Η αλληλογραφία και τα ημερολόγια πρωτίστως συντίθενται με δύο βασικές προκείμενες: της ψυχοσυναισθηματικής φόρτισης, με προφανή στοιχεία ενδοσκόπησης, και της αποσπασματικότητας αλλά και της πυκνότητας. Εκ των υστέρων, ενδεχομένως να συντεθούν σε «σώμα». Στην αλληλογραφία και στα ημερολόγια παραμερίζεται πρόσκαιρα η μνήμη που κυριαρχεί στα mémoires ή, πάντως, επιστρατεύεται ενίοτε κατ’ ανάγκην. Οι καταγραφές είναι άμεσες, εν θερμώ, στοχευμένες προς τον αποδέκτη: εξυπηρετούν μια προσωπική λύτρωση ή, έστω, προσβλέπουν σε αυτή. Ο «εαυτός» προβάλλεται στον «άλλον», σε εκείνον στον οποίον απευθύνεται η επιστολή, που εξίσου (πρέπει να) ανταποκρίνεται σε αυτή τη διάθεση. Συχνά, οι επιστολές είναι –σαν– «ομολογία ενός δολοφόνου μέσα σε μια νύχτα»: τον αποστολέα περιβάλλει μια νεκρική σιωπή, τον παραλήπτη τον περιμένει ένας πυροβολισμός από τα βάθη της ψυχής. Το ενδόμυχο κοινοποιείται σαν μυστικός κώδικας με το άνοιγμα του φακέλου.
Στο εξωτερικό, ό,τι παλαιότερα αποκαλούσαμε Εσπερία, η έκδοση των επιστολών που αντάλλασσαν σημαντικές προσωπικότητες μεταξύ τους ήταν, και παραμένει, αυτονόητη, τουλάχιστον από την Αλληλογραφία του Γκαίτε με τον Σίλλερ, αλλά και του Φρειδερίκου του Μεγάλου με τον Βολταίρο: κάθε εκδότης που σέβεται τον «οίκο» του συμπεριλαμβάνει στο έργο των συγγραφέων του την αλληλογραφία τους, τα ημερολόγια ή τα απομνημονεύματά τους: από τον Μπένγιαμιν και τον Μαλρώ μέχρι τον Καμύ κι από τον Μπρεχτ, τον Σιμενόν μέχρι τον Μαξ Φρις (μη λησμονώντας τους «δικούς» μας, Σεφέρη και Θεοτικά), η κίνηση αυτή είναι αυτονόητη. Αυτό ισχύει και για την Άγρα. Παράλληλα, η λογοτεχνική κριτική όχι μόνο στρέφει και προς τα εκεί το ενδιαφέρον της, αλλά προσφεύγει στο υλικό τους στις επιμέρους βιβλιοκριτικές, πρωτίστως στις εργοβιογραφικές προσεγγίσεις των συγγραφέων.
Αλληλογραφία, Απομνημονεύματα και Ημερολόγια αποτελούν ένα ξεχωριστό είδος στη γραμματολογία, ενταγμένο πάντως στο ευρύτερο λογοτεχνικό corpus, αλλά και στο συνολικό έργο των συγγραφέων: η περίπτωση της Πατρίσια Χάισμιθ, η οποία εξαρχής έθεσε όρο στον ελβετό εκδότη της Daniel Keel (Diogenes) να συμπεριληφθούν τα Ημερολόγια και Σημειωματάρια στο υπό έκδοση έργο της, το επαληθεύει περίτρανα. Η κριτική συχνά τις εντοπίζει και τις προσεγγίζει με μια σχετική, εγγενή και δικαιολογημένη αμηχανία: πρωτίστως, και αντικειμενικά, συνήθως αδυνατεί να τιθασεύσει τον όγκο τους, ακροβατώντας παράλληλα μεταξύ αναγωγικής και επαγωγικής «ερμηνείας», ανάμεσα στο όλον και στα μέρη του σε μια κατ’ ανάγκην μάλλον επιλεκτική ανάγνωση. Ακόμα μια αντικειμενική δυσκολία αποτελεί το ότι αυτή η διαμεσολαβημένη επικοινωνία, μονήρης, μοναχική, εξομολογητική, σε αντίθεση με τα δύο άλλα υπο-είδη, εξελίσσεται και διαμορφώνεται επέκεινα του εκδοτικού ενδιαφέροντος και προγράμματος: ούτε οι επιστολογράφοι ούτε οι εκδότες (τους) μπορούν εξαρχής να προδιαγράψουν την τύχη αυτού του υπό διαμόρφωση υλικού, ενός άτυπου «έργου σε εξέλιξη» (work in progress) με αβέβαιο χρονικό ορίζοντα, συμπεριλαμβανόμενων ενδεχόμενων επίμαχων σημείων. Επιπλέον, ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σ’ ένα λαβύρινθο συναισθημάτων, σκέψεων, θεμάτων – κι ίσως μόνο το ένστικτο, η τύχη και η παιδεία του, μαζί με την αγάπη του προς τον εκάστοτε συγγραφέα, μπορούν να ξετυλίξουν τον μίτο προς την έξοδο.
