Σύνδεση συνδρομητών

Δημόσια οικονομία και κράτος επί Καποδίστρια

Τετάρτη, 30 Ιουλίου 2025 11:58
Ο Ιωάννης Καποδίστριας. Γκραβούρα άγνωστου καλλιτέχνη, φυλάσσεται σε ρωσικά αρχεία.
Wikipedia
Ο Ιωάννης Καποδίστριας. Γκραβούρα άγνωστου καλλιτέχνη, φυλάσσεται σε ρωσικά αρχεία.

Επτανησιακός Πατριωτισμός (18ος-19ος αι.). Πρόσωπα, Ιδέες, Θεσμοί και Δράσεις. Επιστημονικό συνέδριο. 12-14 Νοεμβρίου 2021, Αναγνωστική Εταιρία Κερκύρας. Τα πρακτικά θα κυκλοφορήσουν προσεχώς

Επί Καποδίστρια, όντως η κρατική συγκρότηση δεν προχώρησε με δάνεια, βασίστηκε όμως σε εγχώριους πόρους και σε πολύ σημαντικές μη δανειακές εξωτερικές ενισχύσεις.

Στις μέρες μας, το ζήτημα της μετάβασης από το αυτοκρατορικό στο εθνικό κράτος και ο μετασχηματισμός του ελληνικού επαναστατικού κράτους σε εμπεδωμένη κρατική οντότητα έχει συνδυαστεί με νέους ιστοριογραφικούς προβληματισμούς. Η τοποθέτηση της καποδιστριακής περιόδου σε αυτή τη διαδικασία είναι πλατιά αποδεκτή, συνοδεύεται από μια διαδικασία ιστοριογραφικής ανανέωσης και θα έλεγα ότι οι νέες αρχειακές διαθεσιμότητες προσφέρουν ευκαιρίες εμβάθυνσης, σε πολλά επιμέρους ζητήματα αυτής της περιόδου.

Στο συνέδριο Επτανησιακός Πατριωτισμός (18ος-19ος αι.). Πρόσωπα, Ιδέες, Θεσμοί και Δράσεις που διοργάνωσε η Αναγνωστική Εταιρία Κερκύρας (επίκειται η έκδοση των πρακτικών) είχα παρουσιάσει τρεις μεγάλους αδημοσίευτους λογαριασμούς, που αποτυπώνουν –με ενιαίο τρόπο– τα ελληνικά δημόσια οικονομικά της καποδιστριακής περιόδου και την έκταση της κρατικής λειτουργίας. Αυτό που τους καθιστά ξεχωριστούς είναι η γενική τους μορφή, τα πολλά λεπτομερή κονδύλια και ότι καλύπτουν ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα (από τη 10η Φεβρουαρίου του 1828 έως την 30ή Σεπτεμβρίου του 1831). Εδώ, θα συνοψίσω τα κυριότερα σημεία τους, με έμφαση στους πόρους και με επιγραμματικές αναφορές στις δαπάνες.

Οι δαπάνες και τα έσοδα αποτελούν ιδιαίτερα γόνιμες αφετηρίες, όταν προσεγγίζουμε το κράτος και τη συγκρότησή του. Τα έσοδα μάς δίνουν μια ιδέα για τις πηγές των πόρων, για τον τρόπο που αποκτήθηκαν και για τη σχέση του κράτους με τις επιμέρους ομάδες ισχύος, δηλαδή για το βαθμό που η κρατική εξουσία έχει αποκτήσει μια σχετική αυτονομία ως προς τα επιμέρους δίκτυα. Και οι δαπάνες μάς πληροφορούν για το μέγεθος του κράτους και τις λειτουργίες που ασκεί, δηλαδή για τις ανάγκες που επιλέγει να καλύψει.

