Σύνδεση συνδρομητών

O κόσμος του Ζωρζ Σιμενόν   

Πέμπτη, 06 Ιουλίου 2023 23:16
Ο Ζωρζ Σιμενόν στην Ολλανδία, το 1965.
Jac de Nijs / Anefo / Εθνικά Αρχεία Ολλανδίας
Ο Ζωρζ Σιμενόν στην Ολλανδία, το 1965.

George Simenon, Πεντιγκρή, Μυθιστορηματική αφήγηση των νεανικών χρόνων, μετάφραση από τα γαλλικά: Αργυρώ Μακάρωφ, Άγρα, Αθήνα 2017, 680 σελ.

Βέλγος την καταγωγή, όπως ο Ερζέ, ο Έντυ Μερκξ ή ο Ζακ Μπρελ, ο Ζωρζ Ζοζέφ Κριστιάν Σιμενόν (1903-1989) θα πολιτογραφηθεί σύντομα Παριζιάνος για να κατακτήσει στη συνέχεια την παγκόσμια αγορά του βιβλίου και να καταλήξει πολίτης του κόσμου, έχοντας αρχική αφετηρία του τη γενέτειρα Λιέγη. Για τη ζωή και το έργο του έχουν γραφτεί πολλά βιβλία, σχεδόν ισάριθμα με τα έργα του συγγραφέα. Κάποια ερωτήματα αναζητούν πάντως ακόμα τις απαντήσεις τους. Tεύχος 88, Ιούνιος 2018

Μπορούμε –και, αν ναι, πώς;– να χαρτογραφήσουμε εκ νέου την, κατά Βασίλη Βασιλικό, «Ήπειρο Σιμενόν»[1], τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του βέλγου συγγραφέα που επί μισό αιώνα σχεδόν δέσποζε στο χώρο του μυθιστορήματος και της αστυνομικής λογοτεχνίας; Για ποιον λόγο ο επιθεωρητής Μαιγκρέ, ανάμεσα στον Ηρακλή Πουαρώ και τον αστυνόμο Κολόμπο, είναι τόσο εξαρτημένος από την κυρία Μαιγκρέ, σε βαθμό, ακόμα κι αν πρόκειται να πάρει μια ασπιρίνη, να το κάνει για το χατήρι της; Γιατί ενσάρκωσαν ηθοποιοί του βεληνεκούς ενός Ζαν Γκαμπέν ή ενός Μπρούνο Κρεμέρ (και πρόσφατα, ενός Ρόαν Άτκινσον) το ρόλο ενός ανώτερου κρατικού υπάλληλου στην Quai des Orfèvres, αριθμός 36, αλλά όχι ο Λίνο Βεντούρα; Υπάρχει ακόμα το Παρίσι του Μαιγκρέ ή η «Αμερική» του Σιμενόν; Γιατί ο επιθεωρητής, σαν τη Ζαζί στο μετρό του Ραιημόν Καινώ, δεν μπήκε ποτέ στον παρισινό υπόγειο; Τέλος, πότε θα ολοκληρωθεί η έκδοση 218 μυθιστορημάτων, εκ των οποίων στα 75 πρωταγωνιστεί ο επιθεωρητής Μαιγκρέ, 51 διηγημάτων, αλλά και άλλων βιβλίων, δικών του ή σημαντικών μελετητών, στα ελληνικά;

Εν τέλει, πόσο σύγχρονος είναι ο Σιμενόν την εποχή της παγκοσμιοποιημένης σύγχυσης;

 

Οι πόλεις του

Aν και κατά βάση «λαϊκός συγγραφέας», με την αμφισημία του όρου (popular) ως προς τη συγγραφή έργων που πολλά από αυτά (κι όχι μόνο τα «αστυνομικά») συγκαταλέγονται αρχικά στη λαϊκή και την εν γένει χαρακτηριζόμενη ως «ρυπαρή και ευτελή» λογοτεχνία (Schund- und Trivialliteratur), αλλά και ως προς την ευρύτερη αποδοχή του από το «λαϊκό» αναγνωστικό κοινό, ο Σιμενόν εντάσσεται δικαιωματικά στο πάνθεον των μεγάλων μυθιστοριογράφων (romanciers), περνώντας τη «στενή πύλη» των εκδόσεων Γκαλιμάρ στη «Βιβλιοθήκη της Πλειάδος» (Bibliothèque de la Pléiade) και, παράλληλα, κατέχει αδιαφιλονίκητα δεσπόζουσα θέση στην αστυνομική λογοτεχνία.   

