Απαντώ στο σχόλιο του καθηγητή Γιάννη Παπαθεοδώρου που δημοσιεύθηκε στο Books’ Journal του Σεπτεμβρίου 2023 (σελ. 8 και 9) ως κριτική στη δική μου παρέμβαση με τίτλο «Οργάνωση στον στρατό; Εάν σας είχα στην Ισπανία θα σας εκτελούσα!», τη σχετική με τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα.
Στο σημείωμα του κ. Παπαθεοδώρου δεν υπάρχει κριτική ή αμφισβήτηση των ιστορικών γεγονότων τα οποία επικαλούμαι και περιγράφω στο άρθρο μου. Όπως, επίσης, δεν υπάρχει κανένα σχόλιο για την ερμηνεία μου των όσων συμβαίνουν και λέγονται στους τρεις τόμους της Τριλογίας. Επίσης, δεν αμφισβητήθηκε η πρότασή μου για το τι ακριβώς εξιστορούν οι Ακυβέρνητες Πολιτείες: και όσα αφορούν τον κεντρικό ήρωα και όσα αφορούν τον κόσμο στον οποίο ανήκει. Επί της ουσίας, η μόνη κριτική που ασκεί ο κ. Παπαθεοδώρου στα όσα γράφω είναι ότι... δεν αντιλαμβάνομαι τη σημασία που είχαν οι Ακυβέρνητες Πολιτείες στις εσωτερικές διεργασίες της Αριστεράς! Με άλλα λόγια, εγκαλούμαι για ιεροσυλία.
Ο κ. Παπαθεοδώρου υποστηρίζει ότι είναι προβληματική η επιχειρηματολογία των καταληκτικών προτάσεων του δικού μου κειμένου («Δυστυχώς, ο Τσίρκας ήταν κομμουνιστής και […] [χ]ρησιμοποίησε το ταλέντο που του έδωσε η φύση για να προωθήσει την ιδεολογία του. Με αποτέλεσμα το έργο του, μοιραία, να καταδικασθεί στη λήθη») κι ότι «οι αξιολογικές κρίσεις και οι ανιστορικές υποθέσεις συνοδεύονται με αυθαίρετες προβλέψεις».
Εάν όντως η επιχειρηματολογία μου ήταν «προβληματική», ο επικριτής μου θα έπρεπε να την καταρρίψει σχολιαστικά, όχι να την απαξιώσει αφοριστικά. Επίσης, αδυνατώ να κατανοήσω γιατί η εκφορά «αξιολογικής κρίσης» στην αποτίμηση ενός λογοτεχνικού έργου ή των πράξεων κάποιου ή κάποιων αποτελεί faux pas.
Στο σημείωμά μου (τχ. 143) εξήγησα λεπτομερώς γιατί θεωρώ ότι το έργο του Τσίρκα είναι καταδικασμένο στη λήθη: γιατί είναι ηθικά χρεωκοπημένο. Όχι λόγω της ιδεολογίας του, δηλαδή επειδή είναι «αριστερό», αλλά επειδή ηρωοποιεί μια ομάδα ανθρώπων που, παρότι οι ίδιοι και ο συγγραφέας θεωρούν ότι ενεργούν πατριωτικά και ηρωικά, στην πραγματικότητα διαπράττουν εσχάτη προδοσία εν καιρώ πολέμου και απεργάζονται την κατάλυση της δημοκρατίας για να εγκαθιδρύσουν ένα δολοφονικό καθεστώς στο οποίο η δικαιοσύνη δεν θα στηρίζεται «στον φορμαλισμό των αποδείξεων» αλλά «θα έχει νιονιό και θα πηγαίνει στην ουσία». Ούτε για την «ενότητα του απελευθερωτικού αγώνα» εργάσθηκαν οι πρωταγωνιστές των γεγονότων της Μέσης Ανατολής ούτε για το «ομαλό πέρασμα στις μεταπελευθερωτικές καταστάσεις», όπως υποστηρίζει παρακάτω ο κ. Παπαθεοδώρου.
Η Τριλογία ως ιερό κείμενο
Η ουσία του επιχειρήματος του κ. Παπαθεοδώρου είναι ότι οι Ακυβέρνητες Πολιτείες είναι σημαντικό έργο και πρέπει να απολαμβάνει ασυλίας από κριτική, ειδικά από ανθρώπους που δεν ανήκουν στο «χώρο» («outsiders»: η έκφραση δική μου), γιατί αποτελεί, λίγο ως πολύ, ιερό κείμενο της Αριστεράς.
