Ι.
Στη στήλη «Διάλογος» (τχ. 144, Ιούλιος-Αύγουστος 2023) του Books’ Journal, δημοσιεύτηκε το άρθρο του κ. Περικλή Φ. Κωνσταντινίδη, με τίτλο «“Οργάνωση στο στρατό; Εάν σας είχα στην Ισπανία θα σας εκτελούσα!”. Ξαναδιαβάζοντας τις Ακυβέρνητες Πολιτείες» (σ. 12-19). Με αφορμή, κυρίως, τη λογοτεχνική αναπαράσταση του κινήματος του Απρίλη του 1944 στις Ακυβέρνητες Πολιτείες, ο συντάκτης του άρθρου ισχυρίζεται πως ο Τσίρκας υιοθέτησε συνειδητά μια ιδεολογική (βλ. κομματική) ερμηνεία των γεγονότων, με αποτέλεσμα να χάσει την ευκαιρία να γράψει το «κορυφαίο λυρικό αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα» (σ. 19). Η αιτία για αυτή τη χαμένη ευκαιρία, σύμφωνα με τον κ. Κωνσταντινίδη, είναι απλή : «Δυστυχώς, ο Τσίρκας ήταν κομμουνιστής και δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Χρησιμοποίησε το ταλέντο που του έδωσε η φύση για να προωθήσει την ιδεολογία του. Με αποτέλεσμα το έργο του, μοιραία, να καταδικαστεί στη λήθη» (σ. 19).
Δεν θα σχολιάσω την προβληματική επιχειρηματολογία αυτών των καταληκτικών προτάσεων, στις οποίες οι αξιολογικές κρίσεις και οι ανιστορικές υποθέσεις συνοδεύονται με αυθαίρετες προβλέψεις (ο Τσίρκας θα μπορούσε να έχει γράψει ένα «άλλο» βιβλίο, αλλά δεν το έγραψε επειδή ήταν ασυγκράτητος κομμουνιστής· άρα, η ιδεολογία αλλοίωσε το ταλέντο της «φύσης» και, έτσι, «μοιραία» το βιβλίο θα «καταδικαστεί» στη λήθη). Αν η αξία ενός διαλόγου εξαρτάται από την εγκυρότητα των συλλογισμών, φοβάμαι πως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπάρχουν πολλές λανθάνουσες προκείμενες και λανθασμένες παραδοχές, που εμποδίζουν την ανταλλαγή απόψεων ή ακόμη και την αντιπαράθεση. Θα αρκεστώ, λοιπόν, στο να υπενθυμίσω συνοπτικά ορισμένα σημεία, που αφορούν τη σημασία που είχαν οι Ακυβέρνητες Πολιτείες (και η πρόσληψή τους) για τις εσωτερικές συγκρούσεις της Αριστεράς, σε μια εποχή που σίγουρα δεν είχε καμία σχέση με τις «εκλογές του 2023» (σ. 18).
ΙΙ.
Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, το πιο λαμπρό μυαλό της λογοτεχνικής κριτικής του μεταπολέμου, είναι ο πρώτος που επισημαίνει, από τις στήλες της Επιθεώρησης Τέχνης [ΕΤ, 133-134 (1966), 126-135], πως ένα από τα πιο αδύναμα στοιχεία της Νυχτερίδας ήταν ότι το κίνημα του Απρίλη εμφανιζόταν στη Νυχτερίδα ως μια πράξη αντιστασιακής μοιρολατρίας. «Δεν έχουμε άλλη γραμμή, αυτή είναι η σωστή, κι όμως, στα σκοτεινά περπατάμε. Θα πεις: τι μας χρειάζεται ακόμα μια ήττα; Μα ήττες είναι αυτές;», λέει ο Φάνης συζητώντας με τον Μάνο για την έκβαση του κινήματος. Ο Ραυτόπουλος θα σχολιάσει ειρωνικά την ευήθεια της πολιτικής ανάλυσης του Τσίρκα σε αυτό το απόσπασμα: «ούτε λίγο ούτε πολύ: ακόμα δυο τρεις ήττες και νικήσαμε»![1] Από την άλλη μεριά, αναρωτιέται ο Ραυτόπουλος αν όντως κάποια στιγμή «τέθηκε το καίριο δίλημμα – αγώνας ή παράδοση» και, ως έντιμοι αντιφασίστες αγωνιστές, αυτοί οι άνθρωποι «έδωσαν το παρών μ’ όλη τους την πίστη και τον ενθουσιασμό», γιατί, άραγε χρειαζόταν όλη αυτή η επένδυση της αφήγησης με την ιστορία και τη θεωρία;[2]