Η ανάγνωση της Αλληλογραφίας του Γιόζεφ Ροτ με τον Στέφαν Τσβάιχ, των δύο επιφανών εκπροσώπων της μεσοπολεμικής ευρωπαϊκής λογοτεχνίας (αλλά και της γερμανόφωνης «Λογοτεχνίας της Εξορίας»/ Exilliteratur, στην οποία αυταπόδεικτα εντάσσονται), που ζουν τους (αυτο)καταστροφικούς κλυδωνισμούς της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και τη διάλυση της Αυστρο-ουγγρικής Μοναρχίας, είναι επίπονη, όσο πολύπλοκη είναι και η εκδοτική της υλοποίηση. Κανείς δεν μπορεί να παραβλέψει τις Σημειώσεις, το Παράρτημα Αλληλογραφίας και φυσικά τη διεισδυτική Εισαγωγή του P. Dechusses και το διαφωτιστικό Επίμετρο του Παναγιώτη Κ. Τσούκα στην ελληνική έκδοση, που ακολουθεί πιστά το γερμανικό πρωτότυπο (Wallstein Verlag), καθώς έχει μεσολαβήσει και η ανατύπωσή της σε pocket edition από τις εκδόσεις Diogenes, ενώ το μεταφραστικό Tandem χειρίζεται επιδέξια τις λεπτές διαφοροποιήσεις του ύφους των δύο επιστολογράφων, την πληθωρικότητα του Ροτ και τον ορθολογισμό του Τσβάιχ.
Απ’ το «Αξιότιμε κύριε» στο «Αγαπητέ φίλε»
Εκ πρώτης όψεως, ο γραφικός χαρακτήρας των δύο λίγο διαφέρει: καλλιγραφικός, στην κλασική γερμανόφωνη παράδοση της κομψής, «καθαρής γραφής», ευανάγνωστος, αρμονικός, ισορροπημένος, ευθύγραμμος, στον Ροτ είναι κάπως πιο πυκνογραμμένα τα χειρόγραφα. Ακριβώς αντίθετος από το χαρακτήρα των επιστολογράφων! Ο Ροτ καταδυναστεύεται πρωτίστως από δύο «εχθρούς». Ο πρώτος, ότι δεν έχει αναγνωριστεί αρκούντως από τους ομότεχνούς του και τους κριτικούς (ο Τσβάιχ είναι εξαίρεση και «σωσίβιο»). Ο δεύτερος, τα πιεστικά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, σε σχέση με αμοιβές και δικαιώματα (κάτι που δεν ισχύει απόλυτα, αλλά συμβαίνει συχνά). Πολλές επιστολές, έχει κανείς την αίσθηση, ότι απευθύνονται ουσιαστικά σε κάποιο λογιστήριο εκδοτικού οίκου ή εφημερίδας. Χαρακτηριστικό, και καθόλου μεμονωμένο παράδειγμα, η 178η επιστολή του Ροτ στον Τσβάιχ, σταλμένη από το Παρίσι, τον Οκτώβριο του 1934! Στις τέσσερις «πυκνογραμμένες» σελίδες του βιβλίου όπου αναπαράγεται το περιεχόμενό της, ο Ροτ κάνει έναν πικρό απολογισμό της υποδοχής και της αποδοχής του έργου του («Λογοτεχνικούς οπαδούς έχω μόνο στην Ολλανδία», «Οι αντιδραστικοί με θεωρούν αριστερό Εβραίο, οι αριστεροί ‘‘αποστάτη’’»). Ταυτόχρονα καταγράφει ενδελεχώς την οικονομική του κατάσταση (εκκρεμείς ή πενιχρές αμοιβές, ανεξόφλητα ποσά, υποχρεώσεις, χρέη), ενώ δεν παύει να συμπεριλάβει στα προβλήματα την έλλειψη ύπνου. Ο Ροτ, όπως ανάλογα και ο Μπένγιαμιν (για τον οποίο όμως ο Ροτ δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια), ζει σε μια διαρκή αβεβαιότητα, κοινωνική, επαγγελματική, οικονομική – ενώ ο Τσβάιχ είναι ήδη αναγνωρισμένος συγγραφέας.
