Έκτοτε, οι δράστες των ισλαμο-τρομοκρατικών επιθέσεων που έλαβαν χώρα πρόβαλλαν συχνά τον αγώνα κατά του Ισραήλ και τον «σιωνισμό». Έτσι, τον Μάρτιο του 2012, ο τζιχαντιστής Μοαμέντ Μερά δήλωσε ότι, δολοφονώντας εβραιόπουλα, θέλησε «να εκδικηθεί για τα παιδιά των Παλαιστινίων». Τον Νοέμβριο του 2015, ο τζιχαντιστής Αμεντί Κουλιμπαλί δήλωσε ότι ήθελε «να εκδικηθεί για τους αδελφούς του μουσουλμάνους» και ακριβέστερα τους «καταπιεσμένους μουσουλμάνους», κυρίως «στην Παλαιστίνη».
Συναντάμε εδώ την ηχώ της τζιχαντιστικής προπαγάνδας η οποία δικαιολογεί τη δολοφονία Εβραίων στο όνομα της παλαιστινιακής υπόθεσης, η οποία ανάγεται σε ζωτική υπόθεση των κατεξοχήν θυμάτων, των Παλαιστίνιων (μουσουλμάνοι). Αυτοί οι τελευταίοι θεωρούνται τα θύματα των «υιών των πιθήκων και των χοίρων», σύμφωνα με το ζωώδες αντιεβραϊκό στερεότυπο που μεταβιβάζεται από την ισλαμική παράδοση.
Πολύ συχνά παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η αντιεβραϊκή τρομοκρατία που αναφέρεται στην παλαιστινιακή υπόθεση είναι ισχυρά ιδεολογικοποιημένη και ότι έχει μια πολύπλοκη ιστορία, αφού είναι το παράγωγο διαδοχικών διασταυρώσεων του παλαιστινιακού εθνικισμού και του –με τζιχαντιστική δεσπόζουσα– ισλαμισμού, αλλά και με δάνεια από τον ναζισμό και τον σοβιετικό κομμουνισμό, που της προσδίδουν ιδιαίτερα το «επαναστατικό» της ύφος. Δεν υπάρχει τρομοκρατική βία χωρίς τρόπους νομιμοποίησης αυτής της βίας.
Συνεπώς, η τζιχαντιστική τρομοκρατία πρέπει να γίνεται κατανοητή ως η μετάβαση στη δράση ενός ιδιαίτερου φανατισμού, ο οποίος καθεαυτός είναι αδιαχώριστος από μια ιδεολογική μορφολογία στην οποία ο απόλυτος εχθρός ενσαρκώνεται από «τους Εβραίους», «τον Εβραίο» («τον διεθνή Εβραίο») ή τον «παγκόσμιο σιωνισμό», αλλά και τους «εβραιο-σταυροφόρους» ή τη «συμμαχία εβραιο-σταυροφόρων», συμμαχία η οποία γίνεται αντικείμενο φαντασίωσης και ως «αμερικανο-σιωνιστικός άξονας».
Το κράτος του Ισραήλ, οι Εβραίοι, ο «παγκόσμιος σιωνισμός», οι δυτικές δημοκρατίες και οι θεσμοί τους, εκκινώντας από τα σχολεία, αποτελούν τους πρωταρχικούς στόχους της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας, της οποίας ο ισλαμο-παλαιστινισμός είναι μια παραλλαγή.
Η κεντρικότητα του τζιχάντ
Δεν πρέπει να υποτιμάμε την επίδραση των ιδεών στην εκτύλιξη της ιστορίας – και αυτή η μεθοδολογική αρχή ισχύει για τις προσεγγίσεις των ολοκληρωτικών συστημάτων και για φαινόμενα όπως οι επαναστάσεις, οι πόλεμοι ή η τρομοκρατία. Στον ανθρώπινο κόσμο, η βία είναι αδιαχώριστη από τους πολιτισμικούς και τους ιδεολογικο-πολιτισμικούς κόσμους, στους οποίους η θρησκευτική πίστη και η εργαλειοποίησή της παίζει συχνά μείζονα ρόλο. Δεν μπορούμε να τη συσχετίζουμε απλώς με την σύγκρουση συμφερόντων ούτε με πάθη όπως η οργή, το μίσος, η μνησικακία ή η επιθυμία εκδίκησης, ξεχνώντας ότι αυτά τα πάθη είναι τα ίδια ιστορικά και πολιτισμικά προϊόντα. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μορφή πολέμου –παγκόσμιου ή παγκοσμιοποιημένου– που συνιστά η ισλαμιστική τρομοκρατία, την οποία πρέπει να κατανοούμε ως έμπρακτη εφαρμογή του δόγματος του τζιχάντ.
Ισχύει βεβαίως ότι η κλήση για τζιχάντ, ως μέθοδος κάθαρσης και αναγέννησης του μουσουλμανικού κόσμου, έγινε κεντρική στον ισλαμιστικό λόγο, ενώ ταυτόχρονα αργά αργά επανεπινοούνταν, εκκινώντας από τη δεκαετία του 1920, τη δεκαετία που το παλιό «εβραϊκό ζήτημα» έγινε «το σιωνιστικό ζήτημα». Όπως και αν έχει, είναι σοβαρό σφάλμα, δυστυχώς σύνηθες, να θεωρούμε «ανεξήγητες βάρβαρες ενέργειες» τις αιματηρές τζιχαντιστικές επιθέσεις.
Για να μελετήσουμε τη γέννηση του ισλαμο-παλαιστινισμού, ιδιαίτερη περίπτωση του αραβικού ισλαμο-εθνικισμού, αναζητώντας επιπλέον τον προσανατολισμό του και τις τζιχαντιστικές πρακτικές του, πρέπει να ξεκινήσουμε εξετάζοντας τις τρεις ιδεολογικές πηγές του, που αντιστοίχως ενσαρκώνονται από τρία πρόσωπα η επιρροή των οποίων είναι πάντα ορατή.
Το πρώτο από τα πρόσωπα αυτά είναι ο «μεγάλος μουφτής» (αλ-Μουφτί αλ-Ακμπάρ) της Ιερουσαλήμ, ο Μοχάμεντ Αμίν αλ-Χουσεϊνί (1895-1974), ο λεγόμενος Χατζ Αμίν αλ-Χουσεϊνί, που θεωρείται «ο πρώτος υπερασπιστής της παλαιστινιακής υπόθεσης». Ο Αλ-Χουσεϊνί, μεταξύ 1936 και 1939, επιβλήθηκε ως «η πολιτική φωνή του αραβικού λαού της Παλαιστίνης», στρατευόμενος ταυτόχρονα, τέλη Μαρτίου του 1933, με τη ναζιστική Γερμανία στον αντιεβραϊκό αγώνα. Αφού ενεπλάκη στο αντιβρετανικό και φιλοναζιστικό πραξικόπημα του Ραχίντ Αλί αλ-Γκαϊλάνι στο Ιράκ (1η Απριλίου 1941), στρατεύθηκε επισήμως στην αντιεβραϊκή πολιτική του Χίτλερ, φτάνοντας στο σημείο στις 6 Νοεμβρίου 1941 να εγκατασταθεί στο Βερολίνο, να έχει με τον φύρερ μια πρώτη συνομιλία στις 28 Νοεμβρίου και στη συνέχεια να συνεισφέρει στη φιλοναζιστική προπαγάνδα προς τις μουσουλμανικές χώρες.
Την 1η Μαρτίου 1944, στην εκπομπή του που αναμεταδόθηκε από το ναζιστικό ραδιόφωνο του Βερολίνου, ο Αλ-Χουσεϊνί, επιθυμώντας να επεκτείνει στη Μέση Ανατολή τις μαζικές εξοντώσεις που διέπρατταν οι ναζί, παρότρυνε τους άραβες μουσουλμάνους να δολοφονήσουν τους Εβραίους στο όνομα του Αλλάχ:
Άραβες, ξεσηκωθείτε σαν άνδρες και πολεμήστε για τα ιερά σας δικαιώματα. Σκοτώστε τους Εβραίους όπου τους βρίσκετε. Αυτό χαροποιεί τον Θεό, την Ιστορία και τη θρησκεία. Αυτό σώζει την τιμή σας. Ο Θεός είναι μαζί σας.
Το δεύτερο από τα πρόσωπα με ιδεολογική επιρροή στον ισλαμο-παλαιστινισμό είναι ο συνιδρυτής, το 1928, των Αδελφών Μουσουλμάνων, Χασάν αλ-Μπάνα (1906-1949), ο οποίος, το 1943, δίδασκε ότι « το υψηλότερο επίπεδο» του τζιχάντ είναι «ο ένοπλος αγώνας για την υπόθεση του Αλλάχ». Το σύνθημα των Αδελφών Μουσουλμάνων ήταν ένα απόσπασμα επιστολής του Αλ-Μπάνα: «Ο Θεός είναι ο στόχος μας, ο Προφήτης ο αρχηγός μας, το Κοράνι το σύνταγμά μας, το τζιχάντ ο δρόμος μας, το μαρτύριο η ελπίδα μας». Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, ο Αλ-Μπάνα διατηρούσε «εγκάρδιες σχέσεις» με τον «μεγάλο μουφτή» και κατέστησε, όπως αυτός ο τελευταίος, την παλαιστινιακή υπόθεση «ένα από τα κεντρικότερα θέματα της πολιτικής του προπαγάνδας», όπως σημειώνει ο Χένρι Λόρενς (Henry Laurens).
Arabic Wikipedia
Χασάν Αλ-Μπάνα (1906-1949). Υπήρξε συνιδρυτής, το 1928, των Αδελφών Μουσουλμάνων. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 διατηρούσε «εγκάρδιες σχέσεις» με τον «μεγάλο μουφτή» ενώ, το 1937-1938, σμιλεύοντας την έκφραση «βιομηχανία του θανάτου», ο Αλ-Μπάνα όρισε τη σημασία του «τζιχάντ» ως καθήκον κάθε μουσουλμάνου.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πώς αυτή η προπαγάνδα εκμεταλλεύτηκε τον τζιχαντιστικό μυστικισμό, τη διατύπωση του οποίου κανονικοποίησε ο Αλ-Μπάνα. Όντως, το 1937-1938, σμιλεύοντας την έκφραση «βιομηχανία του θανάτου», ο Αλ-Μπάνα πρότεινε τι πρέπει να εννοεί κανείς όταν κάνει λόγο για «τζιχάντ», που πρέπει να είναι καθήκον και ιδανικό μαζί για κάθε μουσουλμάνο:
Για ένα έθνος που τελειοποιεί τη βιομηχανία του θανάτου και ξέρει πώς να πεθαίνει, ο Θεός δίνει μια υπερήφανη ζωή σε αυτόν τον κόσμο και την αιώνια χάρη στην επόμενη ζωή.