Παρ’ όλες, όμως, τις τεκμηριωμένες αντιρρήσεις του για τα ιστορικά γεγονότα και τις πολιτικές επιλογές της εποχής, έτσι όπως παρουσιάζονται από τον συγγραφέα, ο Ραυτόπουλος κατανοεί πως η βασική επιδίωξη του Τσίρκα, δεν ήταν, τελικά, η ιστορική αποκατάσταση του Απρίλη αλλά «το ανθρωπιστικό περιεχόμενο της ιδεολογίας και της πράξης του κινήματος, η ηθική του δεοντολογία».[3] Η προτεραιότητα του Τσίρκα, δηλαδή, δεν ήταν τόσο να διηγηθεί «τι πραγματικά έγινε» κατά τη διάρκεια του «σκληρού Απρίλη» του 1944 αλλά να αναδείξει το «ανθρωπακίστικο πνεύμα»[4] που επικράτησε μετά τον Απρίλη για τους «Μεσανατολίτες», μέσα στο κόμμα αλλά και έξω απ’ αυτό. Η αποτίμηση, άλλωστε, του Απρίλη του 1944 από τον πανίσχυρο Νίκο Ζαχαριάδη, στη 12η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ (25-27 Ιουνίου 1945), είχε ως εξής : «Δε μπορώ ν’ αποφύγω τον πειρασμό και να μην πω ότι έτσι όπως ήρθε το κίνημα εκείνο, δείχνει σαν να το προκάλεσαν οι ίδιοι οι αντίπαλοί μας».[5] Στην ομιλία του, ο Ζαχαριάδης υποστήριξε πως το κίνημα του Απρίλη «πολιτικά μονάχα τους αντιπάλους μας ωφέλησε». Με τα λόγια του, άφησε σαφώς να εννοηθεί πως ο Απρίλης του 1944 ήταν μια προβοκάτσια.
Αυτή η κατευθυντήρια γραμμή παρέμεινε δεσπόζουσα στην κομματική γραμμή αλλά και στην επίσημη κομματική ιστοριογραφία.[6] Όταν βγήκαν από τα «σύρματα», οι «Μεσανατολίτες» έζησαν για πολύ καιρό με το στίγμα του «ιντελιτζενσερβίτη». Κάποιοι από αυτούς, όπως ο Γιάννης Σαλάς (ο «Φάνης» της τριλογίας), σκοτώθηκαν σε περίεργες στρατιωτικές αποστολές, στα χρόνια του εμφυλίου. Τα υπόλοιπα τα έσβησε η βολική γομολάστιχα της λήθης ή της επιλεκτικής σιωπής. «Δεν ήξερε κανείς τους ποιος ήταν ο Γιάννης ο Σαλάς», θα γράψει, μετά από χρόνια, ο Μανόλης Αναγνωστάκης στο Υστερόγραφο. Σήμερα, που διαθέτουμε περισσότερα ιστορικά στοιχεία για τη συγκρότηση αλλά και για τους διακριτούς πόλους του στρατεύματος στη Μέση Ανατολή, γνωρίζουμε πως όχι μόνο οι (φιλο)ΕΑΜικές αλλά και όλες οι άλλες στρατιωτικές ομάδες (βενιζελικοί, φιλομοναρχικοί) προσπαθούσαν «να ελέγξουν το μελλοντικό πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα της απελευθέρωσης σε όφελος των παρατάξεών τους».[7] Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Τσίρκας με την αρθρογραφία του στον Έλληνα κάνει έκκληση για να εισακουστεί το «αίτημα της ενότητας του απελευθερωτικού αγώνα», προκειμένου αυτή η ενότητα να «εξασφαλίσει το ομαλό πέρασμα στις μεταπελευθερωτικές καταστάσεις και να προστατεύσει τον τόπο από κάθε εμφύλια διαμάχη».[8] Για τον ίδιο, όπως για πολλούς άλλους «Μεσανατολίτες», το κίνημα ήταν ένα ακόμη μέσο πίεσης ώστε να επιτευχθεί ο σχηματισμός «κυβερνήσεως αντιπροσωπευούσης τον αγωνιζόμενον λαόν», με βάση τις πρόσφατες αποφάσεις της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ). Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, όσα έχουν προηγηθεί, με άμεση εμπλοκή της βρετανικής στρατιωτικής διοίκησης: την εξοντωτική πορεία των στρατιωτών στην έρημο της Ράκκα (Μάρτιος 1943) και τη διάλυση της ΙΙ Ταξιαρχίας (Ιούλιος του 1943).
