1.
Τα Μυθιστορήματα των Τεσσάρων
Είναι η τρίτη φορά που ο Γλαύκος Θρασάκης, κατά κόσμον Λάζαρος Λαζαρίδης, συγγραφέας και ποιητής, τυχοδιώκτης και κοσμοπολίτης, εξόριστος και αυτοεξόριστος, επιστρέφει στις «αγορές» (του βιβλίου), μετά την πρώτη εμφάνισή του μέσα στη μεταπολιτευτική ευωχία, τον εκδοτικό οργασμό και τον συγγραφικό παλμό του 1976, έτος ορόσημο που θα σηματοδοτήσει με τέσσερα σημαντικά έργα (Η χαμένη άνοιξη, Το κιβώτιο, Το διπλό βιβλίο και Γλαύκος Θρασάκης) την «ποιητική και πολιτική ηθική» (Δ. Μαρωνίτης) της εποχής, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, αφού εργαλειοποιήθηκε αρκούντως τις επόμενες δεκαετίες, ακυρώθηκε οριστικά στις μέρες μας από τις κυβερνητικές επιλογές της Αριστεράς.
Αν στο Μυθιστόρημα των Τεσσάρων (1958), με την έμπνευση και την καθοδήγηση του Γιάννη Μαρή, έχουμε την κοινοπραξία τεσσάρων συγγραφέων, θεμελιωδών εκπροσώπων της «Γενιάς του ’30» (Βενέζης, Καραγάτσης, Μυριβήλης, Τερζάκης), σε ένα μυθιστόρημα-σκυταλοδρομία, στην αντίστοιχη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με τη σκυταλοδρομία τεσσάρων εξ ίσου σημαντικών συγγραφέων της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς (Τσίρκας, Αλεξάνδρου, Χατζής, Βασιλικός), που καταθέτουν στη δεδομένη πολιτική και εκδοτική συγκυρία τέσσερις εκδοχές του ελληνισμού: την εμφυλιακή, τη σύγχρονη, τη μεταναστευτική και την κοσμοπολίτικη. Περιέργως πώς, από τα τέσσερα αυτά βιβλία, που «συνομιλούν» μυστικά μεταξύ τους, εκείνο που λιγότερο απασχόλησε κριτική και κοινό ήταν ο Γλαύκος Θρασάκης, το opus magnum του συγγραφέα και ένας σημαντικός σταθμός στο σύγχρονο νεοελληνικό μυθιστόρημα.
Ως εκ τούτου, υπό εντελώς διαφορετικές συνθήκες, μία εκ νέου ανάγνωση του έργου είναι σήμερα αναγκαία, με σκοπό να εντοπίσει εκείνα τα στοιχεία και τις προϋποθέσεις λόγω των οποίων τόσο η εγχώρια κριτική της εποχής όσο και οι γενικότερες συνθήκες πρόσληψης παραγνώρισαν το ριζοσπαστικό του συγγραφικού εγχειρήματος, τη ριζωματικότητα του έργου και το αφηγηματικό συγκείμενο, ώστε να διεισδύσουν στον λαβυρινθώδη κόσμο του συγγραφέα, στις περιπλανήσεις του ήρωα και το «παράλληλο σύμπαν» του(ς). Αυτά αφορούν εν ολίγοις την εκδοτική και πολιτική συγκυρία, τον «εγκλωβισμό» του συγγραφέα από μεγάλο μέρος της κριτικής, το «απονενοημένο διάβημα» προς τη βιογραφία, που μετατρέπεται σε «ψυχογραφικό θρίλλερ» (σύμφωνα με το οπισθόφυλλο της πρώτης έκδοσης του 1974) ανάμεσα στον βιογράφο και τον βιογραφούμενο, καθώς και το κειμενικό σώμα της πόλης, στο προκείμενο πρωτίστως του Βερολίνου.
2.
Το «ανοιχτό έργο» του συγγραφέα και η περίκλειστη κριτικογραφία (ο εγκλωβισμός)
Ακόμα και η επιβράβευση του Βασίλη Βασιλικού με το «Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων» για το σύνολο του έργου του και την προσφορά του στα πολιτιστικά πεπραγμένα του τόπου, παρέβλεψε, έστω και με ενδεικτική αναφορά του τίτλου, τον Γλαύκο Θρασάκη, καθώς και να συμπεριλάβει την περίοδο των Εκδόσεων 8½ (1968-1974), όπου για πρώτη φορά στη σύγχρονη εκδοτική ιστορία της χώρας ένας συγγραφέας μετατρέπεται ταυτόχρονα και σε «παραγωγό» του έργου του, καθορίζοντας ο ίδιος τις υλικές συνθήκες παραγωγής της πνευματικής του δημιουργίας, ένα αίτημα που ήδη απασχολούσε τους διανοούμενους από την περίοδο του Μεσοπόλεμου.
