Σύνδεση συνδρομητών

Η γλώσσα δεν λέει ψέματα

Κυριακή, 21 Σεπτεμβρίου 2025 08:00
Αντιδημοφιλής πολιτική γελοιογραφία του 1935, ενόψει της διοργάνωσης των Ολυμπιακών αγώνων από το Βερολίνο το 1936, που σχεδίασε ο βρετανός εβραίος ζωγράφος και εικονογράφος John Henry Amshewitz. Ναζί αθλητές ποδοπατούν το ολυμπιακό πνεύμα ενώ παρελαύνουν μπροστά από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου, μεταξύ άλλων, κρατούνται εβραίοι και ένας «μη πολιτικός αθλητής». Στη βάση της γελοιογραφίας, το τσεκούρι της «ναζιστικής δικαιοσύνης» κόβει το δέντρο του αθλητισμού. Η γελοιογραφία κυκλοφόρησε ως αφίσα το 1935 στη Βρετανία με πρωτοβουλία του Βρετανικού Μη Σεχταριστικού Αντιναζιστικού Συμβουλίου (British Non-Sectarian Anti-Nazi Council).
John Henry Amshewitz
Αντιδημοφιλής πολιτική γελοιογραφία του 1935, ενόψει της διοργάνωσης των Ολυμπιακών αγώνων από το Βερολίνο το 1936, που σχεδίασε ο βρετανός εβραίος ζωγράφος και εικονογράφος John Henry Amshewitz. Ναζί αθλητές ποδοπατούν το ολυμπιακό πνεύμα ενώ παρελαύνουν μπροστά από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης όπου, μεταξύ άλλων, κρατούνται εβραίοι και ένας «μη πολιτικός αθλητής». Στη βάση της γελοιογραφίας, το τσεκούρι της «ναζιστικής δικαιοσύνης» κόβει το δέντρο του αθλητισμού. Η γελοιογραφία κυκλοφόρησε ως αφίσα το 1935 στη Βρετανία με πρωτοβουλία του Βρετανικού Μη Σεχταριστικού Αντιναζιστικού Συμβουλίου (British Non-Sectarian Anti-Nazi Council).

Victor Klemperer, Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ. Το σημειωματάριο ενός φιλολόγου, μετάφραση από τα γερμανικά: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Άγρα, Αθήνα 2025, 496 σελ.

 Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ είναι όργανο του καθεστώτος, όργανο επιβολής και βίας, όργανο μεταβολής του τρόπου που λειτουργεί η κοινωνία, του τρόπου με τον οποίο σκέφτονται, όσο σκέφτονται, οι άνθρωποι. Ο Βίκτορ Κλέμπερερ, βετεράνος του Α΄ Παγκόσμιου, κατέγραψε στις ημερολογιακές σημειώσεις του και τα χαρακτηριστικά της καθεστωτικής γλώσσας του Τρίτου Ράιχ – που είναι συγκεκριμένα και απηχούν τις πεποιθήσεις μιας από τις πιο φονικές ιδεολογίες του εικοστού αιώνα. [ΤΒJ]

 Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και την σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρείας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζωνται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή.

Θουκυδίδου Ιστορίαι, Βιβλίο 3, Κεφάλαιο 82, απόδοση στα νέα ελληνικά από τον Άγγελο Βλάχο

 

Δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο η εργαλειοποίηση της γλώσσας για την επίτευξη πολιτικών σκοπών και, ακόμη περισσότερο, για την επιβολή απόψεων και καθεστώτων – το λέει και ο Θουκυδίδης στα Κερκυραϊκά του. Δεν είναι απλή παράμετρος μιας δυστοπικής φαντασίας όπως το newspeak του 1984 του Τζορτζ Όργουελ. Είναι μια ενεργός διαδικασία, σχηματισμένη και μελετημένη, που στην πάροδο του χρόνου εξελίσσει τη ρητορική του μίσους σε ρητορική βίας – το έχουν καταδείξει εμφατικά, ανατέμνοντας τα χαρακτηριστικά του φαινομένου, ο Jonathan Leader Maynard και η Susan Benesch στο σημαντικό Dangerous Speech and Dangerous Ideology: An Integrated Model for Monitoring and Prevention[1], που εξελίχθηκε σε ένα ενεργό, παγκόσμιας εμβέλειας δίκτυο αναγνώρισης και αντιμετώπισης αυτής της επικίνδυνης ρητορικής[2]. Αν υπάρχει όμως μια καταγραφή αναφοράς για το πώς ένα απολυταρχικό καθεστώς επεμβαίνει στο χειρισμό της γλώσσας και στην εκφορά του λόγου ώστε να επιβάλλει τους σκοπούς του και να εδραιώσει την ισχύ του, αυτό είναι η Γλώσσα του Τρίτου Ράιχ, που προέκυψε μέσα από τα ημερολόγια που κράτησε από το 1932 έως το 1945, σε όλη την διάρκεια δηλαδή του ναζισμού, ο Βίκτορ Κλέμπερερ, εκ των ένδον – επιβιώνοντας στη Γερμανία ενώ υπερασπίζεται μια ιδιότυπη γερμανική ταυτότητα.

