Η Rae (Rachel) Dalven ίσως δεν είναι γνωστή στο ευρύ κοινό στην Ελλάδα. Είναι όμως αναμφίβολα γνωστή σε ένα, έστω περιορισμένο, κοινό που ασχολείται με την ιστορία των Εβραίων της Ελλάδας. Κι αυτό χάρη στο βιβλίο της –βιβλίο αναφοράς πλέον– The Jews of Ioannina (Cadmus Press 1990). Πρόκειται για την τελευταία δουλειά της που δημοσιεύτηκε όσο ήταν εν ζωή. Αποτυπώνει, όπως σημειώνει ο βιογράφος της, καθηγητής μεσαιωνικής λογοτεχνίας και αγγλικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο της βόρειας Ντακότα, Άνταμ Γκόλντγουιν, τη μετατόπιση του ενδιαφέροντός της από τη νεοελληνική λογοτεχνία, και δη τους Νεοέλληνες ποιητές και ποιήτριες, στην εβραϊκή ιστορία και μνήμη.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή παρακολουθώντας την έξοχη βιογραφία της που μας παραδίδει ο Γκόλντγουιν και η οποία εγκαινιάζει τη σειρά «Romanioti», με υπεύθυνη την ισραηλινή καλλιτέχνιδα Αντί Λιράζ (με καταγωγή από τα Γιάννενα), των εκδόσεων Ισνάφι. Η σειρά θα φιλοξενήσει βιβλία που αποτυπώνουν τη ζωή και το έργο των Ρωμανιωτών Εβραίων (των ελληνόφωνων δηλαδή Εβραίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και μετέπειτα της Ελλάδας).
Η Ράε (ή και Ρέι) Ντάλβεν, λοιπόν, γεννήθηκε ως Ραχήλ Νταλιάν το 1904 στην τότε οθωμανική Πρέβεζα από γονείς Εβραίους Γιαννιώτες. Οι γονείς της, Εσθήρ Κολχαμίρα και Ισραέλ Νταλιάν, είχαν γνωριστεί και παντρευτεί με συνοικέσιο, όπως άλλωστε συνηθιζόταν εκείνη την εποχή. Η προίκα, η πιο σωστά η απουσία προίκας (ο Ισραέλ, όπως μαθαίνουμε, δεν πρόβαλε τέτοιες αξιώσεις) ήταν ο παράγοντας που καθόρισε το γάμο. Ακριβώς ο θεσμός της προίκας και οι συνέπειες που είχε για τη ζωή των γυναικών, αλλά και των ανδρών, του οικογενειακού της περίγυρου, θα αποτελέσει τον πυρήνα του θεατρικού της έργου Οι γάμοι κανονίζονται στον παράδεισο (1983). Το έργο αποτελεί το πρώτο από τα τέσσερα θεατρικά της που θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Ισνάφι – στα αγγλικά και δυστυχώς δίχως μετάφραση στα ελληνικά λόγω οικονομικών δυσχερειών.
Ρωμανιώτες στην Αμερική
Παρακινημένος από την επιθυμία του να γνωρίσει τον κόσμο, αλλά κυρίως εξαιτίας της απελπιστικής οικονομικής κατάστασής του, ο πατέρας της Ραχήλ θα μπαρκάρει για την Αμερική το 1906. Τρία χρόνια μετά θα ακολουθήσει η γυναίκα του με δύο από τα τρία τους παιδιά, τον μεγαλύτερο Ιωσήφ και τη μικρότερη Ραχήλ. Στο μεσαίο παιδί της οικογένειας, στη Σόφι, δεν θα επιτραπεί να ταξιδέψει μαζί τους λόγω τραχώματος, μιας μολυσματικής ασθένειας των ματιών. Η Σόφι θα επανασυνδεθεί με την οικογένειά της τρία ολόκληρα χρόνια αργότερα. Το γεγονός θα αποτελέσει πηγή έμπνευσης για την πρώτη σκηνή του έργου Οι γάμοι κανονίζονται στον παράδεισο. Στο έργο της όμως η ηρωίδα, η Εσθήρ, θα χάσει για πάντα την ευκαιρία να μεταναστεύσει στην Αμερική. Θα παραμείνει στα Γιάννενα, τόπο όπου διαδραματίζεται το έργο, και θα «βουλιάξει», όπως ίσως θα έλεγε ο Πρίμο Λέβι,[1] μαζί με σχεδόν ολόκληρη την εβραϊκή κοινότητα της πόλης. Όπως γράφει ο Γκόλντγουιν, επιμελητής της έκδοσης, στον πρόλογό του, στην περίπτωση αυτή «η αποτυχία της μετανάστευσης είναι πρακτικά μια θανατική καταδίκη, αν και κανένας από τους χαρακτήρες του έργου δεν θα μπορούσε να το γνωρίζει».[2] Το γνωρίζουν όμως οι θεατές/αναγνώστες.
