Σύνδεση συνδρομητών

Πόλεμοι για την Ιστορία

Τρίτη, 22 Ιουλίου 2025 09:35
Η Μαρία Ρεπούση. Το 2003, το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ δημοτικού, Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια, που έγραψε, δημιούργησε πολλές αντιδράσεις. Το βιβλίο επικρίθηκε για πολλά σημεία του καθώς δεν ακολουθούσε την κυρίαρχη αφήγηση και καινοτομούσε σε πολλά θέματα περιεχομένου και μεθόδων. Κατηγορήθηκε επίσης για τη διατύπωση ότι, στη Σμύρνη, κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι Έλληνες «συνωστίζονταν», λέξη που εξελήφθη ως επιλογή υποβάθμισης του εθνικού τραύματος της Καταστροφής. Απέναντι στην εκτεταμένη κατακραυγή δεν συντάχθηκαν λίγες μόνο δημόσιες φωνές – ενώ το βιβλίο και τη συγγραφέα στήριξε η υπουργός Παιδείας, Μαριέττα Γιαννάκου, επιλογή με σοβαρές προσωπικές επιπτώσεις στην πολιτική της καριέρα.
Αρχείο Τhe Books’ Journal
Η Μαρία Ρεπούση. Το 2003, το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ δημοτικού, Στα νεότερα και σύγχρονα χρόνια, που έγραψε, δημιούργησε πολλές αντιδράσεις. Το βιβλίο επικρίθηκε για πολλά σημεία του καθώς δεν ακολουθούσε την κυρίαρχη αφήγηση και καινοτομούσε σε πολλά θέματα περιεχομένου και μεθόδων. Κατηγορήθηκε επίσης για τη διατύπωση ότι, στη Σμύρνη, κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή, οι Έλληνες «συνωστίζονταν», λέξη που εξελήφθη ως επιλογή υποβάθμισης του εθνικού τραύματος της Καταστροφής. Απέναντι στην εκτεταμένη κατακραυγή δεν συντάχθηκαν λίγες μόνο δημόσιες φωνές – ενώ το βιβλίο και τη συγγραφέα στήριξε η υπουργός Παιδείας, Μαριέττα Γιαννάκου, επιλογή με σοβαρές προσωπικές επιπτώσεις στην πολιτική της καριέρα.

Γιώργος Κόκκινος, Έλλη Λεμονίδου, Κώστας Κασβίκης, Από την Ιστορία στην Ιστορική Εκπαίδευση. Αποτιμήσεις και προοπτικές. Τιμητικός τόμος για τη Μαρία Ρεπούση, Πεδίο, Αθήνα 2024, 512 σελ.[1]

Ο τιμητικός τόμος για τη Μαρία Ρεπούση αποτελεί σημαντική συμβολή στη μελέτη της Ιστορίας και της διδασκαλίας της σε εκπαιδευτικό πλαίσιο. Το βιβλίο συνδυάζει θεωρητικές προσεγγίσεις με πρακτικές εφαρμογές, καθιστώντας το ένα πολύτιμο εργαλείο για εκπαιδευτικούς, ερευνητές και φοιτητές που ασχολούνται με την ιστορική εκπαίδευση.

Τα κείμενα του τόμου Από την Ιστορία στην Ιστορική Εκπαίδευση αναδεικνύουν με σαφήνεια τον βαθύ και πολυδιάστατο αντίκτυπο του έργου της Μαρίας Ρεπούση, το οποίο διακρίνεται για τη μεθοδολογική του αυστηρότητα και την αναλυτική, πολυεπίπεδη αφήγησή του. Παράλληλα, το βιβλίο φωτίζει κρίσιμα ζητήματα συμπερίληψης — ένας όρος που, παρά τη συχνή και ενίοτε επιφανειακή χρήση του, παραμένει θεμελιώδης για την κατανόηση της κοινωνικής και πολιτισμικής δυναμικής.

Η Μαρία Ρεπούση, στο έργο της, εστιάζει στην αναγνώριση και την ενσωμάτωση των κοινοτήτων που παραμένουν υποβαθμισμένες στη σχολική ιστορία, φωτίζοντας τις ιστορίες και τις εμπειρίες εκείνων που συχνά παραβλέπονται ή αδρανοποιούνται από την παραδοσιακή διδακτική. Οι ξένοι, οι εθνοτικές και πολιτισμικές μειονότητες, οι κυριαρχούμενες κοινωνικές ομάδες και οι γυναίκες, μέσα από την ανάλυσή της, αποκτούν φωνή και χώρο στην ιστορική αφήγηση. Αυτή η συστηματική περιθωριοποίηση αυτών των ομάδων έχει επιφέρει μια «αόρατη» διάσταση γύρω από τις ιστορίες τους, που επηρεάζει σε βάθος τη σκέψη των μαθητών, καθώς ενισχύει τη μονοδιάστατη και εθνοκεντρική προσέγγιση της Ιστορίας. Η αποκατάσταση της ιστορικής τους παρουσίας δεν συνιστά απλώς επανόρθωση μιας αδικίας του παρελθόντος, αλλά συμβάλλει καθοριστικά στη διαμόρφωση μιας πληρέστερης και αντιπροσωπευτικής εκπαίδευσης. Παράλληλα, καλλιεργεί στους μαθητές μια βαθύτερη κατανόηση της κοινωνικής πολυμορφίας και της σημασίας της ισότιμης συμμετοχής. Οι συγγραφείς του τόμου, μέσα από τεκμηριωμένες αναλύσεις, αναδεικνύουν τον ρόλο της συμπεριληπτικής προσέγγισης στην ανανέωση της ιστοριογραφίας και της διδακτικής πρακτικής, αναγνωρίζοντάς την ως θεμελιώδη παράγοντα για τον εμπλουτισμό του ιστορικού διαλόγου.