Ως προς τα έσοδα, εκείνα που αντλήθηκαν από εσωτερικές πηγές ήταν διπλάσια από εκείνα που προήλθαν από τις τρεις «εγγυήτριες δυνάμεις», ως εξής: 53% από τη Γαλλία, 42% από τη Ρωσία και 5% από την Αγγλία. Οι πόροι που έστειλαν αυτές οι δυνάμεις ήταν κυρίως επιχορήγηση (το 89%) και μόνο ένα μικρό μέρος (το 11%) αποτελούσε προκαταβολή ενόψει ενός μελλοντικού δανείου. Η συμβολή της Γαλλίας, ποσό ίσο με 13.496.611,60 γρ., ήταν αμιγώς επιχορήγηση· η συμβολή της Ρωσίας, ποσό ίσο με 10.582.604,60 γρ., ήταν κατά 86,5% επιχορήγηση και κατά 13,5% προκαταβολή· τέλος, η συμβολή της Αγγλίας, ποσό ίσο με 1.384.615,35 γρ., ήταν αποκλειστικά προκαταβολή.

Δεν θα επεκταθώ στους ευρύτερα γνωστούς λόγους της ισχνής συμβολής της Αγγλίας (πολιτικούς αλλά και οικονομικούς, όπως οι αντιδράσεις των ομολογιούχων των δανείων του 1824-25), στο ορόσημο της Ιουλιανής Επανάστασης του 1830 στη Γαλλία (σχετικά με τη μεταστροφή αυτής της δύναμης προς την αντικαποδιστριακή αντιπολίτευση) και στη στάση των τριών Δυνάμεων αναλυτικά. Ας κρατήσουμε όμως ότι όλη η παραπάνω συμβολή, στο σύνολό της, αντιστοιχούσε στο ½ των εγχώριων εσόδων, αποτελούσε το ⅓ των συνολικών εσόδων και είχε κάποια χαρακτηριστικά που, όπως θα δούμε, την καθιστούσαν εξαιρετικά σημαντική. Γι’ αυτό το λόγο θα χρειαστεί να σκεφτούμε αυτή τη συμβολή ως προς τα διάφορα εγχώρια έσοδα.

Στους εγχώριους πόρους ο λόγος άμεσων-έμμεσων εσόδων ήταν, ως τάξη μεγέθους, 2 προς 1 υπέρ των άμεσων. Οι έμμεσοι φόροι είχαν πλέον ένα ορατό μερίδιο στο σύνολο των δημοσίων εσόδων. Διότι, στις νέες συνθήκες, ασκήθηκε καλύτερος έλεγχος από την πλευρά του κράτους στη διακίνηση των αγαθών, αναδιοργανώθηκε το δίκτυο των υφιστάμενων τελωνείων και ιδρύθηκαν νέοι θεσμοί. Η κυβέρνηση, επίσης, κατόρθωσε να πειραματιστεί με την αυτεπιστασία, δηλαδή με την απευθείας συλλογή των έμμεσων φόρων από κρατικούς υπαλλήλους. Επένδυσε δηλαδή σε έναν τέτοιο μηχανισμό, που ως στρατηγική, αποτελεί προοίμιο μιας μετάβασης, η οποία ολοκληρώθηκε μερικές δεκαετίες αργότερα, με την αντιστροφή στης σχέσης άμεσων-έμμεσων φόρων.

Σε ό,τι αφορά τα άμεσα έσοδα, από την άλλη, αυτά ως επί το πλείστον προέρχονταν από παραλλαγές της δεκάτης στην ακαθάριστη παραγωγή των ιδιόκτητων και των εθνικών γαιών και, δευτερευόντως, από άλλες πηγές: μισθώματα εθνικών ακινήτων και εκμεταλλεύσεων, κτηνοτροφικούς φόρους και από τη διαδικασία της νομισματοκοπίας. Αυτό όμως που εδώ έχει σημασία, είναι ότι ο κύριος όγκος αυτών των εσόδων ήταν συνυφασμένος με το σύστημα της φοροενοικίασης και τη μεσολάβηση ενός πλήθους προσώπων.