Έτσι, η στράτευση στο τζιχάντ φαίνεται αδιαχώριστη από την εξάσκηση «μιας τέχνης του θανάτου». Ό,τι αποκαλείται «παλαιστινιακή τρομοκρατία» δεν κάνει παρά να απεικονίζει αυτή τη φάμπρικα «μαρτύρων» (σαχίντ) που είναι το τζιχάντ.
Το τρίτο πρόσωπο αναφοράς είναι ο Αδελφός Μουσουλμάνος Σαγίντ Κουτμπ (1906-1966), ο θεωρητικός της «μάχης κατά των Εβραίων» και συγγραφέας του θρυλικού βιβλίου Σημάδια ίχνους (1964), που θεωρείται πατέρας του ισλαμικού φονταμενταλισμού (ή του ριζοσπαστικού ισλαμισμού), «φιλόσοφος της ισλαμικής τρομοκρατίας» ή «ο διανοητικός πάτρωνας του Οσάμα Μπιν Λάντεν».
Arabic Wikipedia
1966. O Σαγίντ Κουτμπ (δεξιά) με ισλαμιστές συνοδοιπόρους του, στη διάρκεια δίκης στη φυλακή, όπου αντιμετώπισε την κατηγορία της ίδρυσης ένοπλης μυστικής οργάνωσης, της απόπειρας ανατροπής της κυβέρνησης Νάσερ με τη βία και της δολοφονίας του επικεφαλής της. Ο Κουτμπ καταδικάστηκε και εκτελέστηκε με απαγχονισμό.
Στις κλήσεις του για τζιχάντ, ο χαρισματικός ηγέτης της Αλ-Κάιντα παρέθετε συχνά τον Ιμπν Ταγιμίγια (1263-1328), τον μακρινό εμπνευστή του λυτρωτισκού τζιχαντισμού: «Το να μάχεται κάποιος υπερασπιζόμενος τη θρησκεία και την πίστη είναι συλλογική υποχρέωσηˑ δεν υπάρχει άλλο καθήκον μετά την πίστη παρά το να πολεμάς τον εχθρό ο οποίος διαφθείρει τη ζωή και τη θρησκεία». Ο Ιμπν Ταγιμίγια θεωρούσε το τζιχάντ ως «ένα από τα πιο αξιοκρατικά έργα που υπάρχουν» και συνόψιζε ως εξής τη σκέψη του: «Τα δύο θεμέλια της θρησκείας είναι το Βιβλίο και το σπαθί». Η επιρροή του στον Αλ-Μπάνα και τον Κουτμπ, όπως και σε άλλους ισλαμιστές ιδεολόγους, ήταν βαθιά. Κράτησαν κυρίως την ιδέα του «σεΐχη του ισλάμ», την απλή ιδέα σύμφωνα με την οποία, σε κάθε περίπτωση, «το ισλάμ είναι η λύση», αλλά και ο ορίζοντας παγιωμένος κατά τον ακόλουθο τρόπο στο credo των Αδελφών Μουσουλμάνων:
Πιστεύω ότι […] το λάβαρο του ισλάμ πρέπει να καλύψει όλο το ανθρώπινο είδος και ότι κάθε μουσουλμάνος έχει αποστολή να εκπαιδεύει τον κόσμο σύμφωνα με τις αρχές του ισλάμ. Και υπόσχομαι να πολεμώ, όσο ζω, να πολεμώ για να πραγματοποιήσω αυτή την αποστολή και να θυσιάσω γι’ αυτό ό,τι κατέχω.
Αυτή είναι η διδαχή που έκαναν οι τρεις αυτοί «μέντορες» με μορφή προφήτη που μεταφράσθηκε στον ριζοσπαστικό αντισιωνισμό, την πολιτικο-θρησκευτική ιδεολογία που, για τους οπαδούς της, έχει διπλό ρόλο: το ρόλο μιας πολεμικής κοσμοαντίληψης (επικεντρωμένης στην μεγάλη μάχη ανάμεσα στο ισλάμ και τους εχθρούς του) και ενός προγράμματος δράσης με λυτρωτική αξία (τελικός στόχος του οποίου είναι η δημιουργία ενός εξισλαμισμένου κόσμου).
Κατά συνέπεια, στον ριζοσπαστικό αντισιωνισμό, στόχευση του οποίου είναι η καταστροφή του Ισραήλ, που μπορούμε να τον περιγράψουμε ως πολιτική θρησκεία ή μοντέρνα γνώση (gnose), βρίσκουμε μια μανιχαϊκή και πολεμική κοσμοαντίληψη καθώς και ένα πρόταγμα παγκόσμιας κυριαρχίας μέσα από τον προσηλυτισμό, την υποταγή (στο στάτους του dhimmi) ή την εξόντωση των εχθρών.
Η κεντρικότητα του τζιχάντ, και του επιθετικού τζιχάντ, θεωρητικοποιήθηκε από τον ιεροκήρυκα και παλαιστίνιο ισλαμιστή ιδεολόγο Αμπνταλά Αζάμ (1941-1989), τον επονομαζόμενο από τους εν όπλοις συνοδοιπόρους του «ιμάμη του τζιχάντ». Ο Αζάμ, ο οποίος υπήρξε ο θεωρητικός εγκέφαλος των ιδρυτών της Αλ-Κάιντα αλλά και των παλαιστίνιων ισλαμιστών, απευθυνόταν με αυτά τα λόγια στους μουσουλμάνους τη δεκαετία του 1980:
Ω μουσουλμάνοι, η ζωή σας είναι το τζιχάντ, η υπερηφάνειά σας είναι το τζιχάντ, η ύπαρξή σας είναι ουσιαστικά δεμένη με το τζιχάντ. Ω, εσείς που κηρύττετε το ισλάμ, δεν εξυπηρετείτε τίποτα υπό τον ήλιο, εκτός και αν ανασύρετε τα σπαθιά σας και εξαφανίσετε τους τυράννους, τους απίστους και τους καταπιεστές. Εκείνοι που πιστεύουν ότι η θρησκεία του Θεού μπορεί να νικήσει χωρίς το τζιχάντ, χωρίς μάχη, χωρίς αίμα, ετούτοι εδώ αυταπατώνται και δεν αδράχνουν την αληθινή φύση αυτής της θρησκείας.
Οι κατεξοχήν παλαιστίνιοι κληρονόμοι του Αλ-Χουσεϊνί και του Αλ-Μπάνα δεν είναι άλλοι από τους ιδρυτές του «Κινήματος της ισλαμικής αντίστασης», της Χαμάς, η οποία, ιδρυμένη λίγο μετά την κήρυξη της πρώτης Ιντιφάντα (στις 9 Δεκεμβρίου 1987) από τον σεΐχη Αχμέντ Γιασίν (1937-2004), παρουσιάζεται ως «ένας από τους βραχίονες των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Παλαιστίνη», σύμφωνα με το άρθρο 2 του Χάρτη της. Είναι γνωστή η απειλητική προφητεία του Αλ-Μπάνα που τη βρίσκουμε να παρατίθεται στο προοίμιο του εν λόγω Χάρτη, η οποία δημοσιεύθηκε στις 18 Αυγούστου 1988:
Το Ισραήλ θα ορθωθεί και θα παραμείνει στην θέση του μέχρι το Ισλάμ να το εξαφανίσει, όπως εξαφάνισε και τους προγενέστερούς του.
Ο Καλίλ Κόκα, ένας από τους ιδρυτές της Χαμάς, εξέθεσε ωμά την ισλαμο-παλαιστινιστική αντίληψη του νέου «εβραϊκού ζητήματος» στη Μέση-Ανατολή:
Ο Θεός συγκέντρωσε τους Εβραίους στην Παλαιστίνη όχι για να τους προσφέρει πατρίδα, αλλά για να σκάψει τον τάφο τους και να απαλλάξει τον κόσμο από τη μολυσματική παρουσία τους.
Το μεγα-πογκρόμ της 7ης Οκτωβρίου 2023 δεν ήταν μια απλή έξαρση μίσους κατά Ισραηλινών που ετοιμάζονταν να γιορτάσουν, ούτε πολεμική ενέργεια κατά εχθρών. Έφερε την εικόνα ενός συνόλου τελετουργικών φόνων, που έγινε με κωδικοποιημένη αγριότητα (βιασμοί, διαμελισμένα σώματα, βρέφη και παιδιά σφαγιασμένα ή αποκεφαλισμένα, έγκυες γυναίκες ξεκοιλιασμένες κ.λπ.), εκφράζοντας μια επιθυμία γενοκτονίας των Εβραίων, που έχουν κριθεί ανάξιοι να υπάρχουν. Στο δοκίμιο Στοιχεία του αντισημιτισμού, των Μαξ Χορκχάιμερ και Τέοντορ Αντόρνο (1944), σημειωνόταν ακριβώς:
Ο αντισημιτισμός είναι ένα σχήμα καλά δοκιμασμένο, ένα τελετουργικό του πολιτισμού, και τα πογκρόμ είναι πραγματικοί τελετουργικοί φόνοι.
Η συνωμοσιολογική αντίληψη του Σαγίντ Κουτμπ και των οπαδών του
Το αξίωμα της ριζοσπαστικής ισλαμιστικής αντίληψης, όπως αυτή συγκροτήθηκε στην διάρκεια των δύο τελευταίων τρίτων του 20ού αιώνα, είναι ότι υπάρχει μια μεγάλη συνωμοσία κατά του ισλάμ και των μουσουλμάνων η οποία εξηγεί «την παρακμή» του ισλαμικού πολιτισμού. Από τη στιγμή που αυτό το αξίωμα γίνεται αποδεκτό, και γίνεται ιδρυτικό δόγμα, η κλήση στο τζιχάντ είναι αυτονόητη: οι μουσουλμάνοι έχουν το καθήκον να πολεμούν εκείνους που τους πολεμούν, εκείνους που απειλούν την ίδια τους την ύπαρξη ως πιστών.