Το βιβλίο εξετάζει πώς η Ιστορία εξελίσσεται ως επιστημονικός κλάδος και πώς διαφοροποιούνται οι προσεγγίσεις της μέσα στο χρόνο. Εξετάζονται μεθοδολογίες διδασκαλίας που έχουν στόχο να κινητοποιήσουν τους μαθητές και να καλλιεργήσουν την κριτική σκέψη. Οι συγγραφείς προτείνουν στρατηγικές που εστιάζουν σε πηγές, αφηγήσεις και πολυφωνικές προσεγγίσεις, με στόχο την ανάδειξη της πολυπλοκότητας των ιστορικών γεγονότων. Ο τόμος επιπλέον διερευνά το ρόλο της ηθικής στην ιστορική αφήγηση και την τάση για ιδεολογική εργαλειοποίηση της Ιστορίας. Παρουσιάζει επίσης τις προκλήσεις της εθνικής ιστορίας και τις συγκρούσεις που προκαλούνται στη δημόσια μνήμη. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη διδασκαλία της Ιστορίας σε πολυπολιτισμικά περιβάλλοντα. Αναδεικνύονται πρακτικές που ενισχύουν τον διάλογο μεταξύ πολιτισμών, με στόχο την προώθηση της ανεκτικότητας και της ειρηνικής συνύπαρξης. Όλα τα αξιόλογα κείμενα του τόμου συνομιλούν με το έργο και τη διδασκαλία της Ρεπούση, η οποία προάγει την κριτική σκέψη στην ιστορική εκπαίδευση, ενσωματώνοντας πολυφωνικές προσεγγίσεις, μεθοδολογίες που κινητοποιούν τους μαθητές και την ανάδειξη της πολυπλοκότητας των ιστορικών γεγονότων, ενώ ταυτόχρονα εξετάζει το ρόλο της ηθικής και τις προκλήσεις της εθνικής ιστορίας.

 

Διδάσκοντας Ιστορία

Λόγω χώρου, η παρούσα αναφορά επικεντρώνεται σε ορισμένες ενδεικτικές συμβολές του τόμου. Η επιλογή δεν υπαινίσσεται αξιολόγηση, καθώς όλα τα κείμενα προσφέρουν σημαντικές και ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις. Η θεματολογική ποικιλία του τόμου αντανακλάται και στη σύνθεση των συγγραφέων, οι οποίοι προέρχονται τόσο από την ελληνική όσο και από τη διεθνή ακαδημαϊκή κοινότητα. Τα κείμενα προσφέρουν μια βαθιά ανάλυση των στοιχείων που καθιστούν τη διδασκαλία της ιστορίας ζωτική, τόσο στο πλαίσιο της επιστημονικής έρευνας όσο και στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ο Α. Chapman, για παράδειγμα, εστιάζει στη σύνθεση δύο θεμελιωδών παραμέτρων: την επιστημονικότητα της Ιστορίας και την αφηγηματική ικανότητα, οι οποίες, σύμφωνα με τον ίδιο, αλληλοσυμπληρώνονται και καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε και μεταδίδουμε το παρελθόν. Ο Chapman αναγνωρίζει την Ιστορία ως επιστήμη, που απαιτεί αυστηρές μεθόδους και κριτική σκέψη. Ωστόσο, δεν παραλείπει να επισημάνει ότι η αυστηρότητα της επιστημονικότητας δεν πρέπει να απομονώνει την Ιστορία από τις κοινωνικές ανάγκες της. Ο συνδυασμός της επιστημονικής προσέγγισης με την αφηγηματική ικανότητα μπορεί να επιφέρει μια Ιστορία πιο προσιτή και κατανοητή στους μαθητές, χωρίς να θυσιάζεται η εγκυρότητά της. Η έννοια της αφηγηματικής ικανότητας, που ενσωματώνει ο Chapman στην εκπαιδευτική διαδικασία, είναι καθοριστική. Η Ιστορία, όπως τονίζει, δεν είναι απλώς η καταγραφή γεγονότων, αλλά και η αφήγηση αυτών, η οποία επιτρέπει στους μαθητές να συνδεθούν συναισθηματικά και διανοητικά με το παρελθόν. Η αφηγηματική διάσταση καθιστά τη διδασκαλία της Ιστορίας πιο ελκυστική και ενισχύει την κατανόηση.

Μια ενδιαφέρουσα πτυχή του κειμένου είναι η αναφορά του Chapman στην ανάγκη για μια πιο διαπολιτισμική προσέγγιση στη διδασκαλία της Ιστορίας. Ο συγγραφέας υπογραμμίζει την αξία τού να εξετάζουμε την Ιστορία μέσα από διαφορετικές οπτικές γωνίες, αποφεύγοντας τη μονοδιάστατη εθνικιστική αφήγηση. Η πολυπρισματικότητα της Ιστορίας ενισχύει την ικανότητα των μαθητών να αναγνωρίζουν και να κατανοούν τις ποικιλόμορφες πτυχές του παρελθόντος. Ο Chapman αναγνωρίζει τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι δάσκαλοι στην εφαρμογή αυτών των προσεγγίσεων. Η ανάγκη να συνδυαστεί η επιστημονικότητα με την αφηγηματικότητα προϋποθέτει την επίτευξη μιας δύσκολης ισορροπίας, που απαιτεί από τους εκπαιδευτικούς τόσο βαθιά κατανόηση του αντικειμένου όσο και ικανότητες στην επικοινωνία και την αφήγηση. Τέλος, το κείμενο ενισχύει την αξία της ιστορικής σκέψης, η οποία όχι μόνο βοηθά τους μαθητές να κατανοήσουν το παρελθόν, αλλά και να αναπτύξουν μια κριτική στάση απέναντι στο παρόν και το μέλλον. Η ικανότητα να συνδέουμε τα γεγονότα του παρελθόντος με τις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις είναι ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη πολιτών που κατανοούν τις δυναμικές του κόσμου γύρω τους.