Ο Κλέμπερερ είναι εβραίος στην καταγωγή, γιος ραβίνου, ο οποίος νωρίς στη ζωή του αποφασίζει να απεκδυθεί την εβραϊκότητά του – δηλώνει μάλιστα χριστιανός και παντρεύεται μια Άρια. Δεν είναι θέμα πίστης αλλά θέμα ανήκειν: ο Κλέμπερερ νιώθει Γερμανός, πρεσβεύει ό,τι εκπροσωπεί τη γερμανικότητα, όποια έννοια κι αν είχε αυτή στο μυαλό του. Φιλομαθής, ο φιλόλογος στον υπότιτλο του βιβλίου άλλωστε, θέλει να αφοσιωθεί στα βιβλία του, στη μελέτη του γαλλικού διαφωτισμού. Πιστεύει ότι ζει σε έναν νέο κόσμο, που προοδεύει και ζει εν ειρήνη. Αλλά, μετά, έρχεται ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και κλονίζεται η εμπιστοσύνη του στην αδιάσειστη στιβαρότητα του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Υπηρετεί περήφανα και στη συνέχεια περιχαρακώνει την ύπαρξή του στην ακαδημαϊκή καριέρα του στη Δρέσδη, στις μελέτες του, αγνοώντας σχεδόν τι εξελίσσεται γύρω του – άλλωστε, είναι ένας υποδειγματικός χριστιανός γερμανός πολίτης, συνεχιστής μιας λόγιας παράδοσης. Η άνοδος του ναζισμού δεν τον βάζει σε συναγερμό, μέχρι να καταλάβει ότι για τους ναζί είναι εβραίος – το αίμα και η καταγωγή είναι που έχουν σημασία και όχι τι θρήσκευμα εκείνος δηλώνει. Σταδιακά, θα απωλέσει τα προνόμιά του, θα εκδιωχθεί από το πανεπιστήμιο, θα περιοριστεί δραματικά στην καθημερινότητά του ζώντας σε ειδικά «εβραϊκά σπίτια», έχοντας περιορισμένη πρόσβαση σε βιβλία (που είναι η ζωή του), αναγκασμένος να βιοπορίζεται σε υποχρεωτική χειρωνακτική εργοστασιακή εργασία. Δεν θα πάει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης επειδή η γυναίκα του είναι Άρια. Θα υποχρεωθεί όμως να κυκλοφορεί με το ευμέγεθες αστέρι του εβραίου και να γίνεται αποδέκτης χλευασμού και ύβρεων. Αλλά θα ζήσει. Ώσπου να πλησιάσει η ώρα που και οι παντρεμένοι με Άριες πρέπει να πάρουν το δρόμο για τα στρατόπεδα του θανάτου – αλλά εκεί θα τον προφυλάξει η μοίρα, ο βομβαρδισμός της Δρέσδης από τους συμμάχους: μέσα από τα ερείπια, θα φύγει μαζί με τη γυναίκα του που έχει σκίσει το εβραϊκό αστέρι από τα ρούχα του, θα αναζητήσουν καταφύγιο σε φιλόξενες κοινότητες και θα επιστρέψουν στη Δρέσδη το καλοκαίρι του 1945, μετά τη λήξη του πολέμου.

 

«Να παρατηρώ, να θυμάμαι…»

Όλο αυτό το διάστημα του παραλογισμού, ο Κλέμπερερ γράφει. Κρατάει ημερολόγιο, γράφει για να επιβιώσει:

να παρατηρώ, να μελετώ και να θυμάμαι τι συμβαίνει γιατί αύριο θα δείχνουν όλα αλλιώς, αύριο θα τα αισθάνομαι κι εγώ αλλιώς.