Η οικογένεια, που θα μετονομαστεί όταν στο σχολείο του Ιωσήφ, Τζόζεφ πλέον, θα γράψουν λάθος το επίθετό του, θα εγκατασταθεί στην Κάτω Ανατολική πλευρά του Μανχάταν, στην καρδιά της μικρής ρωμανιώτικης κοινότητας. Πολύ κοντά τους θα χτιστεί, το 1925, η Κεϊλά Κεντοσά Γιάνινα, η μόνη ρωμανιώτικη συναγωγή στο δυτικό ημισφαίριο. Το διαμέρισμα στο οποίο θα κατοικήσουν θυμίζει βαγόνι τρένου, ένας στενός διάδρομος με δωμάτια στο πλάι. Η φτώχεια, αλλά και οι αλλεπάλληλοι αποκλεισμοί, των Ελλήνων φτωχών μεταναστών από την αμερικανική κοινωνία, των ελληνόφωνων Εβραίων από την εβραϊκή γιντισόφωνη κοινότητα, θα καθορίσουν τη ζωή τους. Ο πατέρας θα ζήσει με το παράπονο πως δεν γίνεται δεκτός ως Εβραίος από τους «Γίντις» όπως αποκαλεί τους Εσκενάζυ Εβραίους, που αποτελούν και την πλειονότητα των Εβραίων στη Νέα Υόρκη. Θα περάσει τη ζωή του κοντά στους «δικούς του ανθρώπους», δηλαδή τους λιγοστούς Ρωμανιώτες Εβραίους που είχαν και αυτοί μεταναστεύσει στην Αμερική. Και ακριβώς αυτός ο χαρακτηρισμός, «οι δικοί μας άνθρωποι», θα αποτελέσει τον τίτλο ενός ακόμη θεατρικού έργου της Ντάλβεν (Οι δικοί μας άνθρωποι, 1989).
Η Ράε θα παλέψει να υπερβεί τους περιορισμούς του περιβάλλοντός της μέσω της μόρφωσης. Η Άννα, στο έργο της Οι δικοί μας άνθρωποι (υπό έκδοση από τις εκδόσεις Ισνάφι), alter ego της ίδιας, θα βρει τον μπελά της όταν ο πατέρας της θα διαπιστώσει πως αυτή ευθύνεται που η λάμπα έσβησε και πάλι. «Θα ξενύχτησε κάνοντας τα μαθήματά της», θα πει η μητέρα. Σύμφωνα με τον Γκόλντγουιν, εδώ ανιχνεύεται και η βασική σύγκρουση του έργου που αντανακλά μια από τις κύριες συγκρούσεις που καθόρισαν και τη ζωή της Ντάλβεν. Ο πατέρας, τόσο στη ζωή όσο και στο έργο της, πίεζε τη νεαρή Ράε/Άννα να αφήσει το σχολείο για να δουλέψει – εξάλλου έπρεπε να στηρίξει οικονομικά τον αδελφό της. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο πατέρας ήθελε να διαλέξει αυτός σύζυγο για την κόρη του, ενώ εκείνη επέμενε να διαλέξει η ίδια. Τελικά η Ράε θα διαλέξει για σύζυγο έναν επίσης Ρωμανιώτη μετανάστη από τα Γιάννενα, τον Τζακ Νεγρίν, ενώ νωρίτερα θα καταφέρει να παραμείνει στο σχολείο δουλεύοντας τα βράδια σαν μοδίστρα. «Άρχισα να βγάζω το μεροκάματό μου αρκετά πετυχημένα στην ηλικία των δεκατεσσάρων, επειδή δούλευα όλες αυτές τις μηχανές –την απλή ραπτομηχανή, αυτή με τη διπλή βελόνα, αυτή για τα στενέματα– και έβγαζα καλό μισθό», θα πει σε μια από τις συνεντεύξεις της που μελέτησε ο Γκόλντγουιν.[3] Μια ραπτομηχανή λοιπόν, όπως για πάμπολλες γυναίκες έως σχετικά πρόσφατα, θα γίνει το όχημα για τη σχετική ανεξαρτητοποίηση από ένα μάλλον ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον.[4] Τα κύρια θέματα που θα απασχολήσουν την Ντάλβεν στη ζωή της θα αποτυπωθούν στο έργο της, ακαδημαϊκό και θεατρικό. Η εθνική και θρησκευτική καταγωγή (της Ελληνο-αμερικανο-εβραίας), η ταξική (της φτωχής μετανάστριας), η έμφυλη (της γυναίκας που ζει σε μια πατριαρχική κοινωνία).
