Σύνδεση συνδρομητών

Μύθοι και πραγματικότητες για το Αιγαίο

Πέμπτη, 17 Οκτωβρίου 2024 01:00
Ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης με τον τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν, σε παλαιότερη συνάντησή τους στην Άγκυρα. Ο τρόπος που και οι δύο υπουργοί διαχειρίστηκαν το επεισόδιο Κάσου-Καρπάθου πιστοποιεί ότι υπάρχουν οι δυνατότητες συνδιαλλαγής για τη μείωση του «κανονιστικού ελλείμματος» που υπάρχει στην περιοχή, στη βάση των κανόνων του διεθνούς δικαίου.
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Γεραπετρίτης με τον τούρκο ομόλογό του Χακάν Φιντάν, σε παλαιότερη συνάντησή τους στην Άγκυρα. Ο τρόπος που και οι δύο υπουργοί διαχειρίστηκαν το επεισόδιο Κάσου-Καρπάθου πιστοποιεί ότι υπάρχουν οι δυνατότητες συνδιαλλαγής για τη μείωση του «κανονιστικού ελλείμματος» που υπάρχει στην περιοχή, στη βάση των κανόνων του διεθνούς δικαίου.

Στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στα προβλήματα και στις αντιπαραθέσεις των δύο χωρών που εν πολλοίς εστιάζονται στο χώρο, στη θάλασσα δηλαδή του Αιγαίου, σύγχρονοι και αρχαίοι μύθοι, μνήμες, ιστορίες, άγνοια, προκαταλήψεις παλιές και νέες παρανοήσεις συναντούν τις σημερινές  πραγματικότητες. Στις σχέσεις των δύο χωρών, οι λέξεις συχνά ενοχοποιούνται ή στρεβλώνονται με τέτοιον τρόπο ώστε να καθιστούν δύσκολή την ορθολογική πρόσληψη της πραγματικότητας και της επίλυσης των προβλημάτων μέσα από δίκαιους και έντιμους συμβιβασμούς.

Μύθοι, πραγματικότητες, συμβιβασμοί. Τρεις λέξεις. Τι σημαίνουν, το οριοθετούν, πώς αλληλοεπιδρούν;

 

Οι μύθοι

Σε πρόσφατη επίσκεψη στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, τη Λέσβο, και σε συζήτηση με ντόπιους ενώ αντικρίζαμε απέναντι τις μικρασιατικές ακτές, έγινε λόγος για το γεγονός ότι το 49% του Αιγαίου είναι διεθνή ύδατα που δεν ανήκουν ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Τουρκία – ανήκουν σε όλη την ανθρωπότητα, κάτω από τους κανόνες που ορίζουν η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS) καθώς και άλλες Συνθήκες, το FIR, κ.λπ.). «Μα δεν είναι όλο το Αιγαίο ελληνικό;», ήταν η αυθόρμητη ερώτηση κάποιων. Στην παρατήρηση ότι «δεν είναι» εξεπλάγησαν. «Και γιατί δεν μας το λένε;». Όντως, γιατί δεν αναφέρεται αυτό στον θεσμικό και στον επίσημο λόγο και γιατί αυτή η πραγματικότητα δεν αποτυπώνεται στους χάρτες που κυκλοφορούν ευρέως; Γιατί οι χάρτες αυτοί παρουσιάζουν το Αιγαίο ως εάν να ήταν ελληνική λίμνη; Κι όμως, «το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη και ούτε θέλουμε να το μετατρέψουμε σε ελληνική λίμνη», έλεγε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Βεβαίως το Αιγαίο ως πολιτιστικός χώρος είναι καθ’ όλα ελληνικός. Η «μελαγχολία του Αιγαίου» είναι μοναδική και ελληνική. Η νομική όμως και γεωπολιτική πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Στην ευρύτερη λαϊκή πρόσληψη, ωστόσο, το Αιγαίο είναι, από κάθε άποψη, καθ’ ολοκληρίαν «ελληνικό». Το γεγονός ότι τα ελληνικά χωρικά ύδατα εκτείνονται σήμερα στα 6 ναυτικά μίλια (με θεωρητική δυνατότητα να επεκταθούν έως τα 12) αγνοείται σχεδόν παντελώς στην κοινωνία.