Θα αρκεστεί, γράφει, να τονίσει «τη σημασία που είχαν οι Ακυβέρνητες Πολιτείες (και η πρόσληψή τους) για τις εσωτερικές συγκρούσεις της Αριστεράς σε μια εποχή που σίγουρα δεν είχε καμία σχέση με τις εκλογές του 2023». Στην ενότητα ΙΙΙ του σημειώματός του επαναλαμβάνει: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Ακυβέρνητες Πολιτείες ήταν ένα εμβληματικό βιβλίο για τις ιδεολογικές διεργασίες στο εσωτερικό της Αριστεράς, τη δεκαετία του 1960». Και παρακάτω: «… ας προσπαθήσουμε να εντάξουμε την πρόσληψη της τριλογίας μέσα στα ιδεολογικά και πολιτιστικά συμφραζόμενα που οδήγησαν “στη διάσπαση του 1968”».
Αλλά η Τριλογία δεν είναι μόνο «εμβληματικό βιβλίο» των εσωτερικών διεργασιών της Αριστεράς. Δυστυχώς, από την πρώτη μέρα που εκδόθηκε η Λέσχη, λογοτέχνες, δημοσιογράφοι, κριτικοί και απλοί αναγνώστες θεώρησαν ότι αποτελεί πηγή πληροφόρησης για τα όσα διαδραματίστηκαν στη Μέση Ανατολή το 1943-44. Στις 22 Μαρτίου 1964, η συγγραφέας Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ στέλνει επιστολή στον Τσίρκα, στην οποία του λέει:
[Μ’] έμαθες και ό,τι δε μπορούσε κανένας άλλος ίσαμε σήμερα να με μάθει, το τι γίνηκε εκεί κάτω, κι όμως πολλές φορές και πολλοί προσπάθησαν να μου το εξηγήσουν[1].
Το 1971, σε συνέντευξη στο γαλλικό ραδιόφωνο, η ποιήτρια Μαντώ Αραβαντινού ερμήνευσε την απήχηση της γαλλικής μετάφρασης της Τριλογίας ως εξής:
Μα νομίζω πως αυτό συμβαίνει γιατί σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, θέλουμε από το στόμα του ποιητή, του πεζογράφου να μάθουμε την ιστορία. Και εννοώ με αυτό την αληθινή ιστορία, έξω από αναγκαιότητες ή πολιτικές σκοπιμότητες.[2]
Και ούτω καθεξής.
Δεν ξέρει κανείς εάν πρέπει να γελάσει με την αφέλεια των «διανοουμένων» ή να κλάψει για τη ρηχότητα και τον ερασιτεχνισμό μέρους της διανόησης της πατρίδας μας το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Ζητούν τη γνώση της ιστορίας «χωρίς αναγκαιότητες ή πολιτικές σκοπιμότητες» από τον άνθρωπο που έγραψε την Τριλογία επειδή, κατά δήλωσή του, η λογοτεχνία είναι «ο καλύτερος τρόπος για να δημιουργήσεις τις εντυπώσεις που θέλεις, να υποβάλεις αισθήματα και σκέψεις χωρίς να δεσμεύεσαι ότι θα πρέπει να τα αποδείξεις ιστορικά»!
Δυστυχώς, πέρα από το ρόλο της στις αέναες ομφαλοσκοπήσεις της ελληνικής Αριστεράς, η Τριλογία του Τσίρκα θεωρείται και έχει χρησιμοποιηθεί ως πηγή για τα γεγονότα εκείνα και έχει κάνει μεγάλη ζημιά με τα ψεύδη που έχει διασπείρει και τις εντυπώσεις που έχει δημιουργήσει για πάνω από 60 χρόνια. Άρα, η κριτική είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά επιβεβλημένη.
Παρ’ όλα αυτά, άνοιξα για άλλη μια φορά τους τρεις τόμους και ξαναδιάβασα τις πρώτες σελίδες, όπου αναγράφεται ο εκδότης, το έτος έκδοσης, οι ευχαριστίες, οι παραπομπές σε στίχους ή κείμενα τρίτων, οι αφιερώσεις, κ.λπ. Πουθενά δεν αναφέρεται ότι τα βιβλία αυτά αποτελούν έγγραφα και ντοκουμέντα εσωτερικών ιδεολογικών διεργασιών της Αριστεράς και πρέπει να διαβάζονται με ερμηνευτικά κλειδιά που περιλαμβάνονται σε κάποιο εγχειρίδιο το οποίο πωλείται ξεχωριστά. Ούτε διάβασα ποτέ καμία κριτική ή παρουσίαση της Τριλογίας του Τσίρκα που να την αντιμετωπίζει ως κομματικό ντοκουμέντο και όχι ως σοβαρή λογοτεχνία. Υπό το πρίσμα αυτό τη διάβασα και την αντιμετώπισα κι εγώ: ως λογοτεχνικό έργο. Όχι ως τα πρακτικά συνεδρίασης κάποιου κομματικού οργάνου.