Ο Αλ-Μπάνα ήταν ο πρώτος που επιχείρησε να επεξεργαστεί δογματικά αυτή την αντίληψη περί ιστορικής παρακμής, που εξηγείται ως μια ατέρμονη συνωμοσία, μια παρακμιακή και συνωμοσιολογική αντίληψη που συνοδεύεται με μια ουτοπία «αναγέννησης» του μουσουλμανικού κόσμου από το εκκαθαριστικό τζιχάντ.
Στα ίχνη του, ο Αδελφός Μουσουλμάνος Κουτμπ όρισε τους δύο πρωταρχικούς στόχους του λυτρωτικού ισλάμ: τη Δύση και τους Εβραίους. Ο «πάτρωνας» του πολεμικού σαλαφισμού, θεωρητικός του τζιχάντ κατά των Εβραίων και της αποκαλυπτικής εβραιοφοβίας, την κληρονομιά της οποίας δεξιώθηκε η Αλ-Κάιντα, παρέπεμπε στο Κοράνι για να καταγγείλει τους Εβραίους ως εκ φύσεως διεστραμμένα και μισερά όντα, ως εγκληματίες και συνωμότες, όπως φαίνεται στο απόσπασμα από το σύγγραμμά του, Η μάχη μας κατά των Εβραίων, που ακολουθεί:
Το Κοράνι μιλάει πολύ για τους Εβραίους και έχει καταστήσει εμφανή την κακία τους. Παντού όπου κατοίκησαν οι Εβραίοι διέπραξαν άνευ προηγουμένου φρικώδη πράγματα. Από μέρους τέτοιων υποκειμένων που σκοτώνουν, σφάζουν και δυσφημούν τους προφήτες, δεν μπορεί κανείς να περιμένει παρά λουτρά αίματος και όλες τις απεχθείς μεθόδους με τις οποίες πραγματοποιούν τις μηχανορραφίες τους.
Για τον ριζοσπάστη ισλαμιστή ιδεολόγο, το μίσος του ισλάμ που φέρουν οι Εβραίοι δεν διακρίνεται από το μίσος του ανθρώπινου είδους, αν αληθεύει ότι η πραγματική ανθρωπότητα εκπροσωπείται από τους μουσουλμάνους ή ενσαρκώνεται από τη μουσουλμανική κοινότητα (ούμα):
Η μουσουλμανική Κοινότητα συνεχίζει να υφίσταται τις ίδιες εβραϊκές μηχανορραφίες και την ίδια εβραϊκή διπροσωπία που προβλημάτισαν τους πρώτους μουσουλμάνους. […] Οι Εβραίοι συνεχίζουν, με την κακία τους και τη διπροσωπία τους, να απομακρύνουν αυτή την Κοινότητα από τη Θρησκεία της και να την απομακρύνουν από το Κοράνι. […] Όλοι όσοι απομακρύνουν αυτή την Κοινότητα από τη Θρησκεία της και το Κοράνι της δεν μπορούν παρά να είναι εβραϊκά όργανα, είτε δρουν συνειδητά είτε όχι.
Η τελευταία φράση αυτού του αποσπάσματος του Mein Kampf του Κουτμπ είναι πολύ σημαδιακή, επειδή απεικονίζει μια ρητορική μέθοδο την οποία συναντάμε συχνά στον πολεμικό λόγο: τη διεύρυνσή του προς στιγματισμό ή καταγγελία στόχου που καταλήγει στον επανορισμό του εχθρού. Μεταβαίνουμε από την εκφορά τύπου «όλοι οι Εβραίοι είναι εγκληματίες» στην εκφορά «όλοι οι εγκληματίες είναι Εβραίοι». Στη φράση του Κουτμπ, διολισθαίνουμε από το «όλοι οι Εβραίοι είναι αντιμουσουλμάνοι» στο «όλοι οι αντιμουσουλμάνοι είναι Εβραίοι» (ή «εβραϊκά όργανα»).
Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, κατέστησε αυτό το συνωμοσιολογικό ή πανεχθριστικό αξίωμα («Το ισλάμ είναι από παντού περικυκλωμένο από εχθρούς») και το τζιχαντιστικό του συμπέρασμα (πρέπει να σκοτώνουμε όλους τους εχθρούς) τα δύο μείζονα θέματα της προπαγάνδας του. Έτσι, μπορούμε να συνοψίσουμε, σύμφωνα με τον Ζαν-Πιέρ Φιλιού (Jean-Pierre Filiu), την τζιχαντιστική του αντίληψη ως θρησκευτική υποχρέωση: «Το ισλάμ είναι από παντού πολιορκημένο, αντικείμενο επιθέσεων και σφετερισμών, η “εβραιο-σταυροφορική” επίθεση είναι πλανητική και εγκαλεί σε κινητοποίηση του συνόλου των μουσουλμάνων». Δανείζομαι τον νεολογισμό «πανεχθρισμός» (από την ελληνική λέξη εχθρός) από τον ιστορικό Μαξίμ Ροντενσόν (Maxime Rodinson), ο οποίος προσδιόρισε με αυτόν τον όρο ένα πολύ γενικότερο ανθρωπολογικό φαινόμενο ψυχολογικής τάξης, το οποίο μπορούσε να προσλάβει μορφή μυθολογικής αντίληψης:
Κάθε λαός […] τείνει να βλέπει στις επιθέσεις τις οποίες υφίσταται –ακόμα και στις αντιστάσεις στις δικές του επιθέσεις– ως εκδηλώσεις ενός αλόγιστου μίσους από την υπόλοιπη ανθρωπότητα εναντίον του, μια οικουμενική συνωμοσία του Κακού κατά του Καλού το οποίο προφανώς αυτός [ο λαός] αντιπροσωπεύει.
Σε μια παραπλήσια προοπτική, ο Λεόν Πολιακόφ (Léon Poliakov) εννοιολόγησε αυτό που αποκαλούσε «διαβολική αιτιότητα», εξηγητικό μοντέλο των ιδεολογικοποιημένων αντιεβραϊκών παθών μίσους, στα οποία ο «Εβραίος», ουσιοποιημένη φιγούρα, είναι η ενσάρκωση του διαβόλου. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα από τη λαϊκή κουλτούρα του αραβο-μουσουλμανικού κόσμου. Ο αιγύπτιος ηθοποιός Μοχάμεντ Σόμπι είναι ο σταρ και ο συν-σεναριογράφος της θρυλικής αιγυπτιακής σειράς Ο καβαλάρης χωρίς άλογο, που μεταδιδόταν στη διάρκεια του ραμαζανιού, από τις 6 Νοεμβρίου 2002, το θέμα της οποίας, απευθείας εμπνευσμένο από Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, είναι η δήθεν σιωνιστική συνωμοσία που αποσκοπεί να ελέγξει τον κόσμο. Αυτή τη σειρά την παρακολούθησαν δεκάδες εκατομμύρια θεατές. Σε συνέντευξή του, ο στρατευμένος ηθοποιός Σόμπι δήλωσε ότι τα Πρωτόκολλα «αποκαλύπτουν τα σιωνιστικά σχέδια για να καταληφθεί η Παλαιστίνη». Αναγνώστης-θαυμαστής του αντιεβραϊκού λιβελογραφήματος του Αιγύπτιου Αμπάς Μαχμούντ αλ- Ακάντ, Ο Παγκόσμιος Σιωνισμός (Κάιρο, 1956), το οποίο περιελάμβανε το αντιεβραϊκό πλαστογράφημα, ο Σόμπι, αποδεχόμενος τη συνωμοσιολογική του κοσμοαντίληψη, δεν δίστασε να δηλώσει από καθέδρας στην τηλεόραση του Αλ-Τζαζίρα, τον Οκτώβριο του 2002: «Ο σιωνισμός υπάρχει και ελέγχει τον κόσμο από την αυγή της ιστορίας».
Ο ισλαμισμός πέρα από τον εθνικισμό
Είναι σημαντικό να διαγράψουμε μια παρανόηση σε αυτό που αποκαλείται «παλαιστινιακός εθνικισμός», ο οποίος παρουσιάζεται και εξυμνείται απατηλά ως «απελευθερωτικός εθνικισμός». Πράγματι, το έθνος δεν έχει νόημα για τους λεγόμενους ριζοσπάστες ισλαμιστές οι οποίοι, οπαδοί μιας δυαδικής και μανιχαϊκής αντίληψης, διαιρούν τον κόσμο σε δύο στρατόπεδα, όπως έκανε ο αιγύπτιος ισλαμιστής ιδεολόγος Σαγίντ Κουντμπ το 1962:
Υπάρχουν δύο στρατόπεδα στον κόσμο: το κόμμα του Αλλάχ και αυτό του Σατανάˑ το κόμμα του Αλλάχ που ίσταται κάτω από το λάβαρο του Αλλάχ και φέρει τα εμβλήματά του, και το κόμμα του Σατανά, το οποίο περιλαμβάνει όλες τις ομάδες, κοινότητες, φυλές και άτομα που δεν στέκουν υπό το λάβαρο του Αλλάχ.
Ο βρετανός ισλαμιστής ακτιβιστής Αμπού Γιαχίγια (ο επονομαζόμενος Ραχμάν Γιαχιγιαέι), προσκείμενος στον ιεροκήρυκα Αμπού Χαμζά αλ Μασρί, τον επονομαζόμενο και Μουσταφά Καμέλ Μουσταφά, το 2001 ήταν αρκετά διαφωτιστικός επί του ζητήματος: «Δεν γνωρίζουμε άλλο καθήκον υποταγής παρά προς τον Αλλάχ και τον αγγελιοφόρο τουˑ αγνοούμε αυτήν που απευθύνεται στη βασίλισσα της χώρας. Η εθνικότητα δεν σημαίνει τίποτα». Ο αγωνιστής συνοδοιπόρος του δήλωσε με το ίδιο νόημα: «Για έναν αυθεντικό μουσουλμάνο, ένα αγγλικό διαβατήριο δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ταξιδιωτικό έγγραφο».
Συνεπώς, στην ισλαμιστική κοσμοαντίληψη, δεν υπάρχει θέση για το έθνος και τον εθνικισμό, εκτός κι αν πρόκειται για μια τακτικο-στρατηγική τους χρήση, αυτή που ορίσθηκε και εφαρμόσθηκε από τον «μεγάλο μουφτή» Χατζ Αμίν αλ-Χουσεϊνί, τον επινοητή του παλαιστινιακού εθνικο-ισλαμισμού, και τον Χασάν αλ-Μπάνα.
