Σύνδεση συνδρομητών

Γκαρίντσα, «η χαρά του παιχνιδιού»

Σάββατο, 10 Φεβρουαρίου 2024 12:35
Οι παίκτες της εθνικής Βραζιλίας περιφέρουν τη σημαία της χώρας τους μετά τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958. Ο Γκαρίντσα είναι τρίτος από δεξιά.
Wikipedia
Οι παίκτες της εθνικής Βραζιλίας περιφέρουν τη σημαία της χώρας τους μετά τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958. Ο Γκαρίντσα είναι τρίτος από δεξιά.

Το παρόν κείμενο αφιερώνεται στη μνήμη του αγαπημένου φίλου, Κώστα Καλφόπουλου, που λάτρευε το ποδόσφαιρο, κυρίως όπως παιζόταν στα «χρόνια της αθωότητας» (που είναι και ο τίτλος της υπέροχης σειράς ντοκιμαντέρ για την ΕΤ3 του Ηλία Γιαννακάκη η οποία αναφέρεται στο ελληνικό ποδόσφαιρο των ετών 1920-1980, δηλαδή μέχρι τη θέσπιση του επαγγελματικού πρωταθλήματος). Ο ήρωας του κειμένου, Μανέ Γκαρίντσα, ο «απόλυτος ερασιτέχνης ποδοσφαιριστής», προσωποποιεί στη Βραζιλία, την πατρίδα του jogo bonito (του όμορφου παιχνιδιού, όπως αποκαλούν εκεί το ποδόσφαιρο), την πηγαία χαρά που αυτό χάριζε –την εποχή εκείνη τουλάχιστον- στον απλό κόσμο, κυρίως στους φτωχούς αυτής της χώρας. (Τεύχος 147)

Ο Μανέ Γκαρίντσα (1933-1983) ή Μανουέλ Φρανσίσκο ντε Σάντος (όπως ήταν το πραγματικό του όνομα), παίκτης της Μποταφόγκο, υπήρξε ήρωας της Εθνικής Βραζιλίας στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1958 και του 1962. Το 1962, μάλιστα, ήταν ο πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης και ανακηρύχθηκε ο πιο πολύτιμος παίκτης. Όταν σταμάτησε το ποδόσφαιρο, έζησε μια δύσκολη ζωή, μέσα στο ποτό –όπως, δυστυχώς, και ο Ιρλανδός Τζωρτζ Μπεστ- και πέθανε νέος, αλκοολικός και μόνος.

Έπαιζε δεξιό εξτρέμ, «πάνω στον ασβέστη» (όπως θα λέγανε όσοι έχουν παίξει ποδόσφαιρο στα ελληνικά γήπεδα μιας άλλης εποχής!), και είχε μετατρέψει ένα σοβαρό σωματικό του ελάττωμα (το αριστερό πόδι του ήταν έξι πόντους πιο μακρύ από το δεξιό, ενώ το δεξιό είχε μια κλίση προς τα μέσα) σε προτέρημα: φορώντας τη φανέλα άλλοτε με το νούμερο 7 κι άλλοτε με το νούμερο 11, ζάλιζε τους αντιπάλους αμυντικούς με τις απίθανες κοφτές ντρίπλες του, ξεγελώντας τους ως προς την κατεύθυνση στην οποία επρόκειτο να κινηθεί το σώμα του. Ήταν σαν να χόρευε σάμπα! Η ντρίπλα του ονομάστηκε «ντρίπλα του Θεού», καθώς ο Γκαρίντσα είχε την ικανότητα να ντριπλάρει μέσα σε πολύ μικρό χώρο, ώστε δικαίως να λέγεται ότι είχε την ικανότητα να «ντριπλάρει και μέσα σε τηλεφωνικό θάλαμο». Δεν είναι τυχαίο ότι ο δικός μας, Βασίλης Χατζηπαναγής, ο σπουδαίος αυτός βιρτουόζος του ποδοσφαίρου μας, που μάγευε με τις ντρίπλες του, είχε ως ίνδαλμα τον Γκαρίντσα. Ο υπογράφων αυτό το κείμενο πιστεύει ότι –με δεδομένη την αυθαιρεσία πως παραβλέπουμε ότι μιλάμε για διαφορετικές εποχές όσον αφορά τα ποδοσφαιρικά συστήματα που ακολουθούνταν- από τις παλαιότερες γενιές ποδοσφαιριστών ο Άγγλος Στάνλεϊ Μάθιους ήταν ενδεχομένως εξίσου ικανός ντριπλαδόρος με τον Γκαρίντσα, ενώ ο μόνος παίκτης που στη νεότερη εποχή θα μπορούσε να συγκριθεί μαζί του ως προς την τέχνη της ντρίπλας δεν είναι καν ο Μαραντόνα, ο Μέσι ή ο Ρονάλντο το φαινόμενο, αλλά ο, επίσης Βραζιλιάνος, Ροναλντίνιο!

