Ο νοηματικός πυρήνας του όρου «φιλελεύθερη δημοκρατία» αποτελείται από τα δύο στοιχεία που αναδεικνύονται στην ονομασία: Αφενός μεν, το «κράτος του δήμου», τη λαϊκή κυριαρχία, την ανάδειξη από τους εξουσιαζόμενους χωρίς περιορισμούς των φορέων της εξουσίας. (Τουλάχιστον αφότου φύγαμε από την «αγορά», δηλαδή ό,τι –κακώς– εθεωρείτο «άμεση/αναντιπροσώπευτη δημοκρατία». Και χρησιμοποιώ το επίρρημα «κακώς» επειδή στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο για δημοκρατία: μόνο οι οικονομικά εύρωστοι –που δεν είχαν οικονομική ανάγκη για καθημερινή βιοποριστική δραστηριότητα– μπορούσαν να παρευρεθούν στην Πνύκα ή οπουδήποτε συγκαλούνταν κατ’ έθιμο οι υποτιθέμενοι αμεσοδημοκρατικοί θεσμοί... ). Αφετέρου δε, την αναφορά στις φιλελεύθερες αξίες, δηλαδή το σεβασμό των ανθρώπινων δικαιωμάτων του κάθε πολίτη –ακόμη και του φορέα αιρετικών ιδεών, εφόσον αυτός δεν μετέρχεται βίας– από κάθε έκφραση της νομοκατεστημένης εξουσίας: αυτή, ακόμη και αιρετή, δεν μπορεί να καταστεί δικτατορία της πλειοψηφίας.
***
Εδώ και πολλά χρόνια, όμως, στοχαστές του φιλελευθερισμού και φιλόσοφοι της πολιτικής –αναδεικνύοντας το γεγονός πως το εν λόγω πολίτευμα άρχισε να λειτουργεί σε κάποιες χώρες μόλις πριν από ενάμισι περίπου αιώνα ή ελάχιστα παραπάνω, ενώ η ευρύτατη στον πλανήτη διάχυσή του είναι θέμα λίγων δεκαετιών– θέτουν το ερώτημα: μήπως και αυτό αποτελεί απλώς μια μεταβατική φάση της Ιστορίας, είναι δε σε κάποιο βάθος χρόνου προορισμένο να εκλείψει, όπως πολλές άλλες προγενέστερες πολιτευματικές μορφές. Ή, όπως, κατ’ αναλογία, στην ιστορία του Σύμπαντος εξαφανίζονται πλανήτες και γαλαξίες…
Νομίζω πως σε καμία άλλη προηγούμενη ιστορική περίοδο –ούτε καν στο τέλος του Μεσοπολέμου, όταν ο Πωλ Βαλερύ έγραφε «στις ημέρες μας η τυραννία έγινε μεταδοτική, όπως ήταν άλλοτε η ελευθερία»– δεν υπήρχαν τόσοι λόγοι ικανοί να νομιμοποιήσουν ανησυχίες για τη βιωσιμότητα της «πιο πολιτισμένης μορφής διακυβέρνησης» που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότης. Θα προσπαθήσω συνοπτικά να αναδείξω τους σημαντικότερους εξ αυτών:
Πρώτον, επί πάρα πολλά χρόνια η δημοκρατία ταυτιζόταν με τον κοινωνικό πλούτο, με τη λαϊκή ευημερία: Είτε γιατί οικονομικά εύρωστες μόνο κοινωνίες μπορούσαν να διαμορφώσουν θεσμούς δημοκρατικής διακυβέρνησης… Είτε γιατί η κατίσχυση τέτοιων θεσμών επέτρεπε στους ανθρώπους να αναπτύξουν ελεύθερα και απαρακώλυτα τις δημιουργικές/πλουτοπαραγωγικές ιδέες και πρωτοβουλίες τους… Είτε, τέλος, διότι υπήρχε ώσμωση και αλληλοτροφοδότηση των δύο αυτών καταστάσεων… Σήμερα, αντίθετα, τουλάχιστον η περίπτωση της Κίνας αναδεικνύει το παράδειγμα μιας κοινωνίας που πλουτίζει ταχύρρυθμα παρά το αυταρχικό σύστημα διακυβέρνησης (αν όχι εξαιτίας του, θα έλεγαν κάποιοι…) Κάτι που μπορεί να αυξήσει την ελκτικότητα λιγότερο δημοκρατικών μορφών διακυβέρνησης. Άλλωστε μεταξύ ολοκληρωμένης φιλελεύθερης δημοκρατίας και απόλυτης απολυταρχίας υπάρχουν αναρίθμητες και διαφόρων αναβαθμών ενδιάμεσες καταστάσεις που ενδέχεται ως πρότυπα να διευκολύνουν τη διολίσθηση προς ανελεύθερες καταστάσεις και κάθε είδους αυταρχισμούς.