Η δύσκολη οικονομική κατάσταση αλλά και η έμφυλη ταυτότητα θα καθορίσουν και την επιλογή του Κολεγίου Χάντερ όπου σπούδασε. «Πώς το διάλεξα; [...] Ήταν δωρεάν και βρισκόταν στο Μανχάταν. [Ήταν] ένα κολέγιο θηλέων εκείνη την εποχή», θα πει στην ίδια συνέντευξη.[5] Στη διάρκεια των σπουδών της θα χρειαστεί να συνεχίσει να δουλεύει, εξάλλου έπρεπε να συμβάλει στα έξοδα του αδελφού της που σπούδαζε στην ιατρική. Τα φοιτητικά της χρόνια όμως θα είναι και η εποχή της γνωριμίας της με το θέατρο. Αγαπημένος της συγγραφέας ο Ίψεν, η θεματολογία και η ατμόσφαιρα του οποίου θα επηρεάσουν άμεσα τα έργα της. Όπως και ορισμένα έργα του Νορβηγού συγγραφέα (Έντα Γκάμπλερ και Κουκλόσπιτο), έτσι και τα έργα της Ντάλβεν στήνονται σε σπίτια και παρουσιάζουν εγκλωβισμένες γυναίκες σε δυστυχισμένους γάμους για λόγους οικονομικούς.
Ο γάμος της Ντάλβεν για διάφορους λόγους (ατεκνία, προσκόλληση του συζύγου σε παραδοσιακές αξίες, φιλοδοξίες της ίδιας) δεν θα πετύχει. Όμως θα είναι χάρη στην οικογένεια του συζύγου της που θα έρθει σε επαφή με «τον ποιητή της οικογένειας», τον Γιωσέφ Ελιγιά – σοσιαλιστή, σιωνιστή, ελληνιστή. Οι δυο τους θα ξεκινήσουν μια αλληλογραφία που θα διαρκέσει τρία χρόνια, μέχρι τον πρρόωρο θάνατο του Ελιγιά το 1931 σε ηλικία 29 ετών. Η επαφή με το έργο του θα ανοίξει ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια στη ζωή της Ντάλβεν, αυτό της διαμεσολάβησης Ελλήνων ποιητών στο αμερικανικό κοινό. Η μετάφραση των Ποιημάτων του θα κυκλοφορήσει το 1944 και θα καθιερώσει την Ντάλβεν ως «πραγματική μεταφράστρια».[6] Τα συχνά ταξίδια της στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1930 και η υποδοχή της από τους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους θα βοηθήσουν στην κατεύθυνση αυτή. Ο πόλεμος θα διακόψει τις επισκέψεις της στην Ελλάδα. Θα επιστρέψει το 1947, οπότε και θα βρει την κοινότητα των Ιωαννίνων κατεστραμμένη. Στο μεταξύ ο γάμος της θα διαλυθεί και η ίδια θα αναγκαστεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην μόνη της. Μια ακόμη σύγκρουση θα ταλανίσει τη ζωή της, αυτή μεταξύ της οικονομικής ανάγκης για δουλειά και της δημιουργικής ανάγκης για γράψιμο.