Δεν θα μπορούσε βέβαια να υπάρχει η αξίωση, ο μέσος πολίτης να γνωρίζει τις λεπτομέρειες των ρυθμίσεων της Σύμβασης για το Δίκαιο τις Θάλασσας ή των Συνθηκών FIR, SAR, κ.λπ. Αλλά έχει μεγάλη σημασία να μην έχει μια πλήρως εσφαλμένη, ελλειμματική, στρεβλή εικόνα για το Αιγαίο. Είναι αυτή η στρεβλή εικόνα που, τελικά, καθιστά δύσκολη την επίλυση οποιουδήποτε προβλήματος.

Βεβαίως, η Τουρκία από τη δική της σκοπιά καλλιεργεί έκνομες έωλες αξιώσεις χρησιμοποιώντας ως κύριο μέσο τους χάρτες (πρόσφατος ο χάρτης της Γαλάζιας Πατρίδας), αξιώσεις που δεν στηρίζονται στο διεθνές δίκαιο και στις συνθήκες. Κατασκευάζει έτσι ένα αφήγημα –που διδάσκεται και στα σχολεία– στο οποίο το Αιγαίο εν πολλοίς είναι στο επίκεντρο. Να ένας μύθος.

Ένας άλλος επικίνδυνος μύθος στη λαϊκή φαντασία θέλει το Αιγαίο να είναι στο υπέδαφός του κάτι σαν τον Κόλπο του Μεξικού – πλούσιο σε ορυκτά καύσιμα (πετρέλαιο, φυσικό αέριο).  Άλλωστε, η τρέχουσα ελληνοτουρκική αντιπαράθεση ξεκίνησε το 1973, όταν ανακαλύφθηκαν εντελώς περιορισμένες ποσότητες πετρελαίου (στη Θάσο). Προς το παρόν, καμία μελέτη δεν έχει βεβαιώσει με εγκυρότητα ότι, όντως, υπάρχει ο πλούτος των κοιτασμάτων στο Αιγαίο. Το πιθανότερο είναι ότι δεν υπάρχει. Απλώς συντηρείται ένας μύθος. Αλλά κι αν  ακόμη υποθέσουμε ότι υπάρχει, είναι δυνατόν να γίνουν εξορύξεις στο Αιγαίο, ιδιαίτερα μετά τη δραματική τροπή που πήρε η κλιματική κρίση και ενώ βρισκόμαστε μόλις λίγο πριν από την πλήρη απαγόρευση χρήσης των ορυκτών καυσίμων; Προφανώς και δεν είναι. Ουδείς εχέφρων θα ήθελε να καταστρέψει την ομορφιά του αιγαιοπελαγίτικου περιβάλλοντος και να επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το κλίμα με εξορύξεις. Επομένως, τουλάχιστον για την Ελλάδα, δεν τίθεται θέμα εκμετάλλευσης (ανύπαρκτων) κοιτασμάτων στο Αιγαίο, πολύ περισσότερο συνεκμετάλλευσης (με την Τουρκία). Παρά ταύτα, ο μύθος για τον πλούτο του Αιγαίου που εποφθαλμιά η Τουρκία συντηρείται. Πριν από λίγα χρόνια, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας είχε πει ότι «δεν πρόκειται να μετατρέψουμε το Αιγαίο σε νέο Κόλπο του Μεξικού με εξορύξεις». Ορθόν[1]. Με άλλα λόγια, η ομορφιά του Αιγαίου «με τους ορίζοντες του ταξιδιού του και την ηχώ της νοσταλγίας του» πρέπει να μείνει ανέπαφη.

Και οι μύθοι είναι ανάγκη να διαλυθούν για να αντιμετωπιστεί η πραγματικότητα.

 

Οι πραγματικότητες

Σε πρόσφατη ΝΟΤΑΜ που εξέδωσε η Τουρκία, και δεσμεύει πέντε περιοχές στο Αιγαίο (από Βορρά έως Νότο) για ασκήσεις έρευνας, διάσωσης και προστασίας του περιβάλλοντος στα διεθνή ύδατα, εμφανίζεται (οπτικώς τουλάχιστον) να κόβει το Αιγαίο στη μέση. Αλλ’ αυτό δεν αντιπροσωπεύει κάτι το δραματικά νέο. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να μιλήσει για ειρηνικές δραστηριότητες, βέβαια κάτω από διαφορετικές συνθήκες.