Η «ήπειρός» του, πάντως, είναι διακριτή και χαρτογραφημένη με σημαντική ευκρίνεια στον λογοτεχνικό άτλαντα του 20ού αιώνα και η εργοβιογραφία του συνδέεται άρρηκτα με δύο άλλα μέσα, τον Τύπο και τον κινηματογράφο: συμπεριλαμβάνει ένα πλούσιο παλμαρέ αρθρογραφίας, ρεπορτάζ (από τα ταξίδια του στην Αφρική, την Αμερική, αλλά και με τα ιδιόκτητα πλωτά του) και συνεντεύξεων, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιογραφικών και λογοτεχνικών του δημοσιευμάτων (επιφυλλίδες, διηγήματα κ.ά.), ενώ ένα μεγάλο μέρος του έργου του μεταφέρεται στη μεγάλη (και αργότερα στη μικρή) οθόνη, με την υπογραφή σημαντικών σκηνοθετών (Ζαν Ρενουάρ, Ζαν-Πιερ Μελβίλ, Ζυλιέν Ντυβιβιέ, Πιερ Γκρανιέ-Ντεφέρ, Μπέλα Ταρ κ.ά.)[2] και ανεξίτηλες ερμηνείες.

Όπως η Λιέγη, ως γενέθλια πόλη, κατέχει καίρια θέση στη βιογραφία του Σιμενόν, κάτι ανάλογο ισχύει και για το Πεντιγκρή – όμως, πόλη και βιβλίο σύντομα θα απομακρυνθούν από τον μυθιστοριογράφο, αν λάβουμε υπ’ όψη τα πρώτα παρισινά χρόνια του συγγραφέα, καθώς και το γεγονός ότι η γενέτειρα των «αστυνομικών» με τον Μαιγκρέ είναι η ολλανδική Ντελφέελ (Dellfzjil), όπου ο Σιμενόν εμπνέεται το 1931 την πρώτη του ιστορία (Πιετρ ο Λεττονός). Αν και τα Σημειωματάριά του (σε διάφορες εκδοχές και εκδόσεις) έχουν περισσότερο ενδιαφέρον για τον μελετητή του έργου του, το Πεντιγκρή, μία «μυθιστορηματική αφήγηση των νεανικών χρόνων», που τροποποιήθηκε κατόπιν προτροπής του Αντρέ Ζιντ σε σχέση με το αρχικό σχεδίασμα, παραμένει ένα σημαντικό βιβλίο-κλειδί για να εισχωρήσει κανείς στα βιώματα της εφηβικής ηλικίας του συγγραφέα, αλλά και στις κοινωνικές, και κυρίως στις οικογενειακές συνθήκες που τον διαμόρφωσαν τα «άγουρα χρόνια». Επιπλέον, είναι εύστοχη η διαπίστωση του Luc Sant, στην «Εισαγωγή» που συνοδεύει την ελληνική έκδοση (Άγρα, 2017, σε μετάφραση της Αργυρώς Μακάρωφ), αναφερόμενος στις «ανθεκτικές χαρτογραφικές δεξιότητες που αποκόμισε στη Λιέγη» ο Σιμενόν, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, πρωτίστως, στις παρισινές περιπλανήσεις και έρευνες του Μαιγκρέ.

Πράγματι, σύμφωνα με τον Sante, «το Πεντιγκρή είναι η ενσάρκωση της νοητής πατρίδας» στην οποία θα επιστρέψει δυο φορές: μία το 1953 για κάποια δικαστική διαμάχη, και ακόμα μία για να χαρίσει το αρχείο του στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης, το 1976.