Τα ημερολόγια φυλάσσονται σε ασφαλές μέρος και ένα από τα βασικά θέματα που τα απασχολούν είναι η γλώσσα: ο τρόπος που μιλάνε οι άνθρωποι, οι ναζί ηγέτες, τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, οι απλοί άνθρωποι, ορισμένες φορές ακόμη κι ο ίδιος ο Κλέμπερερ. Παρατηρεί αποχρώσεις που τον τρομάζουν με την υπόγεια δυναμική τους. Και με τη λήξη του πολέμου αποφασίζει να γράψει, ελπίζοντας ότι αυτή η γλώσσα, ως όχημα μιας απάνθρωπης βίας, δεν θα επιβιώσει.

Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ είναι μια ανάμεικτη γραφή παρατηρήσεων για την καθημερινότητα και το λόγο. Είναι προσωπικές στιγμές, που εμπλέκονται με σημειολογικές - γλωσσολογικές παρατηρήσεις. Είναι μια ζωντανή φιλολογική μελέτη που απέκτησε απρόσμενη διαχρονικότητα, καθυστερημένα – η πρώτη αγγλόφωνη έκδοση ήρθε 45 χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Τι είναι αυτό που κάνει τόσο σημαντική τη γλώσσα; Και τι είναι αυτό που τρομάζει τον Κλέμπερερ στη γλώσσα του ναζισμού;

Κάθε γλώσσα που μπορεί να αναπτυχθεί ελεύθερα εξυπηρετεί όλες τις ανθρώπινες ανάγκες, τη λογική όσο και το συναίσθημα, σημαίνει επικοινωνία και συζήτηση, σημαίνει εσωτερικό μονόλογο και προσευχή, παράκληση, κήρυγμα, διαταγή. Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ εξυπηρετεί μόνο το σκοπό του κηρύγματος [...], έχει μοναδικό της στόχο να στερεί από τους πάντες την ατομικότητά τους.

Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ είναι όργανο του καθεστώτος, όργανο επιβολής και βίας, όργανο μεταβολής του τρόπου που λειτουργεί η κοινωνία, του τρόπου με τον οποίο σκέφτονται, όσο σκέφτονται, οι άνθρωποι. Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ έχει χαρακτηριστικά, και ο Κλέμπερερ τα αναλύει ένα προς ένα:

Καταρχάς, τα ακρωνύμια και τα γραμματικά σύμβολα, όπως το ακρωνύμιο ΓΤΡ, για τη Γλώσσα του Τρίτου Ράιχ, στο οποίο ο Κλέμπερερ επιμένει (ειρωνικά; παρασυρμένος από την λογική της ίδιας της ΓΤΡ;) σε όλο το κείμενο: οι ναζί αγαπούν τα ακρωνύμια,  ενίοτε επενδύοντάς τα, όπως τα SS, με την αισθητηριακή αναφορά στα ιερογλυφικά. Οι ναζί αγαπούν τα γραμματικά σύμβολα όπως το μαγικό γράμμα V (Victoria αλλά και τα νέα όπλα ανταπόδοσης / Vergeltung, που θα θρέψουν τις φρούδες ελπίδες τους στην ύστερη φάση του πολέμου). Τα σύμβολα και τα ακρωνύμια λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο που η αρχιτεκτονική του Σπέερ (και πολλών ακόμη ολιγαρχικών καθεστώτων) θέλει να υποβάλει, με τον μονοκόμματο όγκο.

Αλλά τα ακρωνύμια ανήκουν και σε μια λογική υπεραπλούστευσης των πάντων, μέσα σε ένα πλαίσιο γλωσσικής πενίας: Η ΓΤΡ είναι χαρακτηριστικά πάμφτωχη, αλλά αυτή η περιορισμένη δυνατότητα έκφρασης ευνοεί τη στεγανοποίηση της έκφρασης και της γνώμης: στραγγαλίζει τα περιθώρια κριτικής σκέψης, απαγορεύει  τον αντίλογο.

 

Ο «λαός» και το συναίσθημα

Μια εσκεμμένα φτωχή γλώσσα όμως είναι μια γλώσσα λαϊκιστική: κλείνει το μάτι στο «λαό», του λέει πως είναι μακριά από τους εστέτ και τη διανόηση. Και «ο λαός» είναι μόνο ένας από τους κώδικες στους οποίους θα εστιάσει η ΓΤΡ, μόνο μία από τις λέξεις κλειδιά (και φυσικά «ο λαός» θα αξιοποιηθεί ως κώδικας ατέλειωτες φορές στο μέλλον, από λιγότερο εγκληματικούς αλλά επίσης αντιδημοκρατικούς «ηγέτες», να μην αρχίσουμε τα παραδείγματα και πικραθούμε τώρα, θα πικραθούμε αργότερα στο κείμενο).

