Σύμφωνα με την κυρίαρχη ερμηνευτική προσέγγιση, οι 6 αρχές του πολιτικού ρεαλισμού διαμορφώνουν μια εντελώς αμοραλιστική θεωρία, παραβλέποντας δηλαδή τον ρόλο της ηθικής στις διεθνείς σχέσεις και αρνούμενη την ύπαρξη ενός κανονιστικού επιχειρήματος που θα μπορούσε να θέσει κάποιους κανόνες, έστω και υποτυπώδεις, στη διακρατική πάλη για ισχύ και κυριαρχία. Ωστόσο, η μελέτη των θέσεών του μέσα από την πρωτότυπη βιβλιογραφία αναδεικνύει μια τελείως διαφορετική εικόνα από εκείνη του κυρίαρχου αφηγήματος, δηλαδή ενός αμοραλιστή στοχαστή.
Η βασική διαχωριστική γραμμή αυτού που ονομάζουμε κλασικός ρεαλισμός από τις νεότερες, θετικιστικές παραδόσεις, όπως αυτή του νεορεαλισμού, είναι ότι στον πρώτο τίθεται στο κέντρο της ανάλυσης ο άνθρωπος: η ανθρώπινη φύση. Σ’ αυτό το σημείο ο Μόργκενταου αποδεικνύεται αρχικά συνεχιστής μιας μακραίωνης παράδοσης στην ιστορία των ιδεών, ξεκινώντας από τον Θουκυδίδη, τον Μακιαβέλι, περνώντας στον Hobbes, τον Νίτσε και τον Βέμπερ, από τους οποίους όμως διαφοροποιείται σε επιμέρους σημεία, εξ’ ου ο πρωτότυπος και καινοτόμος χαρακτήρας της συμβολής του. Μ’ αυτή την επισήμανση θέλω να τονίσω ότι η σκέψη του Μόργκενταου δεν εγγράφεται σε μια παράδοση απλά και μόνο επειδή αναπαράγει κλασικά μοτίβα αλλά επειδή τα εξελίσσει και τα εμπλουτίζει με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο.
Για τον κλασικό ρεαλισμό η ανθρώπινη φύση δεν γίνεται αντιληπτή μονολιθικά αλλά αποτελεί ένα σύμπαν παθών, πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενων, και υπό αυτή την έννοια το πεδίο της είναι συγκρουσιακό, χαρακτηρίζεται από την πάλη για επικράτηση διαφόρων κλίσεων και ροπών. Θα μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε αυτές τις ροπές σε δύο μεγάλες ομάδες: τη δίψα για ισχύ και την τάση προς την ηθική. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο Μόργκενταου στο έργο του Επιστήμη και Πολιτική της Ισχύος, αναφερόμενος στον φασισμό, «ο φασισμός απέτυχε ως πρακτική φιλοσοφία γιατί δεν κατανόησε την ανθρώπινη φύση, αφού ο άνθρωπος δεν είναι μόνο αντικείμενο πολιτικής ποδηγέτησης αλλά και ένα ον με ηθική υπόσταση εξοπλισμένο με εφόδια τα οποία δεν υπόκεινται σε εκμετάλλευση»[1]. Αρκετές σελίδες μετά θα στρέψει τα βέλη του προς τον αιώνα της επιστήμης, ο οποίος έχει δημιουργήσει και διαδώσει μια απλοϊκή εικόνα για τη φύση του ανθρώπου, θεωρώντας ότι ο ορθός λόγος μπορεί να ασκήσει εύκολα έλεγχο επί των ψυχορμητών. Επιπλέον, η ανθρώπινη φύση αποτελείται και από ένα άλλο στοιχείο: ο άνθρωπος δεν επιδιώκει απλά να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του αλλά επιδιώκει εκ φύσεως την ηθική αξιολόγηση της ανθρώπινης δραστηριότητας: «κοντολογίς ο άνθρωπος είναι ταυτόχρονα και ηθική ύπαρξη»[2]. Στη συνέχεια, θα υποστηρίξει ότι «ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ον πολιτικό· επιστήμονας γίνεται από σύμπτωση ή από επιλογή. Είναι ηθικολόγος γιατί είναι άνθρωπος»[3], ενώ παραλλάσσοντας τη γνώστη ρουσσωική φράση από το Κοινωνικό Συμβόλαιο «Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος και παντού βρίσκεται αλυσοδεμένος» γράφει ότι «γεννιέται σκλάβος αλλά παντού επιδιώκει να γίνει αφέντης»[4], καταλήγοντας ότι η ιστορία των πολιτικών ιδεών είναι η ιστορία της ηθικής αξιολόγησης της πολιτικής εξουσίας: «ακόμα και όταν η ανθρωπότητα δείχνει να είναι απορροφημένη με την επιστήμη της πολιτικής φύσης του ανθρώπου και αντιμετωπίζει την ηθική είτε σαν εμπειρική επιστήμη ή την αγνοεί παντελώς, τα ηθικά ερωτήματα υψώνουν τον τόνο της φωνής του και απαιτούν μια απάντηση»[5].
Ο αιώνας της επιστήμης πρόβαλε μια μηχανιστική εικόνα για τον άνθρωπο, ως ένα ον που αν λάβουμε υπόψιν ορισμένα στοιχεία του θα μπορούμε να προβλέψουμε ικανοποιητικά τη δράση και τις κινήσεις του. Αυτό εκτείνεται επίσης και στις κοινωνιολογικές μελέτες και παρατηρήσεις, οι οποίες έχουν ως στόχο συγκεντρώνοντας ετερογενή στοιχεία να προβλέψουν διάφορες εξελίξεις στην κοινωνία. Κατά τον Μόργκενταου αυτό συνιστά μια πλάνη, διότι ποτέ στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να προβλέψουμε ποιες ροπές θα επικρατήσουν. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ξεχωρίσουμε ορισμένες τάσεις. Αυτό αφορά και τις διεθνείς σχέσεις, καθιστώντας την πρόβλεψη επισφαλή, καθώς στο διακρατικό στερέωμα η ανθρώπινη φύση βρίσκεται ουσιαστικά ανεξέλεγκτη, δεν υπάρχει δηλαδή κάποια υπερκρατική αρχή που να επιβάλει την τάξη όπως στο εσωτερικό ενός κράτους, με αποτέλεσμα να εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία κάθε ηγέτη η συμπεριφορά των κρατών. Είναι σημαντικό να διευκρινιστεί σ’ αυτό το σημείο ότι επειδή ακριβώς ο άνθρωπος βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων, ο κλασικός ρεαλισμός διαφοροποιείται σημαντικά από τον θετικιστικό ρεαλισμό ή νεορεαλισμό, για τον οποίο η πρόβλεψη της κρατικής συμπεριφοράς είναι αρκετά εφικτή παρατηρώντας απλά τις μετατοπίσεις του ισοζυγίου ισχύος στο διεθνές σύστημα και παραβλέποντας οποιονδήποτε άλλο παράγοντα, ιδιαίτερα αυτόν της ηθικής. Έτσι, λοιπόν, όπως κάποιος ιδεαλιστής παραβλέπει τον παράγοντα ισχύ στις διεθνείς σχέσεις, το ίδιο συμβαίνει και με το ρεύμα του θετικισμού, το οποίο παραγνωρίζει οποιαδήποτε επιρροή της ηθικής στο διακρατικό στερέωμα.