    

Πριν και πέρα από το polar

Ως συγγραφέας, ο Σιμενόν, σαν να λύνει έναν γόρδιο δεσμό, επιφέρει τόσο στα Maigret όσο και στα non-Maigret μυθιστορήματά του μια σημαντική τομή, που μέχρι σήμερα διατηρεί αδιαπραγμάτευτα βαρύνουσα θέση στην εξελικτική ιστορία του λογοτεχνικού είδους: απομυθοποιεί και ταυτόχρονα εξανθρωπίζει το έγκλημα, αλλά και το διώκτη του, συμπεριλαμβανομένου του διωκτικού μηχανισμού.

Είναι ο πρώτος κατ’ ουσίαν συγγραφέας που αφ’ ενός αποδεσμεύεται εν μέρει από την ευρωπαϊκή πρωτίστως παράδοση του whodunit (αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι η ιδρυτική πράξη της αστυνομικής λογοτεχνίας υπογράφεται από τα γνωστά τρία κλασικά διηγήματα του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, τα οποία διόλου τυχαία όμως εκτυλίσσονται στο Παρίσι[3]), που επιπλέον θεμελιώνεται και στην επικράτηση της ορθολογικής και αργότερα επιστημονικής έρευνας, αλλά και από την αμερικανική παράδοση του σκληροτράχηλου (αστυνομικού ή ιδιωτικού) ερευνητή, που συγκρούεται με ιδιοτελή, ιδιωτικά κυρίως συμφέροντα και, πρωτίστως, με τη διεφθαρμένη κοινωνία της Αμερικής. Το κύριο μέλημά του έγκειται στο να κατανοήσει τον «γυμνό άνθρωπο» (homme nu) και όχι να τον καταδικάσει, πιστός στη θέση του πως «δεν υπάρχουν εγκληματίες, παρά μόνο εγκληματικές πράξεις». Αρκετοί μελετητές έχουν αναφερθεί στην υπόγεια συγγένεια του έργου του με τον υπαρξισμό, κυρίως του Καμύ, αναφερόμενοι στον Ξένο, ως ύφος (αφηγηματική λιτότητα) και θέμα (αποξένωση) και, κυρίως, ως προς τη θέση του ανθρώπου απέναντι στο παράλογο, που επικαθορίζει τη μοίρα του. O Αντρέ Ζιντ ήδη εντοπίζει τα πρώτα ίχνη του στο μυθιστόρημα Η χήρα Κουντέρκ, όπως το διατυπώνει ενθουσιωδώς στην αλληλογραφία του με τον Σιμενόν[4].

Η απουσία λογοτεχνικότητας, που την οφείλει ως γνωστόν στην προτροπή της Κολέτ, συνταιριάζει απόλυτα με τον «γυμνό άνθρωπο», καθώς απο-γυμνώνει γλώσσα και ήρωες (αντι-ήρωες στην ουσία) από κάθε πρόσθετο, άρα περιττό κατά την εκτίμησή του, στοιχείο στον αφηγηματικό του κόσμο. Αυτή η «διπλή απογύμνωση» προϋποθέτει και ταυτόχρονα παγιώνει τη δέουσα αξιολογική ουδετερότητα και τη συνακόλουθη αποστασιοποίηση: ο συγγραφέας δεν παίρνει θέση, ο αναγνώστης δεν ταυτίζεται (με εξαίρεση την προτίμησή του στον επιθεωρητή Μαιγκρέ).

