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια και πριν αποφοιτήσουν οι πρώτοι κοινωνιολόγοι, και ο άλλος αφορούσε την αντιπαράθεση γύρω από τα εγχειρίδια κοινωνιολογίας που πότε κρίνονταν μαρξιστικά επειδή έδιναν έμφαση σε θεματικές όπως η πάλη των τάξεων, ανάπτυξη, υπανάπτυξη και ιδεολογία, και πότε ρίχνονταν στη πυρά ως «άθεα» και «ανθελληνικά». Μας πήρε καιρό να κατασταλάξουμε σε ένα εγχειρίδιο που όμως δεν διδάσκεται μετά το σχολικό έτος 2021-22. Τα παραπάνω μάλλον μας προδιαθέτουν για μια αρνητική απάντηση στο ερώτημά σας. Ευτυχώς, ο σημερινός αριθμός φοιτητών κοινωνιολογίας στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν συναρτάται μόνον με τις περιπέτειες της κοινωνιολογίας στα σχολεία αλλά και με την εδραίωση των πανεπιστημιακών προγραμμάτων σπουδών και την προσήλωση του καθηγητικού προσωπικού και των ίδιων των σπουδαστών.
Πώς δικαιολογείται η απουσία μιας διαμάχης γύρω από την «κοινωνιολογική μέθοδο», αλλά και εν γένει την εμπειρική κοινωνιολογίας, όπως τη γνωρίζουμε στις ΗΠΑ και την Ευρώπη; Θέλω να πω ότι η ακαδημαϊκή κοινωνιολογική έρευνα απουσίαζε επί δεκαετίες από τα ελληνικά ΑΕΙ – εξαιρώ πάντως τη συμβολή του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ).
Σ.Γ.: Αντίστοιχη διαμάχη δεν υπάρχει διότι, όπως λέτε, η ακαδημαϊκή κοινωνιολογική έρευνα απουσίαζε επί δεκαετίες από τα ελληνικά τμήματα κοινωνιολογίας. Η συμβολή του ΕΚΚΕ είναι δεδομένη, καθώς και η εκπόνηση ερευνών, αλλά η κοινωνιολογική μέθοδος χρειάστηκε πολύ δρόμο μέχρι να εδραιωθεί και να χωνευτεί στην Ελλάδα έτσι ώστε να μορφοποιηθούν ανταγωνιστικές «σχολές». Και οπισθοχώρησε σε ρόλο μάλλον εργαλειακό πίσω από τις θεωρητικές σχολές.
Γ.Λ.: Η απουσία μιας μεθοδολογικής διαμάχης απορρέει σίγουρα από την καθυστέρηση στη θεσμοθέτηση της κοινωνιολογίας. Με τόσες ελλείψεις σε κοινωνιολογικά κείμενα μεταφρασμένα στα ελληνικά και, γενικότερα, σε διδακτική ύλη, το βάρος δόθηκε στην οργάνωση των σχολών και λιγότερο σε μεθοδολογικά ζητήματα – τα οποία έμειναν αναπάντητα.
Μία «εξειδικευμένη ερώτηση»: γιατί η, πρωτίστως αμερικανική, παράδοση της ποιοτικής κοινωνιολογίας και μεθοδολογίας αγνοήθηκε από τους έλληνες κοινωνιολόγους, για να επανέλθει, δειλά έστω, κυρίως μέσα από τις πολιτισμικές σπουδές, τα τελευταία χρόνια;
Γ.Λ.: Η ποιοτική κοινωνιολογία αντιμετώπισε σοβαρά εμπόδια και στην Αμερική ήδη από το 1940 και μέχρι να κορυφωθεί η κρίση της το 1960. Όπως και αλλού, τη βάση των εμποδίων αποτέλεσε «το στίγμα» το προερχόμενο από τον αξιακό προσανατολισμό της ποιοτικής έρευνας, που οδήγησε στην εντύπωση ότι είναι επιζήμιο το επιστημονικό status της κοινωνιολογίας. Ο Paul Rabinow, με κάποια δόση χιούμορ, αναφέρει ότι η ποιοτική έρευνα, έως τη δεκαετία του 1980, υπήρξε αντικείμενο χαμηλόφωνων «συζητήσεων του διαδρόμου». Βέβαια, ότι δεν συζητείται δημόσια δεν μπορεί ούτε να αναλυθεί ούτε να γίνει αντικείμενο κριτικής ή ακόμα και απόρριψης. Έχοντας αυτά κατά νου, ίσως δεν θα έπρεπε να προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση ο προβληματισμός γύρω από την ποιοτική κοινωνιολογία στην Ελλάδα. Η αμφισβήτησή της, ή ακόμα και η πλήρης αγνόησή της, προέκυψαν από φόβο για την επιστημονική υπόσταση της κοινωνιολογίας – υπήρξε όμως θέμα και εξαιτίας της προέλευσή; της. Τη δεκαετία του 1990, ανάμεσα στις προσπάθειες για εξοικείωση ενός ευρύτερου κοινού με αμερικανικές ποιοτικές έρευνες, ξεχωρίζει η ανθολόγηση Κλασικών Ερευνών των Κοινωνικών επιστημών του Νίκου Τάτση (Οδυσσέας 1999).
