Σύνδεση συνδρομητών

Μετά θάνατον αρένα

Πέμπτη, 23 Οκτωβρίου 2025 22:07
Ο Διονύσης Σαββόπουλος. Δεν ήταν σύμβολο. Ήταν άνθρωπος — με απόψεις, προτιμήσεις, προτερήματα και ελαττώματα. Στη ζωή του πέρασε από διάφορα στάδια: γιος μιας μικροαστικής οικογένειας, επαναστάτης έφηβος, άστεγος και πλανόδιος μουσικός, διάσημος ροκάς, οικογενειάρχης. Όπως συμβαίνει με όλους, οι προτεραιότητες και οι ανάγκες του —άρα και οι οπτικές του— άλλαζαν και προσαρμόζονταν στους ρόλους που κάθε φορά είχε και στις εποχές μέσα στις οποίες έζησε.
Φωτογραφία αρχείου
Ο Διονύσης Σαββόπουλος. Δεν ήταν σύμβολο. Ήταν άνθρωπος — με απόψεις, προτιμήσεις, προτερήματα και ελαττώματα. Στη ζωή του πέρασε από διάφορα στάδια: γιος μιας μικροαστικής οικογένειας, επαναστάτης έφηβος, άστεγος και πλανόδιος μουσικός, διάσημος ροκάς, οικογενειάρχης. Όπως συμβαίνει με όλους, οι προτεραιότητες και οι ανάγκες του —άρα και οι οπτικές του— άλλαζαν και προσαρμόζονταν στους ρόλους που κάθε φορά είχε και στις εποχές μέσα στις οποίες έζησε.

Χθες το βράδυ η γυναίκα μου γύρισε αναστατωμένη από τη δουλειά.

«Μου έβγαλε το Facebook κάτι άγνωστους που βρίζουνε τον Σαββόπουλο. Τον βρίζουνε!»

Προσπάθησα να την ηρεμήσω· της είπα πως έτσι είναι τα social media, ότι δεν αξίζει να δίνει σημασία στους επιθετικούς σχολιαστές, πως δεν πρέπει να τους χαρίζουμε αξία. Δεν τα κατάφερα. Ούτε να καθίσει μπορούσε· περπατούσε πέρα-δώθε μπροστά από τον καναπέ, επαναλαμβάνοντας όσα είχε διαβάσει.
«Δεν αντέχω», μου είπε. «Θα το κλείσω τελείως το Facebook».

Προσωπικά αποφεύγω να διαβάζω σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα. Όμως ένα ερώτημα δεν φεύγει από το μυαλό μου: Τι σόι άνθρωποι είναι αυτοί που, πάνω στο ζεστό ακόμη σώμα ενός νεκρού, αισθάνονται την ανάγκη να πουν την αποψάρα τους;

Το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό, φυσικά. Και στο εξωτερικό η αναγγελία του θανάτου ενός διάσημου ανθρώπου συνοδεύεται από κύματα θετικών και αρνητικών σχολίων, από αντιπαραθέσεις και δημόσιες κρίσεις. Υπάρχει όμως μια ουσιώδης διαφορά: η κριτική εκεί βασίζεται συνήθως σε κάποια αρχή, σε μια πολιτική ή ιστορική στάση. Όταν, για παράδειγμα, πέθανε η Ελισάβετ Βʼ, υπήρξαν επικριτές που υπενθύμισαν το ρόλο της μοναρχίας στο αποικιοκρατικό παρελθόν της Βρετανίας. Δεν την έβριζαν σε προσωπικό επίπεδο· την επέκριναν — με όρους πολιτικούς, ιστορικούς, θεσμικούς.

Στην Ελλάδα, όμως, η κριτική συνήθως παίρνει προσωπικό χαρακτήρα. Διάβαζα χθες στο Χ έναν χρήστη να δηλώνει «δεν ξεχνώ και δεν συγχωρώ» πριν προχωρήσει στην κριτική του για τον Διονύση Σαββόπουλο — δύο ρήματα που χρησιμοποιεί κανείς για κάποιον που του προκάλεσε βαρύτατη προσωπική προσβολή και ζημία. Όχι για έναν ουσιαστικά άγνωστο, του οποίου το «έγκλημα» ήταν ότι εξέφρασε δημόσια απόψεις με τις οποίες ο συγκεκριμένος χρήστης δεν συμφωνούσε.

Επιμένω σε αυτό που είπα στη γυναίκα μου: δεν πρέπει να δίνουμε υπερβολική σημασία. Δεν πρέπει να διολισθαίνουμε σε διάλογο με τους όρους που θέτουν οι υβριστές, γιατί αυτός ο διάλογος είναι εκ των προτέρων χαμένος. Αλλά είμαι άνθρωπος αντιφατικός· δεν μπορώ να μη πω δύο λόγια.

Το πρώτο είναι απλό: ο θάνατος ενός ανθρώπου, οποιουδήποτε, είναι στιγμή σιωπής. Όχι κριτικής, θετικής ή αρνητικής. Ούτε αγιογράφησης. Σιωπής. Μπορείς να έχεις τις απόψεις σου, τις διαφωνίες σου, ακόμη και την οργή σου. Κράτησέ τες για λίγο — μία μέρα, δύο. Αν όχι από σεβασμό προς τον εκλιπόντα, από σεβασμό προς το θάνατο, την κοινή μας μοίρα. Από εκεί ξεκινά ο πολιτισμός: από την αναγνώριση ότι η ανθρώπινη ζωή —έστω και αμφιλεγόμενη— δεν τελειώνει σαν ένα σχόλιο που σβήνεται με ένα κλικ.