Η μαγεία του ποδοσφαίρου που έπαιζε ο Γκαρίντσα, η ικανότητά του στην ντρίπλα και η εκπληκτική αυτοπεποίθησή του να χειρίζεται τη μπάλα με τρόπο που να υπακούει απολύτως στις επιθυμίες του –ο ίδιος «χόρευε» γύρω από την μπάλα και ήταν σαν και η μπάλα να «χόρευε» γύρω από αυτόν- απεικονίζονται στο εκπληκτικό γκολ που πέτυχε σε φιλικό ματς της Εθνικής Βραζιλίας εναντίον της Φιορεντίνα, κατά την προετοιμασία της ομάδας για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1958. Ο Eduardo Galeano, στο βιβλίο του, Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως, περιγράφει ως ακολούθως «Το γκολ του Γκαρίντσα»:

Συνέβη το 1958 στην Ιταλία. Η εθνική ομάδα της Βραζιλίας έπαιζε με τη Φιορεντίνα, σε αγώνα προετοιμασίας για το Μουντιάλ της Σουηδίας.

Ο Γκαρίντσα όρμησε στην περιοχή, εξουδετέρωσε έναν αμυντικό, ύστερα άλλον, κι άλλον. Όταν είχε αποφύγει ακόμα και τον τερματοφύλακα, διαπίστωσε ότι πάνω στη γραμμή του τέρματος υπήρχε ένας αντίπαλος: o Γκαρίντσα προσποιήθηκε πως δίσταζε, πως θα σούταρε στη γωνία, και ο άλλος έφαγε τα μούτρα του πάνω στο δοκάρι. Τότε ο τερματοφύλακας άρχισε πάλι να τον ενοχλεί. Ο Γκαρίντσα του πέρασε την μπάλα κάτω από τα πόδια, και μπήκε κι ο ίδιος στο τέρμα.

Στη συνέχεια, με την μπάλα παραμάσχαλα, επέστρεψε αργά στον αγωνιστικό χώρο. Περπατούσε κοιτάζοντας κάτω, ίδιος Σαρλό σε αργή κίνηση, σαν να ζητούσε συγγνώμη για εκείνο το γκολ που αναστάτωσε όλη τη Φλωρεντία.[1]

Είναι ενδιαφέρον ότι για την «υπεροπτική» συμπεριφορά που επέδειξε κατά την επίτευξη αυτού του τέρματος, ο τότε προπονητής της Σελεσάο, Βιθέντε Φέολα, τιμώρησε τον Γκαρίντσα μη δίνοντάς του θέση στην ενδεκάδα στο πρώτο παιχνίδι του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1958, όταν οι Βραζιλιάνοι κέρδισαν εύκολα τους Αυστριακούς με 3-0 (αντ’ αυτού προτίμησε τον πιο «πειθαρχημένο» Ζοέλ της Φλαμένγκο).[2]