Χωρίς να επεκταθώ εδώ σε λεπτομέρειες, περιορίζομαι σε μία από τις πτυχές του συγκεκριμένου συστήματος: το βαθμό έγκαιρης ή πλήρους ανταπόκρισης των φοροενοικιαστών στην υποχρέωση να καταβάλλουν σε τακτά διαστήματα τις δόσεις από το ποσό, έναντι του οποίου, το κράτος τούς είχε εκχωρήσει το δικαίωμα να συλλέξουν το φορολογικό προϊόν. Διότι το μεγαλύτερο κονδύλι στο σκέλος των οφειλών προς το κράτος ήταν τα καθυστερούμενα έσοδα, εξαιτίας της παραπάνω διαδικασίας. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστική η δραματική αύξηση των καθυστερήσεων το 1831, τόσο που φωτογραφίζει την κλιμάκωση της πολιτικής κρίσης.

 

68 εκατομμύρια γρόσια

Συνοψίζοντας, το συνολικό ύψος των δαπανών της καποδιστριακής περιόδου έφτασε τα 68 εκατ. γρόσια. Αυτό το ποσό δεν στάθηκε δυνατό να εξοφληθεί στο σύνολό του, αλλά ποιο κράτος σε συνθήκες πολέμου ή αμέσως μετά απ’ αυτόν μπορεί να αποφύγει τα ελλείμματα; Μπορεί να καλύφθηκαν τα ⅘ των δαπανών που είχαν αναληφθεί, επειδή ένα μέρος των εγχώριων εσόδων δεν κατέστη εφικτό να εισπραχθούν και επειδή περιορίστηκαν οι εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης, μολοντούτο η προηγούμενη επίδοση δεν ήταν χαμηλή.

Είδαμε, λοιπόν, ορισμένα γενικά μεγέθη για τα έσοδα και τις πηγές τους και ότι ο έλεγχός τους από το κράτος δεν ήταν ομοιογενής. Έτσι, καθίσταται σαφές πού έγκειται η σπουδαιότητα των γαλλικών, των ρωσικών και των αγγλικών πόρων· διότι, ήταν κεντρικά ελεγχόμενοι και, ως τέτοιοι, αποτέλεσαν για ένα μεγάλο διάστημα μια σοβαρή πηγή ενίσχυσης της κρατικής λειτουργίας (εξίσου σημαντικό για τις εξελίξεις ήταν και το κλείσιμο αυτής της πηγής από το δεύτερο μισό του 1830, ας λάβουμε όμως υπόψη ότι το κράτος και η κυβέρνηση δεν είναι το ίδιο «πράγμα»). Η ιδέα, επομένως, ότι η καποδιστριακή διακυβέρνηση αποτελεί ένα παράδειγμα συγκρότησης κράτους χωρίς τη χρήση εξωτερικών πόρων, αντίθετο από το οθωνικό, είναι δικαιολογημένη, μόνο στην περίπτωση που η οπτική μας περιορίζεται στα δάνεια και παραβλέπει την οικονομική βοήθεια από το εξωτερικό. Διότι, πράγματι, επί Καποδίστρια, η κρατική συγκρότηση δεν προχώρησε με δάνεια, βασίστηκε όμως σε εγχώριους πόρους και σε πολύ σημαντικές μη δανειακές εξωτερικές ενισχύσεις.

Σίμος Μποζίκης

Μέλος ΕΔΙΠ με αντικείμενο Κράτος, Οικονομία και Κοινωνία στη Νεότερη Ελλάδα του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Κυκλοφορεί το βιβλίο του, Ελληνική Επανάσταση και Δημόσια Οικονομία: Η συγκρότηση του ελληνικού εθνικού κράτους 1821-1832 (2020). Υπό έκδοση: Χρήμα, χρέος, κράτος. Νόμισμα, πίστη και εξουσία στην Ελλάδα, 1821-1833.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.