Η παράλειψη κάθε άλλο παρά σκόπιμη θα μπορούσε να εκληφθεί. Απλώς, πιστοποιεί και επίσημα μία πραγματικότητα, στην οποία είναι εγκλωβισμένος εκών-άκων ο συγγραφέας εδώ και δεκαετίες: υπάρχει ο Βασιλικός της Διήγησης του Ιάσονα, της Τριλογίας (Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα), των Θυμάτων ειρήνης, των Φωτογραφιών, του Ζ ανυπερθέτως (χωρίς όμως το απαραίτητο συμπλήρωμά του, Το ημερολόγιο του Ζ) και άλλων τινών, δεν υπάρχει όμως ο Βασιλικός του Μετώκησεν εις άγνωστον διεύθυνσιν, του Μαγνητόφωνου και του 20.20, του Τρομερού μήνα Αύγουστου, πόσο μάλλον του Γλαύκου Θρασάκη, αλλά και του Θανάτου του Αμερικάνου και άλλων έργων. Όμως, ο Γλαύκος Θρασάκης αποτελεί αδιαμφισβήτητα μία σημαντική τομή στη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία και την επιτομή στην ογκώδη εργογραφία του συγγραφέα: ο Βασιλικός δεν (θα) είναι πια ίδιος μετά την έκδοση του Θρασάκη.
3.
Ένα φυγόκεντρο μυθιστόρημα (το απονενοημένο διάβημα του συγγραφέα)
Με τον Γλαύκο Θρασάκη, ο συγγραφέας, στην πρώτη επιστροφή του στα πάτρια, επιχειρεί το δικό του salto mortale μέσα στη δίνη των μεταβατικών καιρών (αποκατάσταση της δημοκρατίας, νομιμοποίηση και ηγεμονία της Αριστεράς, πολιτική και πολιτιστική επικυριαρχία των μικροαστικών στρωμάτων, καταναλωτισμός κ.ά.), προσφεύγοντας στην αναζήτηση του «άλλου εαυτού» μέσα από τη βιογραφική κατασκευή. Στην πορεία του θα συναντήσει προγραμματικά την Αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νάιτ, θα «ερωτοτροπήσει» με τη Χλωμή φωτιά (αμφότερα από το οπλοστάσιο του Ναμπόκοβ) και θα φυλλομετρήσει τον Ηλίθιο της οικογένειας (Σαρτρ), περίπου 10 χρόνια μετά από ένα ανάλογο, και εξ ίσου σημαντικό εγχείρημα, στη γερμανο-γερμανική, αλλά και ευρύτερα ευρωπαϊκή λογοτεχνία, που φέρει την υπογραφή του Ούβε Γιόνζον (Το τρίτο βιβλίο για τον Άχιμ).