Ο ρόλος που μπορεί να έπαιξε η Τριλογία στις «εσωτερικές συγκρούσεις και τις ιδεολογικές διεργασίες της Αριστεράς» δεν ενδιαφέρει κανέναν τυχαίο αναγνώστη, ούτε μπορεί να επηρεάζει τη γνώμη την οποία μπορεί να διαμορφώσει ένας τυχαίος αναγνώστης για κάποιο λογοτεχνικό έργο. Και η αξία της Τριλογίας ως έργου τέχνης δεν μπορεί να αποτιμάται με βάση το τι μπορεί να σημαίνει ή να σήμαινε κάποτε για κάποιους τύπους που εποφθαλμιούσαν τη δημοκρατική διακυβέρνηση και την ελευθερία του ελληνικού λαού.
Βέβαια, στους λογοτεχνικούς και στους ακαδημαϊκούς κύκλους, έχει επικρατήσει μια σχεδόν ομόφωνη, μετά το θάνατο του συγγραφέα, θετική αποτίμηση του Τσίρκα και της Τριλογίας του. Ο Τσίρκας πέθανε «δικαιωμένος» και «καταξιωμένος», σύμφωνα με τη θέση αυτή. Γιατί η κριτική του στη σταλινική ορθοδοξία του ΚΚΕ δικαιώθηκε με τις εξελίξεις στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο έπειτα από το 1989.
Το σχόλιο για τις «εσωτερικές συγκρούσεις της Αριστεράς», πάντως, μου θυμίζει μια αξέχαστη σκηνή από την ταινία Το Όνομα του Ρόδου, που βασίζεται στο βιβλίο του Ουμπέρτο Έκο[3]. Είναι το 1327, μαύρος Μεσαίωνας, και έχουν μαζευτεί σε μια αίθουσα μοναστηριού της Βόρειας Ιταλίας τέσσερις εκπρόσωποι του Πάπα, που έχουν έλθει από τη Ρώμη ειδικά γι’ αυτή τη συνάντηση, και επτά Φραγκισκανοί μοναχοί. Σηκώνεται, λοιπόν, ένας από τους Φραγκισκανούς, ντυμένος με χιτώνα από χοντροκομμένο ύφασμα που μοιάζει με τσουβάλι, και λέει στους εκπροσώπους της Ρώμης, που είναι ντυμένοι με χρυσοποίκιλτα, μεταξωτά και πολύχρωμα άμφια:
Αιδεσιμότατοι αδελφοί, επιτέλους συναντιόμαστε γι’ αυτόν τον πολυαναμενόμενο διάλογο. Ταξιδέψαμε όλοι από πολύ μακριά για να θέσουμε τέλος σε αυτή τη διαμάχη που έχει διαταράξει την ενότητα της Αγίας Μητέρας Εκκλησίας. Ενάρετοι άνθρωποι σε όλη τη Χριστιανοσύνη στρέφουν το βλέμμα τους σε αυτήν εδώ την αίθουσα αναμένοντας με αγωνία την απάντησή μας στο ερώτημα: ανήκαν ή όχι στον Χριστό τα ρούχα που φορούσε;
Είναι ίσως η μοναδική αστεία σκηνή σε μια ταινία γεμάτη δολοφονικές ραδιουργίες με αντικείμενο ένα απαγορευμένο βιβλίο του Αριστοτέλη. Και είναι αστεία η σκηνή όχι μόνο λόγω της ασημαντότητας του «προβλήματος» που καλούνται να επιλύσουν οι μοναχοί και οι επίσκοποι. Είναι αστεία, κυρίως, γιατί στο χωριό που βρίσκεται έξω από τους τοίχους του μοναστηριού οι κάτοικοι είναι ρακένδυτοι, ζουν μέσα στις λάσπες και τρέφονται από τα αποφάγια που πετάνε οι καλόγεροι από μια καταπακτή, ύστερα από κάθε γεύμα τους.
