Όλοι, νομίζω, έχουμε έναν τουλάχιστον αγαπημένο στίχο του Διονύση Σαββόπουλου. Όταν κάτι με πιέζει, όταν ζορίζομαι, επειδή οι καταστάσεις με ξεπερνούν, λέω στον εαυτό μου για να συνέλθει «Η ζωή αλλάζει, δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία». Δηλαδή, του λέω, «εαυτέ, βγάλ’ τα τώρα πέρα και άσε τις κλάψες».
Την Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017 παρακολούθησα την τελετή απονομής του τίτλου του επίτιμου διδάκτορα στον Διονύση Σαββόπουλο από το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Το ακαδημαϊκό θέσμιο της απονομής αυτού του τίτλου σε εξέχουσες προσωπικότητες έχει δεχτεί, και δέχεται, καθόλου άδικα, έντονη κριτική, για τις σκοπιμότητες που, πράγματι, πολλές φορές κρύβονται από πίσω. Η απονομή του τίτλου στον Σαββόπουλο δεν ήταν εξαίρεση. Γκρίνιες ακούστηκαν, ιδιαίτερα για το γεγονός ότι τον τίτλο απένειμε το Τμήμα Φιλολογίας και όχι π.χ. το Τμήμα Μουσικών Σπουδών. Αλλά και επειδή δόθηκε σε έναν απλό(;) τραγουδοποιό. Πόσο μάλλον που η ενιαία Φιλοσοφική Σχολή παλαιότερα, και το ίδιο το Τμήμα Φιλολογίας αργότερα, έχουν απονείμει τον τίτλο σε ποιητές όπως ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, και ο Βαφόπουλος, η Καρέλλη, ο Αναγνωστάκης, αντίστοιχα. Γιατί στο σκεπτικό της απόφασης ο στίχος του Σαββόπουλου ως αναπόσπαστο τμήμα της μελωδίας του ήταν ο αποχρών λόγος της απονομής του τίτλου. Mutatis mutandis, που θα έλεγε και ο λατινολόγος συνάδελφος που έκανε τη laudatio, πρόκειται για την ίδια γκρίνια που συνόδευσε την απονομή του βραβείου Νόμπελ στον Μπομπ Ντύλαν. Σε μια παρεμφερή αναφορά του στον Ντύλαν, ο Σαββόπουλος είπε: «ας επιστρέψουμε όμως στις δικές μας αναλογίες».
Μια άλλη πλευρά της κριτικής ήταν ότι η επιλογή αυτή αποπνέει επαρχιωτισμό. Η αλήθεια είναι ότι ο στίχος «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» κυριάρχησε εκείνη τη βραδιά. Όλοι γνωρίζετε πόσο τοπικιστές είμαστε οι Σαλονικοί. Όλοι κολάκεψαν και όλοι κολακεύθηκαν. Ο τιμώμενος, ο πρύτανης, οι καθηγητές, το κοινό. Μοιραία(;), η τελετή είχε μια χαλαρότητα. Τόσο ο πρύτανης, όσο και ο κοσμήτορας της σχολής, στις προσφωνήσεις τους, απευθύνθηκαν στον τιμώμενο στον ενικό. Μου φάνηκε άκομψο. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα το έκαναν για έναν, π.χ., νομπελίστα. Ευτυχώς, για έναν γερμανοθρεμμένο όπως η αφεντιά μου, που πάντως γεννήθηκε στη Σαλονίκη, ο πρόεδρος του τμήματος και ο κεντρικός ομιλητής που εκφώνησε τον έπαινο του τιμωμένου χρησιμοποίησαν τον σεβαστικό πληθυντικό.