Το κείμενο του Charles Heimberg, με τίτλο «Για μια διδακτική της Ιστορίας με το βλέμμα στις κοινωνικές ανατροπές», αναδεικνύει την ανάγκη για μια διδακτική προσέγγιση της Ιστορίας που επικεντρώνεται στις κοινωνικές μεταβολές και τις ανατροπές. Ο συγγραφέας προτείνει η ιστορική εκπαίδευση να υπερβεί την παραδοσιακή διάσταση της αναπαράστασης γεγονότων και να εστιάσει στη διερεύνηση των διαδικασιών που οδηγούν σε σημαντικές κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές. Επισημαίνει τη σημασία της συνειδητοποίησης των κοινωνικών δυναμικών που διαμορφώνουν την ιστορία, και την ανάγκη για εκπαιδευτικούς που ενσωματώνουν αυτή την κατανόηση στην ιστορική διδασκαλία, ενθαρρύνοντας τους μαθητές να αναλύσουν και να αμφισβητήσουν τις κοινωνικές δομές και τις σχέσεις εξουσίας.

Οι Hassani-Idrissi και Mohammed Zernine, στο κείμενό τους «Μια άποψη γύρω από την εκπαίδευση στις αξίες των δικαιωμάτων του ανθρώπου στο Μαρόκο», εξετάζουν την προσπάθεια ενσωμάτωσης των αρχών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας, με έμφαση στη σχέση τους με την ισλαμική εκπαίδευση. Αναλύεται πώς το Μαρόκο επιχειρεί να συγκεράσει τις οικουμενικές αξίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τις παραδοσιακές θρησκευτικές και πολιτισμικές του δομές, επιδιώκοντας έναν εκπαιδευτικό λόγο που να ισορροπεί ανάμεσα στη σύγχρονη δικαιωματική σκέψη και την ισλαμική κληρονομιά. Μέσα από αυτή την προσέγγιση, προκύπτουν προκλήσεις και δυναμικές εξελίξεις που αναδεικνύουν τον ρόλο της εκπαίδευσης ως πεδίου διαλόγου και μετασχηματισμού, αλλά και ως εργαλείου για την καλλιέργεια μιας πιο ανεκτικής και συμμετοχικής κοινωνίας.

Το κείμενο του Άγγελου Παληκίδη, «Διδάσκοντας Ιστορία στη σύγχρονη Ευρώπη: Μια έρευνα του Συμβουλίου της Ευρώπης για τον ρόλο των εκπαιδευτικών», αποτελεί μια σημαντική συμβολή στη συζήτηση για τη διδακτική της ιστορίας στη σημερινή Ευρώπη. Μέσα από τη μελέτη αυτή, αναδεικνύεται ο κεντρικός ρόλος των εκπαιδευτικών στην προώθηση μιας ιστορικής εκπαίδευσης που βασίζεται στη δημοκρατία, στην πολυφωνία και στην κριτική σκέψη. Παράλληλα, διερευνά πώς διαμορφώνεται ο ιστορικός στις ευρωπαϊκές χώρες, μέσα από θεσμοθετημένα κριτήρια και διαδικασίες, κάτι που δυστυχώς δεν συναντάται στην Ελλάδα και την Κύπρο, όπου η επαγγελματική συγκρότηση των ιστορικών ακολουθεί διαφορετικές –και συχνά αποσπασματικές– διαδρομές. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στο Παρατηρητήριο για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στην Ευρώπη, έναν νέο θεσμικό φορέα που επιχειρεί να χαρτογραφήσει και να υποστηρίξει τις σύγχρονες προκλήσεις στη διδασκαλία της ιστορίας, ενισχύοντας τη διαπολιτισμική κατανόηση και την ειρηνική συνύπαρξη.

Τέλος, το κείμενο της Αθηνάς Συριάτου εξετάζει την απεικόνιση της Κύπρου στα βρετανικά σχολικά εγχειρίδια κατά την περίοδο της απο-αποικιοποίησης, φωτίζοντας τον τρόπο με τον οποίο το παρελθόν παρουσιάζεται μέσα από το πρίσμα της αποικιοκρατικής οπτικής. Μέσα από την ανάλυση του περιεχομένου των εγχειριδίων, αναδεικνύει τις αφηγήσεις που κυριαρχούσαν και τις αποσιωπήσεις που συντελούσαν στη διαμόρφωση συγκεκριμένων ερμηνειών της ιστορίας. Η μελέτη της Συριάτου προσφέρει πολύτιμες παρατηρήσεις για τη σχέση ανάμεσα στην ιστορική εκπαίδευση και τις πολιτικές σκοπιμότητες, συμβάλλοντας στη βαθύτερη κατανόηση των μηχανισμών συγκρότησης της συλλογικής μνήμης.

Όπως σημειώνουν στον πρόλογό τους οι Γιώργος Κόκκινος, Έλλη Λεμονίδου και Κώστας Κασβίκης, η επιστημονική κοινότητα δέχεται εξωτερικές πιέσεις. Ισχύει. Η Μαρία Ρεπούση και αν το βίωσε αυτό. Επίσης στον πρόλογο συναντάμε όλες τις νέες διεθνείς τάσεις της ιστοριογραφίας, και συνειδητοποιούμε ότι το τοπίο των ιστορικών σπουδών έχει αναδιαμορφωθεί ποικιλοτρόπως, το ίδιο και η σχολική ιστορία: μετααποικιακή ιστοριογραφία που αντέδρασε στην ουσιοκρατία, στον ρατσισμό, στην αποικιοκρατία, στον ηρωολατρικό εθνικισμό, Big History, deep history, posthuman history ή μετα-ανθρωπισμός στις ιστορικές σπουδές, και με όλα αυτά το ερώτημα που αναδύεται είναι, πώς ακριβώς ανταποκρίνεται η ιστορική εκπαίδευση σε αυτές τις εξελίξεις; Όπως επισημαίνουν οι επιμελητές της έκδοσης, η σχολική ιστορία συνομιλεί με τους σύγχρονους προβληματισμούς της ιστορικής επιστήμης, και αυτό είναι κάτι που η τιμώμενη Μαρία Ρεπούση έχει καταφέρει πολλαπλώς μέσω του έργου της. Άλλωστε, οι ιστορικοί, ειδικά στους καιρούς μας, έχουν μια νέα ηθική υπευθυνότητα, κάτι που τονίζει και ο Heimberg στο κείμενό του σε συνάρτηση με το έργο της Ρεπούση που επικεντρώνεται σε μια ανοιχτή, μη εθνικιστική αντίληψη της αφήγησης του παρελθόντος, στη θέση της ιστορίας των γυναικών και της προβληματικής του κοινωνικού φύλου στο περιεχόμενο της σχολικής, και όχι μόνο, διδασκαλίας.