Όσο ενδιαφέρει τους εξαθλιωμένους χωρικούς του μεσαιωνικού χωριού της Βόρειας Ιταλίας το εάν «ανήκαν ή όχι στον Χριστό τα ρούχα που φορούσε», άλλο τόσο ενδιαφέρουν τον οποιονδήποτε τυχαίο αναγνώστη λογοτεχνίας η «σημασία που είχαν οι Ακυβέρνητες Πολιτείες για τις εσωτερικές συγκρούσεις της Αριστεράς»: καθόλου.
Η πραγματικότητα για τους χωρικούς του μεσαιωνικού χωριού είναι η απόλυτη εξαθλίωση στη σκιά της άνετης και πολυτελούς διαβίωσης των εκπροσώπων της Εκκλησίας. Η πραγματικότητα για τον τυχαίο αναγνώστη της Τριλογίας είναι ότι εξυμνούνται και ηρωοποιούνται συνωμότες που διαπράττουν εσχάτη προδοσία εν καιρώ πολέμου με στόχο να καταλάβουν την εξουσία στη χώρα μετά την Κατοχή και να την μετατρέψουν σε κομμουνιστικό στρατόπεδο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών με τους «φασίστες» (δηλαδή με όσους δεν ήθελαν η χώρα να κυβερνηθεί από το ΚΚΕ...).
Το τι σημαίνει για τις «εσωτερικές διεργασίες της Αριστεράς» το ότι μερικοί από τους συνωμότες αυτούς μετά το 1968 θα έβλεπαν σαν ανώτατο ηγέτη τους τον Μπρέζνιεφ και άλλοι θα κρεμόντουσαν από τα χείλη του Τσαουσέσκου δεν ενδιαφέρουν παρά ελάχιστους πιά, και μάλλον λόγω επαγγελματικής ενασχόλησης.
Το ψυχορράγημα μιας εποχής
Είμαστε μάρτυρες του επιθανάτιου ρόγχου της πολιτιστικής κυριαρχίας που είχε η Αριστερά από το 1974. Αυτού που ο κ. Παπαθεοδώρου ονομάζει «δημοκρατικό μέτωπο της Μεταπολίτευσης». Η αγωνία που έχει καταλάβει πολύ κόσμο του «χώρου» είναι κατανοητή.
Για όσους δεν γνωρίζουν ή δεν θυμούνται, το «δημοκρατικό μέτωπο της Μεταπολίτευσης» αποτελείται από τις οργανωμένες συμμορίες που αποδοκίμασαν άγρια τον Διονύση Σαββόπουλο ύστερα από την κυκλοφορία του δίσκου Το Κούρεμα, επειδή έβαλε βόμβα στα θεμέλια της πολιτιστικής και πολιτικής κυριαρχίας τους. Είναι, ακόμη, όσοι βιοπορίστηκαν με το επάγγελμα που έγινε γνωστό ως «ήμουν στο Πολυτεχνείο» μετά το 1974. Όσοι παρευρέθηκαν και συμμετείχαν στη «δίκη» του Μπιλ Κλίντον στην πλατεία Συντάγματος, το 1999. Αυτοί που το 2010-15 υπέγραφαν δηλώσεις και κείμενα υποστήριξης για να συνεχίσουν οι δημόσιοι υπάλληλοι να συνταξιοδοτούνται στα 47, να παίρνουν επίδομα χρήσης φαξ, και οι συντάξεις της ΔΕΗ να ανέρχονται στο 120% του τελευταίου μισθού. Και αυτοί που οργανώθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από την KGB και τη Στάζι, τη δεκαετία του 1980, για να κάνουν πορείες εναντίον της εγκατάστασης αμερικανικών πυρηνικών πυραύλων στην Ευρώπη, η εγκατάσταση των οποίων ανάγκασε τελικά την ΕΣΣΔ να συμφωνήσει στην πρόταση των ΗΠΑ για απόσυρση όλων των πυρηνικών πυραύλων από το ευρωπαϊκό έδαφος.