Ακούγοντας τη laudatio, που εκφώνησε ο καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας και ακαδημαϊκός, λατινολόγος (!) Θεόδωρος Παπαγγελής, έκανα μια αρνητική σκέψη. Ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος, ενώ υπομνημάτισε (όπως εύστοχα επισήμανε ο ομιλητής) όλες τις περιόδους που σφράγισαν τη χώρα από το 1966, στη διάρκεια της κρίσης πρακτικά σιώπησε. Μια φίλη, όταν της το είπα, διαφώνησε. «Μίλησε, ωστόσο», μου είπε. «Όχι με τραγούδια, αλλά εγώ που δεν έχω χάσει παράσταση, κάθε φορά που πηγαίνω, καταλαβαίνω ποιο είναι το μήνυμά του, και είναι καλό, καθοδηγητικό, παρηγορητικό αλλά και συμπεριληπτικό».
Όταν πήρε το λόγο ο ίδιος ο τιμώμενος για την αντιφώνηση, οι σκέψεις μου άλλαξαν. Ολόκληρη τη βραδιά, όλες οι ομιλίες, αλλά ιδιαίτερα εκείνη του Σαββόπουλου, επιτέλους, δεν αναφέρθηκαν καθόλου στην κρίση. Επί τρεις ώρες ένιωθα ότι ζω ξανά σε μια κανονική χώρα. Στην οποία μπορούμε να συζητάμε για πολύ όμορφα πράγματα, όπως η σχέση μουσικής και ποίησης, μελωδίας και στίχου, φιλοσοφίας και μουσικής. Επί τρεις ώρες, έλειψαν η κλάψα, η μιζέρια, ο θυμός, το σηκωμένο δάχτυλο, η συνωμοσιολογία, η ξενοφοβία. Ξεχάστηκα. Η χειρότερη υπηρεσία που πρόσφερε το λεγόμενο αντιμνημονιακό κίνημα είναι ότι μας στέρησε αυτές τις στιγμές. Ιδιαίτερα οι καλλιτέχνες, που μας φλόμωσαν στην αντιμνημονιακή κλάψα, αν και ένας ένας ανακαλύπτουν θυμωμένοι ότι, τελικά, οι επαναστάτες χωρίς αιτία δεν έκαναν το γάιδαρο να πετάει. Λίγες οι εξαιρέσεις.
Μετά τις ομιλίες, η βυζαντινή χορωδία Ιωάννης ο Χρυσόστομος (!) ερμήνευσε τραγούδια του Σαββόπουλου με σολίστ τον ίδιο! Γύρω μου άνθρωποι όλων των ηλικιών, συγκινημένοι, έκλαιγαν. Στο ανκόρ, πρύτανης, κοσμήτορας, καθηγητές και κοινό ζήτησαν επίμονα τη «Συννεφούλα». Ο Σαββόπουλος έδειξε ότι δεν το ήθελε, αλλά ευγενικά υπέκυψε. Δεν άντεξε νομίζω, όμως, και στο τέλος οδήγησε τον πιανίστα σε ένα μέτρο που τον πέρασε στο «Τρίγωνα, κάλαντα μέσ’ στις γειτονιές, έρχονται Χριστούγεννα και πρωτοχρονιές», κάνοντας στο 90΄ την ανατροπή.
Μετά την τελετή, πλησίασα τον Διονύση Σαββόπουλου και του διηγήθηκα μια σκηνή, στην οποία ήταν αυτήκοος μάρτυρας ο πατέρας μου ως νεαρός καθηγητής του ΑΠΘ, σε ηλικία 39 ετών. Το 1955, η Θεολογική Σχολή του ΑΠΘ έκανε επίτιμο διδάκτορα το βασιλιά Παύλο! Μετά την τελετή, ένας καθηγητής, ενθουσιασμένος, πλησίασε τον Παύλο και του είπε: «Συγχαρητήρια Μεγαλειότατε. Και εις ανώτερα». «Δηλαδή;», του απάντησε απορημένος ο βασιλιάς.
Συγχαρητήρια, λοιπόν, κ. Σαββόπουλε, και εις ανώτερα, του λέω κι εγώ, ένας, όχι πια νεαρός, καθηγητής του ΑΠΘ. «Δηλαδή;», μου απάντησε ο Νιόνιος, σκασμένος στα γέλια! Τελικά, είμαστε(;) επαρχία!