Εξυπακούεται ότι η ΓΤΡ επενδύει στο συναίσθημα:

Όσο πιο συναισθηματική είναι μια ομιλία, όσο λιγότερο απευθύνεται στο μυαλό τόσο πιο λαϊκή είναι. Και από τη λαϊκότητα θα περάσει στη δημαγωγία κι από εκεί στην παραπλάνηση του λαού από τη στιγμή που όχι μόνο δεν θα ερεθίζει τη σκέψη αλλά θα έχει καταφέρει να την ακυρώνει τελείως, να την κοιμίζει.

Η επίκληση του συναισθήματος επιτρέπει να παραβλέψει κανείς τα γεγονότα, τα στοιχεία, τη λογική. Εδώ μάλιστα, εντυπωσιακά, ο Κλέμπερερ τραβά μια ευθεία γραμμή στο παρελθόν για να συναντήσει η ΓΤΡ μέσω του συναισθήματος τον γερμανικό ρομαντισμό, τις φαουστικές εξάρσεις και τη γερμανική ιδεαλιστική φιλοσοφία. Άσχετα αν οι ναζί από την αρχή φρόντισαν να δημιουργήσουν ένα διαφορετικό υπερβατικό πλαίσιο: με βάση στο λειψό, αλλά ίσως γι’ αυτό δημοφιλές, κάδρο σκέψης του Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, επικράτησε ο όρος «κοσμοθεώρηση» απέναντι στην ίδια την έννοια της φιλοσοφίας (μια οργανική αλήθεια που δεν εξάγεται λογικά, επειδή «υπάρχει στο μυστηριώδες κέντρο μιας ψυχής ενός έθνους και μιας φυλής»).

«Ο λαός» καταργεί το κατεστημένο: έρχεται απέναντι στο «Σύστημα», όπως καθορίζεται στη ΓΤΡ το πολιτικό προσωπικό της Βαϊμάρης, και ταυτόχρονα αναδεικνύεται ως δυσκίνητο και δυσλειτουργικό: είναι χαρακτηριστικές οι αντιθέσεις που υπερτονίζονται τις πρώτες ημέρες των ναζί, όταν «όλες οι εφημερίδες του κόμματος θριαμβολογούσαν ότι η νέα Βουλή κατάφερε να κάνει σε μισή ώρα περισσότερα απ’ όσα έκανε ο κοινοβουλευτισμός του Συστήματος μέσα σε ένα εξάμηνο»: έχουμε πρόσφατο παράδειγμα ενός υπερδραστήριου προέδρου που υπέγραψε δεκάδες διατάγματα με το που κάθισε στην καρέκλα του (και, στο αθωότερο, έχουμε ακούσει τόσα προγράμματα 100 ημερών στη ζωή μας…).

Έτσι, «ο λαός» γίνεται συμμέτοχος σε μια διαρκή κίνηση: οι λέξεις που ορίζουν κίνηση στη ΓΤΡ είναι εκλεκτές, επειδή ο ναζί δεν τελματώνει την ύπαρξή του σε χαρακώματα, είναι σε μια αέναη μεταβολή η κατάστασή του, μια πορεία προς τα εμπρός (ή προς τα κάπου ασαφώς), ο μετέχων του ναζιστικού κράτους είναι μέρος ενός κινήματος, κάτι δυναμικού, όχι ενός στατικού κόμματος. Η κίνηση άλλωστε, η συνέχιση, η ενεργητικότητα επιτρέπει την επικράτηση χωρίς δεύτερες σκέψεις:

η προπαγάνδα, ακόμη κι όταν γίνεται αντιληπτή ως καυχησιολογία και ψέμα, παραμένει αποτελεσματική, αρκεί ο άλλος να έχει το θράσος να τη συνεχίσει ακάθεκτος.

Αλλά τα «κινήματα» αυτόματα φέρουν μια ιστορική σημασία. Και η ΓΤΡ φροντίζει να υπερτονίζει (και να υπενθυμίζει στους υποτακτικούς του καθεστώτος) ότι «ζούμε ιστορικές στιγμές», ότι «θα επιστρέφουμε στην τάδε ομιλία, στην τάδε συγκέντρωση, στη δείνα μάχη, στο όποιο πογκρόμ». Επειδή «δεν είμαστε τυχαίοι, γεννάμε ιστορία», μετέχουμε σε (και συνδημιουργούμε) ενδιαφέροντες καιρούς, θα μπορούσε να πει κάποιος πιο εκλεπτυσμένα.