Ο ευτελισμός της πολιτιστικής κυριαρχίας της Αριστεράς τον οποίο ευτυχήσαμε να βιώνουμε είναι αποτέλεσμα αυτοχειρίας. Θα πάρει καιρό για να προσαρμοσθεί στη νέα πραγματικότητα ο κόσμος που έζησε τις περασμένες πέντε δεκαετίες στην πνευματική θαλπωρή της αυτοαναφορικότητας και της πλήρους ασυλίας. Ευτυχώς, τα είδωλα του «δημοκρατικού μετώπου της Μεταπολίτευσης» έχουν γκρεμιστεί και οτιδήποτε συνδέεται με την Αριστερά δεν περιβάλλεται πιά από φωτοστέφανο ηθικής και πνευματικής ανωτερότητας αλλά από κλαυσίγελο για όσα κωμικά αλλά και επικίνδυνα ζήσαμε το 2015-19 και φωτίζεται από το λαμπερό χαμόγελο του «επιχειρηματία εφοπλιστή» που πήρε τον περασμένο μήνα την Αριστερά απ’ το χέρι για να την οδηγήσει «σε έναν άλλο κόσμο, που είναι εφικτός». Ο καταχωρισμένος στους εκλογικούς καταλόγους των ΗΠΑ ως Ρεπουμπλικανός και, μάλιστα, την περίοδο Τραμπ...
Η εικασία των αγαθών προθέσεων
Το τελευταίο που θέλω να σχολιάσω από το σημείωμα του κ. Παπαθεοδώρου είναι η αναφορά του στην «προσπάθεια του Τσίρκα να επιτευχθεί εθνικό μέτωπο και να αποφευχθεί εμφύλια σύρραξη». Γράφει στην ενότητα ΙΙ του σημειώματός του: «[Ο] Τσίρκας [...] κάνει έκκληση για να εισακουστεί “το αίτημα της ενότητας του απελευθερωτικού αγώνα”, προκειμένου αυτή η ενότητα να εξασφαλίσει “το ομαλό πέρασμα στις μεταπελευθερωτικές καταστάσεις και να προστατεύσει τον τόπο από κάθε εμφύλια διαμάχη”».
Αντί άλλης παρατήρησης, αντιγράφω από το ημερολόγιο του Γιώργου Κ. Παππά[4]:
Κυριακή 25 Μαΐου 1941
Συναντήθηκα πολλές φορές με τον φίλο μου Σ. ανώτατο υπάλληλο σε υπουργείο. Από τη θέση του θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στον αγώνα. Κάθε φορά που τον πίεζα μού αράδιαζε ένα σωρό δικαιολογίες στις οποίες δεν πίστευε και ο ίδιος. […]
– Άκου, μου είπε, η Ρωσία είναι ουδέτερη. Αυτή είναι η μόνη ελπίδα της ανθρωπότητας. Άσε τα σκυλιά να τρώγονται μεταξύ τους. Σε λίγα χρόνια, δύο, τρία, πέντε, όλος ο κόσμος σας θα καταρρεύσει. Και στα ερείπια πάνω θα χτίσουμε τον δικό μας κόσμο, τον σοσιαλιστικό, όπου όλοι θα ζούμε και θα αναπνέουμε ελεύθεροι. […] Τώρα είναι ευκαιρία, η μοναδική ευκαιρία να αλλάξει ο κόσμος και δεν πρόκειται να την αφήσουμε να μας ξεφύγει. Ας είναι οδυνηρός ο τοκετός, τώρα γεννάται η ελευθερία, η μόνη, η πραγματική. Πάντως να μην περιμένετε τίποτε από μας, δεν πρόκειται να σας βοηθήσουμε. Αυτή είναι η γραμμή μας και την ακολουθούμε όλοι. Και εάν είναι ανάγκη θα σας πολεμήσουμε. (σ. 115-116)
Κυριακή 31 Αυγούστου 1941
Ήρθε να με βρει ο Σ. Τώρα θέλει εκείνος να με εντάξει στην κίνηση που ετοιμάζουνε, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο. Μου επαναλαμβάνει όλα τα επιχειρήματα που του είχα αραδιάσει τότε και προσθέτει:
– Θέλω να με πιστέψεις, η κίνηση αυτή θα είναι καθαρά πατριωτική, μόνο πατριωτική, όχι κομματική. Ήρθαμε κιόλας σε επαφή με ανθρώπους όλων των κομμάτων. […]
– Καλά, του λέω, ξέρεις που εγώ προσπαθώ από τον Μάη να κάνω μια μικρή οργάνωση, και ασφαλώς χίλιοι άλλοι στην Ελλάδα κάνουν το ίδιο [...]. Γιατί να ενταχθούν όλες αυτές οι οργανώσεις σε μια οργάνωση την οποία ουσιαστικώς θα ελέγχετε εσείς;
– Ναι εμείς θα τη διευθύνουμε, γιατί μόνο εμείς έχουμε την πείρα της συνωμοτικής οργάνωσης. […] Το δίκτυό μας υπάρχει, έχουμε τις βάσεις, η δουλειά μας θα γίνει γρήγορα και καλά. […] Πρέπει να είμαστε όλοι ενωμένοι χάριν της Ελλάδος. Θυμήσου την Επανάσταση, τις διχόνοιες, την παρ’ ολίγο καταστροφή. Όχι, κάθε άλλη κίνηση, όσο καλοπροαίρετη και να είναι θα είναι διασπαστική. (σ. 140)
Τι μεσολάβησε από τον Μάιο έως τα τέλη Αυγούστου 1941; Καταρχάς, η εισβολή της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, στις 22 Ιουνίου. Αμέσως μετά, στις 7 Ιουλίου, η εντολή της Κομιντέρν[5] προς όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα που βρίσκονταν σε χώρες υπό γερμανική κατοχή να οργανώσουν ένοπλη αντίσταση εναντίον του γερμανικού στρατού
για την ενεργό υποστήριξη στις καπιταλιστικές χώρες του πατριωτικού πολέμου της ΕΣΣΔ εναντίον της Γερμανίας[6].