 

Ο πόλεμος των βιβλίων

Ξεκινάμε από αυτό, η σχολική, και όχι μόνο, ιστορία είναι το προνομιακό πεδίο μάχης των συμβολικών πολέμων ιστορίας. Η σχολική ιστορία στην Ελλάδα έχει μακρά παράδοση παρεμβάσεων και συγκρούσεων, όπως φαίνεται από τις περιπτώσεις απόσυρσης και αλλοίωσης βιβλίων. Τέτοια περιστατικά αποκαλύπτουν τον έντονο πολιτικό και ιδεολογικό έλεγχο που ασκείται στο εκπαιδευτικό περιεχόμενο, ο οποίος ενίοτε υπηρετεί την κυρίαρχη ιδεολογία αντί της ελεύθερης και κριτικής σκέψης. Να αναφερθεί εδώ ότι η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική περίπτωση δυτικής χώρας στην οποία η κυβέρνηση ασκεί απόλυτο έλεγχο στη συγγραφή και διατηρεί το μονοπώλιο στην παραγωγή των σχολικών εγχειριδίων ιστορίας. Στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη, τα σχολικά εγχειρίδια παράγονται από την ελεύθερη αγορά του βιβλίου.

Να θυμηθούμε το βιβλίο του Λευτέρη Σταυριανού για την Α' Λυκείου που αποσύρθηκε λόγω αναφορών στη θεωρία της εξέλιξης και κριτικών θέσεων για την εκκλησία, την αποικιοκρατία και την κοινωνική ανισότητα. Παρόμοια, το βιβλίο του Βασίλη Κρεμμυδά για τη Νεότερη Ιστορία αποσύρθηκε επειδή θεωρήθηκε ότι δεν ήταν αρκετά «εθνικό» ή «ηρωικό».

Ειδικότερα θυμάμαι, πριν ακόμα τη διαμάχη για το βιβλίο της Μαρίας Ρεπούση την οποία βίωσα πολύ έντονα ως μεταπτυχιακή φοιτήτρια, καθώς όλοι συζητούσαμε για αυτή σε αμφιθέατρα και σαλόνια σπιτιών, εκείνη για το βιβλίο του Γιώργου Κόκκινου και των συνεργατών του. Το 2002, το βιβλίο Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Κόσμου για τη Γ' Λυκείου, συγγραφής του Γιώργου Κόκκινου και της ομάδας του, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, το υπουργείο Παιδείας της Κύπρου, εθνικιστικές οργανώσεις και την Ιερά Σύνοδο. Οι επικρίσεις επικεντρώθηκαν σε θέματα όπως η προσέγγιση του Κυπριακού, οι αναφορές στον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο Εμφύλιος Πόλεμος και άλλα ζητήματα. Παρότι το βιβλίο είχε περάσει όλα τα στάδια έγκρισης, το υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να το αποσύρει, με αποτέλεσμα να μην διδαχθεί ποτέ στα σχολεία. Οι αντιδράσεις σε έργα όπως αυτά του Γιώργου Κόκκινου ή των Θεοδωρίδη - Λαζάρου αναδεικνύουν τη συνεχή σύγκρουση μεταξύ επιστημονικής ιστοριογραφίας και εθνικιστικών ή θρησκευτικών κύκλων.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, η δημοσιογραφία έχει συχνά στραφεί σε πρακτικές που αποσκοπούν στην πρόκληση εντυπώσεων, με αποτέλεσμα την ευθεία στοχοποίηση ακαδημαϊκών που ασχολούνται με ευαίσθητα και σύνθετα ιστορικά ζητήματα. Ο Κόκκινος σαφώς και δεν γλίτωσε από  την κριτική της εφημερίδας Πρώτο Θέμα, όπως έγινε και στην περίπτωση της Μαρίας Ρεπούση με ακόμα πιο χυδαίο και σεξιστικό τρόπο. Η συγκεκριμένη εφημερίδα είναι γνωστή για την προβολή αμφιλεγόμενων «ειδήσεων», όπως η μετάδοση βίντεο του θανάτου του Παύλου Φύσσα, καθώς και η παρουσίαση «αφιερωμάτων» που εξυμνούσαν τις εγκληματικές πρακτικές της Χρυσής Αυγής. Το πρώτο άρθρο-επίθεση της εφημερίδας, το 2009, είχε χαρακτηριστικό τίτλο «Γιώργος Κόκκινος - Η Ρεπούση του Αιγαίου», παραπέμποντας σε μια ρητορική που αντλεί από την παράδοση της λαϊκιστικής δημοσιογραφίας της δεκαετίας του 1980. Ένα άλλο άρθρο στοχοποίησε τον Κόκκινο και άλλους διακεκριμένους ιστορικούς με χαρακτηρισμούς όπως «παραχαράκτες», «τουρκολάγνοι» και «ιδεολογικά εθελόδουλοι», με αφορμή τα σχολικά βιβλία Ιστορίας. Το άρθρο επιχειρεί να στοιχειοθετήσει τις κατηγορίες του μέσω επιλεκτικής χρήσης αποσπασματικών φράσεων, απομονωμένων από το νοηματικό τους πλαίσιο – μια τακτική που συχνά επιστρατεύεται για την προώθηση πολιτικών αφηγημάτων.