Και τα δύο βέβαια εντάσσονται στην ουτοπική σκέψη, καθώς «ο άνθρωπος είναι ένα ον που αποζητά την ισχύ αλλά είναι και ένα ον με ηθικό σκοπό και μολονότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελεγχθεί αποκλειστικά από αφηρημένες ηθικές αρχές, δεν μπορεί επίσης να ελεγχθεί αποκλειστικά από την ισχύ»[6]. Αυτή η διφυής υπόσταση παραγνωρίζεται τόσο από τους ιδεαλιστές όσο και τους σύγχρονους ρεαλιστές, συγκροτώντας δύο διαφορετικές αλλά ουσιαστικά συγκοινωνούντες εκδοχές της ουτοπικής σκέψης: του Wilson και της μακιαβελικής. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον ότι για τον Μόργκενταου ο μακιαβελισμός εγγράφεται στην ουτοπική παράδοση, συνέγραψε μάλιστα και ένα άρθρο με τίτλο The Machiavellian Utopia, στο οποίο υπογράμμισε ότι «αν είναι ουτοπικό να υποθέτει κανείς ότι ένα ορθολογικό σύστημα σκέψης μπορεί να μεταμορφώσει την κατάσταση του ανθρώπου, δεν είναι λιγότερο ουτοπικό να υποθέτει κανείς ότι μια σταθερή, ειρηνική κοινωνία μπορεί να χτιστεί μόνο πάνω στην ισχύ»[7]. Ένα ακόμα στοιχείο που καθιστά προβληματική την εικόνα του Μόργκενταου ως ενός power-oriented στοχαστή είναι ότι αντιλαμβάνεται όχι μονάχα ως ουτοπική τη μονομερή προσήλωση στην ισχύ αλλά και ως στοιχείο του ολοκληρωτικού συστήματος: «η ισχύς είναι για τον ολοκληρωτικό άνθρωπο όχι μόνο ένα κοινωνικό φαινόμενο με το οποίο κάποιος πρέπει να αντιπαρατεθεί αλλά το αποκλειστικό κριτήριο για να αξιολογεί κανείς τις ανθρώπινες υποθέσεις, η ιδεώδης πηγή όλων των ανθρώπινων αξιών. Λέει «Ναι» στη δίψα του για ισχύ και δεν αναγνωρίζει ούτε κάποιο υπερβατικό ή πνευματικό κριτήριο, το οποίο θα τη χαλιναγωγεί και θα την περιορίζει, καταπολεμώντας τη με ένα ιδανικό ξένο και εχθρικό στην πολιτική ποδηγέτηση»[8].
Επομένως, η σχέση ηθικής και ισχύος δεν είναι τόσο απλοϊκή όσο είθισται να εξετάζεται από μελετητές των διεθνών σχέσεων, ιδιαίτερα στην πατρίδα μας. Παρατηρούμε ότι η ηθική αποτελεί αδιάσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης ιδιότητας, τον αντίθετο πόλο στην ισχύ, ενώ ο άνθρωπος, παρουσιάζεται ως ένα εκκρεμές που κινείται μεταξύ αυτών των δύο άκρων. Θα αναρωτηθεί βέβαια κανείς, γιατί είναι τόσο δύσκολη η εφαρμογή ηθικών κριτηρίων στη διακρατική αρένα; Μια απλή εξήγηση που έχει δοθεί είναι ότι στη διεθνή σφαίρα, ελλείψει μιας υπερκρατικής οντότητας, επικρατεί αναρχία με αποτέλεσμα να επιβιώνει ο ισχυρότερος. Μολονότι ευλογοφανής εξήγηση, αδυνατεί να διερευνήσει το πώς μπορεί να εδραιωθεί η ειρήνη, δηλαδή της λείπει ένα κανονιστικό επιχείρημα. Ωστόσο, επιστρέφοντας στη Η Πολιτική μεταξύ των Εθνών, ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατηρήσει ότι η δομή της είναι τέτοια που, ενώ στα πρώτα τρία μέρη εξετάζεται η ισχύς, οι μορφές της και ο ρόλος της στις διακρατικές σχέσεις, από το τέταρτο μέχρι και το έβδομο μέρος εξετάζονται οι παράγοντες που μπορούν να μετριάσουν την εθνική ισχύ, για αυτό και τους ονομάζει «περιορισμοί της εθνικής ισχύος», ταυτόχρονα δε τα τελευταία κεφάλαια συνδιαλέγονται με την προβληματική εδραίωσης της ειρήνης.