Ρίτσος, Σεφέρης, Καζαντζάκης…
Στο δημιουργικό πεδίο οι επιλογές της Ντάλβεν δεν είναι τυχαίες. Διέπονται από την πολιτική ιδεολογία της, ποτέ δεν έκρυψε τη συμπάθειά της για την Αριστερά και τη φεμινιστικη καλή ματιά της. Έτσι, το 1945 έχει ολοκληρώσει τη μετάφραση ενός «εαμικού», όπως το χαρακτήρισε η ίδια, έργου. Πρόκειται για τους Αντάρτες του Μάνθου Κέτση που γράφτηκαν και ανέβηκαν στη διάρκεια της Κατοχής (1943). Η Ντάλβεν πιθανά γνώρισε τον Κέτση, ο οποίος στη διάρκεια του Εμφυλίου εξορίστηκε στη Μακρόνησο (1947-1950), από τον σύντροφο και συγκρατούμενό του Γιάννη Ρίτσο, τον οποίο γνώριζε από παλιά. Οι προσπάθειές της να ανεβεί το έργο στη Νέα Υόρκη θα αποτύχουν. Εξάλλου, την εποχή αυτή στην Αμερική διάχυτος είναι ο φόβος για τους κομμουνιστές και τους συμπαθούντες τους.
Η ενασχόληση της Ντάλβεν με το έργο του Ρίτσου προδίδει την ίδια ιδεολογική ματιά. Η μετάφρασή της της Τέταρτης διάστασης (1977) θα είναι η πρώτη μετά την άρση της απαγόρευσης κυκλοφορίας του έργου του. Νωρίτερα, χάρη σε κάποια έσοδα που της απέφερε η έκδοση των ποιημάτων του Ελιγιά, θα ταξιδέψει και πάλι στην Ελλάδα, όπου θα έρθει σε επαφή με τους μελλοντικούς νομπελίστες Σεφέρη και Ελύτη, καθώς και τους πολλάκις υποψηφίους για Νόμπελ Καζαντζάκη και Ρίτσο. Η έκδοση που θα προκύψει (1951), μια ανθολογία με μεταφράσεις Ελλήνων ποιητών, θα καθιερώσει στον αγγλόφωνο χώρο την Ντάλβεν ως μεταφράστρια σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Θα ακολουθήσει μία ακόμα σημαίνουσα έκδοση, αυτή των ποιημάτων του Καβάφη (1961) – μια έκδοση που θα παγιώσει τη φήμη της και η οποία, εκτός των άλλων, θα αποτελέσει, σύμφωνα με τον Γκόλντγουιν, έκφραση του σταθερού ενδιαφέροντός της για την κουίρ σεξουαλικότητα.[7] Μελανή σελίδα η απόρριψη που εισέπραξε από τον Σεφέρη, ο οποίος τελικά ενέκρινε για μεταφραστή του τον Φίλιπ Σέραρντ. Το πώς γινόταν δεκτή η δουλειά της Ντάλβεν από τον κύκλο του Σεφέρη αποκαλύπτει ίσως μια επιστολή του Γιώργου Κατσίμπαλη προς τον ποιητή με αφορμή την έκδοση της ανθολογίας της Ντάλβεν, που σχολιάζει ο Γκόλντγουιν. «Αυτά παθαίνει η νεοελληνική ποίηση όταν την μαγαρίζουν ελληνοεβραιοαμερικάνες κουκουίνες[8]», έγραφε ο Κατσίμπαλης στον Σεφέρη. Ο ίδιος προφανώς προτιμούσε άνδρες μεταφραστές με μεγαλύτερη ευρυμάθεια και κύρος, παρατηρεί ο Γκόλντγουιν. Και προφανώς όχι κουκουέδες ή ελληνο-αμερικανο-εβραίους θα προσθέταμε.
