Από τα πρώτα σήριαλ αμερικανικής παραγωγής, που προβλήθηκαν στην ελληνική τηλεόραση τη δεκαετία του 1960 ήταν ο Λόουν Ραίηντζερ και η κωμική σειρά Λουσίλ Μπωλ. Ακολούθησαν σημαντικές σειρές, όπως το κοινωνικό Πέϋτον Πλαίης, ο Φυγάς, το γουέστερν Μπονάντσα, η πολεμική σειρά Μάχη, το διαστημικό Σταρ Τρεκ (που εφάρμοζε τον «διακτινισμό» και «προφήτεψε» το κινητό, ενώ αργότερα έγινε μοτίβο του φλίππερ), τα ιατρικά Μπεν Καίησυ και Δόκτωρ Κίλνταιρ, το νεανικό Σύγχρονη Γενιά και ακολούθησαν στη συνέχεια, με χολλυγουντιανές καθαρά προδιαγραφές, η Δυναστεία (που ταρακούνησε στα πρώτα χρόνια της «Αλλαγής» τη διοίκηση της ΕΡΤ και επέζησε χάρις στην παρέμβαση της Μελίνας Μερκούρη, όπως λέγεται), οι Άγγελοι του Τσάρλυ, το Μαϊάμι Βάις και πολλές άλλες.
Ήδη, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, οι «δίαυλοι» 5 και 10 (ΕΙΡΤ και ΥΕΝΕΔ) εξέπεμπαν λίγες ώρες τη μέρα, λίγο αργότερα το τηλεοπτικό πρόγραμμα τέλειωνε πριν τις 12 τα μεσάνυχτα, δειλά εμφανίστηκαν τα πρώτα τηλεοπτικά πρόσωπα, όπως η Ελένη Κυπραίου, ο Γιάννης Διακογιάννης, o Φρέντυ Γερμανός, ο Νίκος Μαστοράκης κ.ά., καθώς τα ελληνικά νοικοκυριά προμηθεύονταν διστακτικά τις πρώτες, πανάκριβες, τηλεοπτικές συσκευές, κυρίως γερμανικής προέλευσης. Στις ταράτσες των αθηναϊκών πολυκατοικιών «φύτρωναν» σιγά σιγά κεραίες, ενώ οι δρόμοι της Αθήνας άδειαζαν στα επεισόδια του Άγνωστου πολέμου, όπως είχαν αδιάσει και το μεσημέρι της 2ας Ιουνίου 1971, όταν στο Λονδίνο διεξαγόταν ο τελικός του Κυπέλλου Πρωταθλητριών μεταξύ Άγιαξ Άμστερνταμ και Παναθηναϊκού. Όλα αυτά, από τις πρώτες τρεμάμενες τηλεοπτικές εικόνες, συχνά με «χιόνι», μέχρι τις σημερινές τηλεοπτικές σειρές, παρουσιάζονται και αναλύονται με κριτικό βλέμμα στον ογκώδη συλλογικό τόμο.
Μια εικόνα με χιόνια
Κάθε τηλεοπτικό προϊόν, από το δελτίο ειδήσεων και τα ντοκυμανταίρ μέχρι τα σήριαλ και τις διαφημίσεις, κατέχει συγκεκριμένη θέση τόσο στο Μέσο όσο και στη δημόσια σφαίρα, επιτελώντας μια σειρά λειτουργιών, καθώς απευθύνεται σ’ ένα πολυσυλλεκτικό, συχνά ετερόκλητο κοινό: ψυχαγωγική, ενημερωτική, πολιτική, ιδεολογική ή ευρύτερα κοινωνική, καθώς μέσω της εικόνας προβάλλει, συχνά εξιδανικευμένα, πρότυπα συμπεριφοράς και «ήρωες». Στην περίπτωση των αμερικανικών τηλεοπτικών σειρών, που «εισέβαλαν» στο αρχικά θολό τηλεοπτικό τοπίο της χώρας, το θέμα της πολυσχιδούς ακαδημαϊκής έρευνας υπό την εποπτεία του Νίκου Δεμερτζή και τον συντονισμό του Βασίλη Βαμβακά και της Αγγελικής Γαζή, τα πράγματα περιπλέκονται, σε εμπειρικό και θεωρητικό επίπεδο, με δεδομένη την απουσία εγχώριων ερευνών και στατιστικών, κυρίως στην πειραματική και συγκροτησιακή φάση της ελληνικής τηλεόρασης (Γρηγόρης Πασχαλίδης), αφού: πρώτον, συνδέονται άμεσα με την πολιτική κυριαρχία του «αμερικανικού παράγοντα» σε ψυχροπολεμικό καθεστώς, δεύτερον, είναι σε συνάρτηση με τα πρώτα, δειλά βήματα της ελληνικής τηλεόρασης, για σημαντικό μάλιστα διάστημα υπό στρατιωτικό καθεστώς και, τρίτον, αφορούν ένα κοινό υπό διαμόρφωση, το οποίο, στην πολιτική του συμπεριφορά, εκδηλώνει ως επί το πλείστον έναν έντονο αντιαμερικανισμό.