Ο Θρασάκης είναι ένα ριζωματικό, υποδειγματικό «ανοιχτό έργο», που χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της πολλαπλότητας και του πλουραλισμού των εκδοχών πρόσληψης. Εδώ, υλοποιούνται ιδιοφυώς και σε ρυθμό κρεσέντο μια σειρά «εφαρμογών» της νεωτερικής (και μετανεωτερικής) γραφής: μυθιστόρημα-δοκίμιο (Romanessay), βιβλίο-μέσα-στο-βιβλίο, τεχνικές του μοντάζ και του κολάζ (ήδη προσφιλείς την περίοδο του Μεσοπολέμου, από τον Μπένγιαμιν μέχρι τον Νταίμπλιν), η λογοτεχνική μεταποίηση του ντοκουμέντου («άπαντα τα ευρισκόμενα» και κατάλοιπα του συγγραφέα, ημερολόγια, έγγραφα και λογαριασμοί, αποκόμματα Τύπου και μικρές αγγελίες, επιγραφές καταστημάτων, ανάλυση φωτογραφίας σαν έργο τέχνης από τεχνοκριτικό, όπως συμβαίνει απαράμιλλα, και καινοτόμα για τη νεοελληνική πεζογραφία, στο 10ο κεφάλαιο), ταυτόχρονα η χρήση λογοτεχνικού υλικού (ποιήματα) προς τεκμηρίωση ή συναγωγή στοιχείων, αλλά και συμπερασμάτων γύρω από το προφίλ του κεντρικού ήρωα (όμως, ποιος ακριβώς είναι ο κεντρικός ήρωας; ο βιογράφος του συγγραφέα ή ο συγγραφέας της βιογραφίας;), η συνακόλουθη όσμωση του αυτοβιογραφικού με το βιωματικό, η διαρκής αναζήτηση και οι ανασκευές των μέχρι πρότινος δεδομένων, που συναντά κανείς και στο αστυνομικό μυθιστόρημα (ο βιογράφος ως ντετέκτιβ), η βιογραφική προσέγγιση ως παράλληλη εκδοχή και δυνατότητα ενδοσκόπησης του βιογράφου, καθώς συγχέονται και διαπλέκονται διαρκώς ρόλοι και ταυτότητες μεταξύ βιογράφου και βιογραφούμενου, δηλαδή μεταξύ κυνηγού και θηράματος (Σαρτρ), σ’ έναν «τριχασμό» που διαρκώς μετακινεί τα όρια ανάμεσα στον Βασίλη Βασιλικό, τον Λάζαρο Λαζαρίδη και τον Γλαύκο Θρασάκη (ομού μετά της Γλαύκας), μέχρι την τελική ανατροπή στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος: τα πολλαπλά είδωλα του αφηγητή.
4.
Ένα «ελληνικό» Berliner Ensemble (η πόλη στο κείμενο)
Στις Τέσσερις προσανατολισμένες πόλεις (επίσης, ένα βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού πού πέρασε απαρατήρητο και πραγματεύεται την κατάσταση των πολιτικών προσφύγων στις χώρες του «ανατολικού μπλοκ», όπως έκανε αντίστοιχα και ο Γιάννης Μαρής περίπου την ίδια περίοδο), το Βερολίνο, ανάμεσα στην Αθήνα, τη Ρώμη και το Παρίσι, κατέχει κεντρική θέση στον «λογοτεχνικό άτλαντα» του συγγραφέα, όχι μόνο λόγω της σχετικά σύντομης παραμονής του, ως υποτρόφου της DAAD (Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών), όπως και ο Δημήτρης Νόλλας και ο Θανασης Βαλτινός κ.ά., όσο κυρίως λόγω του τρίτου μέρους του Θρασάκη.
Από το 25ο κεφάλαιο και μετά, με αποκορύφωμα το τρίτο μέρος του έργου («Μπερλίνερ Ανσάμπλ»), ο Θρασάκης, καθώς περιπλανιέται στην πόλη-Ιανό του Βερολίνου, μετατρέπεται σε μία ελληνική εκδοχή του Χανς Μπίμπερκοπφ, του κεντρικού ήρωα στο μυθιστόρημα του Άλφρεντ Νταίμπλιν, Μπερλίν-Αλεξάντερπλατς, ωθούμενος από την «πείνα του πεπρωμένου» (Schicksalshunger, κατά Βάλτερ Μπένγιαμιν), σ’ ένα «παιγνίδι» ιχνηλασίας, αποτύπωσης και διάθλασης του αστεακού τοπίου, μέσα από το βλέμμα και τις μετακινήσεις του ήρωα, που κινείται ανάμεσα στη «λογοτεχνία της πόλης» και την «πόλη στη λογοτεχνία» (Λίζυ Τσιριμώκου, Λογοτεχνία της πόλης, 1988), ένα προσφιλές θέμα στη διεθνή βιβλιογραφία εδώ και δεκαετίες.