Υπήρξαν όμως και οι θαυμαστές της μεταφραστικής δουλειάς της Ντάλβεν, όπως ήταν ο Καζαντζάκης. Σε μια επιστολή του το 1947 προς τον Κακριδή έγραφε: «Βρήκα μια γυναίκα που ξέρει ελληνικά [...] και μεγάλωσε και σπούδασε [...] στην Αμερική και είναι ποιήτρια. Είναι [...] μια ζωτική δύναμη με αληθινή αίσθηση της αγγλικής γλώσσας, που σκέφτεται την κάθε λέξη σαν να ήταν οργανισμός με αίμα, ζέση και ρυθμό». Η Ντάλβεν θα μεταφράσει 300 στίχους από την Οδύσσεια του Καζαντζάκη, που θα συμπεριληφθούν στην ανθολογία της ελληνικής ποίησης.
Η ακαδημαϊκή καριέρα της κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν και οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε πολλές. Το 1951 έγραφε σε έναν παλιό καθηγητή της από τη Δραματική Σχολή του Yale, όπου γράφτηκε το 1939, όταν ακόμη ίσχυε ποσόστωση που περιόριζε τον αριθμό των Εβραίων, ενώ στα προπτυχιακά δεν γίνονταν δεκτές γυναίκες: «δεν κατείχα ποτέ μια θέση που θα μπορούσε να υποστηρίξει εμένα και το γράψιμό μου, και ενώ απέκτησα κάποιο πρεστίζ, γενικά συνοδεύτηκε από μια οικονομική καταστροφή». Για καλή της τύχη, το 1952 παρουσιάστηκε μια θέση απρόσμενη, στο πανεπιστήμιο Φισκ, ένα από τα παλιότερα αφρο-αμερικανικά ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας. Στο περιβάλλον αυτό, που έχει αφυπνιστεί από το Κίνημα Πολιτικών Δικαιωμάτων, η Ντάλβεν θα ανθίσει. Οι πολλαπλές και ανταγωνιστικές μεταξύ τους ταυτότητές της θα συγκλίνουν δίνοντας έκφραση στις προοδευτικές της αντιλήψεις. Έτσι, την ίδια χρονιά, γράφει ένα ραδιοφωνικό θεατρικό με τίτλο Τα σχολεία του Τζιμ Κρόου πρέπει να τελειώσουν!, με θέμα τον φυλετικό διαχωρισμό στα σχολεία. Την ίδια περίοδο θα γράψει και το θεατρικό Τούλα, ένα έργο με θέμα τους Έλληνες Εβραίους στη διάρκεια της Κατοχής –βασισμένο εν μέρει σε αληθινά πρόσωπα και γεγονότα–, το οποίο δηλώνει τη δέσμευσή της στο χρέος διατήρησης της ελληνο-εβραϊκής μνήμης τη μεταπολεμική περίοδο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 θα επεξεργαστεί εκ νέου το έργο αυτό, το οποίο θα μετονομάσει σε Ζήτημα επιβίωσης. Και αυτό το θεατρικό θα ενταχθεί στη σειρά Romanioti των εκδόσεων Ισνάφι.
Το ενδιαφέρον της για τα πολιτικά δικαιώματα δεν θα την εγκαταλείψει. Στο έργο Εσθήρ, που θα γράψει το 1983 –και το οποίο θα κυκλοφορήσει επίσης από τις εκδόσεις Ισνάφι– μια Αφροαμερικανή υπηρέτρια περιγράφει την εμπειρία της σκλαβιάς. Στο μεταξύ, η Ντάλβεν, χάρη στις θέσεις διδασκαλίας που ανέλαβε, απέκτησε μια σχετική οικονομική ασφάλεια. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 κατείχε πια μόνιμη θέση στο Κολέγιο Λέιντκλιφ, πραγματώνοντας έτσι το όνειρο της ζωής της να διδάσκει θέατρο και αγγλικά. Η σταθερότητα στη ζωή της της επέτρεψε να αφιερωθεί στα θέματα που τη στήριξαν πνευματικά και καλλιτεχνικά στην πορεία της καριέρας της, τους Έλληνες Εβραίους και τη γυναικεία εμπειρία και δημιουργικότητα. Θα γράψει λοιπόν μια βιογραφία της Άννας Κομνηνής, της μόνης γυναίκας που, όπως σημείωσε, ασχολήθηκε με την ιστορία στο Βυζάντιο. Όπως παρατηρεί ο βιογράφος της Ντάλβεν, η έμφαση στο φύλο απορρέει από μια ομοιότητα: και οι δύο προσπάθησαν να διακριθούν μέσα σε ένα ανδροκρατούμενο περιβάλλον. Και, ως μια έμμεση αναγνώριση του φεμινιστικού χαρακτήρα της μελέτης της, αφιερώνει τη βιογραφία της μορφωμένης στο έπακρο κόρης του αυτοκρατορικού ζεύγους σε μια πάμπτωχη και αγράμματη μοδίστρα, τη μητέρα της.
