Ο σημαντικός ιστορικός των ιδεών Aϊζάια Μπερλίν αναγορεύθηκε, το 2009, επίτιμος διδάκτωρ του τότε Τμήματος Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης –που σήμερα έχει μετονομαστεί σε Τμήμα Ιστορίας και Φιλοσοφίας της Επιστήμης– του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν, πράγματι, μια πολύ ωραία πρωτοβουλία! Με την ευκαιρία της επίσκεψής του στην Ελλάδα, ο Μπερλίν είχε παραχωρήσει μια συνέντευξη στην εφημερίδα Το Βήμα της Κυριακής. Στο κλείσιμο αυτής της συνέντευξης ρωτήθηκε πώς θα όριζε την ιδιοφυΐα. Απάντησε ως εξής:
Θα σας πω μια ιστορία που τη βρίσκω πολύ ωραία. Ξέρετε, ο Νιζίνσκι ήταν περίφημος γιατί, καθώς χόρευε, πηδούσε πιο ψηλά από όλους τους άλλους. Έμοιαζε να υπερίπταται. Τον ρώτησαν λοιπόν: «Πώς το κάνετε αυτό; Πώς καταφέρνετε και μένετε τόση ώρα στον αέρα;» Και αυτός απάντησε: «Είναι πολύ απλό: οι άλλοι, όταν πηδούν, κατεβαίνουν κάτω αμέσως. Αυτό δεν είναι υποχρεωτικό. Εγώ, όταν είμαι εκεί επάνω, αποφασίζω να καθυστερήσω λίγο να κατεβώ». Να, τι είναι ιδιοφυΐα. Δεν γνωρίζουμε τι την προκαλεί, δεν ξέρουμε από τι αποτελείται. Γνωρίζουμε μόνο ότι δεν είναι κάτι πολύπλοκο ούτε πολυδουλεμένο· είναι απολύτως απλό και άμεσο. Και όταν βρίσκεσαι μπροστά σε μια ιδιοφυΐα, το αντιλαμβάνεσαι αμέσως.
Άρα, φέρνοντας ως παράδειγμα τον κορυφαίο –κατά πολλούς– χορευτή όλων των εποχών, τον Βάτσλαφ Νιζίνσκι, ο Μπερλίν υποστήριξε ότι η ιδιοφυΐα δεν ορίζεται μεν εύκολα, πλην όμως γίνεται αμέσως αντιληπτή γιατί είναι κάτι απλό και άμεσο, αλλά, ταυτόχρονα, εξόχως ιδιαίτερο.
Ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα
Σε πολλούς δεν αρέσει η χρήση του όρου «ιδιοφυΐα» για το ποδόσφαιρο. Θεωρούν ότι αυτή αρμόζει μόνον όταν μιλούμε για την υψηλή τέχνη, τη μουσική, την επιστήμη και τη φιλοσοφία. Παρά ταύτα, εγώ πιστεύω –κι ας θεωρηθώ ένα είδος «ιερόσυλου»– ότι το επίθετο «ιδιοφυής» ταιριάζει σε κάθε ανθρώπινη δημιουργική δραστηριότητα που ανταποκρίνεται στον παραπάνω ορισμό της από τον Μπερλίν. Επομένως, δεν είχε καθόλου άδικο ο παλαίμαχος ποδοσφαιριστής, Σάββας Κωφίδης, όταν, αφού χαρακτήρισε –σε εκπομπή καναλιού της συνδρομητικής τηλεόρασης– ποδοσφαιρική ιδιοφυΐα τον παλιό συμπαίκτη του στον Ηρακλή, Βασίλη Χατζηπαναγή, πρόσθεσε ότι, όπως η μεγάλη τέχνη δεν μπορεί να εξηγηθεί, έτσι δεν επαρκούν τα λόγια για την περιγραφή –με σκοπό την κατανόηση– της απαράμιλλης τεχνικής του μεγάλου αυτού έλληνα ποδοσφαιριστή· το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να σιωπήσει και να παρακολουθήσει τα στιγμιότυπα με έξοχες προσπάθειές του που έχουν κινηματογραφηθεί από την κρατική ελληνική τηλεόραση αλλά και από ιδιώτες και υπάρχουν στο ΥouΤube.