Αν και με μια πρώτη ματιά η ηθική και η ισχύς φαίνονται ασύνδετες μεταξύ τους, στην πραγματικότητα είναι στενά συνδεδεμένες. Πιο συγκεκριμένα, αξιολογεί θετικά την συνεισφορά της ισορροπίας ισχύος κατά τον 17ο, τον 18ο και τον 19ο αιώνα, θεωρεί ωστόσο ότι η παρουσία της δεν θα είχε τα ίδια ευεργετικά αποτελέσματα αν δεν τη συνεπικουρούσε η ηθική ως η καύσιμη ύλη «που κάνει τη μηχανή της ισορροπίας ισχύος να κινείται, είναι το διανοητικό και ηθικό θεμέλιο του Δυτικού πολιτισμού, το διανοητικό και ηθικό κλίμα στο οποίο κινήθηκαν οι πρωταγωνιστές της κοινωνίας του 18ου αιώνα και το οποίο διαπερνούσε κάθε τους σκέψη και δράση. Οι άντρες αυτοί ήξεραν την Ευρώπη ως μια μεγάλη πολιτεία με κοινά κριτήρια ευγένειας και καλλιέργειας και ένα κοινό σύστημα τρόπων, κανόνων και συμπεριφορών»[9]. Επιπλέον, στοχαστές όπως ο Fenelon, o Ρουσσώ και ο Vattel «γνώριζαν γι’ αυτή τη διανοητική και ηθική ενότητα, πάνω στα θεμέλια της οποίας στηρίζεται η ισορροπία ισχύος και η οποία κάνει δυνατές τις ευεργετικές της λειτουργίες»[10]. Δίχως την παρουσία ενός κοινού πλαισίου ηθικών κανόνων λοιπόν η ισορροπία ισχύος δεν θα είχε τα ίδια ευεργετικά αποτελέσματα.
Αυτό έπαψε να ισχύει μετά τον 19ο αιώνα και την ανάδυση του εθνικισμού, καθώς το κάθε έθνος-κράτος προήγαγε τη δική του κοσμοαντίληψη και ηθική ως οικουμενικές, με αποτέλεσμα να διασπαστεί η οικουμενικότητα που παρατηρείται στους προηγουμένους αιώνες. Πλέον έχουμε τόσες ηθικές όσα έθνη κράτη. Στον εθνικισμό λοιπόν εντοπίζεται η πραγματική αιτία έλλειψης ενός καθολικού ηθικού πλαισίου στη διεθνή πολιτική του 20ού και του 21ου αιώνα. Ο εθνικισμός κατά τον Μόργκενταου αποτελεί μια ιδεολογία που οδηγεί σε ηθικές σταυροφορίες, καθώς το κάθε έθνος αντιλαμβάνεται τον δικό του τρόπο ζωής, τους δικούς του κανόνες και το δικό του ηθικό πλαίσιο ως τα μοναδικά έγκυρα και άξια υπεράσπισης, ενώ η ύπαρξη διαφορετικών στάσεων ζωής από τα άλλα έθνη ταυτίζονται με το απόλυτο κακό.