Οι «τάσεις φυγής» έχουν διαφορετικές αφετηρίες: ο Τσβάιχ είναι συνήθως «καθ’ οδόν» (Unterwegs). Σε μια επιστολή του προς τον Λέοναρντ Άντελτ, 31 χρόνια πριν από την έναρξη της αλληλογραφίας με τον Ροτ, σημειώνει: «Κάθε στιγμή έχω τη νοσταλγία για πόλεις όπου δεν κατοικώ και αισθάνομαι μια διάθεση φυγής μακριά από την πατρίδα». Και σχεδόν προφητικά συμπληρώνει: «Όμως αυτά όλα, όλα θα αλλάξουν». Και πράγματι έτσι θα συμβεί. Ο Ροτ, αντίθετα, ταξιδεύει από ανάγκη ή και για επαγγελματικούς λόγους, όπως όταν εγκαθίσταται στο Παρίσι ως ανταποκριτής της εφημερίδας Frankfurter Zeitung, προδρόμου της μεταπολεμικής Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), που εξελίχθηκε σε μια από τις ναυαρχίδες του παγκόσμιου Τύπου.
Τους ενώνει η αγάπη για τη λογοτεχνία και η αγωνία για την πατρίδα τους, αλλά και την Ευρώπη. Τους χωρίζουν αντιλήψεις, συνθήκες και καταστάσεις που, όμως, στη συνέχεια, θα τους φέρουν πιο κοντά, «αρμενίζοντας ξυλάρμενα» στον ωκεανό της Εξορίας, όταν αναδύονται οι «σκοτεινοί καιροί» του εθνικοσιαλισμού (και, κατά τον Ροτ, των ολοκληρωτισμών).
Η αλληλογραφία τους ξεκινά όπως οι αλληλογραφίες των ερωτευμένων, που ψηλαφούν στις πρώτες λέξεις και τις διστακτικά τυπικές προτάσεις την αναμενόμενη ανταπόκριση, από την προσμονή στην αποδοχή, από το νεύμα στο πνεύμα, με τον «επικίνδυνο οίκτο» όμως να παραμονεύει, όπως διαφαίνεται απόλυτα και στην τελευταία επιστολή του Τσβάιχ προς τον Ροτ, όταν εκφράζει το φόβο μήπως η σιωπή του («επίμονη και πιεστική») υποδηλώνει κάτι πολύ σοβαρότερο από ένα πείσμα, σύνηθες στον δύστροπο χαρακτήρα του Ροτ. Έχουν όμως μεσολαβήσει ήδη 267 επιστολές, οι περισσότερες με την υπογραφή του Ροτ, κυρίως όμως έχει προηγηθεί μια εξίσου σημαντική Αλληλογραφία, εκείνη του Τσβάιχ με τον Ρομαίν Ρολλάν (1914-1918), στα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου και πρωτίστως της γερμανο-γαλλικής αντιπαλότητας που, μαζί με την κατάρρευση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, αποτελεί και ένας είδος «οδηγού» για τη βαθύτερη κατανόηση του βιβλίου, όπως υποδεικνύουν γερμανόφωνοι κριτικοί – ανάμεσά τους και ο Πέτερ Χάντκε στη FAZ (29/7/2014), σε μια παράλληλη ανάγνωση, αλλά σε άνιση εκδοτική αντιστοιχία, με σημαντικές ελλείψεις επιμέλειας στην αυστρο-γαλλική αλληλογραφία.