Δεύτερον, σήμερα η ήπειρος που κατεξοχήν εφαρμόζει τη δημοκρατία στις επιμέρους κρατικές της οντότητες, αλλά και στο υπερκρατικό μόρφωμα που διαμορφώνει, δηλαδή η Ευρώπη, πολιορκείται από δύο κατεξοχήν αντιδημοκρατικές οντότητες: την πουτινική Ρωσία ανατολικά της και τον ισλαμικό ιντεγκραλισμό («ακεραιοφροσύνη») νότια και νοτιοανατολικά. Η εμπλοκή σε εμπόλεμες καταστάσεις με κάποια από αυτές τις εκφράσεις του αντιδημοκρατικού τόξου είναι για το εγγύς μέλλον –έστω και αν αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην αύριο– περισσότερο από πιθανή, πιθανότερη από ποτέ. Η δημοκρατία όμως, η ιστορική πείρα το διδάσκει, δεν προσφέρεται για την –απαραίτητη προς αντιμετώπιση κρίσιμων πολεμικών συρράξεων– ταχύτητα στη λήψη κρισίμων αποφάσεων. «Ή κάνετε ειρήνη ή κάντε ένα βασιλιά», έλεγε ήδη κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο γάλλος σοσιαλιστής υπουργός Μαρσέλ Σαμπά, διαπιστώνοντας την καταστροφική πολυφωνία στους κόλπους του υπουργικού συμβουλίου.
Τρίτον, η φιλελεύθερη δυτική δημοκρατία υπονομεύεται και από λόγους δημογραφικούς! Οι λαοί της Δύσης, κατεξοχήν δε της Ευρώπης, που έχουν βαθιά δημοκρατική κουλτούρα –έχοντας πολύ ψηλά το πρόταγμα του ευδαιμονισμού και της ευζωίας, παράλληλα δε έχοντας καταστήσει την ανατροφή παιδιών εξαιρετικά πολυδάπανη υπόθεση– χαρακτηρίζονται από ακραία υπογεννητικότητα. Το αντίθετο ακριβώς σε σχέση με τη φοβερή δημογραφική δυναμική των λαών της Ανατολής και του Νότου, το πολιτικό DNA των οποίων, με απειροελάχιστες εξαιρέσεις, ουσιαστικά αποβάλλει κάθε θεσμικό δημοκρατικό «μόσχευμα», δηλαδή κάθε απόπειρά ορισμένων ελίτ για εισαγωγή στοιχείων δημοκρατικής διακυβέρνησης. Η δημοκρατική Δύση, πρωτίστως δε η Ευρώπη, καθίσταται έτσι μια μικρή νησίδα περικυκλωμένη από ωκεανούς απολυταρχιών, ένα μικρό γαλατικό χωριό δημοκρατίας, η ικανότητα προς αντίσταση του οποίου καθίσταται όλο και πιο αμφίβολη. Πολλώ μάλλον που πολλές δυτικές δημοκρατίες ακολουθούν αυτοκτονική δημογραφική πολιτική. (Κατεξοχήν δε η δική μας όπου, με αφροσύνη πελώρια, δίδεται ένα μικρό επίδομα για κάθε παιδί. Δεδομένου όμως το ότι ειδικά η φύση των γυναικών χρειάζεται την παιδοποιία –τον ουρανό με τ’ άστρα να προσφέρεις σε μια γυναίκα δεν της προσφέρεις ευτυχία, αν δεν της δώσεις τη μητρότητα– η επιδότηση του πρώτου παιδιού μηδενικό περίπου δημογραφικό αποτέλεσμα παράγει. Αν επιδοτείτο με πολύ υψηλό επίδομα κάθε τρίτο παιδί οικογένειας, ίσως κάτι γινόταν ως προς το σκοπούμενο. Ειδικά αν η επιδότηση δινόταν σε οικογένειες μεσαίου εισοδήματος –π.χ. από 15.000 έως 40.000 ευρώ ετησίως– προκειμένου να μην ωθηθούν περιθωριακές ομάδες στο να μετατρέψουν την επιδοτούμενη τεκνοπαραγωγή σε μέθοδο βιοπορισμού, προσφέροντας μιζέρια, ίσως και εγκληματικότητα στην κοινωνία.)
Συγκεφαλαιώνοντας: Ίσως η δημοκρατία αρχίσει σύντομα να αμφισβητείται περισσότερο από όσο ο καθησυχασμένος δυτικός άνθρωπος μπορεί σήμερα να υποπτευθεί. Για κάποιους από τους λόγους αυτής της πιθανολογούμενης ανησυχαστικής εξέλιξης ίσως δεν υπάρχει θεραπεία. Για άλλους, με περισσότερη διορατικότητα, θα μπορούσε ενδεχομένως κάτι να γίνει… Σε κάθε περίπτωση η Ιστορία δεν γνωρίζει απέθαντους θεσμούς ή αθάνατα πολιτεύματα. Και η συγκυρία δεν είναι εξαιρετική…