Η ΝΟΤΑΜ αποτυπώνει τις πάγιες τουρκικές θέσεις («Το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη», Γαλάζια Πατρίδα, κ.λπ.). Και δείχνει τη βαθμιαία διολίσθηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε «αντιπαραθετική λογική», έξω από το γράμμα και το πνεύμα της Διακήρυξης των Αθηνών. Συνεπώς, η δραστηριότητα στα νερά του Αιγαίου με την έκδοση της ΝΟΤΑΜ, το επεισόδιο Κάσου - Καρπάθου κ.ά. επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι, χωρίς την επίλυση των σκληρών προβλημάτων της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης, θα επανέλθουμε σύντομα σε ωμή συγκρουσιακή ένταση, μάλιστα σε γεωπολιτικό περιβάλλον απείρως δυσκολότερο από το παρελθόν.

Το (σοβαρότερο) επεισόδιο της Κάσου-Καρπάθου έχει πηγή μια συγκεκριμένη κατάσταση: στην εν λόγω θαλάσσια περιοχή (όπως και συνολικά στο Αιγαίο και σε τμήμα της Ανατολικής Μεσογείου) είτε δεν έχει γίνει οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών (ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα) είτε έχει γίνει μερική πλην όμως αμφισβητούμενη οριοθέτηση, όπως η παράνομη οριοθέτηση μεταξύ Τουρκίας - Λιβύης και η καθ’ όλα νόμιμη μεταξύ Ελλάδας - Αιγύπτου που όμως αμφισβητείται από την Τουρκία. Υπάρχει δηλαδή ένα  καθεστώς οιονεί «κανονιστικού ελλείμματος/κενού» στην περιοχή, για το οποίο η κάθε πλευρά (δηλαδή η Ελλάδα και η Τουρκία) προβάλλει είτε εντελώς έκνομες αξιώσεις είτε ναι μεν δυνητικά νόμιμες θέσεις πλην όμως μη τυπικά  κατοχυρωμένες, άνευ οριοθέτησης. Η Τουρκία, λ.χ., προβάλλει  τη Γαλάζια Πατρίδα, η οποία, σύμφωνα με τον πρώην υπουργό Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, αποτελείται από «την υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, την ΑΟΖ, τις ζώνες θαλάσσιας δικαιοδοσίας», που όμως δεν υπάρχουν εφόσον δεν έχουν οριοθετηθεί σύμφωνα με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (έκνομη αξίωση). Η Ελλάδα αναφέρεται στα κυριαρχικά της δικαιώματα –που παραβιάζονται–, τα οποία όμως μόνο δυνητικά υπάρχουν σε μη οριοθετημένες θαλάσσιες ζώνες.

Ποιο είναι το ορθολογικό συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί  απ’ αυτή την ελλειμματική κατάσταση οριοθετήσεων; Νομίζω ότι προκύπτει αβίαστα: οι εμπλεκόμενες χώρες, και κυρίως η Ελλάδα και η Τουρκία, πρέπει να προχωρήσουν στη διαδικασία οριοθέτησης σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο (UNCLOS, κλπ.), ώστε να ακυρωθεί το έλλειμμα που κυριαρχεί στην περιοχή τροφοδοτώντας τις αμφισβητήσεις. Με άλλα λόγια, η διαδικασία προσέγγισης των δύο χωρών που ξεκίνησε εδώ και μήνες και που τώρα περιορίζεται γύρω από τη θετική ατζέντα (κυρίως οικονομικά θέματα και μετανάστευση) να περάσει επιτέλους στην αντιμετώπιση των σκληρών, των πυρηνικών προβλημάτων της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης. Γιατί όσο αυτή καθυστερεί, τα επεισόδια τύπου Κάσου-Καρπάθου θα πολλαπλασιάζονται και η προσέγγιση θα καταλήξει «ένα πουκάμισο αδειανό» ώσπου τελικά να τερματισθεί με πλήρη επιστροφή στο κακό παρελθόν. Βεβαίως, οι πολλαπλές δυσκολίες για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο (και στην Ανατολική Μεσόγειο) είναι γνωστές. Αλλά «εάν υπάρχει η βούληση, υπάρχει και ο τρόπος». Και ο τρόπος που οι υπουργοί Εξωτερικών (Γεραπετρίτης, Φιντάν) διαχειρίστηκαν το επεισόδιο Κάσου-Καρπάθου πιστοποιεί ότι υπάρχουν οι δυνατότητες, αρκεί να μη σπαταληθεί  ο χρόνος και να μην κλείσει το παράθυρο ευκαιρίας.