Η αμοιβαία ευγένεια θα ενισχύσει τη φιλία μέσα από την επιστολική επικοινωνία. Αλλά οι ισορροπίες δεν είναι αυτονόητες: είναι φανερή μια διαρκής ανασφάλεια από τον Ροτ, εξίσου φανερή είναι και μια συγκατάβαση από τον Τσβάιχ, ακόμα κι όταν συμμερίζεται τις αγωνίες του συνομιλητή του (όχι όμως και τις «τσαπατσουλιές του»), έστω ευγενική συγκατάβαση (ενδεικτικά, δείτε επιστολή 128, 10/7/1934). Η επικοινωνία αυτή θα φέρει κοντά τους δυο συνομιλητές. Συναντήθηκαν κάποιες φορές στο Ζάλτσμπουργκ και την Αντίμπ το 1929 και το 1931. Και αργότερα, το 1936, στην Οστάνδη του Βελγίου, συνάντηση που την περιγράφει εξαιρετικά ο λογοτεχνικός συντάκτης του περιοδικού Spiegel και ιστορικός Φόλκερ Βάιντερμαν (Volker Weidermann) στο έργο του Οστάνδη 1936 (Άγρα, 2016). Ήταν «το καλοκαίρι πριν από το σκότος», σύμφωνα και με τη φράση που χρησιμοποιήθηκε ως υπότιτλος σε εκείνο το έργο του Βάιντενμαν.
Επίμαχα σημεία, συγκλίσεις, αποκλίσεις
Το να αναδείξει κανείς το πρόβλημα του αλκοολισμού στον Ροτ ως μια από τις γενεσιουργές αιτίες της εξαθλίωσής του, μαζί με την οικονομική ανέχεια που τον περιβάλλει όλα αυτά τα χρόνια, θα ήταν άστοχο, αν και πρακτικό. Όμως, από τον Έρνεστ Χεμινγουέι μέχρι τον Ούβε Γιόνζον, το ζήτημα αυτό δεν προσφέρεται για εκμετάλλευση, όσο κι αν επικαθορίζει ατομικές συμπεριφορές και προσωπικές επιλογές. Μέσα σ’ ένα πλέγμα σύνθετων προβλημάτων και συχνά καταναγκαστικών, επώδυνων επιλογών, η καταφυγή στο αλκοόλ μπορεί να μην είναι η ενδεδειγμένη λύση, όμως θαρρεί κανείς ότι ο Ροτ «ζει» την αντιστροφή της ιστορίας του τελευταίου αφηγήματος που έγραψε, του Θρύλου του αγίου πότη (Άγρα, 2008)! στην πραγματικότητα δεν αφορά δανεικά που πρέπει να επιστρέψει, αλλά υπερημερίες που πρέπει να εισπράξει. Σ’ αυτό το τελευταίο του έργο, η κριτική εντοπίζει κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία, μια προσπάθεια λογοτεχνικής αυτογνωσίας περισσότερο παρά «αυτοπροσωπογραφίας».
Αν και τα εξαιρετικά συνοδευτικά κείμενα της Εισαγωγής και του Επιμέτρου βοηθάνε σημαντικά τον αναγνώστη, ώστε να «μπει» στο κλίμα της εποχής της Αλληλογραφίας Ροτ και Τσβάιχ, το αντίστοιχο Επίμετρο του Heinz Lunzer, στην έκδοση του Diogenes, είναι εξίσου διαφωτιστικό, καθώς σχεδιάζει αδρά τους «θεματικούς κύκλους της Αλληλογραφίας», ήγουν ιδιωτική ζωή, λογοτεχνία, πολιτική, ιουδαϊσμό (εβραϊκό στοιχείο) ως τα κύρια συστατικά αυτής της επιστολικής σχέσης.