Αυτό το «θολό τοπίο», μια «εικόνα με χιόνια» θα λέγαμε, επιχειρούν να προσεγγίσουν με ψύχραιμη ματιά οι 14 αναλύσεις που επιμερίζονται σε δύο βασικούς ερευνητικούς άξονες, την ιστορία της διαμεσολάβησης των εν λόγω τηλεοπτικών σειρών και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του έλληνα τηλεθεατή. Το κύριο πλεονέκτημα της συλλογικής προσπάθειας έγκειται στην οργάνωση και αξιολόγηση του εμπειρικού υλικού και στην κριτική αποτίμηση των δεδομένων, καθώς ισορροπεί αξιόπιστα ανάμεσα σε δύο γνωστικά πεδία, την κοινωνιολογία των Μέσων και τις πολιτισμικές σπουδές. Ένα επιπλέον «ατού» της έρευνας αφορά την αρχική ερευνητική πρόθεση, να υπερβεί δηλαδή τα δύο κυρίαρχα στερεότυπα που επικράτησαν για αρκετά χρόνια τόσο στην ακαδημαϊκή κοινότητα όσο και στο συλλογικό υποσυνείδητο (του τηλεθεατή), ότι αφ’ ενός η αμερικανική διείσδυση ήταν «η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα», μία θέση που υποστήριζε και ο Παζολίνι σχετικά με τα «φλιππεράκια», αφ’ ετέρου ότι οφείλεται πρωτίστως στην «εποπτεία» των στρατιωτικών. Με άλλα λόγια, αμερικανικός ιμπεριαλισμός και χουντική προπαγάνδα, σύμφωνα με τις κυρίαρχες ιδεοληψίες, διαμόρφωσαν για πολλά χρόνια την ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης.
Αυτοί οι δύο βολικοί μύθοι καταρρίπτονται άρδην τόσο στον Πρόλογο του Νίκου Δεμερτζή, ο οποίος αναδεικνύει τις θεμελιώδεις αντιφάσεις του «ελληνικού αντιαμερικανισμού» ως «δημόσια εκφραζόμενη πολιτική προκατάληψη» που αντανακλάται στις τηλεοπτικές οθόνες του αποδέκτη, μαζί με τις εγγενείς αδυναμίες της επί δεκαετίες επιχώριας «μαρξιστικής προσέγγισης» να κατανοήσει «το μήνυμα του Μέσου», όσο και στα εξαιρετικά κείμενα-κλειδιά των Γρηγόρη Πασχαλίδη («Τηλεοπτική ψυχαγωγία 1967-1974: Τα αμερικανικά αφηγήματα συνέχειας») και του Βασίλη Βαμβακά («Η παράλληλη πραγματικότητα: Συνθήκες παραγνώρισης και αναγνώρισης της αμερικανικής τηλεοπτικής μυθοπλασίας στην Ελλάδα (1966-2015)»).