Πριν συνεχίσετε, ξαναδιαβάστε παρακαλώ αυτήν την τελευταία πρόταση από την οδηγία της Κομιντέρν προς, μεταξύ άλλων, το ΚΚΕ.
Στο έγγραφο της Κομιντέρν αναφέρεται ακόμη ότι «τα κομμουνιστικά κόμματα σε όλες τις κατεχόμενες χώρες πρέπει να αρχίσουν αμέσως να οργανώνουν ενιαία εθνικά μέτωπα και προς τον σκοπό αυτό πρέπει να έλθουν σε επαφή με όλες τις δυνάμεις, ανεξάρτητα από την πολιτική τοποθέτηση και τον χαρακτήρα τους, που αγωνίζονται εναντίον της φασιστικής Γερμανίας». Ακόμη ότι «ο αγώνας για τη δημιουργία εθνικών μετώπων πρέπει να διεξάγεται κάτω απ’ το κοινό αίσθημα της υπεράσπισης της δημοκρατίας και της εθνικής ανεξαρτησίας ενάντια στον χιτλερικό ζυγό. Οι κομμουνιστές δεν πρέπει να θέτουν ζήτημα ηγεμονίας τους στα εθνικά μέτωπα».
Τρεις μέρες μετά το σήμα της Κομιντέρν, στις 10 Ιουλίου 1941, συνέρχεται η 6η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ και εκδίδει μια ανακοίνωση που αναπαράγει την οδηγία της Μόσχας. Στις 16 Ιουλίου ιδρύεται το Εργατικό Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ), το οποίο προσεγγίζει ηγετικές φυσιογνωμίες των αστικών κομμάτων με αίτημα να συνασπιστούν εναντίον των Γερμανών, όπως ακριβώς υπέδειξε η Μόσχα. Όταν κανείς δε δέχεται να συνεργασθεί με το ΚΚΕ, στις 27 Σεπτεμβρίου ιδρύεται το ΕΑΜ σε συνεργασία με μερικά πολύ μικρά κόμματα του σοσιαλιστικού χώρου, με περιορισμένη απήχηση, για να δοθεί η εντύπωση της ευρύτερης συμπαράταξης δυνάμεων.
Αυτή είναι η αλήθεια σχετικά με τις προθέσεις της Αριστεράς, τα κίνητρά της και την «προσπάθειά της να αποφευχθεί εμφύλια σύγκρουση» και να «ενωθεί το εθνικό μέτωπο».
Ένα τσιγάρο δρόμος; Και λιγότερο!
Στην κατάληξη του σημειώματός του, ο κ. Παπαθεοδώρου αναφέρει ότι οι Ακυβέρνητες Πολιτείες είναι «βιβλίο που ανήκει σε καιρό και τόπο» και με εγκαλεί ότι διέπραξα «νοηματικά άλματα», «υπερερμηνείες» και «ιδιοτελείς ιδεολογικές χρήσεις της λογοτεχνίας, όπως τις ορίζει ένα ρεύμα ανεπεξέργαστου αναθεωρητισμού ή ακόμη και η περιστασιακή κάλπη μιας Κυριακής των εκλογών».
Όλα τα βιβλία που εκδόθηκαν ποτέ ανήκουν «σε καιρό και τόπο». Τι σημαίνει αυτό; Μήπως ότι το Malleus Maleficarum και η Καθολική Εκκλησία απαλλάσσονται της κριτικής επειδή το 1486, που εκδόθηκε, ο κόσμος «ήταν διαφορετικός»; Ή ότι Ο Αγών μου είναι προϊόν της εποχής του (ήττα Γερμανίας στο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπερπληθωρισμός, κ.λπ.) και αξίζει μια άλλη ματιά; Ή ότι το The Passing of the Great Race του Madison Grant πρέπει να το διαβάζουμε υπό το πρίσμα της εκρηκτικής αύξησης της μετανάστευσης στις ΗΠΑ από τη νότια και την ανατολική Ευρώπη τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα; Αστεία πράγματα.
