Αυτή η αντικοινοβουλευτική πρακτική δεν περιορίζεται στις θεωρητικές του διακηρύξεις. Η συστηματική αποχή από κρίσιμες επιτροπές, η καταψήφιση νομοσχεδίων με θετικά μέτρα για εργαζομένους απλώς και μόνο επειδή «δεν εντάσσονται σε συνολική ανατροπή του συστήματος», η άρνηση οποιασδήποτε κυβερνητικής συνεργασίας, ακόμη και για κοινωνικές πολιτικές, συνθέτουν ένα μοτίβο απομόνωσης που αφήνει εκτός διαλόγου το ίδιο το κοινωνικό σώμα που υποτίθεται πως εκπροσωπεί.
Παράλληλα, η εσωτερική λειτουργία του ΚΚΕ θυμίζει περισσότερο ένα κράτος εν κράτει παρά ένα σύγχρονο πολιτικό κόμμα. Δηλώνει ανοιχτά ότι δεν δέχεται εσωτερική ή εξωτερική κριτική, επιβάλλει «γραμμές» στα σωματεία που ελέγχει καθιστώντας τα κομματικά παραρτήματα και αντιμετωπίζει τον συνδικαλισμό όχι ως μέσο υπεράσπισης όλων των εργαζομένων αλλά ως εργαλείο κομματικής στρατολόγησης. Σωματεία που παρεκκλίνουν, βρίσκονται γρήγορα στο περιθώριο. Οι καταγγελίες για μεθόδους «μαφίας» σε χώρους δουλειάς, όπως εκβιασμοί, αποκλεισμοί και συστηματικές διαβολές αντιφρονούντων είναι πολυάριθμες και συχνά καταγεγραμμένες στον Τύπο.
Η οικονομική του δραστηριότητα, αν και προβάλλεται ως «καθαρή και ελεγχόμενη από το λαό», παραμένει απρόσιτη σε ανεξάρτητο έλεγχο. Το ΚΚΕ διατηρεί εκδοτικές επιχειρήσεις, ακίνητα, ακόμη και τουριστικά συγκροτήματα, όλα υπό κομματικό έλεγχο, ενώ την ίδια στιγμή καταγγέλλει την «καπιταλιστική επιχειρηματικότητα». Το ερώτημα παραμένει: ποιος ελέγχει τα οικονομικά ενός κόμματος που αυτοεξαιρείται από τις υποχρεώσεις διαφάνειας οι οποίες ισχύουν για όλους;
Η πιο σκοτεινή πλευρά, όμως, αναδύεται στην ιστορική του αφήγηση. Για οκτώ δεκαετίες, το ΚΚΕ στάθηκε πιστός ακόλουθος της Σοβιετικής Ένωσης, υποστηρίζοντας ανεπιφύλακτα τη γραμμή της ακόμη και όταν αυτή έθιγε άμεσα την Ελλάδα — από τη στάση στο Μακεδονικό ζήτημα μέχρι την αποδοχή της Συμφωνίας της Γιάλτας που νομιμοποιούσε την αγγλοσοβιετική μοιρασιά επιρροής στα Βαλκάνια. Στην εσωτερική του μυθολογία, πρόσωπα όπως ο Άρης Βελουχιώτης παρουσιάζονται ως «λαϊκοί ήρωες», αποσιωπώντας το γεγονός ότι ευθύνονται για δολοφονίες αμάχων και αντιπάλων στο πλαίσιο μιας ωμής, εμφυλιακής βίας.
Ανδριάντες στήνονται, δρόμοι ονοματοδοτούνται με τα ονόματα τέτοιων μορφών, ενώ τα θύματα μένουν στην αφάνεια. Η κομματική ιστοριογραφία αποσιωπά εγκλήματα του σταλινισμού, παραποιεί γεγονότα του Εμφυλίου και απορρίπτει συλλήβδην κάθε ιστορική κριτική ως «αντικομμουνιστική προπαγάνδα». Η άρνηση να ανοίξουν πλήρως τα αρχεία του ΚΚΕ σε ανεξάρτητους ερευνητές, χωρίς κομματική λογοκρισία, είναι ενδεικτική της πρόθεσης να παραμείνει η επίσημη αφήγηση ερμητικά κλειστή.
Συνολικά, έχουμε να κάνουμε με ένα πολιτικό μόρφωμα που, ενώ απαιτεί πλήρη ελευθερία δράσης στο δημόσιο πεδίο, δεν αναγνωρίζει στους πολίτες το δικαίωμα να το ελέγχουν με τους ίδιους όρους. Συμμετέχει στις εκλογές αλλά απορρίπτει τον κοινοβουλευτισμό, διακηρύσσει την υπεράσπιση των εργατών αλλά χρησιμοποιεί τον συνδικαλισμό ως κομματικό μοχλό, και επικαλείται την ιστορική αλήθεια ενώ την παραποιεί συστηματικά για ιδεολογική κατανάλωση.
Η δημοκρατία δεν απειλείται μόνο από όσους την απορρίπτουν εξωτερικά, αλλά και από εκείνους που, με το πρόσχημα της συμμετοχής, υπονομεύουν τους κανόνες της εκ των έσω. Αν το ΚΚΕ επιθυμεί να θεωρείται ισότιμος και υπεύθυνος συνομιλητής στην πολιτική ζωή, οφείλει να απαντήσει με στοιχεία και χωρίς υπεκφυγές σε αυτά τα θεμελιώδη ζητήματα.