Συνίσταται στο να τίθενται τα εθνικιστικά πάθη στην υπηρεσία του πολέμου του Ισλάμ κατά του κόσμου των «απίστων» (κουφάρ). Έτσι πρέπει να ερμηνεύεται ή, ακριβέστερα, να αποκρυπτογραφείται ο «παλαιστινιακός εθνικισμός»: δεν είναι παρά η «αντιιμπεριαλιστική» ή η «αντιαποικιοκρατική» βιτρίνα ενός περιστασιακού εθνικο-ισλαμισμού, ο οποίος παίρνει το πραγματικό του νόημα στον ολοκληρωτικό πόλεμο των πανισλαμιστών για τον εξισλαμισμό του κόσμου – εξισλαμισμό του οποίου ο Κουτμπ ήταν ο πρωταρχικός προφήτης.
Ο «μεγάλος μουφτής» είχε εκθέσει πολλές φορές την αντίληψή του για το τζιχάντ κατά των Εβραίων. Απαντώντας σε ομιλία που εκφώνησε στις 17 Ιουνίου 1943 ο σιωνιστής ιθύνων Χάιμ Βάιζμαν, ο Αλ-Χουσεϊνί ήταν εξαιρετικά σαφής: «Δεν είναι μόνο μια μάχη μεταξύ των Εβραίων και των Αράβων της Παλαιστίνης, είναι και μια μάχη ανάμεσα στους Εβραίους και τα 70 εκατομμύρια Αράβων και τα 400 εκατομμύρια μουσουλμάνων». Τούτη η αδελφοποίηση του παναραβισμού με τον πανισλαμισμό ήταν στην καρδιά του ιδρυτή του παλαιστινιακού ισλαμο-εθνικισμού, ο οποίος προσδιόριζε τους Εβραίους ως ενσαρκωτές του απόλυτου εχθρού.
Ο ισλαμιστής ιδεολόγος ο οποίος, από τις αρχές της δεκαετίας του 1940 μέχρι το θάνατό του, μεταβίβασε την πολιτικο-θρησκευτική κληρονομιά των Αδελφών Μουσουλμάνων συστηματοποιώντας τη και προσαρμόζοντάς τη στη νέα κατάσταση που προέκυψε με την ίδρυση του Ισραήλ το 1948, είναι ο Σαγίντ Κουτμπ, ο συγγραφέας το 1950 του προαναφερθέντος φυλλαδίου με τίτλο, Η μάχη μας κατά των Εβραίων. Σε αυτό το συνωμοσιολογικής έμπνευσης αντιεβραϊκό λιβελογράφημα, ο Κουτμπ εμπνέεται κυρίως από τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, των οποίων όμως επανερμηνεύει το περιεχόμενο: μετατρέπει τη μεγάλη αντιχριστιανική συνωμοσία από τους Εβραίους σε τεράστια ισλαμοφοβική συνωμοσία οργανωμένη και από τους χριστιανούς και από τους Εβραίους.
Αντικομμουνιστής και αντιφιλελεύθερος ταυτόχρονα, πάνω απ’ όλα όμως αντιδυτικός, ο Κουτμπ προϋποθέτει κατ’ αυτόν τον τρόπο την ύπαρξη μιας «εβραιο-χριστιανικής συνωμοσίας κατά του ισλάμ», ισχυριζόμενος ότι, αντιμέτωπο με «εκείνους οι οποίοι σφετερίσθηκαν την κυριαρχία του Αλλάχ πάνω στη Γη», «το ισλάμ» οφείλει να προβεί «στην καταστροφή τους ώστε να ελευθερώσει τους ανθρώπους από την εξουσία τους». Προσθέτει ότι «η απελευθερωτική μάχη του τζιχάντ δεν θα λάβει τέλος όσο η θρησκεία του Αλλάχ δεν θα είναι η μόνη».
Η διδασκαλία του Κουτμπ είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με αυτή του Αλ-Μπάνα. Στο σημείο 5 του «πιστεύω» των Αδελφών Μουσουλμάνων, που επικυρώθηκε από το 3ο Συνέδριό τους τον Μάρτιο του 1935, διαβάζουμε: «το λάβαρο του Ισλάμ πρέπει να καλύψει όλο το ανθρώπινο είδος».
Ήδη, τον Αύγουστο του 1937, στο «Κάλεσμα στον ισλαμικό κόσμο» –που εκδόθηκε την επόμενη χρονιά στο Βερολίνο, στα γερμανικά, σε μια μπροσούρα του [ναζιστικού] NSDAP με τίτλο Islam - Judentum - Bolschewismus–, ο «μεγάλος μουφτής» είχε παίξει με το διφορούμενο της «παλαιστινιακής υπόθεσης» την οποία διατεινόταν ότι ενσαρκώνει, αναμειγνύοντας τον παλαιστινιακό εθνικισμό, τον αραβικό εθνικισμό και τον τζιχαντιστικό πανισλαμισμό, όπως μαρτυρεί το συμπέρασμά του, κάνοντας αναφορά στο σχέδιο διαμερισμού της Παλαιστίνης που προτάθηκε στις 7 Ιουλίου 1937 από την επιτροπή Πιλ (Peel), καλώντας να απορριφθεί:
Πρέπει να δείξουμε στον ισλαμικό κόσμο και στους φίλους των μουσουλμάνων τι είναι πραγματικά οι Εβραίοι στο βαθύτερο είναι τους […] Στους φίλους μου μουσουλμάνους όλου του κόσμου παρουσιάζω την ιστορία και την πραγματική εμπειρία που οι Εβραίοι δεν μπορούν να αρνηθούν. Οι στίχοι του Κορανίου και τα χαντίθ σάς αποδεικνύουν ότι οι Εβραίοι ήταν οι πιο λυσσώδεις εχθροί του Ισλάμ και ότι πάντα προσπαθούν να το καταστρέψουν. Μην τους πιστεύετε, δεν γνωρίζουν παρά την υποκρισία και το δόλο. Μείνετε ενωμένοι, παλέψτε για την ισλαμική ιδέα, παλέψτε για τη θρησκεία σας και την ύπαρξή σας! Μην επαναπαύεσθε μέχρι την ημέρα που η χώρα σας θα απελευθερωθεί από τους Εβραίους! Μη δεχθείτε το σχέδιο διαμερισμού, γιατί η Παλαιστίνη είναι από αιώνων αραβική χώρα και πρέπει πάντα να παραμείνει.
Το ίδιο διφορούμενο συναντάται στην ομιλία που εκφωνήθηκε από τον Γιασέρ Αραφάτ στην διάρκεια συνάντησής του με αντιπροσωπεία Παλαιστινίων της Χεβρώνας, η οποία μεταδόθηκε τηλεοπτικά στις 26 Ιανουαρίου 2002 από τον επίσημο τηλεοπτικό σταθμό της παλαιστινιακής Αρχής. Με λυρικό τρόπο, ο Αραφάτ δήλωνε τότε, αποκαλύπτοντας τον βαθύ εξισλαμισμό της παλαιστινιακής υπόθεσης:
Ναι, αδέλφια, με τις ψυχές μας και με το αίμα μας θα σε λυτρώσουμε, ω Παλαιστίνη. […] Ο Αλλάχ είναι μεγάλος! Δόξα στον Αλλάχ και τον προφήτη του! Τζιχάντ, τζιχάντ, τζιχάντ, τζιχάντ, τζιχάντ! […] Δεν υπερασπιζόμαστε την Παλαιστίνη ως Παλαιστίνιοι. Την υπερασπιζόμαστε περισσότερο στο όνομα του αραβικού έθνους, στο όνομα του ισλαμικού έθνους.
Σε αυτά τα λόγια αναγνωρίζουμε την ιδεολογική απροσδιοριστία της θέσης του Αραφάτ, που αιωρήθηκε μεταξύ του τζιχαντιστικού ισλαμισμού των Αδελφών Μουσουλμάνων (και του Κουτμπ), του αραβικού εθνικισμού νασερικού τύπου («κοσμικού» από θέση αρχής) και του αραβο-τζιχαντισμού του «μεγάλου μουφτή». Εντυπωσιακή απεικόνιση της έννοιας του στρατηγικού διφορούμενου.
etsy.com
Εξώφυλλο του περιοδικού Time, 13 Δεκεμβρίου 1968, με τον Γιάσερ Αραφάτ, ο οποίος ένα χρόνο πριν είχε ενταχθεί στην Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO) ενώ σε λίγους μήνες θα εκλεγόταν πρόεδρος του Παλαιστινιακού Εθνικού Συμβουλίου (PNC). Παρά τις κατά καιρούς ιδεολογικοπολιτικές προσαρμογές του πολιτικού του λόγου, ο λόγος του Αραφάτ συνέκλινε σε έναν στόχο: την εξαφάνιση του κράτους του Ισραήλ. Ο στόχος αυτός ήταν και η πολιτική κληρονομιά του.
Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι ο Αραφάτ έλαβε τον παλαιστινιακό εθνικισμό από τα χέρια του Αλ-Χουσεϊνί, τον οποίο συνάντησε σε ηλικία δεκαεπτά ετών, μετά την έλευση αυτού του τελευταίου στο Κάιρο, τέλη Μαΐου 1946. «Αυτόν τον άνδρα, ο Αραφάτ θα τον θαυμάζει και θα τον μιμείται», θα γράψει ο παλαιστινιακής καταγωγής βιογράφος του, Σαΐντ Κ. Άμπουρις. Στο περιοδικό που εκδίδει το 1946, Η Φωνή της Παλαιστίνης, ο νεαρός Αραφάτ στρατεύεται να μάχεται «τη σιωνιστική οντότητα, τον καρκίνο που μας κατατρώει, το όργανο του ιμπεριαλισμού», όπως και τα δυτικά της στηρίγματα. Το βασικό λεξικό της «αντισιωνιστικής» προπαγάνδας, με τη βιοϊατρική μεταφορά (Ισραήλ-«καρκίνος»), ήταν έτοιμο προς χρήση από εκείνη την εποχή.