Για τον εξοικειωμένο με τη γερμανόφωνη λογοτεχνία της Μεσευρώπης στο Μεσοπόλεμο, αλλά και με το είδος της αλληλογραφίας, οι «παράλληλοι βίοι» των δύο συγγραφέων διόλου δεν διαφέρουν από εκείνους των ομότεχνών τους στη γεωγραφική, λογοτεχνική και στοχαστική επικράτεια κάτω από τη βαριά, φαιά «χαμηλή νέφωση». Οι Εβραίοι είναι οι πρώτοι που, όχι μόνο θα νιώσουν στο πετσί τους τα παρανοϊκά, βάρβαρα σχέδια της εξολόθρευσής τους, από τον «Ολοκληρωτικό πόλεμο» μέχρι την «Τελική λύση», αλλά και, συνακόλουθα, εκείνοι που έγκαιρα θα διαισθανθούν το επερχόμενο Κακό, είτε ως «κοινοτοπία» είτε ως διαστροφή, εξ ου και τα πρώτα προσφυγικά κύματα θα κατευθυνθούν προς Γαλλία και Αγγλία, με προορισμό πολλών την Αμερική: από τον Αντόρνο και τον Μπένγιαμιν μέχρι τον σκηνοθέτη Μπίλι Γουάιλντερ και τον θεωρητικό και ιστορικό του κινηματογράφου Ζίγκφριντ Κρακάουερ. Κοινή γαρ η μοίρα και το μέλλον ορατό. Θαρρείς κι ένας στόλος από «πλοία των τρελών» (όπως ήταν και το ομότιτλο μυθιστόρημα της Κάθριν Αν Πόρτερ, σε κινηματογραφική μεταφορά του Στάνλεϊ Κράμερ) άφηνε τα ευρωπαϊκά λιμάνια, από τη Μασσαλία μέχρι τη Λισαβώνα, σε αναζήτηση όχι της Γης της Επαγγελίας αλλά της σωτήριας ηπείρου.
Ο Ροτ και ο Τσβάιχ, όσο κι αν διαφέρουν οι χαρακτήρες (ο ένας αυτοκαταστροφικός, ο άλλος στωικός), οι παράλληλοι βίοι και οι ιδιωτικές τους ζωές, είναι πιασμένοι στο «μαύρο δίχτυ» μιας ανηλεούς Μοίρας: ο πρώτος είναι ευάλωτος στα διαρκή πλήγματα που δέχεται, ο δεύτερος διατηρεί την αριστοκρατική στάση του κοσμοπολίτη που γνωρίζει όμως ότι το τέλος δεν θ’ αργήσει. Ο Ροτ βλέπει την Αυστρία να διαλύεται και τη Γερμανία να ορθώνεται απειλητική, ο Τσβάιχ έχει ήδη διαβλέψει τον κόσμο που χάνεται, όχι όμως έγκαιρα και την έλευση του Κακού. Ο Ροτ έχει σαφώς έντονο πολιτικό ένστικτο και κριτήριο, σε αντίθεση με τον Τσβάιχ που αποφεύγει την ανάμειξη με την πολιτική. Η οικονομική επιφάνεια, τρόπος του λέγειν, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη, ο πρώτος «φυτοζωεί», ο δεύτερος επιβιώνει, ο Ροτ κουβαλάει επιπλέον και το επώδυνο συζυγικό βάρος. Αλλά η Ιστορία είναι και για τους δύο αμείλικτη, όπως και για τους συμπατριώτες τους, για τον (περιούσιο) λαό που αναζητεί εναγώνια διαφυγή, τόπο και έθνος.
