Παρεμβάσεις

Αλάτι
Το χαμόγελό του είχε ευγενική λεπτότητα μοναδική. Ήταν πανεύκολο, φώτιζε το χώρο και μετά από δυο τρία δευτερόλεπτα κατέληγε με τη ματιά του στραμμένη λοξά, σχεδόν ντροπαλά προς τα κάτω. Ήταν κυριολεκτικό χαμόγελο που ήθελες να το ακολουθήσεις όπου και να πήγαινε. Για κάποιους ήταν αφοπλιστικό. Τους προκαλούσε αμηχανία και δεν ήξεραν πώς να αντιδράσουν. Το θεωρούσαν αδυναμία, τυπική έλλειψη σθένους που χαρακτηρίζει διανοούμενους και κουλτουριάρηδες. Ίσως και λίγο χαζομάρα ανάμεικτη με ταλέντο για εξαπάτηση. Άλλοι εκνευρίζονταν. Κοτζάμ καθηγητής, από γνωστή οικογένεια να γελάει έτσι χωρίς λόγο, σα χάνος;
Για μένα το χαμόγελό του ήταν μεταδοτικό.

«Η απολογία ενός εξελικτικού βιολόγου», θα μπορούσε να είναι επίσης ο τίτλος αυτού του σημειώματος. Το γράφω παραμονές της Μεγάλης Εβδομάδας έτοιμος για το ετήσιο ταξίδι στο χωριό που γεννήθηκα, μεγάλωσα, έμαθα τα πρώτα μου γράμματα και δεν έλειψε Μεγάλη Εβδομάδα, από τα 7 μου χρόνια μέχρι που έφυγα από το νησί για το Πανεπιστήμιο, που να μην ήμουν στο ψαλτήρι της ταπεινής εκκλησιάς του. Σκοπός του ταξιδιού: να ψάλω στην ίδια εκκλησία τους Νυμφίους και τα Άγια Πάθη. Ποιος; Εγώ που έχω δηλώσει δημοσίως ότι είμαι αγνωστικιστής.

Μια ηθική ανάγνωση του «πολιτικού» Σεφέρη θα μπορούσε να έχει αφετηρία όχι τις διασταυρώσεις του με τις ιστορικές περιπέτειες του 20ού αιώνα, αλλά τις διανοητικές καταβολές και τις σημάνσεις της αγάπης και της δικαιοσύνης στο έργο του. Οι δύο αυτές θεμελιώδεις έννοιες, δυσκολοπρόφερτες στην ποίηση (δικαιοσύνη) ή φθαρμένες από την κατάχρηση (αγάπη), απαντούν με μεγάλη συχνότητα στο ποιητικό και δοκιμιακό έργο του Σεφέρη. Ποιο είναι όμως το περιεχόμενο που τους αποδίδει, δεδομένης της τεράστιας σημασιολογικής τους εξακτίνωσης στην αρχαία ελληνική, βιβλική, χριστιανική και νεότερη παράδοση;

Δημοκρατία, λαϊκισμός και ποινικό δίκαιο. Εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (αμφιθέατρο Άλκης Αργυριάδης). Συμμετείχαν: Antony Duff, Sandra Marshall, Κωνσταντίνος Γ. Παπαγεωργίου, Δημήτρης Κιούπης, Τόνια Τζανετάκη, Βασιλική Χρήστου. 24 Απριλίου 2023
Το πρόβλημα της εργαλειοποίησης και της κατάχρησης του ποινικού δικαίου από την εκάστοτε εξουσία δεν είναι καινοφανές – πολύ περισσότερο μάλιστα αυτό ισχύει αν η εξουσία ασκείται με λαϊκιστικό τρόπο. Αξιοποιώντας την άγνοια, αντιδραστικά αισθήματα, τον φόβο, τον θυμό και την επιθυμία άμεσων και «απλών» λύσεων (όπως αυτές που μαρτυρούν οι εκκλήσεις για όλο και βαρύτερες ποινές), ο λαϊκιστής διαστρεβλώνει το ποινικό δίκαιο και το στρέφει εναντίον εγγυητικών θεσμών, τους οποίους μέμφεται ως «ελιτίστικα βαρίδια» στην ικανοποίηση του λαϊκού αισθήματος. Στις σελίδες που ακολουθούν έχει γίνει προσπάθεια σύνοψης των απόψεων για το θέμα που ακούστηκαν σε μια πάρα πολύ δημιουργική ημερίδα.

Υπάρχουν άνθρωποι συντηρητικοί που ειλικρινώς πιστεύουν πως ο τρόπος που αυτοί ζουν είναι ο σωστός, ο ηθικά ενδεδειγμένος. Υπάρχουν άλλοι που δεν το πιστεύουν, αλλά φοβούνται να ζήσουν αλλιώς, αν και κατά βάθος θα το ήθελαν. Έτσι, αυθυποβάλλονται στην ιδέα πως η ζωή τους είναι μια χαρά. Υπάρχουν, τέλος και αυτοί, που, από θάρρος, θρασύτητα ή ικανότητα –εσείς επιλέγετε το χαρακτηρισμό– αποφασίζουν να ζήσουν «χωρίς συμβάσεις» (κάποτε και «πέρα από το νόμο»).

Τον Νοέμβριο του 1953 ο Γιώργος Σεφέρης γνώριζε πως έπρεπε να ισορροπήσει σε ένα τεντωμένο σκοινί, το ένα άκρο του οποίου ήταν στερεωμένο γερά στη φιλική σχέση που ως διπλωμάτης και διανοούμενος είχε δημιουργήσει με τους Άγγλους και την Αγγλία (όχι μόνο με τους δύο στενούς φίλους του, τον Μορίς Κάρντιφ και τον Λόρενς Ντάρελ) και το άλλο στη συνείδησή του και σε ό,τι αυτή θα του υπαγόρευε όταν θα πατούσε για πρώτη φορά το πόδι του στην εξεγερμένη Κύπρο. Γι’ αυτό εξάλλου και ο Γιώργος Κατσίμπαλης, προκειμένου υποτίθεται να τον προφυλάξει, για να μη βρεθεί αντιμέτωπος με δυσάρεστα διλήμματα, τον είχε προειδοποιήσει (επιστολή 16ης Νοεμβρίου) να μην πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι.[1]