Πίσω στο επίμαχο βιβλίο: Η αφαίρεση του αίματος και της οδύνης των Ελλήνων στην προκυμαία της Σμύρνης κατά τη μικρασιατική καταστροφή, θεωρήθηκε ότι παρουσίαζε άνευρα τον ξεριζωμό και απέκρυπτε τα εγκλήματα των Τούρκων σε βάρος των Ελλήνων. Οι συγγραφείς κατηγορήθηκαν ως «εθνοπροδότες και συμμορίτες συγγραφείς» που «υπηρετούσαν τα αμερικανικά συμφέροντα για άμβλυνση των εντάσεων Ελλάδας - Τουρκίας». Θέση για το βιβλίο της Ιστορίας πήρε και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, Χριστόδουλος. Έξι χρόνια αφότου ξεσήκωσε τους Έλληνες για τις νέες ταυτότητες, προσπάθησε να πάρει ξανά με το μέρος του τους εθνικόφρονες εναντίον των «επικίνδυνων παραχαρακτών της ιστορίας»... Το βιβλίο επέφερε την πολιτική περιθωριοποίηση της Μαριέττας Γιαννάκου, που οφείλουμε να πούμε ότι το υποστήριξε μέχρι τέλους. Δεν επανεξελέγη παρότι υπήρξε προβεβλημένο στέλεχος του φιλελεύθερου χώρου και δεν κλήθηκε να συμμετάσχει στο νέο κυβερνητικό σχήμα. Τη διαδέχτηκε ο πολύ συντηρητικός Ευριπίδης Στυλιανίδης που αμέσως έστειλε το εγχειρίδιο για διορθώσεις, «δικαιώνοντας το λαϊκό και εθνικό αίσθημα». «Θα γίνουν οι διορθώσεις στα απαράδεκτα επίμαχα σημεία», τόνισε. Η συγγραφή του βιβλίου είχε προκηρυχθεί το 2003. Όπως σημειώνει ο Χάρης Αθανασιάδης στα Αποσυρθέντα Βιβλία, στην Ελλάδα του 2006 συνεχιζόταν η πρακτική του ενός και μοναδικού εγχειριδίου για κάθε μάθημα, ρύθμιση που εισήχθη για πρώτη φορά το 1937 από τη δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά.

Το βιβλίο αυτό έγινε αντικείμενο δημόσιας αντιπαράθεσης, η οποία εξελίχθηκε σε μία από τις πιο έντονες και παρατεταμένες διαμάχες που γνώρισε η Ελλάδα για ζητήματα εκπαίδευσης. Η διαμάχη κράτησε 29 μήνες. Σύμφωνα πάλι με τον Χάρη Αθανασιάδη, το διάστημα από τον Ιανουάριο του 2006 ώς τον Μάιο του 2008 δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες, περιοδικά και ιστοσελίδες 901 τουλάχιστον κείμενα. Και φανταστείτε τι γίνεται έκτοτε και ακόμα και μέχρι σήμερα... Περιττό να αναφέρω ότι συγκεντρώθηκαν 12.000 υπογραφές εναντίον του βιβλίου, ότι έγιναν δημοσκοπήσεις όπου το 45% του εκλογικού σώματος ήταν υπέρ της απόσυρσής του, ενώ ΛΑΟΣ και Χρυσή Αυγή, το μεγαλύτερο μέρος της κεντροδεξιάς ΝΔ, η πλειονότητα των μελών του ΠΑΣΟΚ και στο σύνολό της η κομμουνιστική Αριστερά, το ΚΚΕ, ορισμένες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και ορισμένες συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολέμιοι του βιβλίου, καθώς... το βιβλίο διασάλευε τη σχέση του ελληνισμού με την ορθοδοξία, τις ένδοξες στιγμές του έθνους και το ιστορικό βάθος του ελληνισμού.

Ο καθηγητής Γιώργος Μαργαρίτης είχε βαρυσήμαντη παρουσία ΚΑΙ τότε, καταγγέλλοντας ότι «το εγχειρίδιο υπονομεύει το νεωτερικό έθνος και υπηρετεί τις ανάγκες του διεθνοποιημένου καπιταλισμού». Φυσικά, τα έλεγε αυτά ως μέλος του ΚΚΕ — λίγο πριν ανακαλύψει νέες πολιτικές αλήθειες και μεταπηδήσει στον ΣΥΡΙΖΑ. Στο ίδιο κλίμα, ο Νίκος Κούνδουρος το 2007 είχε προτείνει τη… γεωγραφική απομόνωση της Μαρίας Ρεπούση σε κάποια βραχονησίδα, αποτυπώνοντας γλαφυρά το επίπεδο της δημόσιας αντιπαράθεσης.

Το κύμα επιθέσεων κατά της Μαρίας Ρεπούση, εκπορευόμενο από παραδοσιακούς φορείς εθνικιστικής ρητορικής, φωτίζει δύο διακριτές αλλά αλληλένδετες τάσεις στον δημόσιο διάλογο στην Ελλάδα. Η πρώτη είναι αυτή του «ηθικού δεσποτισμού», όπου η πολιτική και η κριτική μετατρέπονται σε μέσα ηθικής εξόντωσης. Το επιχείρημα αντικαθίσταται από τον αφορισμό και τη συνωμοσιολογία, ενώ το υποκείμενο της κριτικής στοχοποιείται όχι βάσει απόψεων, αλλά βάσει προσχηματικής ηθικής. Η δεύτερη τάση αφορά την ηθική κρίση της πολιτικής, πολιτική χωρίς αξίες, όπου η διαχείριση της δημόσιας σφαίρας εξαντλείται στον πολιτικαντισμό και την αυτοσυντήρηση του πολιτικού συστήματος. Η πρώτη τάση καταδεικνύεται ξεκάθαρα στην περίπτωση της Ρεπούση με τα πρωτοσέλιδα σε κυριακάτικες εφημερίδες περί εθνομηδενισμού. Για να ενισχύσει το αφήγημα, η εφημερίδα δημοσίευσε φωτογραφίες της από προσωπικές διακοπές, επιχειρώντας να συνδέσει το υποτιθέμενο «ηθικό πρόβλημα» με τις πολιτικές της θέσεις. Παράλληλα, περιθωριακά ιστολόγια προχώρησαν σε μισογυνιστικούς χαρακτηρισμούς, ενώ αρθρογράφος σε γνωστή πλατφόρμα κατήγγειλε «ξεδιάντροπη» προσβολή της ιστορίας, αφήνοντας αιχμές για «σχέσεις» της Ρεπούση με διεθνείς οργανώσεις, με αφορμή τη συζήτηση για τη γενοκτονία των Ποντίων και για τη διαμάχη σχετικά με τον χορό του Ζαλόγγου. Οι κινήσεις αυτές υποδηλώνουν μια βαθιά κρίση πολιτικής ηθικής, όπου οι ιδεολογικές συζητήσεις υποχωρούν μπροστά στη διαχείριση της πολιτικής φθοράς και τον φόβο της πολιτικής απαξίωσης.