Οι ρίζες του πάντως, αν και Βέλγος, είναι κατ’ εξοχήν γαλλικές: «πατάει» στέρεα στη γαλλική παράδοση της πρώιμης αστυνομικής λογοτεχνίας, στη δομή της διοικητικού-γραφειοκρατικού μηχανισμού και στη γαλλική κοινωνία της εποχής του, δηλαδή στις τρεις βασικές κοινωνικές τάξεις, τη μεγαλοαστική, τη μικροαστική και τους προλετάριους. Ταυτόχρονα, ο Σιμενόν δημιουργεί τη δική του «σχολή» στο γαλλικό polar, η οποία αφ’ ενός εδράζεται στη θητεία του στο λαϊκό μυθιστόρημα που το υπηρετεί κυρίως κατά την πρώτη δημοσιογραφική του σταδιοδρομία, αφ’ ετέρου στις επιδράσεις από τους «πατέρες» του γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος (Γκαμποριώ, Λεμπλάνκ κ.ά.), αλλά και από τους γάλλους κλασικούς, κυρίως τον Μπαλζάκ, σε βαθμό που από ορισμένους κριτικούς να χαρακτηριστεί ως «ο Μπαλζάκ των μικροαστών». Αρκεί να ξαναδιαβάσει κανείς το δοκίμιο του Γκέοργκ Λούκατς για τις Χαμένες προσδοκίες του Μπαλζάκ[5], για να εντοπίσει σε αυτό κοινά σημεία με αρκετά έργα του Σιμενόν, ως προς το λιτό, ουσιαστικό ύφος και τον ψυχρό ρεαλισμό του βέλγου συγγραφέα. Όπως και στον Μπαλζάκ, έτσι και στον Σιμενόν «οι άνθρωποι είναι είτε ηλίθιοι είτε καθάρματα». Θα μπορούσε κανείς βάσιμα να ισχυριστεί ότι, αντίστοιχα με τον Μπαλζάκ, όπως είναι η θέση του Λούκατς, ο Σιμενόν διαμορφώνει σταδιακά το δικό του Desillusions-Roman (μυθιστόρημα της απογοήτευσης, με την έννοια κυρίως της σύνθλιψης των ψευδαισθήσεων) και, ταυτόχρονα, απομαγεύει τον αφηγηματικό κόσμο της αστυνομικής λογοτεχνίας, κυρίως μέσω του μικροαστού πρωταγωνιστή του, του Ζυλ Μαιγκρέ, μετά της συμβίας του. Είναι ακριβώς, όπως συμπεραίνει ο Λούκατς για τον Μπαλζάκ, αυτό «το βάθος του ρεαλισμού που τον απομακρύνει από την απλή φωτογραφική απεικόνιση της μέσης πραγματικότητας»: οι «χαμένες προσδοκίες» των (αντι)ηρώων του Σιμενόν είναι συστατικό της ανθρώπινης μοίρας, το έγκλημα συχνά η προϋπόθεση ή το επακόλουθό τους.

    

Μαιγκρέ, ένας flâneur εν υπηρεσία;

Κατά έναν περίεργο τρόπο, ανεξήγητο σχεδόν, ο Ζυλ Αμεντέ Φρανσουά Μαιγκρέ, όπως ήταν το πλήρες ονοματεπώνυμό του, δεν έχει μετακινηθεί ποτέ με το παρισινό μετρό. Κινείται στην πόλη με όχημα της αστυνομίας, με ταξί, ίσως κάποια φορά να έχει κρεμαστεί στον πίσω εξώστη των παλιών, πράσινων παρισινών λεωφορείων, κυρίως διασχίζει την πόλη με τα πόδια. Είναι όμως ένας πλάνης (flâneur), όπως μας τον κληροδότησαν ο Ζήγκφριντ Κράκαουερ, ο Φραντς Έσσελ, ο Λεόν-Πωλ Φαργκ κυρίως, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, αλλά και πολλοί άλλοι στα κείμενά τους; Η απάντηση είναι αμφίσημη, σαν δελφικός χρησμός: ο Μαιγκρέ (και κατ’ επέκταση κάθε ιδιωτικός ή αστυνομικός ερευνητής) είναι και δεν είναι ένας χαρακτηριστικός πλάνης. Πιο σωστά, ο επιθεωρητής (ντετέκτιβ) συγγενεύει με τον πλάνητα, ως μια «κεντρική φυσιογνωμία της νεοτερικότητας», στη βάση που το έθεσε ο Μπένγιαμιν, διαβάζοντας ανάμεσα στ’ άλλα τον «Άνθρωπο του πλήθους», του Έντγκαρ Άλλαν Πόε: «στη φυσιογνωμία του πλάνητα προ-διαμορφώνεται εκείνη του ντετέκτιβ».