Σ.Γ.: Μια άλλη ερμηνεία είναι η υπαγωγή της κοινωνιολογίας στη μακροκοινωνιολογική ανάλυση που άνθησε στην Ελλάδα ως δίπολο μαρξιστικής κοινωνιολογίας και δομο-λειτουργισμού. Η ποιοτική κοινωνιολογία επανήλθε, έστω και αργοπορημένα, από μελέτες και αποτιμήσεις σαν κι αυτές του αείμνηστου Αντώνη Αστρινάκη για τις νεανικές υποκουλτούρες.
Μια τελευταία ερώτηση: ποιες είναι οι προοπτικές, αλλά και οι προκλήσεις της ελληνικής κοινωνιολογίας, καθώς και η θέση του κοινωνιολόγου γενικότερα, στον αιώνα των «πολλαπλών διακινδυνεύσεων» και των ασύμμετρων απειλών;
Σ.Γ.: Επειδή ο κοινωνιολόγος δύσκολα μπορεί να προβεί σε «τολμηρές υποθέσεις» ως προς την ιστορική διαμόρφωση των κοινωνιών σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, συστημικής πολυπλοκότητας και όξυνσης των επιμέρους ταυτοτήτων και του σύγχρονου αυταρχισμού, μια πιθανή στάση είναι η διερεύνηση του αποθέματος των κοινωνιολογικών μοντέλων έτσι ώστε να σχηματιστεί ένα σχετικό υπόδειγμα συζήτησης. Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι ο «φονταμενταλισμός» και οι ποικίλες εκφάνσεις του σήμερα είναι κεντρική έννοια του Πάρσονς; Θα τολμούσα να προσθέσω ότι, από τη σύγχρονη κοινωνιολογία, λείπει ένας Ζίζεκ, δηλαδή κάποιος που καταπιάνεται με ιδιαίτερα συστηματικό τρόπο, παρά τον κατ’ επίφαση ιμπρεσιονισμό του, με κάθε λογής επίκαιρο ζήτημα της κοινωνίας (από το κίνημα ΛΟΑΤΚΙ και τις αντιφάσεις του, τα αδιέξοδα της πολιτικής ορθότητας μέχρι την τεχνητή νοημοσύνη και το φαινόμενο Τραμπ) και έχει εκτεταμένη «μιντιακή» και δημοσιογραφική προβολή. Βέβαια ο Μπεκ, ο Γκίντενς, ο Μπάουμαν, ακόμη και ο Χάμπερμας επιχείρησαν κάτι αντίστοιχο, δίχως όμως την ανάλογη διείσδυση σε ένα ευρύ κοινό.
Γ.Λ.: Το σχόλιο του Σπύρου Γάγγα μας παραπέμπει στο προαπαιτούμενο της όποιας προοπτικής της ελληνικής κοινωνιολογίας, στη πραγματικότητα της κοινωνιολογίας ως κοινωνικής επιστήμης, στην εξασφάλιση και στην παγίωση δηλαδή ενός ευρύτερου κοινού. Ο στόχος αυτός είναι τόσο επίκαιρος σήμερα όσο ήταν και στις αρχές του 21ου αιώνα, όταν διατυπώθηκε ως αξίωμα της δημόσιας κοινωνιολογίας.