Συνολικά, το περιστατικό της στοχοποίησης της Ρεπούση δεν αφορά απλώς μία μεμονωμένη υπόθεση προσωπικών επιθέσεων. Αντικατοπτρίζει ευρύτερες δυναμικές στον δημόσιο χώρο, όπου η πολιτική και η ακαδημαϊκή έκφραση υπονομεύονται συστηματικά από τον ηθικισμό και την εργαλειοποίηση της ιστορίας για πολιτικούς σκοπούς.  Αναφορικά με τη συνωμοσιολογία και τη συκοφαντία, έχω να επιδείξω κι εγώ πλούσιο —και μάλλον επώδυνο— βιογραφικό. Πόσες φορές δεν διάβασα σε άρθρα, ορισμένα μάλιστα υπογεγραμμένα από «εξέχοντες» πανεπιστημιακούς της Θεσσαλονίκης, ότι, επειδή έχω γερμανική υπηκοότητα, εργάζομαι σε γερμανικά πανεπιστήμια και συμμετέχω σε ελληνογερμανικά προγράμματα —όπως το διαβόητο και συκοφαντημένο «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα»— είμαι, φυσικά, πράκτορας της γερμανικής πρεσβείας.

Αυτές οι εξαιρετικά τεκμηριωμένες θεωρίες συνωμοσίας έφτασαν μέχρι τις σελίδες μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδας, όπου, για να ενισχυθεί το αφήγημα, το επώνυμό μου παραποιήθηκε σκοπίμως από τον Γιώργο Μαργαρίτη. Ο ίδιος, μάλιστα, αποφάνθηκε με την αυθεντία που τον διακρίνει —δημόσια και ιδιωτικά μέσω email— ότι «εφόσον ασχολούμαι με τη μνήμη, δεν είμαι ιστορικός». Γιατί, ως γνωστόν, η Ιστορία ανήκει αποκλειστικά σε όσους τη διαχειρίζονται ως εργαλείο πολιτικής ορθότητας της εκάστοτε κομματικής τους διαδρομής.

Ένα περιστατικό που δύσκολα ξεχνιέται εκτυλίχθηκε στο Δίστομο, κατά την παρουσίαση ενός βιβλίου μου. Ο τότε τοπικός βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ —και μετέπειτα δήμαρχος Διστόμου— σηκώθηκε και με κατηγόρησε δημοσίως ότι δεν έχω θέση σε έναν μαρτυρικό τόπο, επειδή συνεργάζομαι με Γερμανούς. Μάλιστα, δεν δίστασε να με καταγγείλει για «παραχάραξη της ιστορίας», λες και η ιστορική έρευνα οφείλει να ακολουθεί κομματικές γραμμές.

Ένα άλλο άρθρο σε μεγάλη εφημερίδα, αναφερόταν σε μένα ως «θολοκουλτουριάρα» —μια λέξη-φετίχ για όσους αποστρέφονται τη σύνθετη σκέψη. Και φυσικά, δεν έλειψαν και οι «επιστημονικές» κρίσεις: κάποιοι «επιφανείς» πολιτικοί επιστήμονες θεώρησαν σκόπιμο να χαρακτηρίσουν εμένα και τον Ιάσονα Χανδρινό ως «ατάλαντους φοιτητές» του Χάγκεν Φλάισερ.

Πέρα από την προσωπική στοχοποίηση, τέτοιου είδους επιθέσεις φανερώνουν έναν ευρύτερο φόβο απέναντι σε κάθε απόπειρα να εξεταστεί η ιστορία με πολυδιάστατο και διεθνικό τρόπο. Κυρίως, όμως, αποκαλύπτουν μια βαθιά ριζωμένη ανάγκη να στιγματίζεται όποιος τολμά να αμφισβητήσει την εθνικιστική μονοφωνία. Και βέβαια, στην περίπτωση ημών των γυναικών, ο παράγοντας του φύλου δεν μπορεί να αγνοηθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι η κριτική που δεχόμαστε συχνά περιλαμβάνει χαρακτηρισμούς που αποδομούν όχι μόνο το έργο μας, αλλά και την ίδια μας την ύπαρξη στον ακαδημαϊκό χώρο. Από το «θολοκουλτουριάρα» μέχρι την αμφισβήτηση της επιστημονικής μας επάρκειας ή την παραποίηση ενός επωνύμου, οι επιθέσεις αυτές δεν αφορούν απλώς την ιστοριογραφία, αλλά και την «αποκοτιά» μας να μιλάμε, να γράφουμε, να διεκδικούμε χώρο σε ένα πεδίο όπου κάποιοι θεωρούν ότι δεν ανήκουμε γιατί δεν είμαστε «επαρκείς».

 

Μύθοι και παραναγνώσεις

Τα έθνη λοιπόν ζουν και πεθαίνουν με τους μύθους τους. Κρυφό Σχολειό, Αγία Λαύρα, Παλαιών Πατρών Γερμανός, ο ανύπαρκτος ήρωας Κουκίδης που έπεσε από την Ακρόπολη ενάντια στη ναζιστική θηριωδία και που ο τότε δήμαρχος Αβραμόπουλος μέχρι μνημείο του έστησε. Εντέλει, «κανείς δεν νοιάστηκε τι πραγματικά λέει και τι δεν λέει το βιβλίο», ανέφερε ο Αντώνης Λιάκος. Και από αυτό θα προχωρήσω σε μία ακόμα διαμάχη για ένα άλλο βιβλίο, αυτή τη φορά για το Πολυτεχνείο.