Μένοντας πιστός σε όσα προανέφερα, συνιστώ σε κάθε ποδοσφαιρόφιλο να δει όσο περισσότερα βιντεάκια μπορεί, με ενέργειες-«κεντήματα» του θρυλικού Βάσια στα ελληνικά γήπεδα. Εκείνο, όμως, που σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής του ενδιαφερομένου, είναι το ολιγόλεπτο, εξαιρετικό φιλμ της ΕΤ3, με τίτλο, Ο γιος του ήλιου - Η περίπτωση Βασίλη Χατζηπαναγή, στη σειρά, «Μνήμες Γηπέδων» (σε σενάριο, σκηνοθεσία και κείμενα του Ηλία Γιαννακάκη).
Η παρακολούθησή του αφήνει μια «γλυκόπικρη» γεύση, στο τέλος της. Και τούτο διότι το πέρασμα του Βάσια από τα ελληνικά γήπεδα προσέφερε μεν μοναδικές στιγμές «ποδοσφαιρικής απόλαυσης» στους έλληνες φιλάθλους, πλην όμως στέρησε από τον ίδιο τη δυνατότητα να παίξει ποδόσφαιρο σε πολύ υψηλότερο επίπεδο, όπως π.χ. στην Ιταλία, την Ισπανία ή τη Γερμανία. Αυτός ήταν ο στόχος –που, όμως, δεν πραγματώθηκε ποτέ– του γεννημένου το 1954 στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν (πρώην ΕΣΣΔ), από ελληνοκύπριο πατέρα και ελληνίδα μητέρα, Βάσια, όταν ήρθε προσωρινά το 1975 στη Θεσσαλονίκη για να ενταχθεί στην ομάδα του Ηρακλή. Το έκανε για το χατίρι της γιαγιάς του, που ήθελε ο εγγονός της να παίξει για λίγο καιρό ποδόσφαιρο στην πατρίδα, προτού συνεχίσει τη σταδιοδρομία μου κάπου καλύτερα, στην Ευρώπη. Άλλωστε, ο Βασίλης Χατζηπαναγής ήταν ήδη ένα από τα ανερχόμενα αστέρια του σοβιετικού ποδοσφαίρου της εποχής εκείνης. Η ομάδα του, η Παχτακόρ Τασκένδης –στην οποία είχε μεταγραφεί από την Ντιναμό Τασκένδης– είχε νικήσει, λίγο πριν ο Βάσια αποχωρήσει απ’ αυτήν, την Ντιναμό Κιέβου, με το ευρύ σκορ 5-0. Επίσης, ο ίδιος, σύμφωνα με δημοσίευμα του France Football, αξιολογήθηκε το 1973 ως ο δεύτερος καλύτερος αριστερός εξτρέμ στο πρωτάθλημα της ΕΣΣΔ, πίσω από τον Όλεγκ Μπλαχίν.
Ας υπενθυμίσουμε εδώ ότι η Ντιναμό Κιέβου ήταν πανίσχυρη τότε, καθώς αρχικά είχε κατακτήσει το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης 1974-75, νικώντας στον τελικό τη Φερεντσβάρος με 3-0, ενώ ακολούθως κατέκτησε και το Ευρωπαϊκό Σούπερ Κύπελλο, υποτάσσοντας τη νικήτρια του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης της ίδιας χρονιάς, Μπάγερν Μονάχου, δύο φορές: τόσο μέσα στο Μόναχο με 1-0, όσο και μέσα στο Κίεβο με 2-0. Το άστρο του Όλεγκ Μπλαχίν είχε λάμψει και στα δύο αυτά παιχνίδια, με αποτέλεσμα να του απονεμηθεί δίκαια η «Χρυσή Μπάλα» για το έτος 1975 (αφήνοντας πίσω, με μεγάλη διαφορά ψήφων, δεύτερο τον Φρανς Μπεκενμπάουερ και τρίτο τον Γιόχαν Κρόιφ).