Η σχετική προβληματική, αν και εκτείνεται σε συγγενή πεδία της αστεακής κοινωνιολογίας και ανθρωπολογίας, όπως και ευρύτερα των πολιτισμικών σπουδών, μπορεί κάλλιστα να αποβεί χρήσιμη. Κατ’ αρχάς, κατά μία έννοια ο Μαιγκρέ, στις παρισινές του έρευνες, «βοτανολογεί» με τον δικό του διαισθητικό και επαγωγικό τρόπο «την άσφαλτο». Μόνο που η ιχνηλασία του συνδέεται άρρηκτα με τη φύση του επαγγέλματός του, τη διαλεύκανση εγκλημάτων και τον εντοπισμό του δράστη. Ο επιθεωρητής, αυτονόητα, δεν είναι αργόσχολος, όπως κάθε υποδειγματικός πλάνης. Όμως η (κοινή) μνημοτεχνική μέθοδος  ενεργοποιείται κάθε φορά που θα διασχίσει τα μπουλβάρ και τις πλατείες της μητρόπολης, συνήθως με μια ενδιάμεση στάση σε κάποιο παρισινό μπιστρό. Κατά μια έννοια, ο Μαιγκρέ ακολουθεί το dictum του Πόε: «παρατηρώ σημαίνει θυμάμαι»,  που επικαθορίζει τη στάση και τις (μετα)κινήσεις του πλάνητα στην (μητρό)πολη.  Ο επιθεωρητής είναι ταυτόχρονα οδοιπόρος, πεζοπόρος και πλάνης. Παράλληλα, η μέθοδός του είναι κατ’ εξοχήν ευρετική, εκμαιεύοντας στοιχεία και πληροφορίες πέρα από τη γνωστή αστυνομική πρακτική των ερευνών.

Ο Σιμενόν, με τη σειρά του, συνθέτει, ειδικά στα αστυνομικά μυθιστορήματα με πρωταγωνιστή τον Μαιγκρέ στο Παρίσι (γύρω στα 60 τον αριθμό), ένα υποδειγματικό χρονοτοπικό σύστημα-πλέγμα, που προσομοιάζει, με τους όρους της διαμεσολαβημένης ψηφιακής (τηλ)επικοινωνίας, με ένα λογοτεχνικό GPS (Global Positioning System), που καταγράφει λεπτομερώς τις κινήσεις του επιθεωρητή στον πολεοδομικό ιστό και στο χάρτη του Παρισιού[6]. Οι προσωπικές και υπηρεσιακές μετακινήσεις του θαρρείς πως ενεργοποιούν τον φωτεινό πίνακα της αστυνομίας, με τις σχετικές ενδείξεις που αναβοσβήνουν πάνω στο χάρτη της πόλης, σαν ο αναγνώστης να κρατάει στα χέρια του έναν λογοτεχνικό Baedeker του παρισινού εγκλήματος κατά διαμέρισμα (arrondissement). Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί βάσιμα ότι, παράλληλα, ο Σιμενόν χαρτογραφεί το Παρίσι, με τις αναλογίες του Ζολά στο Στομάχι του Παρισιού.

gaben zirardot

Kino Lorber

Ο Ζαν Γκαμπέν, υποδειγματικός κινηματογραφικός Μαιγκρέ, και η Αννί Ζιραρντό στην ταινία του Ζαν Ντελανουά Ο Μαιγκρέ στήνει μια παγίδα, που γυρίστηκε το 1958.