Ανεξάρτητα, όμως, αν ο Τσίρκας είχε δίκιο ή άδικο, ενόψει της «συμφωνίας του Λιβάνου», οι συσχετισμοί είχαν προφανώς αλλάξει, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα. Μετά τον Απρίλη του 1944, οι διαπραγματεύσεις γίνονταν πλέον με διαφορετικούς όρους, αν και η Αριστερά δεν είχε παραιτηθεί από τον κεντρικό της στόχο. Για πρώτη φορά, άλλωστε, μέσω της εθνικής αντίστασης, πολλά από τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης διεκδικούσαν, μεταπολεμικά, μια νέα πολιτική νομιμοποίηση, που δεν παρέπεμπε πια στο μοντέλο της Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά στην πρωταγωνιστική θέση που είχαν μέσα στο αντιφασιστικό-πατριωτικό μέτωπο του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Αυτό δεν μπορούσε να γίνει δεκτό, ειδικά από τους Άγγλους. Παρ’ όλο που συνεχίζουμε να τον συνδέουμε διαρκώς και μονομερώς με τον Δεκέμβρη του 1944, ο Απρίλης του 1944 ήταν η πρώτη ένδειξη για την ευρύτερη γεωπολιτική προετοιμασία του Ψυχρού Πολέμου αλλά και για την κρίση της αποικιακής κυριαρχίας της Βρετανικής Αυτοκρατορίας στη Μεσόγειο. Αν συνυπολογίσουμε, επίσης, και το ευρύ αντιαποικιακό μέτωπο που διαμορφωνόταν κατά την περίοδο της συγγραφής της τριλογίας, καταλαβαίνουμε πως ο Τσίρκας δεν ήταν τόσο αφελής ώστε να θέλει μόνο να δικαιώσει συναισθηματικά μια «στάση» ή μια «ανταρσία» μέσα στο συμμαχικό στρατόπεδο. Το ζήτημα του Απρίλη του 1944 ήταν αρκετά περίπλοκο· και, σίγουρα, δεν είχε καμία σχέση με την απλοϊκή λύση του Ριγκώ (Αντρέ Μαρτύ): «στην Ισπανία θα σας εκτελούσα!».
ΙΙΙ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι Ακυβέρνητες Πολιτείες ήταν ένα εμβληματικό βιβλίο για τις ιδεολογικές διεργασίες στο εσωτερικό της Αριστεράς, τη δεκαετία του 1960. Το «Ανθρωπάκι», οι «κομμένες κεφαλές» και οι «Μινώταυροι» ξεπέρασαν το μυθοπλαστικό σύμπαν του Τσίρκα και εξελίχθηκαν γρήγορα σε μια συμβολική συμπύκνωση της κριτικής στον σταλινισμό και στη δογματική σκέψη. Τα τεκμήρια είναι αρκετά για να καταλάβουμε την «ανανεωτική» σημασία του βιβλίου: άμεση διαγραφή του Τσίρκα μετά την έκδοση της Λέσχης (1961), εκτενής συζήτηση στον κύκλο Διαφώτισης του ΚΚΕ στο Βουκουρέστι για πρόσθετα «κομματικά μέτρα» εναντίον του συγγραφέα (1961-1962), σύγκρουση ανάμεσα στους νεότερους αριστερούς κριτικούς και τον «σεβάσμιο» Μάρκο Αυγέρη (1964), ο οποίος, με μια αυτοσχέδια ψυχολογική γνωμάτευση, γνώριζε δήθεν πως «στα βάθη της ψυχής του συγγραφέα λουφάζει ένας ανυποψίαστος μηδενισμός».[9]