Σε αυτόν τον μαχητικό λόγο που επιδιώκει να παθολογικοποιεί και να εγκληματοποιεί τον εχθρό, μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη ρητορική κληρονομιά του «μεγάλου μουφτή». Αρχές Ιουλίου του 1974, ο Αραφάτ θα παραβρεθεί στη Βηρυτό, πλάι στον Αμπού Ιγιάντ (πολεμικό όνομα του Σαλάχ Καλάφ) και άλλων υψηλών ιθυνόντων της Φατάχ και της PLO, στην τελετή ταφής του Αλ-Χουσεϊνί, ο οποίος σε σχετική ανακοίνωση εκθειάστηκε ως «ο μεγάλος παλαιστίνιος ηγέτης».
Τον Αύγουστο του 2002, σε συνέντευξη στην εκδιδόμενη στο Λονδίνο αραβική εφημερίδα Al-Quds, ο Αραφάτ εκθειάζει τον Αλ-Χουσεϊνί τον οποίο αποκάλεσε «ο ήρωάς μας» και τον περιέγραψε ως «ήρωα» που οι Δυτικοί στάθηκαν ανίκανοι να τον βγάλουν από τη μέση. Απόδειξη, σύμφωνα με τον Αραφάτ, ότι οι Παλαιστίνιοι είναι «ένας δυνατός λαός». Για να διευκρινίσει: «Υπήρξαν πολλές απόπειρες να ξεφορτωθούν τον Χατζ Αμίν, τον οποίον [οι Δυτικοί] θεωρούσαν σύμμαχο των ναζί. Παρ’ όλα αυτά, εκείνος έζησε στο Κάιρο και συμμετείχε στον πόλεμο του 1948, και εγώ ο ίδιος ήμουν ένας από τους στρατιώτες του». Μ’ αυτό τον τρόπο, ο Αραφάτ αναγνωρίζει υπεύθυνα τη συνέχεια ανάμεσα στον παλαιστινιακό εθνικο-ισλαμισμό του «μεγάλου μουφτή» και το παλαιστινιακό εθνικιστικό κίνημα που ο ίδιος ενσαρκώνει από τα τέλη της δεκαετίας του 1960.
Σε συνέντευξη που δημοσιεύεται στις 11 Φεβρουαρίου 1980 στην βενεζουελιανή εφημερίδα El Mundo (Καράκας), ο Αραφάτ είχε δηλώσει: «Για εμάς, η ειρήνη σημαίνει την καταστροφή του Ισραήλ. Προετοιμάζουμε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο, έναν πόλεμο που θα συνεχισθεί για πολλές γενιές. […] Στόχος της μάχης μας είναι η καταστροφή του Ισραήλ». Καταλαβαίνουμε επομένως γιατί στον χάρτη της Χαμάς συναντάμε αυτόν τον εκ πρώτης όψεως ισχυρισμό που εκπλήσσει: «Όταν η PLO θα υιοθετήσει το ισλάμ ως οδηγό ζωής, θα γίνουμε οι στρατιώτες της». Πρέπει αναμφιβόλως να εννοούμε: «Όταν η PLO υιοθετήσει ρητά το ισλάμ…».
Όλες αυτές οι ιδεολογικές εμπνεύσεις συνέκλιναν με συνέπεια σε έναν και τον αυτό στόχο: την εξαφάνιση του Ισραήλ. Δύο δεκαετίες αργότερα, μετά την περιθωριοποίηση της παλαιστινιακής Αρχής, η ισραηλοκτονία έγινε το αποκλειστικό αντικείμενο των ισλαμιστικών οργανώσεων που υποστηρίζονταν οικονομικά και στρατιωτικά από το Ιράν. Οργανώσεων όπως η Χαμάς, η ισλαμική Τζιχάντ ή η Χεζμπολά, οι οποίες κλητεύουν ρητά στο τζιχάντ κατά των Ισραηλινών και το πολυπλόκαμο τέρας που ονομάζουν «παγκόσμιο σιωνισμό».
Η Χαμάς επιπλέον μπορεί να υπολογίζει και στη στήριξη της Τουρκίας και του Κατάρ – που είναι το καταφύγιο των υψηλών ιθυνόντων της οργάνωσης.
Η επινόηση του «παλαιστινιακού λαού»
Αποκαλώ «παλαιστινισμό» το σύνολο των αναπαραστάσεων και πίστεων οι οποίες συνθέτουν τον πολιτικό μύθο τον θεμελιωμένο στην ύπαρξη του «παλαιστινιακού λαού» και στην ιεροποίησή του ως λαού-θύματος, οι δήμιοι του οποίου είναι οι «σιωνιστές» ή «η σιωνιστική οντότητα».
Το να εξέλθει κανείς από την παλαιστινιστική μυθολογία, σημαίνει καταρχάς να αναγνωρίσει ότι οι Παλαιστίνιοι δεν συγκροτούν «λαό» σε αναζήτηση ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους-έθνους.
Ο παλαιστινισμός είναι μια υπόθεση, μια κινητοποιητική υπόθεση στην υπηρεσία διαφόρων συμφερόντων, ανάλογα με τις ιστορικές στιγμές και τις γεωπολιτικές καταστάσεις. Η «παλαιστινιακή υπόθεση» είναι αυτός καθεαυτός ο τύπος της υπόθεσης που μπαίνει σε όλες τις σάλτσες, μαρξιστικές, εθνικιστικές ή ισλαμιστικές.
Με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να εμφανίζεται ως η «υπόθεση των υποθέσεων» ή, έστω, ως μια «οικουμενική υπόθεση». Ηρθε όμως ο καιρός να ανοίξουμε τα μάτια. Το σχέδιο δημιουργίας «παλαιστινιακού κράτους» δεν είναι παρά φαντασίωση ή, αν προτιμάτε, μια εργαλειακή ουτοπία, προορισμένη να νομιμοποιήσει την καταστροφή του Ισραήλ. Όσο για τον πληθυσμό που ονομάζεται «οι Παλαιστίνιοι», δεν έχει παρά εθνοτική (αραβικός πληθυσμός) ή θρησκευτική ταυτότητα (μουσουλμανικός πληθυσμός).
Δεν έχει ύπαρξη παρά στο φαντασιακό εκείνων οι οποίοι θέλουν να πιστεύουν στην ύπαρξή του για διαφόρους λόγους. Όντως, έπρεπε να δοθεί ένα σώμα στην παλαιστινιακή υπόθεση ώστε αυτή να καταστεί αξιόπιστη και ελκυστική.
Η ιδέα έπρεπε να ντυθεί με ένα πρόσωπο. Αλλά το πρόσωπο των Παλαιστινίων δεν έπαψε να μεταβάλλεται: καταρχάς, «Άραβες της Παλαιστίνης» και μουσουλμάνοι που ζουν σε εδάφη χωρίς προσδιορισμένα σύνορα αλλά αρνούμενοι απολύτως να δεχθούν την εγκατάσταση Εβραίων σε «μουσουλμανικές γαίες» (η πρώτη τους συλλογική ταυτότητα είναι έτσι ριζικά εχθρική στον σιωνισμό)ˑ στη συνέχεια, σύμμαχοι και θαυμαστές των ναζί από το 1933 μέχρι το 1945, υπό την καθοδήγηση του αλ-Χουσεϊνί, στην μάχη κατά των Εβραίων (ένα μοντέλο στη συγκρότηση «ισλαμο-ναζιστικού» τύπου)ˑ μετά, θύματα της «Νάκμπα» (η «καταστροφή» του 1948), της «αποικιοκρατίας» και του «ρατσισμού» του κράτους του Ισραήλ (πρώτη θυματική εικόνα)ˑ τέλος, θύματα του «παγκόσμιου σιωνισμού» και του «αμερικανο-σιωνισμού», του «κράτους απαρτχάιντ» που είναι «η σιωνιστική οντότητα», η οποία εφαρμόζει ένα σχέδιο «γενοκτονίας του παλαιστινιακού λαού» (δεύτερη θυματική εικόνα, παραγόμενη μέσω προβολής ή αντιστροφής).
Με αυτόν τον τρόπο, οι παλαιοί εν όπλοις συνοδοιπόροι του Αδόλφου Χίτλερ μεταμορφώθηκαν σε «νέους Εβραίους», θύματα «γενοκτονίας» από τους ισραηλινούς Εβραίους, που παίζουν το ρόλο των «νέων ναζί».
Théodore Brauner / National Photo Collection of Israel
1950. Η Γκόλντα Μέιρ με παιδιά του κιμπούτς Σφαγίμ. Πολιτικός με ψυχρή διαύγεια και τόλμη, το 1969, ως πρωθυπουργός του Ισραήλ, δεν είχε διστάσει να δηλώσει ότι «Οι Παλαιστίνιοι δεν υπήρξαν ποτέ», ότι ήταν δηλαδή μια κατασκευή του εξτρεμιστικού ισλαμισμού.
Το 1969, η Γκόλντα Μέιρ, τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ, δεν είχε διστάσει να δηλώσει με τη συνηθισμένη ψυχρή διαύγεια και την επίσης συνηθισμένη της τόλμη: «Οι Παλαιστίνιοι δεν υπήρξαν ποτέ».
Έκτοτε, μια παλαιστινιακή ταυτότητα διακριτή της αραβο-ισλαμικής ταυτότητας έγινε το αντικείμενο κριτικών αναλύσεων και απομυστικοποιήσεων, δείχνοντας πώς, σε ποια συμφραζόμενα και σε ποια προοπτική, ο «παλαιστινιακός λαός» επινοήθηκε ή αποτέλεσε «πλάσμα φαντασίας».
Ξεκίνησε να υπάρχει σε αντίδραση κατά της Διακήρυξης Μπαλφούρ της 2ας Νοεμβρίου 1917, η οποία ακολουθήθηκε, από το 1920, από βίαιες εκδηλώσεις κατά της εβραϊκής μετανάστευσης και τους διαβολοποιημένους «σιωνιστές», ο αλ-Χουσεϊνί ήταν ο πιο δραστήριος και ο πιο επιδέξιος διοργανωτής. Ο «παλαιστινιακός λαός» γεννήθηκε ως πολεμική μηχανή κατά του «σιωνισμού», ταυτόχρονα διάβολος και «ιός».