 

Ο Σιμενόν στη Ζυρίχη (και την Αθήνα)

Η Ζυρίχη κατέχει μια εξ ίσου καίρια θέση στην εκδοτική ιστορία του συγγραφέα. Η γνωριμία του με τον ελβετό εκδότη και διευθυντή των εκδόσεων Diogenes, Daniel Keel (1930-2011), με τη μεσολάβηση του κοινού φίλου, Φεντερίκο Φελλίνι, θα αποδειχτεί κομβική. Από εκεί θα προκύψει μια στενή φιλία και συνεργασία, που θα αποφέρει, ανάμεσα στ’ άλλα, πωλήσεις 6 εκατομμυρίων αντίτυπων στις γερμανόφωνες χώρες, με πολλαπλές επανεκδόσεις και καινούργιες μεταφράσεις, μαζί με τη συνδιαχείριση των πνευματικών δικαιωμάτων που, μετά τον θάνατο του Ζωρζ Σιμενόν, θα αναλάβει ουσιαστικά ο γιός του, Τζων. Το 2017, παραδόξως και απροόπτως, δεν θα ανανεωθεί η πολυετής σύμβαση, και ο Σιμενόν αλλάζει εκδοτική στέγη, χωρίς όμως να απομακρυνθεί από τη Ζυρίχη, αφού ο παλιός, στενός συνεργάτης του Keel, Daniel Kampa, θα έρθει σε τελική συμφωνία με τον Τζων Σιμενόν[7].

Στην Ελλάδα, ήδη από το 2000 τα βιβλία του Ζωρζ Σιμενόν εκδίδονται εκ νέου από την Άγρα. Όμως ο βέλγος συγγραφέας «επισκέπτεται» τη χώρα ήδη το 1936, μέσα από το περιοδικό «ποικίλης ύλης» Μπουκέττο, που δημοσίευσε σε συνέχειες το μυθιστόρημα Το κεφάλι ενός ανθρώπου, σε ανυπόγραφη μετάφραση, ακριβώς πέντε χρόνια από την κυκλοφορία του βιβλίου στη Γαλλία, ενώ στη συνέχεια δημοσιεύτηκαν και άλλα κείμενά του, λογοτεχνικά και δημοσιογραφικά. Η υποδοχή του έργου του Σιμενόν στην Ελλάδα είναι το θέμα του Loic Marcou, στο σχετικό άρθρο[8], όπου για πρώτη φορά, μετά τη βιβλιογραφία των έργων του Σιμενόν στα ελληνικά, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβάζω (αρ. 202, 9/11/1988), ο αναγνώστης αποκομίζει μια διαυγή εικόνα για την εκδοτική πορεία του βέλγου συγγραφέα στην Ελλάδα, που δείχνει αφ’ ενός τη διεισδυτικότητα του συγγραφέα σε περιφερειακές γλώσσες, με δεδομένες πάντως, τις έντονες γαλλικές επιδράσεις στο ελληνικό εκδοτικό τοπίο της εποχής, αλλά και την οξυδέρκεια αρκετών ελληνικών εκδοτικών οίκων (μεταξύ άλλων, της Ατλαντίδος των Αφών Πεχλιβανίδη, των εκδόσεων της εφημερίδας Βραδυνή που ακολουθούσαν πιστά το γαλλικό πρωτότυπο σε σχήμα τσέπης, των εκδόσεων Γκόνη και, φυσικά, των ΒΙΠΕΡ).

Όμως, με βάση τον τεράστιο όγκο του σιμενονικού œuvre, το ελληνικό αναγνωστικό κοινό έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει μπροστά του μέχρι να κρατήσει στα χέρια του σημαντικούς τίτλους του συγγραφέα, αλλά και των μελετητών του.

 

Ο ΖΩΡΖ ΣΙΜΕΝΟΝ ΣΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

Ο Μαιγκρέ και ο νεκρός του, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2018

Πεντιγκρή, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2017

Μπέττυ, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2016

Ο Μαιγκρέ στους Φλαμανδούς, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2016

Ο Μαιγκρέ φοβάται, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2015

Στριπτήζ, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2015

Ο άνθρωπος από το Λονδίνο, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2014

Ο Μαιγκρέ και ο κύριος Σαρλ, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2014

Οι διακοπές του Μαιγκρέ, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2013