Την περίοδο που ακολούθησε, η Ντάλβεν θα αφοσιωθεί στο ρόλο της ιστοριογράφου – θα είναι μάλιστα η μόνη γυναίκα μελετήτρια του ρωμανιώτικου εβραϊσμού. Όπως και με τα θεατρικά της έργα, η Ντάλβεν καταγράφει στοιχεία της ιστορίας των Γιαννιωτών Εβραίων δίνοντας έμφαση στην ανασύσταση της καθημερινής τους ζωής. Κύριο μέλημά της, εκτός από την ιστορική καταγραφή, η διατήρηση της μνήμης μιας κοινότητας που, όπως συνειδητοποιεί, σύντομα –εξαιτίας της Σοά και της μετανάστευσης– θα πάψει να υπάρχει.
Τελευταίο έργο της Ντάλβεν, που εκδόθηκε μετά το θάνατό της, Οι κόρες της Σαπφούς (1994). Πρόκειται για μια ανθολογία γυναικείας ποίησης. Σύμφωνα με τον Γκόλντγουιν, αποτελεί την πλέον ριζοσπαστική της απόφαση. Κι αυτό γίνεται κατανοητό αν αναλογιστούμε πως υπήρξε παραμερισμένη και υποτιμημένη από το ανδρικό κατεστημένο, όπως, λ.χ., τον Κατσίμπαλη και τον Σεφέρη ή τους Αμερικανούς πανεπιστημιακούς δασκάλους της που δίστασαν να την αναγνωρίσουν. Όπως σημειώνει ο Γκόλντγουιν, «η απόφαση να δημιουργήσει έναν κανόνα γυναικών αποτελεί την κλιμάκωση της αναφοράς της σε μια ζωή περιθωριοποίησης».[9] Κλείνοντας το καλά τεκμηριωμένο και ιδιαίτερα καλογραμμένο βιβλίο του, ο βιογράφος της Ντάλβεν καταλήγει πως ο χαρακτηρισμός του Κατσίμπαλη («Ελληνοεβραιοαμερικανίδα κουκουίνα») τελικά είναι ακριβής, και σε αντίθεση με ό,τι πίστευε ο ίδιος, διόλου υποτιμητικός. «Κουκουίνα», καθώς αφιέρωσε τη ζωή της στην ανάδειξη περιθωριοποιημένων ομάδων, όπως οι Ελληνίδες ποιήτριες, οι Αφρο-αμερικανοί του Νότου και οι Έλληνες Εβραίοι στη διάρκεια της Σοά και μετά από αυτή. Τέλος, επιδιώκει να είναι αξεδιάλυτα Ελληνίδα, Εβραία και Αμερικανίδα. Πρόκειται μάλιστα για ιδιότητες με έμφυλο πρόσημο, καθώς η γυναικεία της ταυτότητα αποτέλεσε ουσιώδη παράγοντα στη ζωή και το έργο της· ένα έργο βαθιά πολιτικό και φεμινιστικό.
Η προίκα
Λίγα λόγια για το θεατρικό της Οι γάμοι κανονίζονται στον παράδεισο. Η δράση τοποθετείται στα προπολεμικά Γιάννενα, στο εσωτερικό του σπιτιού μιας φτωχής εβραϊκής οικογένειας. Στο επίκεντρο, καθώς το έργο εξελίσσεται στη διάρκεια του χρόνου (1929-1938), το ζήτημα της προίκας. Οι ζωές των ανθρώπων, γυναικών αλλά και ανδρών, μοιάζει να καθορίζονται από έναν «πετυχημένο» ή «αποτυχημένο» γάμο, κριτήριο για τους οποίους είναι αποκλειστικά η οικονομική κατάσταση του ζευγαριού αλλά και της ευρύτερης οικογένειας, η οποία εξαρτάται άμεσα από το ζευγάρι. Καθοριστική είναι βέβαια ακόμη περισσότερο η απουσία γάμου, συνθήκη καταστροφική για τη ζωή μιας γυναίκας. Οι λιτοί διάλογοι –στους οποίους κυριαρχεί η μορφή της προξενήτρας– περιστρέφονται σταθερά γύρω από το ποσό που η οικογένεια των υποψήφιων γαμπρών ζητάει –και η οικογένεια των τριών ηρωίδων δυσκολεύεται να προσφέρει–, κάτι που συνιστά, όπως γράφει η Ντάλβεν, μια εμπορική συναλλαγή απογυμνωμένη από οποιαδήποτε «ιερότητα».[10] Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η συγγραφέας διαλέγει να κλείσει το έργο της με μια προσωπική παρέμβαση. Μια φωνή ακούγεται από μεγάφωνο μετά το τέλος της τελευταίας πράξης. Χάρη σε αυτή μαθαίνουμε τη μετέπειτα τύχη της οικογένειας. Στο επίκεντρο η αγωνία των νέων γονιών, που τους έχουμε παρακολουθήσει από την εφηβεία, να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα για την προίκα των κοριτσιών που έχουν γεννηθεί στο μεταξύ. Η Ντάλβεν κάνει ένα τελευταίο σχόλιο-αναφορά στην επικαιρότητα. Ευτυχώς, γράφει, η ελληνική κυβέρνηση πέρασε έναν νόμο που καταργεί την προίκα (1983). Το έργο κλείνει με τη διαπίστωση πως οι γυναίκες δεν θα αποτελούν πλέον, τουλάχιστον επίσημα, αντικείμενα εμπορικής συναλλαγής. Το θεατρικό της Ντάλβεν, ρεαλιστικό και εν πολλοίς αυτοβιογραφικό, αποτελεί σαφώς ένα κοινωνικο-ιδεολογικό σχόλιο.
***
Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, πως τα εξώφυλλα των δύο βιβλίων κοσμούνται από έργα της Λιράζ, που μας φέρνουν σε επαφή, μέσα από μια άλλη οδό, με την εβραϊκή μνήμη των Ιωαννίνων.
[1] Βλ. το βιβλίο του Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν, μτφρ. Χαρά Σαρλικιώτη, Άγρα, Αθήνα 2000.
[2] Οι γάμοι κανονίζονται στον παράδεισο, σ. 28.
[3] Η ζωή μιας Ελληνοεβραιοαμερικάνας, σ. 102.
[4] Περισσότερα για τη συμβολή της ραπτομηχανής στην οικονομία και τη θέση της στη ζωή των γυναικών βλ. Leda Papastefanaki, «Sewing at home in Greece 1870s to 1930s. A global history perspective», στο Malin Nilsson, Indrani Mazumdar & Silke Neunsinger (επιμ.), Home-Based Work and Home-Based Workers 1800-2021, Studies in Global Labour History, τόμ. 45, Λάιντεν, Brill 2021, σ. 74-95.
[5] Ό.π., σ. 103.
[6] Ό.π., σ. 116.
[7] Έτσι, δραματοποίησε, λ.χ., τον έρωτα του Βερλαίν για τον Ρεμπώ στο έργο της Μια εποχή στην κόλαση (1938), ενώ αναφέρθηκε και στη Σαπφώ στην ανθολογία γυναικείας ποίησης που εκδόθηκε μετά το θάνατό της.
[8] Παράγωγο λογοπαίγνιο του αντίστοιχου ανδρικού «κουκουέδες».
[9] Η ζωή μιας Ελληνοεβραιοαμερικάνας, σ. 155.
[10] Οι γάμοι κανονίζονται στον παράδεισο, σ. 155.