Το ότι ο μυθικός «παλαιστινιακός λαός» είναι ένα αναγκαίο συμβολικό εργαλείο για να καθοδηγηθεί ο αγώνας κατά του κράτους του Ισραήλ, το αναγνώρισε με εντυπωσιακό τρόπο ο Ζαχεΐρ Μουσεΐν, μέλος της εκτελεστικής διεύθυνσης της PLO, σε συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε στις 31 Μαρτίου 1977 στην ολλανδική εφημερίδα Trouw:
Ο παλαιστινιακός λαός δεν υπάρχει. Η δημιουργία ενός παλαιστινιακού κράτους δεν είναι παρά ένα μέσον για να συνεχίσουμε τον αγώνα μας κατά του κράτους του Ισραήλ για την αραβική μας ενότητα. Στην πραγματικότητα, σήμερα, δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των Ιορδανών, των Παλαιστινίων, των Σύριων και των Λιβανέζων. Για πολιτικούς και για τακτικούς λόγους μιλάμε σήμερα περί της ύπαρξης ενός παλαιστινιακού λαού, αφού τα αραβικά εθνικά συμφέροντα απαιτούν να υποστηρίζουμε την ύπαρξη ενός διακριτού «παλαιστινιακού λαού» για να αντιταχθούμε στον σιωνισμό.
Και αυτός ο υψηλός ιθύνων της PLO θα διευκρινίσει τις τακτικο-στρατηγικές προοπτικές της οργάνωσής του:
Για τακτικούς λόγους, η Ιορδανία η οποία είναι κυρίαρχο κράτος με προσδιορισμένα σύνορα δεν μπορεί να διεκδικήσει τη Χάιφα ή τη Γιάφα, ενώ ως Παλαιστίνιος μπορώ πιθανώς να απαιτήσω τη Χάιφα, τη Γιάφα, την Μπιρ-Σέβα και την Ιερουσαλήμ. Παρ’ όλα αυτά, από τη στιγμή που θα ανακτήσουμε το δικαίωμά μας σε όλη την Παλαιστίνη, δεν θα περιμένουμε ούτε λεπτό για να ενώσουμε την Παλαιστίνη με την Ιορδανία.
Στο κωδικοποιημένο ισλαμιστικό φαντασιακό των σαλαφιστικών κύκλων και των Αδελφών Μουσουλμάνων, στο οποίο είναι βουτηγμένος ο δήθεν «παλαιστινιακός εθνικισμός», οι προϋποτιθέμενες ιδέες από το μοντέλο της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως η εθνική ανεξαρτησία, η λαϊκή κυριαρχία και η εθνική κυριαρχία δεν είναι μόνον απούσες, αλλά απορρίπτονται ως επινοήσεις δηλητηριασμένες από τη μοντέρνα Δύση, αυτόν τον κόσμο της «απιστίας». Πίσω από τη μάσκα του «εθνικισμού», είναι εύκολο να ανακαλύψουμε το πρόταγμα μιας κάθαρσης των «ισλαμικών γαιών» και, ακόμα βαθύτερα, αυτό του εξισλαμισμού του κόσμου.
Ο εξισλαμισμός της παλαιστινιακής υπόθεσης και οι συνέπειές της
Ο εξισλαμισμός της παλαιστινιακής υπόθεσης επανήλθε βιαίως και αιφνιδίως στο προσκήνιο, μετά το μέγα-πογκρόμ της 7ης Οκτωβρίου 2023 που ονομάσθηκε σημαδιακά από τους εμπνευστές και οργανωτές του της Χαμάς, «Κατακλυσμός Αλ-Ακσά» (η αναφορά, στο τέμενος Αλ-Ακσά της Ιερουσαλήμ, ιερό τόπο των μουσουλμάνων, που θεωρείται ότι παραβιάσθηκε και κηλιδώθηκε από την καταραμένη «σιωνιστική οντότητα»).
Αυτή η ονομασία ήθελε επίσης να εγγράψει την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου στα ίχνη της «Ιντιφάντα Αλ-Ακσά», της «δεύτερης Ιντιφάντα», η οποία, ξεκίνησε στις 28 Σεπτεμβρίου 2000 και έληξε στις 8 Φεβρουαρίου 2005, ακολουθούμενη, δύο χρόνια αργότερα, από την έλευση στην εξουσία της Χαμάς στη Γάζα.
Αυτή η νέα «ευλογημένη καταδρομή» που ήταν η 7η Οκτωβρίου, είχε αποτέλεσμα, όπως υπογράμμισε ο Ζιλ Κεπέλ, να ξαναεπικεντρώσει το οικουμενικό τζιχάντ το ενδιαφέρον του στο Ισραήλ. Στο εξής, στα μάτια των αντισιωνιστικών κύκλων, η Χαμάς θα ενσαρκώνει την «ένοπλη αντίσταση» κατά του «αποικιακού καθεστώτος» που είναι, σύμφωνα με αυτήν, το εβραϊκό κράτος. Αλλ’ η εθνικιστική διάσταση της μάχης της εξαφανίσθηκε προς όφελος του τζιχαντιστικού προσανατολισμού της.
Γι’ αυτό είναι μάταιο να θέλουμε να ξανασερβίρουμε τη «λύση των δύο κρατών» μέσα σε συμφραζόμενα όπου ο κυρίαρχος παλαιστινιακός και φιλο-παλαιστινιακός λόγος είναι επικεντρωμένος στη διεκδίκηση μιας «απελευθερωμένης» από τον σιωνισμό Παλαιστίνης η οποία θα εκτείνεται, σύμφωνα με τη συνθηματολογική διατύπωση, «από το ποτάμι [τον Ιορδάνη] μέχρι τη θάλασσα [τη Μεσόγειο]».
Πρέπει να έχουμε κατά νου τη δήλωση που έκανε, στις 8 Δεκεμβρίου 2012 στην Γάζα, ο Χαλίντ Μεκαάλ (γενν. 1956), που ήταν τότε πρόεδρος του πολιτικού γραφείου της Χαμάς:
Το να απελευθερώσουμε την Παλαιστίνη, ΟΛΗ την Παλαιστίνη είναι υποχρέωση, προνόμιο, σκοπός και στόχος. […] Το τζιχάντ και η ένοπλη «αντίσταση» είναι το πραγματικό και ακριβές μέσον αυτής της απελευθέρωσης και της παλινόρθωσης των δικαιωμάτων μας. […] Η Παλαιστίνη –από το ποτάμι μέχρι τη θάλασσα, από το βορρά μέχρι το νότο [δηλαδή όλο το Ισραήλ]– είναι η γη μας, το δίκαιό μας και η πατρίδα μας. Δεν θα υπάρξει παράδοση ούτε του πιο μικρού κομματιού αυτής της γης. Η Παλαιστίνη είναι και πάντα ήταν αραβική και ισλαμική. Από πάντα η Παλαιστίνη είναι δική μας, είναι η γη των Αράβων και του ισλάμ.
Εκτός και αν συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε με ανοιχτά τα μάτια, δεν μπορούμε σήμερα να πιστεύουμε ότι θα κάνουμε ειρήνη ικανοποιώντας τις εδαφικές και πολιτικές διεκδικήσεις των δύο αντίπαλων εθνικισμών, του εβραϊκού εθνικισμού (του σιωνισμού) και του παλαιστινιακού εθνικισμού. Γιατί αυτός ο τελευταίος διαλύθηκε μέσα στον τζιχαντιστικό ισλαμισμό. Βέβαια, οποιοσδήποτε μπορεί να ερμηνεύει ως δείκτη εθνικισμού το επιφώνημα «είμαστε στο σπίτι μας!» που προβλήθηκε από τους τζιχαντιστές της Χαμάς στις 7 Οκτωβρίου.
Δεν βγαίνουμε όμως από το διφορούμενο, γιατί το «σπίτι μας» παραπέμπει πριν απ’ όλα σε μία «γη του Ισλάμ». Όπως και να ’χει, η επίθεση της 7ης Οκτωβρίου ενίσχυσε τον «άξονα της αντίστασης» κατά του Ισραήλ και αδυνάτισε το στρατόπεδο της «εξομάλυνσης» των σχέσεων με το εβραϊκό κράτος.
Έτσι, η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, με αυτόν τον χαρακτηρισμό που δεν αποδίδει την ουσία του προβλήματος, εισήλθε στη μετα-εθνικιστική εποχή, όπου οι σε σύγκρουση θρησκευτικές πίστεις και τα θρησκευτικά πάθη αποκτούν την πρωτοκαθεδρία, σε μια παγκόσμια σκηνή που κυριαρχείται από ανταγωνισμούς ανάμεσα σε οντότητες με ρευστές ταυτότητες και σύνορα, όπως η «συνολική Δύση», ο «συνολικός Νότος» και η «συνολική Ανατολή», οντότητες άσχημα προσδιοριζόμενες, τις οποίες δεν πρέπει να τις προσλαμβάνουμε ως μεγάλους διακριτούς πολιτισμούς. Στα αντιδυτικά στρατόπεδα, η αντίθεση ανάμεσα σε «κυρίαρχους» και «κυριαρχούμενους» συνεχίζει να δομεί τα κοινωνικο-πολιτικά φαντασιακά, σε διάδραση με την αντίθεση μεταξύ «δημίων» και «θυμάτων». Γιατί, με τη χρήση της «Νάκμπα» από την παλαιστινιακή προπαγάνδα, προορισμένη να αντισταθεί στη Σοά, οι παλαιστίνιοι ισλαμο-εθνικιστές στρατεύθηκαν σε αυτή τη μορφή μνημονικού πολέμου που είναι ο θυματικός ανταγωνισμός.
Το πραγματικό πρόβλημα είναι να ταυτοποιήσουμε τα κράτη η πολιτική των οποίων εμψυχώνεται από το μίσος κατά της Δύσης, μιας Δύσης που γίνεται αντικείμενο φαντασίωσης ως νεοαποικιακής και ιμπεριαλιστικής, και μάλιστα εγκληματικής, που πρέπει να καταπολεμηθεί με όλα τα μέσα, ή ως πολιτισμός σε παρακμή ο οποίος εξέρχεται της Ιστορίας, οι αξίες του οποίου πρέπει να απορριφθούν. Οι εχθροί της «συνολικής Δύσης» είναι οι κατεξοχήν εχθροί του Ισραήλ και των Ηνωμένων Πολιτειών.