Δεν διέπραξα κανένα «νοηματικό άλμα». Έκανα κριτική στην Τριλογία χρησιμοποιώντας τα ίδια τα λόγια του Τσίρκα και την πλοκή των βιβλίων του. Η δε κριτική μου είναι απολύτως εντός των πλαισίων της ιστορικής περιόδου: για το λόγο αυτό ξεκίνησα το σημείωμα μου με εκτεταμένη αναδρομή στο ιστορικό υπόβαθρο των όσων εξιστορούνται στην Τριλογία. Για να μην υπάρξουν υποψίες ότι προχώρησα σε «νοηματικά άλματα»...
Όσο για την επόμενη καταγγελία, θυμίζω ότι όχι μόνο δεν έκανα καμία «υπερερμηνεία», αλλά ούτε καν ερμηνεία. Παρέθεσα τα ιστορικά γεγονότα και τα όσα γράφει ο ίδιος ο Τσίρκας για τους ήρωές του και τα όσα περιγράφει και άφησα τον αναγνώστη να βγάλει συμπεράσματα. Είναι τόσο εύκολο να αντιληφθεί κανείς τι διαβάζει στην Τριλογία εάν γνωρίζει την ιστορία και έχει ένα «κλειδί» να του υπενθυμίζει το ιστορικό υπόβαθρο, που δεν χρειάζονται «ερμηνείες»: η ηθική χρεοκοπία των όσων εξιστορούνται ξεπηδά από τις σελίδες.
Επιπλέον, «ιδιοτελείς ιδεολογικές χρήσεις της λογοτεχνίας» κάνει ο Τσίρκας, όχι εγώ. Ο Τσίρκας είναι που δήλωσε[7] ότι «ήθελε να γράψει κάτι το οποίο θα δικαίωνε τον αντιφασιστικό αγώνα των Ελλήνων στη Μέση Ανατολή και, παρ’ όλο που ποτέ δεν είχε ξαναγράψει μυθιστόρημα, κατέληξε στην απόφαση να παρουσιάσει τη δικαίωση αυτή με τη μορφή ενός μυθιστορήματος παρά ενός έργου ιστοριογραφίας. “Βρήκα”, εξήγησε, “ότι το μυθιστόρημα είναι το πιο εύκολο είδος για να δημιουργήσεις τις εντυπώσεις που θέλεις, να υποβάλεις αισθήματα και σκέψεις χωρίς να δεσμεύεσαι ότι θα πρέπει να τα αποδείξεις ιστορικά”». Δικά του λόγια είναι, όχι δικά μου.
Ο «αναθεωρητισμός» μου, εάν υφίσταται, μόνο «ανεπεξέργαστος» δεν είναι. Απόδειξη αυτού είναι ότι δεν αμφισβητήθηκε ούτε ένα από τα γεγονότα και τα δεδομένα που περιλαμβάνονται στο άρθρο μου.
Όσο για την αναφορά σε «περιστασιακή κάλπη μιας Κυριακής των εκλογών», αρκεί, μου φαίνεται, να σημειώσω το προφανές: περιστασιακή δεν ήταν η κάλπη του περασμένου Μαΐου και Ιουνίου. Περιστασιακή ήταν η κάλπη του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου 2015. Γιατί ήταν το αποτέλεσμα της κοινωνικής έκρηξης και του πολιτικού χάους που ακολούθησαν μια δημοσιονομική χρεοκοπία, δηλαδή ένα σπάνιο, τραυματικό γεγονός. Ήταν, επίσης, μια, εκ των υστέρων ξεκαρδιστική, περίοδος όπου η «ριζοσπαστική Αριστερά», με την οποία σίγουρα θα συμπαρατασσόταν ο Τσίρκας εάν ζούσε, ψάρεψε τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ του Τσοχατζόπουλου και κυβέρνησε τη χώρα σε συνασπισμό με την «ψεκασμένη» Ακροδεξιά και με την ανοχή ή και συμπαράταξη του νεοναζιστικού κόμματος. Αυτός είναι ο ορισμός της «περιστασιακής κάλπης».