Οι άνθρωποι αρνούνται να αποδεχτούν την πολυπλοκότητα. Θέλουν καθαρές ταυτότητες, σαφή στρατόπεδα: καλός ή κακός, δικός μας ή προδότης. Δυσκολεύονται να κατανοήσουν ότι κάποιος μπορεί να είναι την ίδια ώρα πιστός και βλάσφημος, επαναστάτης και συντηρητικός, πατέρας και παιδί. Όποιος ξεφεύγει από το ρόλο που του έχουν αναθέσει μετατρέπεται αυτομάτως σε αποστάτη — και αυτό ισχύει ιδίως για πρόσωπα που συνδέθηκαν με συλλογικά βιώματα, όπως ο Σαββόπουλος. Για πολλούς, ο Σαββόπουλος έπρεπε να παραμείνει για πάντα ο δεκαοχτάχρονος που κραύγαζε χτυπώντας την κιθάρα του. Το γεγονός ότι μετακινήθηκε, άλλαξε απόψεις, μίλησε με διαφορετικές φωνές σε διαφορετικές εποχές, δεν χωρά στο δίπολο που έχουν φτιάξει γι’ αυτόν. Σε μια δημόσια σφαίρα που απαιτεί καθαρά πρόσημα, οι αντιφάσεις θεωρούνται προδοσία. Κι έτσι η πολυπλοκότητα —αντί να προκαλεί ενδιαφέρον ή συζήτηση— γίνεται αφορμή για λύσσα.

Κατανοώ ότι ο Σαββόπουλος, για πολλούς, ήταν σύμβολο μιας εποχής, της νιότης τους, των ιδανικών τους. Και ως τέτοιος ήταν εκείνος στον οποίο χρέωσαν —και φόρτωσαν— τις ματαιώσεις τους. Σε μια εικονοκλαστική εποχή σαν τη δική μας, όπου η επίδειξη ακόμη και ελάχιστου σεβασμού σε οτιδήποτε, ειδικά στην αρένα των social media, θεωρείται υποκρισία, μικροαστισμός ή ανοησία, είναι σχεδόν αναμενόμενο το σύμβολο να αποκαθηλώνεται και να διασύρεται σε κάθε ευκαιρία — ακόμα και στο θάνατο.

Ο Σαββόπουλος όμως δεν ήταν σύμβολο. Ήταν άνθρωπος — με απόψεις, προτιμήσεις, προτερήματα και ελαττώματα. Στη ζωή του πέρασε από διάφορα στάδια: γιος μιας μικροαστικής οικογένειας, επαναστάτης έφηβος, άστεγος και πλανόδιος μουσικός, διάσημος ροκάς, οικογενειάρχης. Όπως συμβαίνει με όλους, οι προτεραιότητες και οι ανάγκες του —άρα και οι οπτικές του— άλλαζαν και προσαρμόζονταν στους ρόλους που κάθε φορά είχε και στις εποχές μέσα στις οποίες έζησε.

Εκείνο όμως που δεν πρέπει να παραβλέπουμε είναι ότι ποτέ δεν άσκησε κρατική εξουσία. Δεν υπήρξε βουλευτής ή υπουργός — αν και θα μπορούσε. Δεν διορίστηκε πρόεδρος ή διευθυντής κάποιου φορέα. Ήταν τραγουδοποιός και διανοούμενος. Ανήκε σε μια γενιά που θεωρούσε υποχρέωσή της να παρεμβαίνει στα κοινά, να μην ιδιωτεύει. Κι ας τους κόστιζε.

Και βέβαια, πάνω απʼ όλα: πίσω από κάθε δημόσιο πρόσωπο υπάρχει μια οικογένεια, συγγενείς και φίλοι, άνθρωποι που πενθούν. Το να επιτίθεσαι στις πρώτες ώρες μετά τον θάνατο δεν δείχνει απλώς πολιτική οργή ή «αντικειμενικότητα»· δείχνει έλλειμμα ανθρωπιάς. Αν δεν μπορείς να σωπάσεις για λίγα 24ωρα, δεν είναι γιατί έχεις δίκιο ή ξέρεις κάτι που αγνοούν οι άλλοι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης· είναι γιατί επιδιώκεις να κάνεις το θάνατο του συνανθρώπου σου εργαλείο για να αποδείξεις την ορθότητα της δικής σου στάσης. Εργαλειοποιείς, εντέλει, έναν νεκρό —τον πλέον αδύναμο άνθρωπο— για να επιδείξεις τη δική σου ηθική ή άλλη ανωτερότητα.

Κάποτε αυτή η σιωπή ήταν αυτονόητη. Σήμερα χρειάζεται να την υπερασπιζόμαστε ρητά. Γιατί χωρίς αυτήν, χωρίς ένα ελάχιστο όριο ευπρέπειας, καμιά δημόσια συζήτηση —ούτε για την πολιτική ούτε για την τέχνη ούτε για την Ιστορία— δεν μπορεί να σταθεί όρθια.

Φώτης Βασιλείου

Επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Έχει επιμεληθεί το αφιέρωμα στον Διονύση Σαββόπουλο στη Νέα Εστία (τ. 1880, Μάρτιος 2019) κι έχει δημοσιεύσει δύο μονογραφίες: Ποιμένας ή Τύραννος. Ο πατέρας στη Χριστιανική λογοτεχνία της Ύστερης Αρχαιότητας (2013) και Βυζάντιο (324-451). Η ανάδυση μιας νέας αυτοκρατορίας (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.