Ο Χατζηπαναγής έφτασε στη Θεσσαλονίκη με τρένο και στο σταθμό τον υποδέχθηκαν χιλιάδες φίλοι της ομάδας του Ηρακλή. Έπαιξε το πρώτο του παιχνίδι στο ελληνικό πρωτάθλημα στο ξερό γήπεδο της Βέροιας, εμπειρία πρωτόγνωρη για εκείνον. Προσαρμόστηκε γρήγορα στο να παίζει στα κακοτράχαλα ελληνικά γήπεδα και άρχισε να ξεδιπλώνει τις πλούσιες πτυχές του μοναδικού ταλέντου του, κάνοντας πράγματα πρωτόγνωρα για τους έλληνες ποδοσφαιριστές και φιλάθλους. Είχε απίστευτη εκρηκτικότητα, κλειστή ντρίπλα («μπορούσε να ντριμπλάρει και μέσα σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο», όπως ο Βραζιλιάνος Γκαρίντσα), διέθετε ένα τεράστιο ρεπερτόριο από διαφορετικές ντρίμπλες, ικανότητα για μπαλιές ακριβείας σε οποιαδήποτε απόσταση με το «καλό» του πόδι, το αριστερό, ικανότητα για κάθετες πάσες-ασίστ στο χώρο στους επιθετικούς της ομάδας του (πολλές φορές χωρίς καν να βλέπει), καθώς και την αναγκαία αντίληψη ώστε να αποφασίζει για όλα αυτά πολύ γρήγορα. Χάρη στην υψηλή τεχνική του κατάρτιση είχε, επίσης, μεγάλη επιδεξιότητα στην εκτέλεση των φάουλ και των κόρνερ. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι πέτυχε 9 τέρματα από κόρνερ, με απευθείας εκτελέσεις (ένα απ’ αυτά εναντίον του ΟΦΗ, το 1983). Ο ίδιος έχει πει ότι το μεγάλο του προσόν ήταν η εκρηκτικότητά του, δηλαδή το «ξεπέταγμά» του στα 2-3 πρώτα μέτρα, όπως και η ικανότητά του να κάνει με το αριστερό του πόδι ό,τι ήθελε. Αν κάποιος δει σε στιγμιότυπα από παλαιό αγώνα του Ηρακλή με το Αιγάλεω τον Χατζηπαναγή να ντριμπλάρει, από αριστερά, στην αρχή τον Εμμανουήλ, κατόπιν να επιταχύνει ξαφνικά και να περνάει και τον Παπαθεοδώρου –όταν εκείνος πιστεύει ότι θα πάει πρώτος στη μπάλα– και, στο τέλος, μπαίνοντας στη μικρή περιοχή και πλησιάζοντας από πλάγια το τέρμα του Αιγάλεω, να πασάρει πίσω από το κεφάλι του σε συμπαίκτη του, θα διαπιστώσει τρία από τα προαναφερθέντα χαρίσματα που είχε ο τρόπος του παιχνιδιού του. Αξέχαστη έχει μείνει –αποτελώντας διαχρονικό highlight– η ντρίμπλα του Χατζηπαναγή πάνω στον καλό αμυντικό της ΑΕΚ, Στυλιανόπουλο, στον αγώνα Ηρακλής-ΑΕΚ 3-2, τον Μάρτιο του 1982. Σε αυτό το ματς, ο Βάσια ντριμπλάρει με απίστευτο τακουνάκι τον Στυλιανόπουλο και φεύγει από πλάγια, σχεδόν στην ευθεία της γραμμής του κόρνερ, προς το αντίπαλο τέρμα, ενώ ο αμυντικός της ΑΕΚ παραπατάει προς την αντίθετη κατεύθυνση (πηγαίνοντας προς το κόρνερ). Αυτή την ενέργεια του Χατζηπαναγή μπορώ να τη συγκρίνω μόνο με την επίσης απίθανη ντρίμπλα του Μπέργκαμπ πάνω στον Νταμπίζα, σε παιχνίδι της Άρσεναλ εναντίον της Νιούκαστλ, στο αγγλικό πρωτάθλημα, το 2002. Εδώ αξίζει να τονιστεί ότι ο Βάσια έκανε ντρίμπλες γιατί αυτό του προσέφερε «τη χαρά του παιχνιδιού» κι