Όμως, σε όλη τη διάρκεια του μεταπολεμικής περιόδου, όπως και της προπολεμικής άλλωστε, οι ιδέες και οι πολιτικές επιδιώξεις που πρέσβευε ο Τσίρκας αφορούσαν πάντοτε μια ισχνή μειοψηφία του ελληνικού εκλογικού σώματος και γι’ αυτό μόνο με τη χρήση των όπλων, μέσα στην αναμπουμπούλα και το χάος του πολέμου και της κατοχής, μπόρεσαν να διεκδικήσουν την εξουσία οι απόφοιτοι δημοτικού, οι ΚΟΥΤΒηδες[8], οι καπνεργάτες και οι κουρείς που είχαν αυτοαναγορευθεί «πρωτοπορία της εργατικής τάξης». Γιατί ποτέ δεν μπόρεσαν, και δε θα μπορούσαν, να το πετύχουν στις κάλπες και με τις ιδέες που πρέσβευαν.
Ας μου επιτραπεί, λοιπόν, να αναπαραγάγω από το σημείωμά μου στο τεύχος Ιουλίου/Αυγούστου και να υπογραμμίσω:
Αυτό είναι το αφήγημα της Αριστεράς. Και υπήρξε πάντα το αφήγημα της Αριστεράς. Από τότε που ο Μαρξ απεφάνθη ότι η οικονομική αξία δημιουργείται μόνο από την εργασία μέχρι προχθές που ακούσαμε ότι μια συντριπτική νίκη του κυβερνώντος κόμματος στις εκλογές της 25ης Ιουνίου θα αποτελούσε απειλή για τη δημοκρατία, η πρόταση διακυβέρνησης της Αριστεράς, παντού και πάντα, βασίζεται στην εικονική πραγματικότητα, στη διαστρέβλωση των γεγονότων και σε αυτό που οι Αμερικανοί ονομάζουν gaslighting: δηλαδή στην προσπάθεια να πεισθεί ο συνομιλητής ότι αυτό που αντιλαμβάνεται για την πραγματικότητα που είναι μπροστά στα μάτια του είναι λάθος και ότι η αλήθεια έγκειται αλλού, εκεί που δείχνει το Κόμμα. Εάν αναρωτιέστε σε τι διαφέρει αυτό από την οποιαδήποτε θεωρία συνωμοσίας, η απάντηση είναι, προφανώς, σε τίποτε. Από τον Τσίρκα μέχρι τον Σώρρα, τους αντιεμβολιαστές και όσους «γεννήθηκαν τη 17 Νοέμβρη» ένα τσιγάρο δρόμος.
Ή, προσθέτω, και λιγότερο.
[1] «Επτά Ημέρες» της Καθημερινής, 6 Φεβρουαρίου 2000, σελ. 11.
[2] Ό. π., σ. 14.
[3] Το Όνομα του Ρόδου, ταινία του 1986, σε σκηνοθεσία Ζαν-Ζακ Αννώ, με τον Σον Κόνερι στον βασικό ρόλο.
[4] Γεώργιος Κ. Παππάς, Ημερολόγιο Πολέμου - Κατοχής - Απελευθέρωσης, 1940-1944, Πατάκη, 2018.
[5] Κομιντέρν: Communist International ή Κομμουνιστική Διεθνής. Ήταν η διεύθυνση του ΚΚ της ΕΣΣΔ στην οποία ανήκαν όλα τα ορθόδοξα κομμουνιστικά κόμματα του κόσμου και η οποία ήλεγχε το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Οι οδηγίες, οι κατευθύνσεις και οι εντολές της Κομιντέρν ήταν το ευαγγέλιο των ΚΚ και το σημείο επαφής τους με το ΚΚ της ΕΣΣΔ.
[6] Πηγή: Η Κομιντέρν και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, Τόμος ΙΙ, σελ. 114-115, Ρωσική Ακαδημία Επιστημών, Μόσχα, 1998.
[7] Peter Mackridge, «Ο Στρατής Τσίρκας και η έννοια της ιστορίας», περ. Aντί, τεύχος 751, 30/11/2001, σ. 37-41.
[8] ΚΟΥΤΒηδες: στελέχη του ΚΚΕ που είχαν σπουδάσει στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο των Ανατολικών Λαών της Μόσχας (КУТВ), εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κομιντέρν που λειτούργησε από το 1921 ώς το 1938. Στόχος μεταξύ άλλων ήταν αλλοδαπών πολιτών πρόθυμων να αγωνιστούν για την οργάνωση εξεγέρσεων στις χώρες τους, με τελικό σκοπό την εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος.