Ο Γιάννης Βούλγαρης έχει δίκιο. Η ιστορία μίλησε για τον Κώστα Σημίτη. Ή, όπως το έγραψε ο Μιχάλης Μητσός, «έφυγε από κοντά μας ο καλύτερος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης». Από τη στιγμή που τον γνώρισα δεκαετίες πριν και μέχρι την τελευταία μας (τηλεφωνική) συνομιλία δύο μέρες πριν από τα Χριστούγεννα (στην οποία είχαμε προγραμματίσει να συναντηθούμε για να συζητήσουμε τις προοπτικές της Ευρώπης για το 2025) ο Κώστας Σημίτης ήταν ξεχωριστός. Χαρισματικός όχι με τη βεμπεριανή έννοια (του λαοπλάνου) αλλά με αυτή του δημιουργού ιστορίας για το συλλογικό καλό.
Μεγάλη προσωπικότητα, σοφός πολιτικός-διανοούμενος που εμπλούτιζε την έννοια της πολιτικής ως της “πλέον πολιτισμένης δραστηριότητας”, ως της οργανωμένης προσπάθειας για τη βελτίωση της κοινωνίας με τις αξίες της δικαιοσύνης, της αλληλεγγύης, της ισότητας, της δημοκρατίας, του ορθού λόγου που έδινε τελικά νόημα στην ανθρώπινη δραστηριότητα και στην ανθρώπινη ύπαρξη. Μορφοποίησε την έννοια του εκσυγχρονισμού. Ήταν αταλάντευτα ο «πολιτικός των αξιών, των πεποιθήσεων, του ήθους» και όχι της πολιτικής σκοπιμότητας – δεν ήταν αιχμάλωτος του πολιτικού κόστους ούτε εραστής της εξουσίας. Ήταν ο συνεπής ηγέτης, ο «ευγενής αντίπαλος». Η στάση του ήταν μια ηθική στάση ζωής. Δημιούργησε έτσι μια νέα πολιτική κουλτούρα και μια νέα πολιτική αισθητική. Ήταν το ιδανικό πρότυπο ηγέτη, statesman πανευρωπαϊκής εμβέλειας. Ενσάρκωνε το όραμα της ευρωπαϊκής Ελλάδας των ανοιχτών οριζόντων, του εκσυγχρονισμού, της σοσιαλδημοκρατίας, της φιλοσοφίας τύπου Ζακ Ντελόρ. «Ήξερε να συνθέτει» (Ηλίας Κανέλλης).
Την περίοδο της πρωθυπουργίας του (1996-2004) υπήρξα μέλος του στενού πυρήνα για την επεξεργασία και την προώθηση της πολιτικής που θα έφερνε την Ελλάδα από το περιθώριο στο κέντρο της Ευρώπης ως ισότιμη, ισχυρή, επιδραστική χώρα. Τον συνόδευσα σε όλα τα Ευρωπαϊκά Συμβούλια στα οποία συμμετείχε όπου πάρθηκαν δραματικές αποφάσεις από την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ, την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μέχρι την προώθηση της ένταξης των Βαλκανίων κ.ά. Ο Κώστας Σημίτης έφερε την Ελλάδα στο εσωτερικό κέντρο, στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως χώρα αξιόπιστη, υπερήφανη, υπεύθυνη. Και με την πολιτική του σοφία (που εκτιμούσαν ευρωπαίοι ηγέτες όπως ο Ζακ Ντελόρ, ο Τόνι Μπλερ, ο Ζακ Σιράκ, ο Ρομάνο Πρόντι κ.ά.), συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση της Ένωσης, προφυλάσσοντάς τη από ολισθήματα (π.χ. την εμπλοκή στον πόλεμο του Ιράκ το 2003). Τον εκπροσώπησα σε σειρά διαπραγματεύσεων για τη μεταρρύθμιση και την εμβάθυνση της Ευρώπης, πάντοτε με οδηγίες του για την ανάπτυξή της στη λογική της ισχυρής, δημοκρατικής, κοινωνικής Ένωσης και πάντοτε με πρόνοιες για την ενδυνάμωση της θέσης της Ελλάδας, για τη μεγιστοποίηση των ελληνικών συμφερόντων.