Αμφότεροι οι ερευνητές απεγκλωβίζονται οριστικά από τα κατάλοιπα μιας στερεότυπης («μονολιθική» τη χαρακτηρίζει ορθά ο Γρηγόρης Πασχαλίδης) προσέγγισης, που βλέπει την τηλεόραση, κυρίως την περίοδο 1967-1974, ως «προνομιακό εργαλείο της καθεστωτικής ιδεολογίας», και προσδιορίζουν, όπως ο Βασίλης Βαμβακάς, τους «όρους απεμπλοκής από το θεωρητικό σχήμα του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού», όπως ήταν το βολικό ερμηνευτικό μοντέλο μέχρι πριν λίγα χρόνια. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και η ανάλυση του «αντιαμερικανισμού», σε σχέση με τον έλληνα τηλεθεατή της Μεταπολίτευσης, της Αγγελικής Γαζή, που αναλύει τις πτυχές ενός μάλλον ψευδεπίγραφου «αντιαμερικανισμού-αντιιμπεριαλισμού», όπως αυτός διαμορφώθηκε και παγιώθηκε μετά το 1974 (και αποδομήθηκε πρόσφατα, έστω και άτσαλα, στην Ουάσιγκτον), αναφορικά με τη «διατλαντική μεταφορά της κουλτούρας από την Αμερική στην Ευρώπη», κυρίως όμως σε μια κοινωνία που αρέσκεται επί δεκαετίες να ακκίζεται με τα Feindbilder και, συνακόλουθα, με τον συγκρουσιακό-διχαστικό λόγο αφ’ ενός, αλλά αφ’ ετέρου και με την «εργαλειοποίηση του Λόγου», εκ μέρους της επιχώριας «αριστερής διανόησης».
Εδώ έγκειται, ουσιαστικά, και η θεωρητική υπεραξία αυτής της εργώδους προσπάθειας, καθώς αφ’ ενός παρακάμπτονται τα ιδεολογικά εμπόδια, που περιόριζαν, πιο σωστά χειραγωγούσαν, σημαντικά το ερευνητικό πεδίο, ενώ «καθοδηγούσαν» ιδεολογικά τα περιορισμένης αξίας, και παρωχημένα για τα σύγχρονα ακαδημαϊκά δεδομένα, συμπεράσματα, αφ’ ετέρου διανοίγονται, με βάση το πλούσιο εμπειρικό υλικό και τις διεισδυτικές προσεγγίσεις, νέες δυνατότητες και προοπτικές στο γνωστικό αντικείμενο.
Παράλληλα, δύο επί πλέον στοιχεία εμπλουτίζουν αυτή την εργώδη προσπάθεια: πρώτον, το γεγονός ότι για πρώτη φορά, εξ όσων γνωρίζουμε, γίνεται μια κριτική αποτίμηση εμβληματικών αμερικανικών τηλεοπτικών σειρών, όπως η πολεμική σειρά Μάχη (Combat!), από την Ευαγγελία Κούρτη, η οποία μάλιστα ξεχωρίζει και ένα επεισόδιο με «ελληνικό χρώμα», το πρωτοπόρο για την εποχή του σήριαλ Star Trek (Ταξίδι στο Διάστημα), από την Πατρίτσια Γερακοπούλου και τον Νικόλα Χρηστάκη, αλλά και κάποιες αμερικανικές κωμωδίες καταστάσεων (sitcom: situation comedy), όπως η Λούση και η Μάγισσα, από τη Λίζα Τσαλίκη και τη Δέσποινα Χρονάκη, σειρές με τις οποίες «μεγάλωσαν» τα παιδιά των «εκδρομέων του ’60», ενώ περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους σήριαλ που άφησαν ανεξίτηλα ίχνη στην αμερικανική τηλεόραση, όπως ο Φυγάς, η Μπονάντσα, ο Επιθεωρητής Κολόμπο αργότερα, αλλά και πληθώρα άλλων παραγωγών. Αν και από αρκετούς ερευνητές απουσιάζει, λόγω ηλικίας, το βιωματικό στοιχείο, οι προσεγγίσεις αυτές αποδίδουν με ψύχραιμο βλέμμα και κριτική διάθεση τις δομές και το πλαίσιο της τηλεοπτικής αφήγησης στα συγκεκριμένα σήριαλ.