Τέλος, πολλοί συνηθίζουν να συγκρίνουν τον Πελέ με τον Γκαρίντσα, για να υπογραμμίσουν κυρίως τις διαφορετικές τους προσωπικότητες  ως αθλητών και ανθρώπων. Αφορμή γι’ αυτή την σύγκριση δίνουν όσα αναφέρει για τον Γκαρίντσα ο Alex Bellos στο κεφάλαιο, «Ο στραβοκάνης άγγελος», στο υπέροχο βιβλίο του, Futebolo βραζιλιάνικος τρόπος ζωής.[3] Ο Bellos διαπίστωσε ότι στη Βραζιλία ο Πελέ ήταν «ο βασιλιάς», αυτός που όλοι σέβονταν, ο ποδοσφαιριστής  που έχαιρε της μεγαλύτερης δημοφιλίας σε ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο εκτός από την ίδια του την πατρίδα: σε αυτήν, ο πιο αγαπημένος ήρωας του πιο λαοφιλούς αθλήματος ήταν ο Γκαρίντσα. Γιατί ο Μανέ ενσάρκωνε την ίδια «την χαρά του παιχνιδιού», που είναι συνώνυμη με τον «βραζιλιάνικο τρόπο ζωής». Αντιθέτως, ο Πελέ ήταν ήδη ένας επαγγελματίας πριν από την εποχή του, ένα σπάνιο ποδοσφαιρικό ταλέντο που δούλεψε επαγγελματικά (δηλαδή με σύστημα και συνέπεια) προκειμένου να γίνει ο πιο πλήρης, ο κορυφαίος ποδοσφαιριστής του κόσμου (τουλάχιστον στην εποχή του, αν όχι όλων των εποχών!) και ταυτόχρονα ένας επιτυχημένος επιχειρηματίας. Όμως, όπως σημειώνει ο Eduardo Galeano, ο Πελέ «έξω από τα γήπεδα, δεν χάρισε ποτέ λεπτό από τον χρόνο του, και ποτέ δεν έβγαλε ούτε ένα νόμισμα από το πορτοφόλι του».[4] Ο Πελέ ενσαρκώνει για τους Βραζιλιάνους την αξία της επιτυχίας, ποδοσφαιρικής, επαγγελματικής και κοινωνικής, αλλά ποτέ δεν «μίλησε» στο συναίσθημά τους. Αντιθέτως, ο κοινωνικά παρείσακτος Γκαρίντσα, που, αντί να κάνει επενδύσεις, έκρυβε –ανίκανος να σκεφτεί την οποιαδήποτε καλύτερη λύση- τα χρήματα μέσα σε βάζα και χαρτόκουτα, διέσωσε, παρά το τραγικό του τέλος, στο συλλογικό φαντασιακό των Βραζιλιάνων και ιδίως των πιο φτωχών λαϊκών κοινωνικών τους στρωμάτων, τη μοναδική χαρά, τον πηγαίο ενθουσιασμό με τον οποίο τα πιτσιρίκια παίζουν ξυπόλυτα μπάλα στις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο και στις αμμουδιές της Κοπακαμπάνα. Συνοψίζοντας και καταλήγοντας: «Ο Πελέ, πάνω απ’ όλα είναι σύμβολο νίκης. Ο Γκαρίντσα συμβολίζει το να παίζεις για το κέφι σου. Η Βραζιλία δεν είναι χώρα νικητών. Είναι χώρα ανθρώπων που τους αρέσει να γλεντάνε».[5] Τι παραπάνω να προσθέσω;

[1] Eduardo Galeano, To ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως, μετάφραση: Ισμήνη Κανσή, Εκδόσεις Πάπυρος, Αθήνα, 2016, σελ. 125. Το γκολ, μόνον όμως στο όμορφο τελείωμά του, μπορεί κανείς να το δει σε σχετικό βιντεάκι που υπάρχει στο youtube.

[2] Τζόναθαν Γουίλσον, Αντιστρέφοντας την πυραμίδα – Η ιστορία του ποδοσφαίρου, των τακτικών και των συστημάτων του, μετάφραση: Χρίστος Χαραλαμπόπουλος, εισαγωγή: Αντώνης Καρπετόπουλος, Polaris Εκδόσεις, Αθήνα, 2010, σελ. 176-177.

[3] Alex Bellos, Futebol – Ο βραζιλιάνικος τρόπος ζωής, μετάφραση: Γιάννης Ανδρέου & Αντώνης Καλοκύρης, Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα, 2004. Βλ. συναφώς και Sotrek, «Πελέ vs Γκαρίντσα», HUMBA, τεύχος άνοιξης – Απρίλιος 2023, σελ. 20-21, όπως και Θάνος Σαρρής, «Πελέ ή Γκαρίντσα», στο βιβλίο, Πελέ – Ο άνθρωπος, ο μύθος, Η Καθημερινή, Αθήνα, 2023, σελ. 68-75.

[4] Eduardo Galeano, To ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως, όπ.π., σελ. 164.

[5] Sotrek, «Πελέ vs Γκαρίντσα», όπ.π., σελ. 21.

Γιώργος Λ. Ευαγγελόπουλος

Καθηγητής πολιτικής φιλοσοφίας και διεθνών σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Βιβλία του: Καστοριάδης και σύγχρονη πολιτική θεωρία (2009), Μαθηματικά και φυσική (2010), Μαθηματικά, θεωρητική ή πρακτική επιστήμη, εντέλει; (2016), Ένας αιώνας διεθνών σχέσεων 1919-2019 (επιμ. με τον Ανδρέα Γκόφα και τη Μαριλένα Κοππά, 2020), Κρίσιμες οντολογικές έννοιες στο έργο του Καστοριάδη (2022), Θεωρητικές και θετικές επιστήμες. Οι δύο κουλτούρες και οι διατομές τους (2022), Παναγιώτης Κονδύλης και Alexandre Kojève (2023).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.