Συγκεφαλαιώνοντας, η ηθική αποτελεί ένα εγγενές στοιχείο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται φύσει ηθικό ον, όπως και εγωιστικό, κάτι που δημιουργεί μια ανθρωπολογική αντινομία η οποία συχνά παραβλέπεται, δίνοντας μεγαλύτερη βαρύτητα στις εγωιστικές ροπές του ανθρώπου. Αναμφίβολα ο άνθρωπος πρέπει να δουλέψει πάνω σε αυτή τη σκληρή στόφα ώστε να μπορέσει να καθοδηγήσει αυτές τις τάσεις σε επωφελή έργα. Και εδώ το βάρος πέφτει περισσότερο στην ηθική, η οποία καλείται να εξισορροπήσει, προσοχή εδώ, και όχι να εξαλείψει, μιας και είναι αδύνατον, την αδηφάγο τάση του ανθρώπου για ισχύ. Εξαιτίας βέβαια αυτής της αντινομίας δημιουργείται το τραγικό στοιχείο της ανθρωπότητας, το οποίο γίνεται πιο έντονο στη διεθνή σφαίρα. Ο άνθρωπος ποτέ δε θα μπορέσει πραγματικά να καθυποτάξει την εξουσιαστική του τάση, μονάχα να εργαστεί με τέτοιον τρόπο ώστε αυτή να μη φτάνει στα ακραία όριά της. Μακριά από ερμηνευτικούς μονισμούς ο Μόργκενταου αναδεικνύει ότι στην πραγματικότητα τα προβλήματα της πολιτικής και δη της διεθνούς πολιτικής, δεν μπορούν να επιλυθούν κυνηγώντας μια «μοναδική αιτία». Ο ανθρώπινος κόσμος παραμένει αρκετά πιο περίπλοκος και αινιγματικός απ’ εκείνον των μηχανών για να μπορέσει να αναχθεί σε μια αιτία, η εξεύρεση της οποίας θα λύσει όλα τα προβλήματα. Θα ήθελα να κλείσω αυτό το κείμενο με τα λόγια του Μόργκενταου από ένα από τα ελάσσονα γραπτά του: «όταν η εποχή τείνει να παραβλέπει το στοιχείο της ισχύος, η πολιτική επιστήμη πρέπει να τονίζει τη σπουδαιότητά της. Όταν η εποχή τείνει σε μια μονιστική αντίληψη της ισχύος, πρέπει να φανερώνει τους περιορισμούς της. Όταν οι καιροί αντιλαμβάνονται την ισχύ πρωτίστως με στρατιωτικούς όρους, πρέπει να υπενθυμίζει την ποικιλία μορφών που διαπερνούν την εξίσωση ισχύος και πιο συγκεκριμένα, στη διακριτική ψυχολογική σχέση στην οποία υφαίνεται ο ιστός της ισχύος. Όταν η πραγματικότητα της ισχύος παραβλέπεται εξαιτίας των ηθικών και νομικών περιορισμών της, η πολιτική επιστήμη πρέπει να υπενθυμίζει την πραγματικότητά της. Όταν ο νόμος και η ηθική αξιολογούνται ως τίποτα, πρέπει να τα τοποθετεί στη σωστή τους θέση»[11].
[1] Hans J. Morgenthau, Επιστήμη και πολιτική της ισχύος, μτφ. Πάνος Τσακαλογιάννης, Αθήνα: Τουρίκη, 2011, σελ. 21.
[2] Ο.π, σελ. 158.
[3] Ο.π, σελ. 158.
[4] Ο.π, σελ. 158.
[5] Ο.π, σελ. 159.
[6] Hans J. Morgenthau, The Decline of Democratic Politics, USA: Chicago University Press, 1958, σελ. 130.
[7] Hans J. Morgenthau, “The Machiavellian Utopia”, Ethics, Vol. 55, No. 2 (Jan., 1945), σελ. 145.
[8] Hans J. Morgenthau, The Decline of Democratic Politics, USA: Chicago University Press, 1958, σελ. 316.
[9] Hans J. Morgenthau, Η Πολιτική μεταξύ των Εθνών, μτφρ. Μαρία Καρτελιά, Αθήνα: Ποιότητα, 2018, σελ. 310.
[10] Ο.π, σελ. 306.
[11] Hans J. Morgenthau, “Reflections on the State of Political Science”, The Review of Politics, Vol. 17, No. 4 (Oct., 1955), σελ. 455.