Χαρακτηριστική η επιστολή του Ροτ με ημερομηνία 7 Νοεμβρίου 1933, όπου, μεταξύ άλλων, προτρέπει τον Τσβάιχ να διακόψει τους δεσμούς του με τη Γερμανία. Ο τόνος του είναι τόσο έντονος, που αναγκάζεται να αναβάλει την άμεση αποστολή της επιστολής, για να τη συμπληρώσει την επόμενη μέρα μετριασμένη από την αρχική ένταση. Οι θεματικοί κύκλοι της Αλληλογραφίας είναι η πολιτική, οι Εβραίοι, η λογοτεχνία, η αξιοπρέπεια, η εξορία (émigration, στα γαλλικά από τον Ροτ, ζητώντας στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους εκδότες που υποτάσσονται στα ναζιστικά κελεύσματα της Gleichschaltung / ευθυγράμμισης!). Καθώς όμως η περίμετρός τους ολοένα και περιορίζεται, γίνονται ομόκεντροι κύκλοι-θηλειές που σφίγγουν σταδιακά.
Οι αντικειμενικές συνθήκες που διαμορφώνουν το είναι και τη συνείδησή τους αλλού διαφέρουν και αλλού συμπίπτουν: αμφότεροι Εβραίοι, διανοούμενοι, Ευρωπαίοι. Όμως οι τροχιές τους είναι παράλληλες, θα διασταυρωθούν κυρίως στην Αλληλογραφία τους, με ενδιάμεσο και τελευταίο σταθμό την Οστάνδη. Ο Τσβάιχ χαίρει ήδη εκτίμησης σε Γερμανία και Γαλλία, έχει στο παλμαρέ του αρκετά επιτυχημένα μυθιστορήματα, βιογραφίες και νουβέλες (απαράμιλλος στις ψυχογραφίες των ηρωίδων του), ενώ ο Ροτ ουσιαστικά πληρώνεται με το κομμάτι ή λαμβάνει συχνά μειωμένες αποδοχές από τη δημοσιογραφική του δουλειά, ενώ τα προβλήματα με τους εκδότες των βιβλίων του δεν είναι λίγα (ο Μπένγιαμιν τα έχει ζήσει στο πετσί του και τα καταγράφει γλαφυρά στον Μονόδρομο, ήδη από τη δεκαετία του 1920 – και στα Άπαντα του Ροτ δύο τόμοι είναι «αφιερωμένοι» σε αυτούς). Το σύνολο του έργου του, ανάλογα με τον εκδότη (με πρωτεύοντα τον Κιπενχόιερ), εκτείνεται σε 4 έως 6 τόμους, με πάνω από 5.000 τυπωμένες σελίδες. Ανάμεσα στα άρθρα και τις ανταποκρίσεις του ξεχωρίζουν τα κείμενα για το Βερολίνο, τη Γαλλία και το Παρίσι (εξαιρετικές οι επιφυλλίδες του από και για τα γαλλικά μπιστρό), και την αγαπημένη του Πράγα.
Μοιραίες εκλεκτικές συγγένειες
Όπως πολλοί της γενιάς τους, ο Ροτ και ο Τσβάιχ είναι άστεγοι, ξεριζωμένοι, εξόριστοι, εκπατρισμένοι και απάτριδες. Η Αλληλογραφία τους είναι κομμάτι από τη ζωή τους, τεκμήριο κοινού πεπρωμένου και επιτομή της φιλίας και της βιογραφίας τους, όπου αυτές συμπίπτουν, σαν ένα μυθιστόρημα που γράφεται σε συνέχειες, είτε επιστολικό είτε σαν επιφυλλίδα (Feuilletonroman). Ο «κόσμος του χτες», αυτός που έφευγε κι εκείνος που τον κατέγραψε ο Τσβάιχ στο ομότιτλο έργο του, θα έδινε τη θέση του σ’ έναν «άλλο κόσμο εφικτό», αλλά φρικτό και εφιαλτικό. Από τα παλιά, ανέμελα ταξιδιωτικά κείμενα και τις ανταποκρίσεις βγαίνουν αυτές οι επιστολές, μεταμορφωμένες σε επώδυνες χειρόγραφες ικεσίες, μπροστά