Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης
Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπήρξε ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Διακυβερνητική Διάσκεψη για τη σύνταξη της Συνθήκης της Νίκαιας και αναπληρωματικό μέλος της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης (Convention) για την επεξεργασία του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Πιο πρόσφατα βιβλία του: Ευρωπαϊκό σύνταγμα και ευρωπαϊκή ενοποίηση (2005), Θα επιβιώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση; (2007), Η θέση της Ελλάδας στο διεθνές, ευρωπαϊκό και περιφερειακό σύστημα (2007), Η Συνθήκη της Λισσαβώνας (2010).
Hans Kundnani, Eurowhiteness. Culture, Empire and Race in the European Project, Hurst, 2023, 248 σελ.
Είναι ζωντανός ο θεμελιώδης στόχος για ευρωπαϊκή «ενότητα» και «πολυμορφία»; Και πώς μπορούν οι ευρωπαϊκοί λαοί να συνυπάρχουν, ενώ η ιστορία τους είναι ιστορία πολεμικής αντιπαλότητας και ενώ απουσιάζει ο ιστορικός μύθος;
«Ο κόσμος ο μικρός ο μέγας»
Οδυσσέας Ελύτης
Η ανθρωπότητα απέτυχε να σταματήσει τον πόλεμο. Περίπου δυόμισι χιλιάδες χρόνια μετά την πιο ισχυρή καταδίκη του πολέμου (με τους Πέρσες του Αισχύλου), την πλέον διεισδυτική ανάλυση των αιτίων και των συνεπειών του (με το έργο του Θουκυδίδη), την πλέον εμβριθή ανατομία της ανθρώπινης φύσης (Πλάτων, Αριστοτέλης, Τραγικοί…), ο πόλεμος-σύγκρουση παραμένει συστατικό της «ανθρώπινης κατάστασης» (human condition). Γιατί; Οι οπαδοί της κλασικής μαρξιστικής σχολής σκέψης θα απαντούσαν ότι λόγω παραγωγικών σχέσεων και κατοχής των μέσων παραγωγής ο πόλεμος επιβιώνει και θα εξαφανισθεί μόνο με την επικράτηση της κομμουνιστικής επαγγελίας. Οι οπαδοί του Χομπς και διάφορων εκδοχών ψυχαναλυτικής σκέψης, ότι ο πόλεμος συνιστά αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης (homo homini lupus) και τίποτα δεν μπορεί να το ξεριζώσει. Μπορεί απλώς ένα πλέγμα αρχών, θεσμών και κανόνων να τον περιορίσει ή να τον εμπλαισιώσει.
Εξωτερική πολιτική και ελληνοτουρκικά: η ασταθής ισορροπία της «μη ειρήνης - μη πολέμου» (τεύχος 134, Σεπτέμβριος 2022)
Διακόσια χρόνια από την έναρξη του αγώνα της Ανεξαρτησίας και 40 χρόνια από την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ένωση (ΕΕ), ευλόγως συζητούμε απολογιστικά για τα οφέλη και τις απώλειες του ελληνικού κράτους. Από κάθε άποψη, δικαίως, η Μεταπολίτευση (1974 έως σήμερα) κρίνεται ως η καλύτερη περίοδος των 200 χρόνων. Η Ελλάδα, παρά τα προβλήματα, τις δυσκολίες και τις κρίσεις της, πέρασε από την κατάσταση της Ψωροκώσταινας στις 35 περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες του πλανήτη – πολιτικά, δημοκρατικά, οικονομικά, κοινωνικά. Με σοβαρές δομικές παθογένειες και ελλείμματα βεβαίως σε πολλούς τομείς.
Γνώρισα τον Μίκη Θεοδωράκη, τον άνθρωπο και το έργο του, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Πρώτα το έργο του. Μυήθηκα σ’ αυτό κυρίως με τον Επιτάφιο (σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου) αλλά και με ένα τραγούδι που καρφώθηκε στο μυαλό μου: το «Σε πότισα ροδόσταμο», σε στίχους Νίκου Γκάτσου – θυμάμαι, στη δισκογραφία κυκλοφόρησε με τη Μαίρη Λίντα και με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, αλλά σε εμένα έχει εμπεδωθεί η μοναδική απόδοσή του από τη Μελίνα Μερκούρη.[1]
Υπάρχει μια ιδιόμορφη σταθερά, ένα pattern, οιονεί νόμος, στις ελληνοτουρκικές σχέσεις που μάλλον τον παραβλέπουμε. Έπειτα από μια μεγάλη ένταση που φέρνει τις δύο χώρες στο χείλος του πολέμου, ή ακόμη έπειτα από μια μεγάλη καταστροφή, ακολουθούν οι πλέον φιλόδοξες, τολμηρές και μερικές φορές πρωτότυπες προτάσεις για τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ τους.
Τίποτα τελικά, κανένα ανθρώπινο, κοινωνικό project δεν είναι «μη αναστρέψιμο» (irreversible), είτε αυτό λέγεται Σοβιετική Ένωση είτε Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Κατά κανόνα, ένα κατακλυσμιαίο γεγονός, μια βαθιά κρίση (που σπανίως έχει προβλεφθεί εκ των προτέρων) τέμνει τη μια ιστορική περίοδο από την άλλη, την παλαιά από τη νέα. Αναδημοσίευση από το Books' Journal 71, Νοέμβριος 2016.
Η Ελλάδα, ένα χρόνο μετά τις εκλογές που έφεραν ξανά τον μνημονιακό πλέον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, βρίσκεται σχεδόν στο σημείο μηδέν, χωρίς συντεταγμένες και ρεαλιστική προοπτική εξόδου από την κρίση.
Είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς την έκβαση του δημοψηφίσματος (όπως κάθε δημοψηφίσματος) για την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ ή όχι. Αλλά εάν, όπως κάπως διαφαίνεται, το αποτέλεσμα είναι υπέρ της παραμονής, τότε μια μεγάλη, διαχρονική εκκρεμότητα για την Ευρώπη θα έχει κλείσει, ένας πονοκέφαλος θα έχει περάσει.
Οπωσδήποτε, η ισχύς μιας χώρας δεν εξαρτάται μόνο και αποκλειστικά από τις ένοπλες δυνάμεις της. Εξαρτάται από την ευρωστία της οικονομίας της, την αξιοπιστία, την εικόνα και την ελκυστικότητα που μπορεί να έχει στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα, από παράγοντες δηλαδή που της επιτρέπουν να ασκήσει επιρροή και που αθροιστικά ταξινομούνται ως μέσα ήπιας ισχύος (softpower). Και σε αυτό το πεδίο, η σημερινή Ελλάδα έχει διολισθήσει επικίνδυνα. Αναδημοσίευση από το Books' Journal 65, Απρίλιος 2016.