Είναι ταυτοχρόνως οι περισσότερο ή λιγότερο διακηρυγμένοι φίλοι των τζιχαντιστών ισλαμιστών οι οποίοι προσλαμβάνονται και εκθειάζονται ως οι πραγματικοί «αντιστασιακοί» στην παγκόσμια «αμερικανο-σιωνιστική τάξη». Συνεπώς, είναι αυθορμήτως υπέρ της Χαμάς, που αφελώς την καταλαβαίνουν ή την ταυτοποιούν για τακτικούς (και πονηρούς) λόγους ως πολιτικό κίνημα στρατευμένο σε νόμιμη δράση «ένοπλης αντίστασης» κατά του Ισραήλ, το οποίο ορίζουν ως «κράτος απαρτχάιντ» με γενοκτονικές βλέψεις.
Αυτό είναι το ιδεολογικά κωδικοποιημένο φανταστικό σύμπαν στο οποίο κολυμπούν οι ισλαμο-παλαιστίνιοι ακτιβιστές και οι σύμμαχοί τους, πολυάριθμοι μέσα στους διανοούμενους και νεο-αριστερίστικους πολιτισμικούς κύκλους, στοιχισμένοι στην αποαποικιοποίηση και στις άλλες συνιστώσες της woke νεο-θρησκείας.
Όλα αυτά τα θέματα αποτελούν το αντικείμενο της κατήχησης στον μουσουλμανικό κόσμο και διαχέονται μαζικά από τη νέα παγκοσμιοποιημένη αντιεβραϊκή προπαγάνδα.
Εβραίοι πάντα ένοχοι, Παλαιστίνιοι πάντα θύματα
Στην Κλήση στον ισλαμικό κόσμο του Αυγούστου 1937, ο «μεγάλος μουφτής» ξεκινούσε θέτοντας την αρχή της ενοχής των Εβραίων διαμέσου της ιστορίας, υποτιθέμενη αιτία της οικουμενικής τους απόρριψης:
Από την αρχή της ιστορίας τους, οι Εβραίοι ήταν πάντα λαός καταπιεσμένος και πρέπει ασφαλώς να υπάρχει ένας καλός λόγος γι’ αυτό. Οι Αιγύπτιοι Φαραώ υποχρεώθηκαν να λάβουν ενεργητικά μέτρα κατά των Εβραίων, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν τον αιγυπτιακό λαό και διέφθειραν το ηθικό του λαού με την τοκογλυφία και διάφορα άλλα εγκλήματα. […] Πολύ γρήγορα, οι Ρωμαίοι αναγνώρισαν τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι Εβραίοι για τη χώρα και υιοθέτησαν σοβαρά μέτρα εναντίον τους. […] Γι’ αυτό οι Άραβες είναι σε ιδιαιτέρως καλή θέση ώστε να καταλάβουν ότι και στη Γερμανία ελήφθησαν ενεργητικά μέτρα κατά των Εβραίων και εκδιώχθηκαν σαν ψωριάρικα σκυλιά. Παρ’ όλα αυτά, οι Άραβες είναι τα θύματά τους, αφού οι Εβραίοι, κατά μεγάλο μέρος προερχόμενοι από την Γερμανία, εγκαταστάθηκαν στην Παλαιστίνη. Εδώ μαζεύτηκαν τα εβραϊκά απόβλητα όλων των χωρών για να κυριεύσουν τη χώρα των Αράβων.
Αλλά ο Αλ-Χουσεϊνί δεν θα αργούσε να πάει στην κατ’ αυτόν ουσία του προβλήματος:
Οι Εβραίοι απεχθάνονται τον Μωάμεθ, το ισλάμ και οποιονδήποτε θέλει να υποστηρίξει τον δικό του λαό και να αγωνιστεί κατά της εβραϊκής φιλαργυρίας και διαφθοράς. Ο αγώνας μεταξύ των Εβραίων και του ισλάμ ξεκίνησε όταν ο Μωάμεθ έφυγε από τη Μέκκα για τη Μεδίνα, όπου έριξε τις βάσεις της ανάπτυξης του ισλάμ. Ακόμα και εκείνη την εποχή, οι Εβραίοι ήταν οι μεγάλοι κυρίαρχοι στην οικονομία και αισθάνθηκαν αμέσως ότι η επιρροή του Μωάμεθ εκπροσωπούσε έναν κίνδυνο γι’ αυτούς, τόσο στο πνευματικό όσο και στο εμπορικό πεδίο. Ανέπτυξαν, επομένως, μεγάλο μίσος κατά του ισλάμ και αυτό το μίσος μεγάλωνε όλο και περισσότερο στο μέτρο που το ισλάμ γινόταν ισχυρότερο.
Στον σημερινό ισλαμο-παλαιστινιστικό λόγο που απευθύνεται στη Δύση, «οι Εβραίοι» μεταμορφώνονται σε «σιωνιστές» και σε «Ισραηλινούς». Ωστόσο, η θεμελιώδης κατηγορία παραμένει η ίδια: «Οι Εβραίοι (σιωνιστές, Ισραηλινοί) είναι ένοχοι»… Συνεπώς, κατηγορούνται ότι είναι υπεύθυνοι για ό,τι τους συμβαίνει, είτε πρόκειται για πογκρομικές είτε για γενοκτονικές βιαιότητες. Το θέμα κατηγορίας κυκλοφορεί τη στιγμή κάθε επίθεσης κατά των Εβραίων ή των Ισραηλινών: «Πήγαιναν γυρεύοντας». Όταν φαίνονται να είναι αθώα θύματα, στην πραγματικότητα είναι εξαιτίας των δικών τους εγκλημάτων. Έτσι, στο Χάρβαρντ, εξέχοντα τόπο του αμερικανικού πανεπιστημιακού γουοκισμού, 34 φοιτητικές οργανώσεις υπέγραψαν στις 8 Οκτωβρίου 2023 ανοιχτή επιστολή, με την οποία καταγγέλλουν το «καθεστώς απαρτχάιντ» που θεωρούν ότι είναι το κράτος του Ισραήλ, ισχυριζόμενες ότι «το ισραηλινό καθεστώς είναι το μόνο υπεύθυνο για τις βιαιότητες που διαπράχθηκαν», διευκρινίζοντας ότι «η ισραηλινή βία δόμησε κάθε πλευρά της παλαιστινιακής ύπαρξης εδώ και 75 χρόνια».
Dashcam
7 Οκτωβρίου 2023, Νότιο Ισραήλ. Τρομοκράτης της Χαμάς με τη βία ωθεί έναν άνδρα, που πιθανόν στη συνέχεια απήχθη και κρατιέται όμηρος, κατά τη διάρκεια της επίθεσης εξτρεμιστών της Χαμάς στο μουσικό φεστιβάλ κοντά στο κιμπούτς Ρέιμ. Εικόνα από κάμερα ασφαλείας.
Δεδομένου ότι οι Ισραηλινοί είναι οι «κυρίαρχοι» και οι «καταπιεστές», όλες οι αντι-ισραηλινές βιαιότητες αποδίδονται στους Ισραηλινούς: ένοχοι ό,τι κι αν υφίστανται.
Επιπλέον, όμως, αυτές οι βιαιότητες εκθειάζονται ως πράξεις «αντίστασης» στην καταστολή. Η ύπαρξη του αντι-ισραηλινού μίσους ανάγεται σε απόδειξη ότι αυτό το μίσος είναι δικαιολογημένο και ότι οι τζιχαντιστικές σφαγές που αυτό εμπνέει προέρχονται από έναν δίκαιο και αγνό πόλεμο.
Όταν οι Παλαιστίνιοι σφαγιάζουν Ισραηλινούς, δεν είναι ποτέ ένοχοι οι Παλαιστίνιοι για τη σφαγή, αλλά οι ίδιοι οι Ισραηλινοί. Καταγγέλλονται ως η αιτία όλων των κακών που τους συμβαίνουν. Είναι εκ φύσεως ένοχοι. Είναι οντολογικά μη-θύματα.
Ενώ οι Παλαιστίνιοι, ό,τι κι αν κάνουν, δεν μπορεί παρά να είναι θύματα, εκ πολιτισμικής κληρονομιάς. Η πολιτισμικά κληροδοτημένη θυματική τους ταυτότητα και το μεταβιβαζόμενο στάτους τους των «προσφύγων» τούς προστατεύει από κάθε κριτική: δεν μπορούν παρά να είναι αθώα θύματα ή θαυμαστοί «αντιστασιακοί».
Να κάνεις να υποφέρουν και να σου αρέσει να κάνεις να υποφέρουν: να απολαμβάνεις μέσα στην ωμότητα
Στο μεγάλο μυθιστόρημα του Φιοντόρ Ντοστογέφσκι, Αδελφοί Καραμαζώφ (1880), στο τέταρτο κεφάλαιο με τίτλο «Η ανταρσία», ο άθεος διανοούμενος Ιβάν Καραμαζώφ παραθέτει στον αδελφό του Αλιόσα παραδείγματα ωμοτήτων που διέπραξαν οι Τούρκοι και οι Τσερκέζοι στη Βουλγαρία, πριν κάνει το εξής σχόλιο:
Καμιά φορά συγκρίνουν την ωμότητα του ανθρώπου με αυτή των θηρίωνˑ είναι προσβολή γι’ αυτά τα τελευταία. Το θηρίο ποτέ δεν μπορεί να είναι τόσο άγριο όσο ο άνθρωπος, τόσο καλλιτεχνικά, τόσο γραφικά άγριο. Η τίγρης το μόνο που κάνει είναι να δαγκώνει, να ξεσκίζει, αυτό ξέρει μονάχα. Ποτέ δεν θα της περνούσε η σκέψη να καρφώσει ανθρώπους από τα αυτιά, ακόμα και αν μπορούσε να το κάνει. Αυτοί οι Τούρκοι βασανίζανε με ηδονή και τα παιδιά. Σκίζανε με το σπαθί την κοιλιά της μάνας τους και τα βγάζανε από μέσα. Πετάγανε βυζασταρούδια στον αέρα και τα άφηναν να καρφωθούν πάνω σε μία λόγχη. Και όλα αυτά μπροστά στα μάτια των μανάδων. Η ηδονή ήταν ακριβώς ότι τα βλέπανε και οι μανάδες.
Στον ήπιο Αλιόσα που τον ρωτά: «Αδελφέ, γιατί τα λες όλα αυτά;», ο σκυθρωπός Ιβάν απαντά: Σκέφτομαι πως αν δεν υπάρχει διάβολος και αν κατά συνέπεια τον δημιούργησε ο άνθρωπος, τότε σίγουρα τον δημιούργησε κατ’ εικόνα και ομοίωσή του».