Η προσέγγιση του Ελσίνκι
Ο Κώστας Σημίτης υπήρξε ο πολιτικός ηγέτης της μεταπολίτευσης που δημιούργησε ένα νέο δόγμα ή καλύτερα μια νέα προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική της χώρας: την «προσέγγιση του Ελσίνκι». Τον εξευρωπαϊσμό δηλαδή της εξωτερικής πολιτικής και των προβλημάτων της, που αποτελεί παράμετρο της έννοιας-στόχου που είχε θέσει, του καθολικού εκσυγχρονισμού δηλαδή τον οποίο επιδίωκε. Ο Κώστας Σημίτης είχε ένα πνευματικό χάρισμα που δεν διέθετε κανένας άλλος ηγέτης. Είχε την πιο βαθιά κατανόηση και την πιο βαθιά προσήλωση στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, ενώ διέθετε την πληρέστερη γνώση του συστήματος, των θεσμών, των διαδικασιών, της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διέθετε, επίσης, μια επεξεργασμένη θεωρία για την ανάπτυξη της Ένωσης. Έδινε ως εκ τούτου πραγματικές μάχες για την εμβάθυνσή της στη λογική της ομοσπονδιακής κατεύθυνσης, καθώς πίστευε ότι μια ισχυρή Ευρωπαϊκή Ένωση συνιστά προϋπόθεση και για μια ισχυρή Ελλάδα.
Η «προσέγγιση του Ελσίνκι» (από τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι, του Δεκεμβρίου 1999) έχει ουσιαστικά κύρια παράμετρο τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνουμε τη σχέση μας με την Τουρκία. Και την ανάγκη να υπερβούμε τη συγκρουσιακή της μορφή αλλά με προστασία της εδαφικής μας ακεραιότητας και κυριαρχίας. Ήταν βαθιά προβληματισμένος όταν ανέλαβε την εξουσία (1996) από το γεγονός ότι, όπως γράφει στο βιβλίο του Πολιτική για μια Δημιουργική Ελλάδα 1996-2004 (Πόλις, 2005) «μεταξύ 1981-1996 η ελληνική εξωτερική πολιτική αποθάρρυνε οποιοδήποτε εγχείρημα διμερούς επίλυσης των εκκρεμοτήτων» (σ. 56).
Με βάση και την πικρή εμπειρία της κρίσης των Ιμίων, προώθησε την ευρωπαϊκή στρατηγική επίλυσης των προβλημάτων με την Τουρκία σε δύο σκέλη:
(α) την ελληνική συγκατάθεση στην ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με προϋπόθεση την αποδοχή από πλευράς της της επίλυσης των διαφορών με βάση το διεθνές δίκαιο ή την παραπομπή τους στο Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔΧ) και
(β) τη θωράκιση του ελληνισμού γενικότερα με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η στρατηγική αυτή απέδωσε. Οδήγησε στις διερευνητικές συνομιλίες με την Τουρκία (2002), που θα είχαν καταλήξει σε οριστικό πακέτο διευθέτησης των προβλημάτων εάν η νέα κυβέρνηση που ήλθε στην εξουσία το Μάρτιο 2004 δεν απέρριπτε το «Ελσίνκι».
Γενικότερα ο Κώστας Σημίτης πίστευε ότι «τα συμφέροντα και οι προοπτικές της Ελλάδας βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην εξέλιξή της». Εργάσθηκε επομένως για να φέρει τη χώρα στον εσωτερικό πυρήνα της με την προσχώρησή της στην ΟΝΕ ως το μείζον επίτευγμα. Αλλά και για άλλες συγκεκριμένες ρυθμίσεις στις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που θα προστάτευαν την εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία της χώρας (όπως η αναφορά για τα σύνορα στη Συνθήκη του Άμστερνταμ, η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής στη Συνθήκη της Λισαβόνας, κ.ά.). Και καθώς η θεσμική μνήμη στην Ελλάδα είναι πολύ κοντή, έχει ξεχασθεί εντελώς το «έγγραφο των Βρυξελλών» που υιοθετήθηκε το φθινόπωρο του 2002, με το οποίο η Τουρκία «δεσμεύεται μεταξύ άλλων να μην αναλάβει καμία δράση ενάντια σε χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Όπως γράφει ο Κώστας Σημίτης, «η ρύθμιση αυτή αποτελεί οιονεί “ρήτρα μη επίθεσης” και ισοδυναμεί πρακτικά με άρση του casus belli που είχε κηρύξει η Τουρκία κατά της Ελλάδας» (ό.π., σ. 137).
Ο Κώστας Σημίτης στήριζε ενεργά τον «βαθμιαίο μετασχηματισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε πολιτική ένωση με ομοσπονδιακή προοπτική» (ο.π., σ. 127). Ασκούσε, επομένως, μια ολοκληρωμένη προσέγγιση εξωτερικής και ευρωπαϊκής πολιτικής για τη χώρα. Ο εκσυγχρονισμός ως εξευρωπαϊσμός εσωτερικών δομών και εξωτερικής πολιτικής είναι ένα κεκτημένο πολύτιμο για το σήμερα.