Θα ήταν λάθος, ωστόσο, να δούμε το εκκρεμές ανάμεσα στον «δογματισμό» και την «ανανέωση» σαν μια απλή και σχεδόν μηχανική ταλάντευση, μέσα στις περίπλοκες κομματικές διαδρομές της ελληνικής μεταπολεμικής Αριστεράς. Χρειάστηκε πολύς χρόνος για να γίνει κατανοητό πως το πρόβλημα δεν ήταν μόνο η «προσωπολατρία» του Στάλιν αλλά η εσωτερίκευση των μηχανισμών του σταλινισμού μέσα στην ίδια την πολιτική ταυτότητα, στις συνειδήσεις και στη συμπεριφορά των κομματικών μελών και στελεχών της κομμουνιστικής Αριστεράς. Και πάλι, όμως, ο ίδιος ο Τσίρκας, στο «Υστερόγραφο» από τα Ημερολόγια της Τριλογίας (1973), προσφέρει ένα σημαντικό ερμηνευτικό κλειδί για να προσεγγίσουμε αυτό το θέμα :
– Ποιος είναι το Ανθρωπάκι ;
Χρόνια τώρα, στην ερώτηση αυτή δίνω μια μόνο απάντηση· την ίδια κι όταν με ρωτούν ποιος είναι τάχα ο Μάνος Σιμωνίδης: Είναι μια σύνθεση. [….]
Για τη σύνθεση χρησιμοποιήθηκαν τέσσερεις πηγές: Τέσσερεις αντιφασίστες αγωνιστές της Μέσης Ανατολής, που έτυχε να παρατηρήσω από κοντά ή από μακριά τα φυσικά και τις πράξεις τους. Οι δυο συγχωρέθηκαν πια στα ξένα, ο ένας στην Ανατολή κι ο άλλος στη Δυτική Ευρώπη. Του τρίτου έχασα τα ίχνη από πολύ νωρίς, από το 1945, ίσως και να το θέλησα, ήταν ένας απίθανος τυχοδιώκτης. Για τον τέταρτο, τελευταία φορά που άκουσα, ήταν το 1968, βρισκόταν εκτοπισμένος στα Γιούρα, ελπίζω να ζει. Ένας πέμπτος, που στοιχεία του έριξα στο λεβέτι της σύνθεσης, έχει κι αυτός πεθάνει, είναι όμως αλλοδαπός και μπορώ να τον κατονομάσω: Ιωσήφ Βησαριόνοβις Ντζουγκασβίλι Στάλιν. Υπάρχει και έκτος: ο γράφων, στο βαθμό που κάθε μυθιστορηματικό πρόσωπο είναι κατά κάποιο τρόπο κομμάτι της αυτοβιογραφίας του συγγραφέα. Και θα θυμίσω εδώ, για παράδειγμα και όχι σα μέτρο σύγκρισης της ασήμαντης προσφοράς μου μ’ εκείνη του γίγαντα των Γαλλικών Γραμμάτων και Δασκάλου μου, τη γνωστή κουβέντα του Γουστάβου Φλωμπέρ: «Η κυρία Μποβαρύ είμαι εγώ».[10]
Ας κρατήσουμε αυτό το «υστερόγραφο» και ας προσπαθήσουμε να εντάξουμε την πρόσληψη της τριλογίας μέσα στα ιδεολογικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα, που οδήγησαν στη «διάσπαση του 1968». Το κλίμα το περιγράφει με ακρίβεια ο Φίλιππος Ηλιού, σχολιάζοντας τις πολλαπλές, κρυφές και φανερές, ιστορίες της Επιθεώρησης Τέχνης και των ανθρώπων που στελέχωσαν τις επιτροπές της: «Εκείνο που θέλησαν να αλλάξουν και σε μεγάλο βαθμό μπόρεσαν να το επιτύχουν, ήταν οι όροι της σχέσης του κομμουνιστή διανοούμενου με το κόμμα του, η απεξάρτηση της καλλιτεχνικής και πολιτισμικής λειτουργίας από προκαθορισμένα, δύσκαμπτα ιδεολογικά πρότυπα και προδιαγραφές».[11] Σε αυτή την κατεύθυνση, η τριλογία του Τσίρκα και η κριτική της έπαιξε, πράγματι, καταλυτικό ρόλο.