Η διαμάχη γύρω από το βιβλίο Όλη νύχτα εδώ του Ιάσονα Χανδρινού υπήρξε, ίσως, μία από τις πιο έντονες και πολυδιάστατες στην ιστοριογραφία της σύγχρονης Ελλάδας, εκφράζοντας το διαρκές άγος γύρω από την ερμηνεία και τη διδασκαλία της σύγχρονης ιστορίας. Ο Κώστας Λαλιώτης, πρώην υπουργός και αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, υπήρξε από τους πιο ηχηρούς επικριτές του βιβλίου. Στη δημόσια κριτική του, χαρακτήρισε το έργο του Χανδρινού «αναθεωρητικό», αμφισβητώντας την αλήθεια των μαρτυριών που περιλάμβανε και εκφράζοντας ανησυχία για τη μετάλλαξη των ιστορικών γεγονότων σε «μετα-ιστορίες» και «μετα-αλήθειες». Με λόγο έντονο και συχνά καταγγελτικό, ο Λαλιώτης υποστήριξε ότι το βιβλίο εξυπηρετούσε τις επιδιώξεις μιας νέας τάσης αναθεώρησης της σύγχρονης ιστορίας, η οποία επικεντρώνεται στην «ανασκευασμένη» αλήθεια του παρελθόντος, με τον ίδιο να αναφέρεται χαρακτηριστικά σε μια «μετα-ιστορία» που προσπαθεί να βαφτίσει τα παραχάρακτα ψεύδη ως ιστορική αφήγηση: «Από τις ερπύστριες των αρμάτων μάχης, στις ερπύστριες της μετα-αλήθειας και της μετα-ιστορίας» έγραψε, αποκαλώντας νάρκισσο τον Ιάσονα και «επιτήδειο-ουδέτερο».

Η κριτική του βιβλίου προκάλεσε έναν έντονο δημόσιο διάλογο, με πλήθος δημοσιογράφων, ακόμη και επιφανών, να συντάσσονται υπέρ του ιστορικού ρόλου του Λαλιώτη και να στηρίζουν τη θέση του μέσω ενθεμάτων, δημιουργώντας έτσι σημαντική κινητοποίηση. Γνωστός και με κύρος δημοσιογράφος κατέληξε να διακηρύξει ότι ο Χανδρινός έχει μια «εντελώς ανιστόρητη αντίληψη» της συγκεκριμένης πολιτικής περιόδου, η οποία κατά την άποψή του οδηγεί στη «δικαίωση των τανκς». Εντούτοις, ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος υπερασπίστηκε το έργο του Χανδρινού, απορρίπτοντας την κατηγορία του «ανιστόρητου», την οποία χαρακτήρισε ως ένα απλό δημοσιογραφικό «κερασάκι», που, παρόλο που φέρει αξιώσεις αυθεντίας, δεν συμβάλλει ουσιαστικά στην κατανόηση και αξιολόγηση του βιβλίου.

Η δημόσια επίθεση κατά του Χανδρινού συνοδεύτηκε γρήγορα από υποστηρικτικά άρθρα και κριτικές από σημαντικούς παράγοντες της πολιτικής και ακαδημαϊκής σκηνής. Ο Γιώργος Μαργαρίτης, επανερχόμενος στο προσκήνιο, έριξε και πάλι τη σκιά του πάνω στο βιβλίο, επιτιθέμενος, όπως είχε πράξει και στην περίπτωση της Μαρίας Ρεπούση, εστιάζοντας τώρα σε προσωπικές καταγγελίες, αυτή τη φορά εναντίον του Χανδρινού, αποκαλώντας τον «δοσίλογο». Ο Μαργαρίτης, υπογραμμίζοντας τις στενές σχέσεις του Χανδρινού με γερμανικά ιδρύματα και την ακαδημαϊκή του πορεία, χαρακτήρισε το βιβλίο ως προϊόν μιας αναθεωρητικής προσπάθειας. Αντί να ακολουθήσει τις αρχές της ακαδημαϊκής δεοντολογίας, η κριτική του υπέκυψε στον δημοσιογραφικό κιτρινισμό.

Όμως, η μεγαλύτερη αμφισβήτηση ήρθε από την Ένωση Προφορικής Ιστορίας, η οποία έβγαλε δημόσια ανακοίνωση καταγγέλλοντας το βιβλίο και κατηγορώντας τον Χανδρινό ότι παραβιάζει τους βασικούς κανόνες της ιστοριογραφίας. Η σφοδρότητα αυτής της επίθεσης, παρά τις –λιγοστές– διαφωνίες που εκφράστηκαν από άλλους ακαδημαϊκούς, ανέδειξε τη ρήξη που είχε δημιουργηθεί γύρω από την ερμηνεία του Πολυτεχνείου και της σύγχρονης ιστορίας γενικότερα.

Αυτή η διαμάχη δεν περιορίστηκε μόνο στο πεδίο της ακαδημαϊκής κριτικής. Ο Ιάσονας Χανδρινός έζησε αυτή την εμπειρία με εξαιρετική ψυχραιμία, παρά τη συνεχιζόμενη πίεση από τους αγωνιστές του Πολυτεχνείου και τη δημοσιογραφική αναστάτωση. Η σιωπή που επικράτησε στο στενό ακαδημαϊκό περιβάλλον ήταν ηχηρή. Το γεγονός ότι ήταν νέος τον τοποθέτησε σε μια θέση όπου έπρεπε να αντιμετωπίσει την κριτική όχι μόνο για το περιεχόμενο του βιβλίου του, αλλά και για το ποιος ήταν και πώς εντασσόταν στην ευρύτερη ακαδημαϊκή και πολιτική σκηνή.