Για μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή Ελλάδα
Ως πρωθυπουργός εργάστηκε για την άλλη, σύγχρονη Ελλάδα. Και σε σημαντικό βαθμό τη δημιούργησε. Μας σήκωσε πολύ ψηλότερα. Με μεγάλους πλην υλοποιήσιμους στόχους και σχέδιο (μεγάλα έργα, κοινωνική πολιτική, διοικητική μεταρρύθμιση). Με επιμονή, χωρίς υποχωρήσεις σε θέματα αξιών (όπως φάνηκε στη σύγκρουση με την Εκκλησία για τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες), με το περίφημο μπλοκάκι του –ενδεικτικό της συστηματικότητάς του– όπου κατέγραφε τα πάντα. Με τα μετρημένα αλλά γεμάτα ουσία λόγια του. Οι μικροί και ασήμαντοι τον λοιδόρησαν. Το έθνος τον ευγνωμονεί. Και τον τιμά. Όλοι πλην Λακεδαιμονίων (αλλά «για Λακεδαιμονίους να μιλάμε τώρα»).
Ο Κώστας Σημίτης ήταν ένας πολιτικός που, χωρίς να χρησιμοποιεί φλύαρες μεγαλοστομίες, εργάστηκε θωρακίζοντας τον ελληνισμό με έργα. Η ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ συνιστά και επένδυση ασφάλειας. Η εισδοχή της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν σωτήριο επίτευγμα εθνικής σημασίας. Σήμερα μπορούμε να το εκτιμήσουμε σε όλη του την έκταση. Ένταξη στην ΟΝΕ και ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ αντιπροσωπεύουν πράξεις κομβικού ιστορικού βάθους. Ως εκ τούτου, ο Σημίτης γίνεται ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς ηγέτες της νεοελληνικής ιστορία (μαζί με τον Χαρίλαο Τρικούπη, τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Ανδρέα Παπανδρέου). Αλλά, ίσως, ο πιο προμηθεϊκός.
Μετά την αποχώρησή του από την εξουσία τον Μάρτιο του 2004 και μέχρι τέλους, ο Κώστας Σημίτης παρέμεινε ενεργός πολίτης που συνέχισε να καλλιεργεί όλα τα ενδιαφέροντά του: συνέχισε να γράφει βιβλία, να αρθρογραφεί και να παρεμβαίνει, συνέχισε να παρακολουθεί και αναλύει τις εξελίξεις στην Ελλάδα, στην Ευρώπη και στον κόσμο, όπως επίσης συνέχισε να παρακολουθεί και να έχει λόγο για τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ. Παράλληλα, δεν σταμάτησε να παρακολουθεί θέατρο, κινηματογράφο, μουσική και την αγαπημένη του όπερας.
Συναντιόμασταν συχνά. Με θεωρούσε έμπιστο φίλο του και αυτό για μένα αποτελούσε ύψιστο τίτλο τιμής. Κάθε χρόνο, παραμονές του νέου έτους, λάμβανα τις φιάλες κρασιού από το κτήμα του. Θυμάμαι σε ένα δείπνο μας στο Λουτράκι, ατενίζοντας τον ήσυχο Κορινθιακό που τον έλουζε η πανσέληνος, αναφέρθηκε στη θνητότητά μας. «Φεύγουμε κάποια στιγμή και η ιστορία είναι ο αδέκαστος κριτής μας» ψιθύρισε.
Μια πένα και ένα μπλοκάκι
Όταν φεύγαμε από το Μαξίμου, τον Μάρτιο του 2004, Κώστα Σημίτη, μας δώρισες μια κασετίνα με μέσα μια πένα, με την υπογραφή σου. Και κάτι ακόμη: ένα μπλοκάκι! Το ταπεινό μπλοκάκι, ο εφιάλτης μου στις συναντήσεις μας, που στα χέρια σου έγινε το μέσο – υψηλό σύμβολο μιας πετυχημένης, αποδοτικής διακυβέρνησης.
Αγαπημένε μου Πρόεδρε, σε θυμάμαι με υπερηφάνεια και ευγνωμοσύνη για τα πολλά που μου δίδαξες. Που δίδαξες τη χώρα...
Υπήρξα τυχερός που συμπορεύτηκα μαζί σου.