Διαβάζω βεβαίως απανωτές αναλύσεις για το επεισόδιο Κάσου-Καρπάθου όπου γίνεται σταθερά λόγος για «προσπάθεια υφαρπαγής ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων» από την Τουρκία ή για προσπάθεια της τελευταίας  να καταστεί «τοποτηρητής στην περιοχή». Πλην όμως δεν γίνεται καμία αναφορά στην ανάγκη (επιτάχυνσης) μιας  συμφωνημένης επίλυσης του δομικού προβλήματος για  την ακύρωση του «κανονιστικού ελλείμματος» που υπάρχει στην περιοχή. Χωρίς τη συμφωνημένη επίλυση/οριοθέτηση  (διαπραγμάτευση, ΔΔΧ), ο καθένας μπορεί να επιχειρηματολογεί ή να αυθαιρετεί. Μιλάμε για ανατροπή του status quo, αλλ’ ενός status quo που δεν υποστηρίζεται στέρεα με τυπικές - νομικές ρυθμίσεις οριοθέτησης.

Τα νερά του Αιγαίου θα παραμείνουν ήρεμα μόνο με τη λύση των προβλημάτων. Κι αυτό χρειάζεται να γίνει σύντομα.

 

Η ενοχοποίηση

Σε άρθρο της στους Financial Times, η Ράνια Φορούχαρ κάνει αναφορά στη σημασία των λέξεων στην πολιτική επικοινωνία[2]. Το λεξιλόγιο έχει πολύ μεγάλη σημασία, τονίζει η αρθρογράφος και κάθε λέξη μετράει, έχει ξεχωριστή βαρύτητα, επειδή έχει τη δύναμη να διαμορφώσει ή να καταστρέψει πολιτικά αφηγήματα και επιλογές. Θα μπορούσε να το πει και με την ελληνική λαϊκή παροιμία: «η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει».

Η περίπτωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και, ιδιαίτερα, των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι εξόχως χαρακτηριστική. Η συντηρητική σχολή ουσιαστικά δεν θέλει καμία προσέγγιση με την Τουρκία καθώς είναι η χώρα με επιθετικές, επεκτατικές διεκδικήσεις που έχει σε όλα άδικο (σε πολλά βεβαίως έχει) και που εποφθαλμιά την ελληνική κυριαρχία ιδιαίτερα των νησιών του Αιγαίου. Η λέξη που στην προσέγγιση αυτής της σχολής κυριαρχεί και χρησιμοποιείται προκειμένου να ενοχοποιηθεί οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση στο ζήτημα είναι η λέξη «κατευνασμός» (appeasement). Η λέξη αυτή, βέβαια, ανακαλεί τη διαβόητη συμφωνία του Μονάχου (1938) μεταξύ Νέβιλ Τσάμπερλεν και Αδόλφου Χίτλερ, με την οποία ο βρετανός πρωθυπουργός είχε πιστέψει ότι είχε κατευνάσει τις επιθετικές ορέξεις του γερμανού δικτάτορα διασφαλίζοντας την ειρήνη, για να διαψευσθεί ένα χρόνο μετά, όταν ο Χίτλερ ξεκίνησε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Έκτοτε, το «σύνδρομο ή φάντασμα του Μονάχου» (το σύνδρομο του κατευνασμού) ρίχνει τη σκιά του σε κάθε διπλωματική διαδικασία που έχει στόχο την επίλυση προβλημάτων μεταξύ χωρών. Από τους αντιπάλους της επίλυσης επισείεται το επιχείρημα ότι κάθε συμβιβασμός, μικρός ή μεγάλος, ισοδυναμεί με πράξη κατευνασμού του άλλου μέρους – στη συγκεκριμένη περίπτωση, της Τουρκίας. Όσοι διακινούν αυτή τη θέση εμφανίζουν την Ελλάδα αδύνατη και ως εκ τούτου ευάλωτη σε κάθε είδους πιέσεις, εκβιασμούς, ακόμη και σε πόλεμο.

Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον ότι η σχολή αυτή σκέψης, η οποία γνωρίζει όλες τις κλήσεις της λέξης «κατευνασμός», αγνοεί πλήρως τη λέξη συμβιβασμός. Απουσιάζει από την πολιτική κουλτούρα της. Είναι λέξη ανάθεμα που τείνει να εξομοιωθεί με αυτή της μειοδοσίας. Ο τρόπος αντιμετώπισης της Συμφωνίας των Πρεσπών, π.χ., η οποία έλυσε το χρονίζον πρόβλημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας με έναν έντιμο συμβιβασμό επωφελή και για τις δύο χώρες, δεν συγκινεί τη συντηρητική αυτή σχολή, που βλέπει τη Συμφωνία ως πράξη μειοδοσίας, ενδοτισμού ή και προδοσίας. Λες και υπάρχει πρόβλημα που μπορεί να λυθεί, λες και υπάρχει περίπτωση να τελεσφορήσει διαπραγμάτευση χωρίς αμοιβαίους συμβιβασμούς στη βάση ορισμένων κανόνων και αρχών (κυρίων του διεθνούς δικαίου). 

Αυτή η αντίληψη κυριαρχεί σε μια χώρα που είναι μέλος εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Μια χώρα, δηλαδή, που συμμετέχει σ’ ένα καθημερινό σύστημα διαπραγματευτικών συμβιβασμών. Γιατί αυτό είναι πέρα και πάνω απ’ όλα η Ευρωπαϊκή Ένωση: μια συνεχής διαπραγμάτευση συμβιβασμών μεταξύ των 27 κρατών μελών της.

Όπως έγραψε πρόσφατα  γνωστός ιστορικός, το «φάντασμα του Μονάχου» και ο κίνδυνος του κατευνασμού, πραγματικός ή κατασκευασμένος, έχει σκοτώσει πολλές διαπραγματεύσεις. Κανείς δεν θα ήθελε συμφωνίες τύπου Μονάχου, αλλά και κανείς δεν πάει σε μια ορθολογική διαπραγμάτευση με στόχο τον κατευνασμό. Πάει για την επίτευξη του βέλτιστου αποτελέσματος στη βάση έντιμων συμβιβασμών. Γιατί αν στην ενδεδειγμένη στιγμή δεν κάνεις τους μικρούς έντιμους συμβιβασμούς, αναγκάζεσαι αργότερα να κάνεις τους μεγάλους και επώδυνους ή να οδηγηθείς σε τραγωδία. Η ελληνική ιστορία είναι πλούσια σε παραδείγματα.

Με τη δύναμη μιας λέξης...

 

[1] Bλέπε και Ευάγγελος Βενιζέλος, «Κλιματική αλλαγή και η παράμετρος του χρόνου στην εξωτερική πολιτική», στο Οριοθέτηση Θαλασσίων Ζωνών και Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, Παπαδόπουλος, Αθήνα 2020.

[2] Rana Forohoohar, “The power of choosing your words wisely”, Financial Times, 5 Αυγούστου 2024, https://www.ft.com/content/a6daac48-d030-4fae-adc7-25c8396554a0

Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης

Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπήρξε ο εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Διακυβερνητική Διάσκεψη για τη σύνταξη της Συνθήκης της Νίκαιας και αναπληρωματικό μέλος της Ευρωπαϊκής Συνέλευσης (Convention) για την επεξεργασία του Ευρωπαϊκού Συντάγματος. Πιο πρόσφατα βιβλία του: Ευρωπαϊκό σύνταγμα και ευρωπαϊκή ενοποίηση (2005), Θα επιβιώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση; (2007), Η θέση της Ελλάδας στο διεθνές, ευρωπαϊκό και περιφερειακό σύστημα (2007), Η  Συνθήκη της Λισσαβώνας (2010).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.