στην αβεβαιότητα ενός ζοφερού παρόντος, μακρινού και απωθημένου από τον σημερινό αναγνώστη. Ο Ροτ επανειλημμένα εκλιπαρεί, ο Τσβάιχ απλώνει γενναιόδωρα το χέρι του για να τον αγκαλιάσει, όπως και στη μοναδική φωτογραφία τους από την Οστάνδη. Συχνά, ο Ροτ, ιδιαίτερα αιχμηρός προς τους πρόθυμους ομοεθνείς του να αποδεχτούν μοιρολατρικά τα ναζιστικά κελεύσματα (ενδεικτικά, 245η επιστολή, 7/9/1937), εξαναγκάζεται να πει τα πράγματα με τ’ όνομά τους: «για τη Γερμανία […] είμαστε όλοι τα ίδια, τα απολύτως ίδια εβραϊκά σκατά» (επιστολή 108, 29/11/1933), ό,τι δυο χρόνια μετά περιέγραψε ο Άρθουρ Καίστλερ ως Scum of the earth, τα χρόνια της γαλλικής αιχμαλωσίας του. Οι επιστολικοί ρόλοι ανάμεσά τους είναι διακριτοί: ο Ροτ είναι εκδηλωτικός, αυθόρμητος, απαιτητικός και συνήθως πληθωρικός, αλλά καίριος στη γραφή, και κουραστικά αναλυτικός, στα οικονομικά κυρίως θέματα. Ο Τσβάιχ παραμένει ψύχραιμος, προσπαθεί να βοηθήσει περισσότερο με τις πράξεις (και οικονομικά), συγκαταβατικός, λιγότερο αναλυτικός στο γράψιμο, αποφεύγει εμπλοκές με την πολιτική, αλλά είναι το ίδιο δοτικός απέναντι στις ανάγκες της φιλίας τους.
Αυτή είναι η επώδυνη παρακαταθήκη τους στις επόμενες γενιές, οι πικρές εξομολογήσεις και εκμυστηρεύσεις τους, η απελπισμένη αγωνία τους μπροστά στον επικείμενο αφανισμό, η κραυγή ενός ευρωπαϊκού ουμανισμού par excellence, που μέσα σε 30 χρόνια (1914-1944) αφανίστηκε μέσα στον διπλό Αρμαγεδδώνα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας σύρραξης. Ο Ροτ έγκαιρα είχε διαβλέψει τους κινδύνους από την επερχόμενη λαίλαπα: «Έχετε δίκιο, η Ευρώπη αυτοκτονεί […] είναι ήδη νεκρή: ένα πτώμα που αυτοκτονεί» (επιστολή 37, 23/10/1930), αντίθετα ο Τσβάιχ θα παραμείνει συχνά διστακτικός απέναντι στις δυσοίωνες εξελίξεις.
Οι διευθύνσεις στα γράμματα και τις καρτ-ποστάλ εδώ δεν είναι τοπόσημα πόλεων και «δρόμων παλιών που μίσησαν κι αγάπησαν». Είναι τα «Stolpersteine» [μικρές πλακέτες - αναμνηστικές επιγραφές στα πεζοδρόμια των γερμανικών πόλεων, με τα ονοματεπώνυμα των συλληφθέντων Εβραίων από τα συγκεκριμένα σημεία, που δεν γύρισαν ζωντανοί από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης] της πικρής εξορίας, κυρίως της επίγνωσης πως δεν πρόκειται να επιστρέψουν «ποτέ ξανά» στη γενέθλια γη: τα σκληρά «χρόνια των ξενοδοχείων». Ο αναγνώστης «σκοντάφτει» κι αυτός στην ανάγνωση των επιστολών, αλλά αυτή είναι η νομοτέλεια όλων των Αλληλογραφιών, ειδικά των ανθρώπων που έζησαν «σε σκοτεινούς καιρούς» (Χάννα Άρεντ).
Ο Ροτ πέθανε στο Παρίσι το 1939, ο Τσβάιχ αυτοκτόνησε στην Πετρόπολη, κοντά στο Ρίο ντε Τζανέιρο, τρία χρόνια μετά. Το «ταξίδι στο φόβο» είχε και για τους δύο φτάσει στο τέλος του.