Η ΓΤΡ που περιγράφει (υπόσχεται περισσότερο) την ιστορικότητα της στιγμής και των ανθρώπων που τη διαμορφώνουν βρίθει υπερθετικού βαθμού: οι ναζί μάλιστα νομοθέτησαν την αποκλειστικότητα της χρήσης του υπερθετικού από το καθεστώς – δεν μπορούσε, για παράδειγμα, ένα ζαχαροπλαστείο να πει ότι «εμείς πουλάμε την καλύτερη μπαβαρουάζ ολόκληρης της Ευρώπης», λέξεις όπως «η καλύτερη» ανήκαν μόνο στο κράτος. Από τον υπερθετικό βαθμό, το να φτάσεις στο total/ολοκληρωτικό και στις τελικές λύσεις είναι ελάχιστη διαδρομή.

Το υπερθετικό, όταν αναφερόμαστε στον ηγέτη, αναπόφευκτα θα γίνει μεσσιανικό: από το «απλό»

«η οικουμένη ακούει τον Φύρερ», μέχρι τα δάνεια από τη γλώσσα του Ευαγγελίου. Ο Αδόλφος έχει θεϊκές ιδιότητες, έχει Αποστόλους, κηρύττει και ο λόγος του είναι Εντολή. Ανασταίνει την Πατρίδα, ενσαρκώνει την ίδια τη Γερμανία, γίνεται η χώρα θεία μετάληψη της σάρκας και του αίματός του: ο νεκρός πολεμιστής «έπεσε για τον Φύρερ του» (και όχι για την πατρίδα), γιατί αυτός είναι πάνω απ’ όλα.

 

Σε ένα τέτοιο μεσσιανικό και υπερθετικό πλαίσιο, θα περίμενε κανείς να βρίσκει (ή να ακούει) θαυμαστικά – αλλά όχι: η προσταγή είναι βεβαιότητα, δεν χρειάζεται να τονιστεί με κανένα σημείο στίξης.

Η ΓΤΡ μιλά για ήρωες: ήδη από τις πρώτες ημέρες του ναζισμού προβλήθηκε με επίταση καθετί «εξαιρετικό» – ήρωες ήταν οι αθλητές (ειδικά οι πυγμάχοι που εμπεριείχαν και τη σωματική επιβολή), ήρωες οι οδηγοί αγώνων αυτοκινήτων (επειδή η παράτολμη ταχύτητα προς τα εμπρός πρέπει να γίνει βίωμα), ήρωες θα φέρουν πολλούς οι Ολυμπιακοί αγώνες του Βερολίνου του 1936 – και θα τους καδράρει η Ρίφενσταλ ως ένδοξους Αρχαίους Έλληνες Ημίθεους. Ήρωες στην εξέλιξη του πολέμου θα χαρακτηριστούν οι πάντες: οι εργαζόμενοι στα μετόπισθεν, οι καταδότες κρυπτόμενων εβραίων ή αντιφρονούντων, οι διασπορείς της ίδιας της ΓΤΡ. Στις καμπές του πολέμου, βέβαια, όταν «τα στρατεύματα στην Αφρική πολεμούν ηρωικώς», η λέξη «ήρωας» φαίνεται να έρχεται μέσα από νεκρολογία.

Έχει κι άλλες ιδιαιτερότητες η ΓΤΡ: τη διαστρέβλωση όρων (για παράδειγμα η έννοια του φανατικού γίνεται θετική, υποδηλώνει πίστη, σταθερότητα, γενναιότητα ανάλογη με αυτή που προσέδιδε κάποτε με θαυμασμό στα γερμανικά φύλα ο Τάκιτος, σε αντίθεση με την τρυφηλή, καταρρέουσα Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), τον εξωραϊσμό του αρνητικού (οι ήττες γίνονται κρίσεις κάποιας έννοιας, οι οπισθοχωρούντες «απελευθερώνονται μαχόμενοι», τα εμπόδια είναι υπερφυσικά όπως ο Στρατηγός Χειμώνας κατά τον ναπολεόντειο Στρατηγό Δούναβη και κάποιους άλλους μεταγενέστερους Στρατηγούς), την εκτεταμένη χρήση τεχνικών όρων και ορολογίας μηχανικής, την επιλογή ονομάτων αναφοράς στο τευτονικό παρελθόν ή διπλών ονομάτων μεγαλοπρέπειας, τη χρήση του ενικού όταν αναφέρεται στον εχθρό («ο εβραίος», σαν προαιώνιο δαιμονικό νέφος που μπαίνει στα μιαρά σώματα υποδεέστερων ατόμων), την επιλεκτική χρήση ξενικών λέξεων (λειτουργούν ως επιβλητικές αλλά και δυσνόητες – από την άλλη, μήπως το ίδιο τέχνασμα χρησιμοποιεί εντέλει και ο Κλέμπερερ, που ονομάζει το βιβλίο του Lingua Tertii Imperii, με τα εστέτ λατινικά του;).