Ελληνοποίηση made in USA
Το δεύτερο, εξ ίσου σημαντικό στοιχείο, αφορά την «ελληνοποίηση» του τηλεοπτικού προγράμματος, τόσο κατά το διάστημα της «Επταετίας», όπου, ειρήσθω εν παρόδω, επιχειρείται το πρώτον, δειλά έστω, η «ελληνοποίηση», αν θυμηθούμε τον, μάλλον αδικημένο, Άγνωστο πόλεμο, του Νίκου Φώσκολου, τον Κύριο Συνήγορο του Κώστα Πρετεντέρη, αλλά και το ανατρεπτικό για την εποχή του και τις συνθήκες Εκείνος κι εκείνος, του Κώστα Μουρσελά, με πρωταγωνιστές τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, όσο κυρίως κατά τη «σοσιαλιστική διαχείριση» του τηλεοπτικού προϊόντος (ένα θέμα που θίγει ενδελεχώς η Ορσαλία-Ελένη Κασσαβέτη, στο άρθρο της «Ο σοσιαλιστικός εξαμερικανισμός της ελληνικής κρατικής τηλεόρασης»), όπου, από τα δύο κρατικά κανάλια, παρατηρείται, σύμφωνα με την ερευνήτρια, «ένας διπλός προγραμματισμός» εξισορρόπησης του πολιτιστικού-ψυχαγωγικού προφίλ τους, ταυτόχρονα, και παρά την αντιαμερικανική ρητορική των κυβερνώντων, διατηρείται η «πολυποίκιλη αμερικανική ψυχαγωγική διάσταση». Να σημειώσουμε εδώ την πολιτική (άρα και με ιδεολογικούς όρους) επιλογή εκ μέρους της διεύθυνσης της κρατικής τηλεόρασης, καθώς αποπειράται να περιοριστεί το αμερικανικό πρόγραμμα, με αποτέλεσμα την αντίδραση των αμερικανικών κινηματογραφικών εταιρειών, που επέβαλαν πρόσκαιρα «εμπάργκο» στις ταινίες μεγάλου μήκους, όπως τεκμηριώνεται στο εν λόγω άρθρο.
Από τον ασπρόμαυρο Λόουν Ρέηντζερ μέχρι το House of Cards μεσολάβησαν περίπου 60 χρόνια διαρκούς ροής τηλεοπτικού προγράμματος και, με την άρση του κρατικού μονοπωλίου, καθώς και με την είσοδο της καλωδιακής, ψηφιακής και συνδρομητικής τηλεόρασης στα ιδιωτικά νοικοκυριά, αλλά και με τις νέες επικοινωνιακές πλατφόρμες, άλλαξε αναπόδραστα το τηλεοπτικό τοπίο, κυρίως όμως η δημόσια σφαίρα, που έχει πλέον εκτροχιαστεί από τα χρόνια της «Σχολής της Φρανκφούρτης», των δοκιμίων του Τ. Β. Αντόρνο για την τηλεόραση, καθώς και της κλασικής μελέτης του Γ. Χάμπερμας, όσο και ο τρόπος τηλεθέασης και πρόσληψης της τηλεοπτικής «εικονικής πραγματικότητας».
Με την παρούσα συλλογική έρευνα χαρτογραφείται για πρώτη φορά ένα αχανές, και συχνά δύσβατο βιβλιογραφικά, πεδίο που αφορά επiπλέον την εξελικτική ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, με σημαντικές ιδιομορφίες και αρκετές ερευνητικές δυσκολίες, πολλές από αυτές καταφέρνει να υπερπηδήσει το συγκεκριμένο εγχειρίδιο. Ο «μπαμπούλας» της ιμπεριαλιστικής εισβολής και της «σχολής Ραφαηλίδη», περί «αποχαυνωτικού τηλεοπτικού προγράμματος», αποδείχτηκε το θλιβερό σκιάχτρο μιας παρωχημένης ιδεολογίας, που καθήλωσε επί έτη μια ολόκληρη κοινωνία σε μια ρηχή πρόσληψη της τηλεοπτικής πραγματικότητας (και όχι μόνο), παραγνωρίζοντας σημαντικές πτυχές ενός ευρύτερου φαινόμενου, της δυναμικής της πολιτισμικής μεταφοράς (cultural transfer) μέσω των τηλεοπτικών δεκτών, αφήνοντας (σκόπιμα;) ανεκπαίδευτο το εγχώριο τηλεοπτικό κοινό.
Ήταν καιρός να αποκατασταθούν οι βασικές ισορροπίες στο γνωστικό αντικείμενο και το ερευνητικό πεδίο, και να αναδειχθεί ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία και thn κοινωνιολογία της ελληνικής τηλεόρασης. Κυρίως, όμως, να καταρριφθούν κάποιοι βολικοί «μύθοι» και να ανοίξει ένας ουσιαστικός διάλογος, εντός κaι εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας, γύρω από ζητήματα που άπτονται του εποικοδομήματος, αλλά και της καθημερινότητας.
LEZANTES
Ο Σαλ Μινέο (αριστερά, ως γκεστ σταρ) και ο Βικ Μόρροου, στο ρόλο του Τσιπ Σώτερς, από την τηλεοπτική Μάχη, που στην Ελλάδα προβλήθηκε από το δίκτυο της ΥΕΝΕΔ.
ABC Television