Από κοσμοπολίτης, περιηγητής, εξόριστος (και αυτοεξόριστος), ο Θρασάκης μετατρέπεται παράλληλα και κατ’ ανάγκη σε ένα είδος «πλάνητα», σε μία σύγχρονη εκδοχή του «ανθρώπου του πλήθους» (Πόε): μία διχασμένη προσωπικότητα σε μία διχασμένη (διχοτομημένη) πόλη, που «θυμίζει το Κε-σαν σε καιρό ειρήνης». Το τρίτο μέρος του μυθιστορήματος μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα σαν ένα βιβλίο-μέσα-στο-βιβλίο, ένα εγκόλπιο περιπλάνησης, που συνομιλεί άμεσα με το επικό μυθιστόρημα της πόλης (Ζολά, Νταίμπλιν, Ντος Πάσσος κ.ά.), όπου η μητρόπολη, μέσω της περιπλάνησης, μετασχηματίζεται σε ένα μάλλον νεφελώδες, σχεδόν ονειρικό χρονο-τοπικό σύστημα αναφορών (στον αντίποδα του σιμενονικού συστήματος που προβάλλεται στον παρισινό χάρτη του επιθεωρητή Μαιγκρέ ή εκείνου για την Αθήνα της Χαμένης άνοιξης, στον Τσίρκα, ό,τι χαρακτηρίζεται ως «τοπωνυμικός λόγος») και συντεταγμένων –ιστορικών, πολεοδομικών, λογοτεχνικών, ψυχαναλυτικών ενδεχομένως, αλλά και ψυχο-γεωγραφικών κατά Ντεμπόρ–, καθώς και σ’ ένα Leitmotiv της δαιδαλώδους «περιήγησης», στον άξονα «βίωμα και εμπειρία», όπως ο ήρωας κινείται αδιάκοπα μεταξύ της επανάληψης και της ανάμνησης (δύο κεντρικά μοτίβα στον Κίρκεγκωρ, που επανέρχονται τρεις δεκαετίες αργότερα στην Επανάληψη, του Αλαίν Ρομπ-Γκριγιέ): όπως ακριβώς ο συγγραφέας έτσι και ο ήρωας-αφηγητής, μαζί με τον αναγνώστη, χάνεται συνειδητά-ασυνείδητα, και ξαναβρίσκεται στο λαβύρινθο της μητρόπολης (Μπένγιαμιν).
Στο «Μπερλίνερ Ανσάμπλ», το Βερολίνο, διχασμένο και διχαστικό, βίαια διχοτομημένο από το Τείχος, είναι η πόλη-νησίδα μέσα στην οποία «φυλακίζεται» ο Θρασάκης. Ο αστεακός χώρος (urban space), άξενος, χαοτικός, αλλοπρόσαλλος, ξεδιπλώνεται στα βήματά του σαν τρισδιάστατος χάρτης, γνωστός και ως Pharus-Plan, από τα χρόνια του Ζίμμελ, του Μπένγιαμιν και του Κρακάουερ. Ο συγγραφέας κινείται διαρκώς μεταξύ αφήγησης και περιπλάνησης, καθώς ο ήρωας μετα-κινείται στο χώρο της (αστεακής) γεωγραφίας, της εμπειρίας και της φαντασίας, στην προσπάθειά του να κατανοήσει τον κόσμο και τα σύνορά του: τα εξωτερικά (χώρος) και εσωτερικά (ψυχή) όρια της ύπαρξης.
5.
Desideratum
Ο Γλαύκος Θρασάκης θα περιμένει υπομονετικά την τελική έκδοσή του σε «βιβλίο τσέπης» (pocket), στα πρότυπα της Folio/ Gallimard, του Penguin ή του Suhrkamp, αλλά και του παλιού Οδυσσέα. Στην περίπτωση της εύχρηστης έκδοσης θα μπορούσε ενδεχομένως να συμπληρωθεί (κάποτε;) μ’ ένα ευρετήριο ονομάτων και τόπων, όπως συμβαίνει με το «Μικρό Ευρετήριο» που συνοδεύει τις Επετείους, του Ούβε Γιόνζον (Kleines Adressbuch für Jerichow und New York. Ein Register zu Uwe Johnsons Roman, 1983, σε επιμέλεια του Rolf Michaelis), καθώς και με τους πρώτους στίχους από τα (ανέκδοτα) ποιήματα του Γλαύκου Θρασάκη.
Αρχείο Κώστα Θ. Καλφόπουλου
Το Berliner Ensemble, το ιστορικό θέατρο του Μπρεχτ στην Ανατολική Γερμανία. Ο Γλαύκος Θρασάκης, ο ήρωας του Βασιλικού, στο κεφάλαιο με τίτλο “BerlinerEnsemble”, από κοσμοπολίτης, περιηγητής, εξόριστος (και αυτοεξόριστος), μετατρέπεται σε ένα είδος «πλάνητα», σε μία σύγχρονη εκδοχή του «ανθρώπου του πλήθους» (Πόε): μία διχασμένη προσωπικότητα σε μία διχασμένη (διχοτομημένη) πόλη, που «θυμίζει το Κε-σαν σε καιρό ειρήνης».