Οι λέξεις μπορεί να λειτουργήσουν σαν μικρές δόσεις αρσενικού: Τις καταπίνει κανείς ασυναίσθητα, δίνουν την εντύπωση πως δεν έχουν καμία επίδραση, κι ύστερα, μετά από λίγο καιρό, η τοξικότητά τους αρχίζει να λειτουργεί. Η ΓΤΡ μεταβάλλει την αξία των λέξεων και τη συχνότητα εμφάνισής τους, μετατρέπει σε κοινό κτήμα ό,τι ήταν μέχρι πρότινος ιδιοκτησία ενός ατόμου ή μιας μικρής ομάδας, απαλλοτριώνει για λογαριασμό του κόμματος ό,τι παλιότερα ανήκε σε όλους, και στο μεταξύ διαποτίζει λέξεις και ομάδες λέξεων και τη δομή προτάσεων με το δηλητήριο.

Αυτό που ενοχλεί περισσότερο τον Κλέμπερερ είναι ακριβώς η διείσδυση της ΓΤΡ στους αυτοματισμούς ομιλίας και σκέψης όλων: όχι μόνο των ανεγκέφαλων των ταγμάτων βίας αλλά ακόμη και στους καλοπροαίρετους γείτονες και γνωστούς, ακόμη και στους μορφωμένους ακαδημαϊκούς.

 

Η σοβιετική «προσαρμογή»

Όπως προαναφέρθηκε, στις μέρες μας, οι Maynard & Benesch έχουν αναλύσει τη ρητορική βίας και έχουν ανιχνεύσει παραμέτρους πλαισίου και περιεχομένου που υποδηλώνουν με σαφήνεια ότι η ρητορική μίσους εξελίσσεται σε προτροπή σε βία. Αν προσπαθήσει κανείς να αναζητήσει αυτές τις παραμέτρους στη γλώσσα του Τρίτου Ράιχ, θα κατανοήσει γιατί η μελέτη του Κλέμπερερ παραμένει αρχετυπική στο θέμα. Υπάρχει το κοινό: ο γερμανικός λαός, που έχει μια παράδοση ανταπόκρισης σε συναισθηματικές επικλήσεις. Υπάρχει ο ηγέτης, ακόμη κι αν είναι κακόφωνος κι αν μοιάζει να βρίσκεται υπό επήρεια – είναι ίσως μέθεξη, επειδή βρίσκεται σε «θεϊκή αποστολή» ή, ίσως, ο ίδιος δημιούργησε ως θεός την αποστολή. Είναι ο ιστορικός και γεωγραφικός χώρος (η ανάγκη επέκτασης του «ζωτικού χώρου», η επανάκαμψη του αντισημιτισμού με ψευδοεπιστημονικό υπόβαθρο). Είναι το μέσο μετάδοσης, εκεί όπου ο Γκαίμπελς «πέτυχε» να ορίσει με το όνομά του τη μέθοδο, την οργανωμένη in extremis προπαγάνδα. Το περιεχόμενο της ΓΤΡ εμπεριέχει την απανθρωποποίηση/dehumanization, με τις κατώτερες φυλές να είναι περιττά εμπόδια σε μια πορεία θριάμβου. Εμπεριέχει την απόδοση ενοχής/guilt attribution, με τους εβραίους να προστίθενται ως επιθετικός προσδιορισμός σε καθετί που κρίνεται αντιγερμανικό: οι εβραιο-καπιταλιστές, οι εβραιο-μπολσεβίκοι, οι εβραϊκές ελίτ που τρέχουν τον κόσμο. Εμπεριέχει την κατασκευασμένη απειλή/threat construction, στη λογική τής, κατά Kenneth Marcus[3], κατοπτρικής καταγγελίας: θα εξοντώσουμε τους εβραίους επειδή αν δεν το κάνουμε εμείς θα το κάνουν αυτοί σε εμάς – και να, τα λέει αυτά ο Theodore Herzl, ο γενάρχης του Σιωνισμού (άλλο αν ο Herzl δεν κηρύσσει καταπίεση αλλά υπεράσπιση του καταπιεσμένου). Εμπεριέχει την απουσία εναλλακτικής δυνατότητας (το αναπόφευκτο ιστορικό προτσές που θυμάμαι αχνά να ακούω σε μεταγενέστερες εποχές). Εμπεριέχει το virtuetalk, την ηθική ανακατασκευή και ένδυση της βίας με τους διώκτες να γίνονται Απόστολοι και Ήρωες. Εμπεριέχει τέλος το απώτερο όφελος/future bias, επειδή όλα γίνονται για ένα επερχόμενο σπουδαίο καλό (ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός, που είπε κάποιος άλλος).