όχι για να «εκθέτει» τους αντιπάλους του. Έχει καρδιά μάλαμα και μια παιδική αθωότητα που αγγίζει τα όρια της αφέλειας, άλλωστε. Έτσι, αμέσως μετά την παραπάνω ντρίμπλα στον Στυλιανόπουλο, έσπευσε να του μιλήσει, ενώ, όταν κάποτε πέρασε την μπάλα κάτω από τα πόδια του 35άρη τότε Μίμη Παπαϊωάννου (κάνοντας του «ποδιά») κι εκείνος του ζήτησε να μην το ξανακάνει, ο Βάσια του το υποσχέθηκε πρόθυμα. Θυμάμαι, επίσης, ότι σε ένα παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό –δεν είμαι βέβαιος αν ήταν ο ημιτελικός του Κυπέλλου Ελλάδας της περιόδου 1975-1976, που έληξε 3-2 υπέρ του Ηρακλή, μπορεί να κάνω λάθος–, ο Βάσια έκανε το εξής μοναδικό: πέρασε τον τερματοφύλακα Κωνσταντίνου, τον αμυντικό Δημητρίου, έφτασε με την μπάλα μόνος λίγο πριν από τη γραμμή του τέρματος και δεν σκόραρε· γύρισε πίσω, περίμενε τους αντιπάλους του να σηκωθούν κι εκεί ολοκληρώθηκε η προσπάθειά του.
Καλά όλα τα παραπάνω, αλλά πότε το πανελλήνιο –ανάμεσα στους οποίους κι εγώ, μικρό παιδί τότε– πρωτογνώρισε τον Βασίλη Χατζηπαναγή; Αυτό συνέβη με την απευθείας μετάδοση από την ασπρόμαυρη τότε κρατική τηλεόραση του τελικού του Κυπέλλου Ελλάδας της περιόδου 1975-1976, που έγινε ανάμεσα στον Ηρακλή και τον Ολυμπιακό, στις 9 Ιουνίου 1976. Ο αγώνας αυτός, από τους καλύτερους στην ιστορία του θεσμού, έληξε 2-2, 4-4 στην παράταση, ενώ στη διαδικασία των πέναλτι επιβλήθηκε ο Ηρακλής με 6-5. Ο Χατζηπαναγής «οργίασε» απέναντι στην ερυθρόλευκη άμυνα, την οποία αποτελούσαν παίκτες της κλάσης του Γκλέζου, του Συνετόπουλου, του Σιώκου και του Αγγελή. Πέτυχε, ύστερα από διαδοχικές ντρίπλες πάνω στους αμυντικούς του Ολυμπιακού (στο πρώτο τέρμα ντρίμπλαρε και τον τερματοφύλακα, Κελεσίδη), δύο υπέροχα τέρματα (ένα στον κανονικό αγώνα κι ένα στην παράταση), ενώ αστόχησε στο πέναλτι που εκτέλεσε στη διαδικασία που ακολούθησε (γεγονός που δεν θυμάται, ασφαλώς, κανείς). Από τότε άρχισε όλη η φίλαθλη Ελλάδα να μιλάει για εκείνον και οι ποδοσφαιρόφιλοι να συρρέουν στα γήπεδα που έπαιζε ο Ηρακλής, χωρίς να είναι οπαδοί του, μόνο και μόνο για να δουν τον Χατζηπαναγή να αγωνίζεται. Παντού, σε όλα σχεδόν τα παιχνίδια που αγωνίστηκε, ο Βάσια αντάμειψε τους ποδοσφαιρόφιλους με το ποδοσφαιρικό θέαμα που προσέφερε. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι δεν ξεχωρίζει κάποια παιχνίδια του στο ελληνικό πρωτάθλημα, όμως ο υπογράφων το παρόν κείμενο θυμάται πολύ έντονα το νικηφόρο παιχνίδι του Ηρακλή απέναντι στον Παναθηναϊκό, μέσα στο λασπωμένο Καυτατζόγλειο, στις 30 Δεκεμβρίου 1979. Το παιχνίδι έληξε με νίκη των Ηρακλειδών με 6-0, και ο Χατζηπαναγής πέτυχε το πρώτο τέρμα της ομάδας του έχοντας μαγέψει με τις περίτεχνες ενέργειές του το κοινό.