Σεληνιασμός, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2013

Τα Χριστούγεννα του Μαιγκρέ και άλλες ιστορίες, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2013

Η φυγή του κυρίου Μοντ, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2012

Ο θάνατος της Μπελλ, μετάφραση: Βάνα Χατζάκη, 2012

Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2011

Το χιόνι ήταν βρόμικο, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2011

Λίμπερτυ μπαρ, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2010

Ο γάτος, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2010

Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2009

Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2008

Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2007

Κόκκινα φώτα, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2006

Ο Μαιγκρέ και το ακέφαλο πτώμα, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2006

Ο τρελός του Μπερζεράκ, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2005

Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2004

Ο κίτρινος σκύλος, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2004

45° υπό σκιάν, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2003

Το μπλε δωμάτιο, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2003

Ο Μαιγκρέ στη Νέα Υόρκη, μετάφραση: Αργυρώ Μακάρωφ, 2002

 

[1] Βασίλης Βασιλικός, «Η Ήπειρος Σιμενόν», στο περιοδικό The Crimes and Letters Magazine (CLM), τχ. 3, Δεκέμβριος 2017, σ. 37, στο πλαίσιο του δίγλωσσου αφιερώματος στον Ζωρζ Σιμενόν («Το μεγάλο αφεντικό»), με κείμενα των Τζ. Σιμενόν, Π. Ασσουλίν, Λ. Ντεμουλέν, Μπ. Αλαβουάν, Λ. Μαρκού κ.ά.

[2] Βλ. ενδεικτικά, Simenon au cinema, Textes réunis et présentés par Claude Gauter, Hatier, Paris 1991. Επίσης B. Alavoine, «Ο Μαιγκρέ στην οθόνη» και Δ. Παναγιωτάτος, «Ο Ζ. Σιμενόν και το σινεμά», αμφότερα στο CLM, τχ. 3, Δεκέμβριος 2017, όπ. παρ.

[3] Πρόκειται για τρεις ιστορίες του με ήρωα τον Ωγκύστ Ντυπέν (Auguste Dupin): «Τα εγκλήματα της οδού Μοργκ» (“The Murders in the Rue Morgue”, 1841), «Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ» (“The Mystery of Marie Rogêt”, 1842) και «Το κλεμμένο γράμμα» (“The Purloined Letter”, 1844).

[4] Επιστολή του Αντρέ Ζιντ προς τον Ζωρζ Σιμενόν, 14/7/1945, στο: Georges Simenon, André Gide, Briefwechsel, μτφρ.: Stefanie Weiss, Diogenes, Zürich 1977.

[5] Georg Lukács, “Verlorene Illusionen“, στο: Balzac und der französischer Realismus, Aufbau-Verlag, Berlin 1952, pass.

[6] Βλ. σχετικά, Michel Carly, Maigret traversées de Paris. Les 120 lieux parisiens du commisair, Omnibus, Paris 2003.

[7] Βλ. ενδεικτικά, Neue Zürcher Zeitung, 17/8/ 2017, Frankfurter Allgemeine Zeitung, 21/8/2017 και Καθημερινή, 23/8/2017.

[8] L. Marcou, «Ο Σιμενόν στην Ελλάδα», στο: CLM, τχ. 3, Δεκέμβριος 2017, όπ. παρ.

Κώστας Θ. Καλφόπουλος

Δημοσιογράφος και συγγραφέας. Βιβλία του: Στην εποχή της περιπλάνησης (2000), Tilt! Δοκίμιο για το φλίππερ (2005), Far from the RAF. 30 χρόνια από το «γερμανικό φθινόπωρο»(2007), Καφέ Λούκατς. Budapest Noir (2008), Ένα παράξενο καλοκαίρι (2011), Καρέ-καρέ και άλλα διηγήματα (2013), Φλίππερ (2016). Μόλις κυκλοφόρησαν τα βιβλία του, Όταν έρθει η μέρα που ξέρεις (με τον Άγη Πετάλα) και Ένα φέρετρο για τη Σόφια (με τον Ανδρέα Αποστολίδη), Multiball (επιμ.).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.