Όλα λοιπόν τα έχει ήδη πει ο Κλέμπερερ, αλλά μήπως έχει και κάμποση υποκρισία όλη αυτή η μεγαλειώδης ανάλυση; Και δεν αναφέρομαι μόνο σε κάποιο εδάφιο που μοιάζει να ξεπλένει, λίγο, τον Χίτλερ:  

Ποιος μπορεί να ξέρει σε ποιο βαθμό ο Χίτλερ ρίχτηκε αυτοβούλως σ’ αυτό το λουτρό του αίματος την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, και σε ποιο βαθμό τον εξώθησαν τα προηγούμενα λάθη και τα εγκλήματά του να αναλάβει αυτό το παρανοϊκό εγχείρημα;  

Αναφέρομαι σε κάτι πολύ σημαντικότερο:

Δεν μπορεί κανείς να διαβάσει τη Γλώσσα του Τρίτου Ράιχ αγνοώντας τον βίο και την πολιτεία του Κλέμπερερ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: ενσωματώνεται με χαρά και ορμή στο καθεστώς της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, γίνεται ένθερμο μέλος της κομμουνιστικής ιντελιγκέντσιας, τιμάται με θέσεις – το 1953, όταν η μέγγενη του απολυταρχισμού έσφιγγε καθοριστικά στη χώρα, ο ίδιος υπερήφανα εκλεγόταν ακαδημαϊκός. Θα φέρει κάποιος αντίρρηση ότι μπορεί να ήταν μια πράξη επιβίωσης – αναφέρεται ότι ο ίδιος χαρακτήριζε την μεταπολεμική του ζωή ως πράξη αυτοεπιβεβαίωσης και αυταρέσκειας, στη Δύση θα ήταν ένας ακόμη ακαδημαϊκός, ενώ στην Ανατολική Γερμανία ήταν ένας κατ’ επιλογήν δαφνοστεφής διανοούμενος[4].

Όμως, το βιβλίο λέει άλλα. Και το βιβλίο είναι γραμμένο στη ρευστότητα ακόμη του 1948. Αν τα εδάφια που ακολουθούν είναι απλά απόπειρα κολακείας, δεν περιποιούν τιμή σε κάποιον που δηλώνει διανοούμενος. Αν πάλι τα εδάφια που ακολουθούν τα έγραψε επειδή πραγματικά τα πίστευε, τότε, συγγνώμη, αλλά ο Κλέμπερερ χρησιμοποίησε τη γλώσσα εξίσου χειριστικά:  Γράφει λοιπόν:

Η μεγάλη σύλληψη της Σοβιετικής Ρωσίας ήταν ότι, μέσω του κινηματογράφου και του ραδιοφώνου, προέκτεινε στο άπειρο τις μεθόδους των αρχαίων και του Ρουσσώ, ότι έστρεψε τον ηγέτη πολιτικό, εν τοις πράγμασι και προσωπικά, «σε όλους», ακόμη κι αν αυτοί οι «όλοι» μετριούνται σε εκατομμύρια, ακόμη κι αν χιλιάδες χιλιόμετρα χωρίζουν τις διάφορες ομάδες των ανθρώπων. Έτσι η ομιλία, ως εργαλείο και καθήκον του πολιτικού, θα αποκτούσε την σημασία που είχε στην αρχαία Αθήνα, και μάλιστα σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό.

Περιγράφει δηλαδή τη Σοβιετική Ένωση ως συνέχιση του Διαφωτισμού και του Πλάτωνα!