Αν θέλουμε, λοιπόν, να κρατήσουμε την ιστορικότητα των ιδεών αλλά και των αισθητικών πραγματώσεων, μπορούμε να συζητήσουμε για τις Ακυβέρνητες Πολιτείες, με την επίγνωση ότι είναι ένα βιβλίο που ανήκει «σε καιρό και σε τόπο». Διαφορετικά, υπάρχει, πάντοτε, ο εύκολος δρόμος των νοηματικών αλμάτων, των υπερερμηνειών και των ιδιοτελών «ιδεολογικών χρήσεων» της λογοτεχνίας, όπως τις ορίζει ένα ρεύμα ανεπεξέργαστου «αναθεωρητισμού» ή, ακόμη, και η περιστασιακή κάλπη μιας Κυριακής των εκλογών. Είναι αυτός ο «ένα τσιγάρο δρόμος», που αναφέρει ο κ. Π. Φ. Κωνσταντινίδης στην ενότητα με τίτλο «Η τριλογία και οι εκλογές του 2023»: «Και τα λοιπά. Από τον Τσίρκα μέχρι τον Σώρρα, τους αντιεμβολιαστές και όσους “γεννήθηκαν 17 Νοέμβρη”, ένα τσιγάρο δρόμος» (σ. 19). Ευτυχώς, στη λογοτεχνία, όπως και στην ιστορία, δεν υπάρχει αυτός ο «ένα τσιγάρο δρόμος»· ιδίως, όταν πρόκειται για συγγραφείς που, στα δίσεκτα χρόνια της Χούντας, πρωταγωνίστησαν στη δημιουργία του μεγάλου «δημοκρατικού μετώπου» της Μεταπολίτευσης. Ας τους διαβάσουμε για όσα είπαν· και όχι για να φτιάξουμε τεχνητές και, κυρίως, ανύπαρκτες γέφυρες ανάμεσα στον Απρίλη του 1944 και στις εκλογές του καλοκαιριού του 2023.
[1] Βλ. Χρύσα Προκοπάκη (επιμ.), Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες του Στρατή Τσίρκα και η κριτική, Κέδρος, Αθήνα, χ.χ. (=1980), σ. 172.
[2] Στο ίδιο, σ. 173.
[3] Στο ίδιο, σ. 173.
[4] Στο ίδιο, σ. 173.
[5] Βλ. Βοήθημα για την ιστορία του ΚΚΕ. Εκδοτικό της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, 1952, σ. 201. Το βιβλίο ανατυπώθηκε από τις Εκδόσεις του Λαού, τον Νοέμβριο του 1975.
[6] Για εκτενέστερη και εμπεριστατωμένη αναφορά στις «κομματικές ιστοριογραφίες» γύρω από τη Μέση Ανατολή βλ. Μίλτος Πεχλιβάνος, Από τη Λέσχη στις Ακυβέρνητες Πολιτείες. Η στίξη της ανάγνωσης, Πόλις, Αθήνα, 2008, σ. 297-326 και σ. 417-418.
[7] Βλ. τη συνθετική διατριβή του Τάσου Αλ. Σακελλαρόπουλου, Ελληνικός Στρατός, 1935-1945: η μετάβαση από τον αλυτρωτισμό στην αυτόνομη παρεμβατικότητα, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Ρέθυμνο, 2020.
[8] Σοφιανός Χρυσοστομίδης, «Ο συνάδελφος Στρατής Τσίρκας», Καθημερινή, «Επτά Ημέρες» (2000) 23.
[9] Βλ. Οι Ακυβέρνητες Πολιτείες και η κριτική…, ό. π., σ. 83.
[10] Στρατής Τσίρκας, Τα Ημερολόγια της τριλογίας Ακυβέρνητες Πολιτείες, Κέδρος, Αθήνα, 1981, σ. 85, 86.
[11] Φίλιππος Ηλιού, Ψηφίδες ιστορίας και πολιτικής του εικοστού αιώνα, εκδ. φροντίδα Άννα Ματθαίου - Στρατής Μπουρνάζος - Πόπη Πολέμη, Πόλις, Αθήνα 2007, σ. 330.