Αυτές οι βαθιές παρατηρήσεις, που αποδίδονται από τον ρώσο μυθιστοριογράφο στον Ιβάν, μας επιτρέπουν να σκεφτούμε τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου πέρα από τις αντιδράσεις αγανάκτησης και το αίσθημα φρίκης που δικαίως παρακίνησαν. Γιατί αυτή η εκ των προτέρων και επιμελώς προετοιμασμένη σφαγή παίρνει το νόημά της εγγραφόμενη στην ισλαμική παράδοση, μεταφερόμενη από το Κοράνι και τα χαντίθ.
Μπορούμε άρα να μιλήσουμε για ιεροποίηση της αγριότητας, σύμφωνα με το στόχο του τζιχάντ: να εγχύσει τον τρόμο στην καρδιά του εχθρού για να διευκολύνει την καταστροφή του. Η άσκηση της ωμότητας προς τους «δύσπιστους» ή τους «άπιστους» παίρνει την πραγματική σημασία της και τη θρησκευτική της αξία στον κώδικα συμπεριφοράς που εγκαθιδρύθηκε από τον Μωάμεθ στην περίπτωση του τζιχάντ.
Η μάχη της Χεϊμπάρ (πλούσια όαση σε 150 χιλιόμετρα απόσταση από τη Μεδίνα), τον Μάιο του 628, που κατέληξε με την παράδοση των Εβραίων οι οποίοι ζούσαν στην όαση και το πλιάτσικο των αγαθών τους από τον Μωάμεθ και τους πιστούς του μουσουλμάνους, είναι από την άποψη αυτή παραδειγματική, ακόμα και ιδρυτική, ως προς το ότι αυτή η μάχη ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη των μουσουλμάνων κατά των Εβραίων. Η «Χεϊμπάρ» έγινε πολεμική ιαχή, που συναντάται κυρίως στο τραγούδι που ψάλλουν οι τζιχαντιστές:
Χεϊμπάρ, Χεϊμπάρ, ω Εβραίοι,
ο στρατός του Μωάμεθ επιστρέφει!
Ο εγκωμιασμός της εκλέπτυνσης μέσα στην ωμότητα κατά τη διάρκεια του τζιχάντ συναντάται πολλές φορές στο Κοράνι. Εδώ μαθαίνουμε ότι δεν αρκεί να τιμωρούνται οι «άπιστοι»: πρέπει να τους κάνουμε να βασανίζονται στο διηνεκές, και με τέχνη. Το μαρτυρά, για παράδειγμα, ο στίχος 56, του εδαφίου 4, που αφορά εκείνους τους οποίους ο Θεός καταράστηκε «λόγω της απιστίας τους»:
Θα ρίξουμε σύντομα στη φωτιά όσους δεν πιστεύουν στα σημάδια μας και όσες φορές καίγονται τα δέρματά τους θα τους δίνουμε άλλα δέρματα για να γευτούν την τιμωρία.
Επανερχόμενος στην τύχη που επιφυλάσσεται στους «άπιστους», ο στίχος 74 του εδαφίου 9 είναι εξίσου σαφής: «Ο Θεός θα τους τιμωρήσει με οδυνηρή τιμωρία και σε αυτόν τον κόσμο και στον άλλον».
Ενώπιον του μεγα-πογκρόμ της 7ης Οκτωβρίου, η συνηθισμένη ηθική αγανάκτηση δεν αρκεί, έστω και αν έχουμε ισχυρούς λόγους να είμαστε συνάμα τρομαγμένοι και σκανδαλισμένοι από τη σφαγή. Γιατί πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και την ηδονή των δολοφόνων, των κομπάρσων και των συνενόχων τους, και των ενθουσιασμένων θεατών της σφαγής.
Η ακραία βία μπορεί να προκαλέσει ακραία ηδονή: αυτό είναι το μάθημα που μπορούμε να εξαγάγουμε από μια ψυχρή ανάγνωση του γεγονότος.
Η τζιχαντιστική επίθεση δεν χαρακτηρίσθηκε μόνο από την ωμότητα των δραστών, αλλά και από την ηδονή που αυτοί δοκίμασαν στη διάπραξη αυτής της σφαγής, με ένα μείγμα εκλέπτυνσης και αγριότητας στα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλαν τους Ισραηλινούς.
Ας συνοψίσουμε τα γεγονότα που προκάλεσαν την κατάπληξή μας: να βλέπεις φανατικούς να διαπράττουν με αγαλλίαση μια σφαγή Εβραίων, να τους βλέπεις να συμμετέχουν ή να παρευρίσκονται στη σφαγή γελώντας και κραυγάζοντας «Αλλαχού Ακμπάρ» ενώ την ίδια στιγμή βιντεοσκοπούνται, να τους βλέπεις να χαίρονται δημοσίως, σε σημείο που να τραγουδούν και να χορεύουν στους δρόμους της Γάζας. Να τους βλέπεις να κάνουν τη σφαγή θέαμα παραδομένο στην ηδονή, και ιδίως στη χαρά.
Απ’ αυτή την άποψη, το μεγα-πογκρόμ της 7ης Οκτωβρίου μάς υπενθυμίζει ότι, στην παγκόσμια ιστορία, οι χειρότερες πράξεις ωμότητας συχνά συνοδεύθηκαν με λεπτότητα και, με τη σκηνοθεσία τους, παρήγαγαν ηδονή.
Το να κάνεις να υποφέρουν και να σου αρέσει να κάνεις να υποφέρουν πάνε συχνά πλάι πλάι για εκείνους οι οποίοι διαπράττουν αγριότητες και ακραίες βιαιότητες υπό την επήρεια ενός θρησκευτικού φανατισμού, ο οποίος παροτρύνει στον ιερό πόλεμο, δικαιολογώντας έτσι τις πιο αχρείες εγκληματικές ενέργειες.
*Το κείμενο αποτελεί τη βάση ομιλίας του φιλόσοφου, κοινωνιολόγου και ιστορικού των ιδεών Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ [Pierre- André Taguieff, Les trois sources de l’islamo-palestinisme jihadiste (Haj Amin al-Husseini, Hassan al-Banna, Sayyid Qutb) et le massacre du 7 octobre 2023] σε συνέδριο της οργάνωσης Dhimmi Watch με θέμα «Η Γαλλία μετά την 7η Οκτωβρίου» που έγινε στο Παρίσι (11/4/2024) και δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της επιθεώρησης Revue Politique et Parlementaire (https://www.revuepolitique.fr/les-trois-sources-de-lislamo-palestinisme-jihadiste-haj-amin-al-husseini-hassan-al-banna-sayyid-qutb-et-le-massacre-du-7-octobre-2024/).
μετάφραση: Ανδρέας Πανταζόπουλος
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Martin Cüppers & Klaus-Michael Mallmann, Croissant fertile et croix gammée. Le Troisième Reich, les Arabes et la Palestine [2006], γαλλ. μετ. Barbara Fontaine, Éditions Verdier, Λαγκράς 2009
Abd Al-Fattah Muhammad El-Awaisi, The Muslim Brothers and the Palestine Question 1928-1947, Tauris Academic Studies, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 1998
Zvi Elpeleg, The Grand Mufti: Haj Amin al-Hussaini, Founder of the Palestinian National Movement, αγγλ. μετ. David Harvey, Frank Cass and Co., Λονδίνο 1993
Jeffrey Herf, L’Ennemi juif. La propagande nazie, 1939-1945 2006, γαλλ. μετ. Pierre-Emmanuel Dauzat, Mémorial de la Shoah/Calmann-Lévy, Παρίσι 2011ˑ Hitler, la propagande et le monde arabe [2009], γαλλ. μετ. Pierre-Emmanuel Dauzat, Mémorial de la Shoah/Calmann-Lévy, Παρίσι 2012
Gilles Kepel, Holocaustes. Israël, Gaza et la guerre contre l’Occident, Plon, Παρίσι 2024
Matthias Küntzel, Jihad et haine des Juifs. Le lien troublant entre islamisme et nazisme à la racine du terrorisme international [2007], Πρόλογος: Pierre-André Taguieff και προλεγόμενα: Boualem Sansal, Παρίσι, Éditions du Toucan, 2015ˑ Nazis, Islamic Antisemitism and the Middle East: The 1948 Arab War against Israel and the Aftershocks of World War II, αγγλική μετάφραση: Colin Meade, Routledge, Λονδίνο και Νέα Υόρκη 2023
Henry Laurens, La Question de Palestine, τόμ. I: 1799-1922. L’invention de la Terre sainte, Fayard, Παρίσι 1999ˑ La Question de Palestine, τόμ. II: 1922-1947. Une mission sacrée de civilisation, Fayard, Παρίσι 2002
Jennie Lebel, The Mufti of Jerusalem: Haj-Amin el-Husseini and National-Socialism, αγγλ. μετ. Paul Münch, Čigoja štampa, Βελιγράδι 2007
Matthew Levitt, Hamas: Politics, Charity, and Terrorism in the Service of Jihad, Yale University Press, Νιου Χέιβεν και Λονδίνο 2006
Benny Morris, Victimes. Histoire revisitée du conflit arabo-sioniste [1999], γαλλ. μετ. Agnès Dufour & Jean-Michel Goffinet, Éditions Complexe, Βρυξέλλες 2003
Ronald L. Nettler, Past Trials & Present Tribulations: A Muslim Fundamentalist’s View of the Jews, Pergamon, Οξφόρδη 1987
Barry Rubin & Wolfgang Schwanitz, Nazis, Islamists, and the Making of the Modern Middle East, Yale University Press, Νιου Χέιβεν 2014
Giedrė Šabasevičiūtė, Sayyid Qutb: An Intellectual Biography, Syracuse University Press, Νέα Υόρκη 2021
Pierre-André Taguieff, L’islamisme et nous. Penser l’ennemi imprévu, CNRS Éditions, Παρίσι 2017ˑ Liaisons dangereuses : islamo-nazisme, islamo-gauchisme, Éditions Hermann, Παρίσι 2021ˑ Le Nouvel Opium des progressistes. Antisionisme radical et islamo-palestinisme, Gallimard, Παρίσι 2023
Robert S. Wistrich, Muslim Antisemitism: A Clear and Present Danger, The American Jewish Committee, Νέα Υόρκη 2002ˑ A Lethal Obsession: Antisemitism from Antiquity to the Global Jihad, Random House, Νέα Υόρκη 2010