Χαμένες ευκαιρίες
Ποιοι είναι οι τίτλοι που κέρδισε σε συλλογικό επίπεδο ο Ηρακλής και σε ατομικό ο Χατζηπαναγής; Δυστυχώς, πολύ λίγοι. Εκτός από το Κύπελλο Ελλάδας, το 1976, ο Ηρακλής κατέκτησε και το Βαλκανικό Κύπελλο (θεσμός που πλέον έχει καταργηθεί), το 1985. Ο Ηρακλής –που, αρχικά, είχε ενισχυθεί, με την απόκτηση από τον Πιερικό, του Παπαϊωάννου και του Καλαμπάκα, το 1979– έγινε ομάδα αξιώσεων μετά και από νέες μεταγραφές, με σκοπό τη διάκριση στο ελληνικό πρωτάθλημα, κυρίως τα χρόνια 1982-1986 (όταν, όπως ορθά τονίζεται στο προαναφερθέν βιντεάκι του Ηλία Γιαννακάκη για τον Βάσια, ο «Γηραιός» στηριζόταν στη «μαγική τετράδα» των Χατζηπαναγή, Κωφίδη, Παπαϊωάννου και Καραΐσκου, με «μαέστρο» τον πρώτο). Η καλύτερη ποδοσφαιρική χρονιά για τον Ηρακλή ήταν το 1982-1983, όταν έφτασε μια ανάσα από τον τίτλο του πρωταθλητή, αλλά στον κρίσιμο αγώνα με τον Παναθηναϊκό δεν μπόρεσε να σκοράρει. Από εκείνον τον αγώνα, αξίζει να δει κανείς τη μαγική ενέργεια του Βάσια στην οποία ντριμπλάρει διαδοχικά πολλούς παίκτες του Παναθηναϊκού μέσα στη μικρή περιοχή του αντιπάλου του και με μια απίστευτη κάθετη μπαλιά βγάζει τον συμπαίκτη του, Αδάμου, μόνο με τον τερματοφύλακα της αθηναϊκής ομάδας. Ο Αδάμου, όμως, δεν τα κατάφερε να παραβιάσει την εστία του Παναθηναϊκού κι εκεί έσβησαν τα όνειρα για το πρωτάθλημα.
Ο Χατζηπαναγής δεν έπαιξε ποτέ σε επίσημο αγώνα της Εθνικής Ελλάδας, γιατί, βάσει των τότε ισχυόντων κανονισμών, η συμμετοχή του στην Εθνική Νέων της ΕΣΣΔ όπως και στην Ολυμπιακή Ομάδα της ίδιας χώρας (πριν από τους Ολυμπιακούς του Μοντρεάλ, του 1976), δεν του επέτρεπε να αγωνιστεί σε άλλη ομάδα ανδρών πλην αυτής. Ο Βάσια, ακόμη και σήμερα, πιστεύει ότι η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία (ΕΠΟ) δεν κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να «ξεπεραστεί» αυτό το εμπόδιο, ίσως διότι υπήρχε προκατάληψη απέναντί του, λόγω της καταγωγής του από γονείς που ήταν πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη, δηλαδή αριστερών πολιτικών φρονημάτων. Δεν ξέρω αν αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί, πάντως ο Βάσια έχει μείνει με αυτό το παράπονο. Έπαιξε με την Εθνική Ελλάδας μόνο σ’ έναν φιλικό αγώνα της απέναντι στη σπουδαία, τότε, Πολωνία, το 1976, στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας (όπου νικήσαμε με 1-0, με τέρμα του Γιώργου Κούδα). Θυμάται, όμως, με ικανοποίηση την πρόσκλησή του στη Μεικτή Κόσμου και τη συμμετοχή του, μαζί με τον Θωμά Μαύρο, σε αγώνα της, το 1984, με συμπαίκτες τον Μπεκενμπάουερ, τον Κίγκαν και τον Κέμπες.