Και συνεχίζει:

Είναι βέβαιο ότι ο μπολσεβικισμός διδάχτηκε πολλά από την τεχνολογία των Αμερικανών, ότι προωθεί με πάθος την τεχνολογική εξέλιξη στην χώρα του, κι έτσι είναι πολύ λογικό να διεισδύουν ισχυρές εντυπώσεις από αυτή τη διαδικασία και στη γλώσσα του […]. [Α]υτή η νέα πληθώρα τεχνολογικών εκφράσεων στη γλώσσα [...] μαρτυρά ακριβώς το αντίθετο από αυτό που μαρτυρά στη χιτλερική Γερμανία: Παραπέμπει στο μέσον με το οποίο διεξάγεται ο αγώνας για την απελευθέρωση του νου, ενώ στα γερμανικά δεν μπορώ παρά να συναγάγω ότι η χρήση τεχνολογικών εκφράσεων αποβλέπει στην υποδούλωση του νου.  

Τα παραπάνω είναι η συνήθης στις μέρες μας, a la carte ερμηνεία των γεγονότων, η παρερμηνεία της πραγματικότητας ως ξέπλυμα καθεστώτος. Και τελικά πού το πάει; Γράφει:

Η πλέον αμιγής ευρωπαϊκή σκέψη, η οποία απευθύνεται κυριολεκτικά «στους πάντες», προέρχεται πλέον από τη Μόσχα.  

Δεν είναι ότι πρεσβεύει πως η Σοβιετική Ένωση είναι συνώνυμη της προόδου, της χαρίζει και μια μεγάλη, πολυετή πολιτιστική και πνευματική κληρονομιά. Που δεν της ανήκε. 

***

Το 2004, ο Stan Neumann, ένας τσέχος κινηματογραφιστής με οικογενειακό δέντρο διανοούμενων και πολιτικών, αποπειράθηκε να μεταφέρει το βιβλίο του Κλέμπερερ στον κινηματογράφο. Το La langue ne ment pas / Language Does Not Lie είναι ένα ενδιαφέρον, αλλά νομοτελειακά ημιτελέστατο πείραμα, με αφηγητή τον δαίμονα Denis Lavant. Ο ίδιος ο Neumann, περίπου δέκα χρόνια αργότερα, με τον Lavant ξανά σε ενεργότερο ρόλο, θα ασχοληθεί, πολύ περισσότερο επιτυχημένα, με τον W.G. Sebald και το Αούστερλιτς. Η κληρονομιά της Κεντρικής Ευρώπης μπορεί να είναι πολυσήμαντη, ειδικά αν απεκδυθεί των ανθρώπινων μικροτήτων. Άλλωστε, σε τέτοιες μικρότητες πατάνε και ανθίζουν οι γλώσσες του απολυταρχισμού.

Η μετάφραση ενός βιβλίου για τη γλώσσα καλείται να υπερβεί εγγενείς δυσχέρειες (όπως, για παράδειγμα, ένα ολόκληρο κεφάλαιο που βασίζεται στη διττή έννοια του gefolgschaft που μπορεί να σημαίνει είτε ακολουθία είτε εργατικό δυναμικό, αλλά αυτό το διττό δεν γίνεται αντιληπτό το ίδιο εύκολα σε άλλη γλώσσα). Η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου υπερβαίνει όλες αυτές τις εγγενείς δυσχέρειες και εξασφαλίζει το εύληπτο των σημαινόντων.   

 

[1] Leader Maynard, Jonathan and Benesch, Susan (2016). “Dangerous Speech and Dangerous Ideology: An Integrated Model for Monitoring and Prevention”, Genocide Studies and Prevention: An International Journal: περ. 9, τχ. 3, σ. 70-95:  https://digitalcommons.usf.edu/gsp/vol9/iss3/8/.

[2] https://www.dangerousspeech.org/.

[3] Μarcus, Kenneth L., Accusation in a Mirror (2012). Loyola University Chicago Law Journal, περ. 43, νo. 2, σ. 357-393, 2012, διαθέσιμο στο: SSRN https://ssrn.com/abstract=2020327.

[4] Young, John Wesley (2005). “From LTI to LQI: Victor Klemperer on Totalitarian Language”, German Studies Review: περ. 28, τχ. 1, σ. 45-64.

Γιώργος Παππάς

Παθολόγος που ζει και εργάζεται στα Ιωάννινα. Αγαπά να μελετά την επιδημιολογία των λοιμώξεων και την ετοιμότητα απέναντι σε πανδημίες, και έχει ένα σχετικό ερευνητικό έργο γι’ αυτά. Κυκλοφορεί το βιβλίο του, Οι επόμενες δύο εβδομάδες θα είναι κρίσιμες (2022).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.