Η διαμάχη αυτή αναδεικνύει, για άλλη μία φορά, τη δυσχερή θέση του ιστορικού όταν οι ιστορικές ερμηνείες συχνά αλληλοσυγκρούονται με τα εθνικά συμφέροντα και τις πολιτικές ατζέντες. Δεν πρόκειται μόνο για μια αντιπαράθεση γύρω από ένα βιβλίο, αλλά για μια μάχη, ξανά, για την ιστορική μνήμη και το δικαίωμα στην κριτική σκέψη σε μια εποχή που οι λέξεις «αναθεωρητισμός» και «μετα-ιστορία» συχνά χρησιμοποιούνται για να ακυρώσουν τη φωνή όποιου επιθυμεί να αποκαλύψει νέες όψεις της ιστορίας, πέρα από το καθιερωμένο εθνικό αφήγημα.

Με όλα αυτά που αφηγήθηκα, δεν επιθυμώ να φανώ αυτοαναφορική ή εγωίστρια, αλλά να τονίσω τη μοναχικότητα και την ευαλωτότητα του ιστορικού στην εποχή μας, και την κρισιμότητα του να διαφυλάξουμε την δυνατότητα να ερευνάμε και να κατανοούμε την ιστορία με τον δικό μας τρόπο και τα ιστορικά μας εργαλεία, μακριά από πολιτικά ή κοινωνικά συμφέροντα. Η όλη εμπειρία αποτέλεσε για μένα ένα σημαντικό μάθημα για τη θέση του ιστορικού στην κοινωνία, τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει και τις πιέσεις που υφίσταται από διάφορους τομείς, είτε πρόκειται για πολιτικά ή κοινωνικά συμφέροντα είτε για την ανάγκη διατήρησης ενός συγκεκριμένου αφηγήματος γύρω από τα «ιερά και όσια». Και όλα αυτά μέσα από την προσωπική εκδοχή της ιστορίας, που πολλές φορές σφυρηλατείται από τα βιώματα και τις ιδεολογικές επιλογές του καθενός.

Και σίγουρα πολλά επ‘ αυτού έχει να καταθέσει με τον βίο και το έργο της η Μαρία Ρεπούση.

 

[1] Μια πρώτη μορφή αυτού του κειμένου διαβάστηκε στην παρουσίαση του τόμου στο βιβλιοπωλείο Ιανός στην Αθήνα, στις 26 Φεβρουαρίου 2025. Η εκδήλωση είναι προσπελάσιμη: https://www.youtube.com/watch?v=t-gL7abUoig (01.04.2025).

Άννα-Μαρία Δρουμπούκη

Ιστορικός, διδάσκουσα του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Κυκλοφορούν τα βιβλία της: Μνημεία της λήθης. Ίχνη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου στην Ελλάδα και στην Ευρώπη (2014), Μια ατελείωτη διαπραγμάτευση. Η ανασυγκρότηση των ελληνικών εβραϊκών κοινοτήτων και οι γερμανικές αποζημιώσεις, 1945-1961 (2019), Ξημερώνει πάλι στην Αμερική (2021).

1 σχόλιο

Η κα.Γιαννάκου ήταν που έθεσε το βιβλίο στην κρίση της (γενικά συντηρητικής) Ακαδημίας Αθηνών η οποία έδωσε αρνητική άποψη και έτσι μπήκε στη διαδικασία απόσυρσης. Επίσης ενώ σχολιάζονται οι πολιτικές στρατεύσεις των επικριτών δεν βλέπω να αναφέρεται εκείνη της κας.Ρεπούση, ότι δηλαδή προερχόταν από τον Συν-Σύριζα στον οποίο μετά από σύντομο διάλειμμα στη Δημάρ επέστρεψε με τις αλήστου μνήμης "Γέφυρες".
Η διεθνής τάση που όντως ακολουθούσε ήταν της "post-colonial" ιστοριογραφίας η οποία όμως δεν έχει μόνο κάποιο χειραφετητικό χαρακτήρα, συχνά γίνεται όχημα για εισαγωγή ρεβανσιστικών αντιδυτικών αφηγήσεων. Π.χ. από εκεί προέρχεται η επιχειρηματολογία απονομιμοποίησης του κράτους του Ισραήλ ως τάχα "αποικίας" λευκών ευρωπαίων, ενώ και στις ΗΠΑ απ'όπου ξεκίνησε δεν οδήγησε σε συμπερίληψη αλλά αφενός στην προώθηση μιας ξέχωρης αφροαμερικανικής ταυτότητας (εις βάρος της ταυτότητας τους ως μέλη ενός αμερικάνικου έθνους) αφέτερου στην αναβίωση του κλασικού λευκού ρατσισμού του Νότου υπό το πρόσχημα και γι'αυτούς της υπεράσπισης της δικής τους ιδιαίτερης ταυτότητας (βλ. αντιδράσεις για την απόσυρση δημοσίων αγαλμάτων Νοτίων του Εμφυλίου).
Περαιτέρω η κα.Ρεπούση έχει μιλήσει στο ραδιόφωνο της ΕΡΤ το 2022 για πολιτική "εθνοκαθάρσεων" (!) των ρωσόφωνων μειονοτήτων στις μετασοβιετικές δημοκρατίες ως αιτία της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, ομοίως ο κ.Λιάκος απέδιδε στην Αυγή το 2022 τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις του Πούτιν σε καταπίεση των ρωσόφωνων μειονότητων της ανατολικής Ευρώπης. Χρησιμοποιούν δηλαδή το αντι-εθνικιστικό αφήγημα που ακούγεται ωραία και σε καλοπροαίρετους φιλελεύθερους κ.ά. για να ακυρώσουν τον πραγματικά απελευθερωτικό χαρακτήρα της εθνικής συγκρότησης των πρώην υπόδουλων στους Ρώσους εθνοτήτων.

Ι.Νεστορίδης
Ι.Νεστορίδης
26 Ιουλ 2025, 07:07

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.