Ο Χατζηπαναγής σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 1988, ύστερα από έναν ακόμη τραυματισμό από «βρώμικο κτύπημα» (είχαν προηγηθεί και άλλοι, με πρώτον και κυριότερο εκείνον στα τέλη του 1977, που τον οδήγησε στο Λονδίνο, όπου οι γιατροί της Άρσεναλ κατάφεραν, ευτυχώς, να αποκαταστήσουν τη βλάβη). Το 1990 πραγματοποίησε την τελευταία επίσημη εμφάνισή του με τον Ηρακλή, σε αγώνα εναντίον της Βαλένθια για το Κύπελλο ΟΥΕΦΑ (που ήταν και η μοναδική συμμετοχή του σε ευρωπαϊκή διοργάνωση). Το 2003 ψηφίστηκε ως ο καλύτερος Έλληνας ποδοσφαιριστής των τελευταίων 50 ετών, στο πλαίσιο των εορτασμών της ΕΠΟ για τα 50 χρόνια της ΟΥΕΦΑ.
Κλείνοντας, θα ήθελα να επισημάνω τις τρεις πικρές διαπιστώσεις με τις οποίες ολοκληρώνει ο Ηλίας Γιαννακάκης το κείμενο της αφήγησης στο βιντεάκι του για τον Βασίλη Χατζηπαναγή. Νομίζω ότι έχει δίκιο ότι τον Βάσια τον «εκμεταλλευθήκαμε», κατά κάποιον τρόπο (άλλοι ηθελημένα και άλλοι όχι), όλοι μας. Πρώτα, εμείς, οι ποδοσφαιρόφιλοι, καθώς μας προσέφερε στιγμές «ποδοσφαιρικής πανδαισίας» που «δεν ήταν για τα μάτια μας», αφού το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου εκείνης της εποχής –αλλά και το σημερινό– είναι πολύ κατώτερο από αυτό στο οποίο άξιζε να αγωνίζεται ο Χατζηπαναγής. Κατόπιν, οι άνθρωποι της διοίκησης του Ηρακλή, οι οποίοι με διάφορα «τερτίπια» και δικαιολογίες (που δεν είχαν πάντοτε νόμιμο έρεισμα) κατάφεραν να ματαιώσουν κάθε επιθυμία του Χατζηπαναγή να μεταγραφεί σε μεγαλύτερη ελληνική ομάδα (π.χ., στον Παναθηναϊκό ή στον Ολυμπιακό) ή σε ομάδα του εξωτερικού (υπήρξαν διάφορες προτάσεις, μεταξύ των οποίων κυριότερες ήταν αυτές της Άρσεναλ το 1977 και της Στουτγάρδης το 1980 και το 1983). Τέλος –υπό την επιφύλαξη της προαναφερθείσας μη επιβεβαίωσης εκ μέρους μου της ορθότητας αυτού του ισχυρισμού– οι άνθρωποι της ΕΠΟ, που παρέλειψαν να προσφύγουν στο Ειδικό Δικαστήριο, προκειμένου να αρθεί το εμπόδιο και να καταστεί δυνατό να αγωνιστεί ο Χατζηπαναγής στην Εθνική Ελλάδας.
Συμπερασματικά, λοιπόν, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ο Βασίλης Χατζηπαναγής δεν υπήρξε μόνο ο καλύτερος έλληνας ποδοσφαιριστής αλλά ήταν και ο πιο αδικημένος. Αν, μάλιστα, κάποιοι μπορούν να έχουν ενστάσεις για τον πρώτο ισχυρισμό (θεωρώντας ότι υπάρχουν σοβαροί «ανταγωνιστές» του Βάσια για την πρώτη θέση μεταξύ των ελλήνων ποδοσφαιριστών), ο δεύτερος ισχυρισμός είναι, θαρρώ, ορθός πέραν πάσης αμφιβολίας.