Γεννήθηκα στα μέσα της δεκαετίας του ογδόντα, μεγάλωσα στο τέλος της νεωτερικότητας, της τέχνης, των μεγάλων αφηγήσεων, η ζωή μου ήταν ήδη μεταθανάτια, καθορισμένη από μια σειρά προθεμάτων.
Η Κλαούντια Ντουραστάντι είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Παιδί της Basilicata, του φτωχού ιταλικού Νότου, αλλά γεννημένη σε ιταλική γειτονιά της Νέας Υόρκης. Παιδί αντισυμβατικών, το λιγότερο, γονιών, αλλά διαφορετικών εναλλακτικών δρόμων. CODA (παιδί κωφών γονέων) που δεν έμαθε ποτέ τη νοηματική γλώσσα. Κάτοικος Ρώμης, κάτοικος Λονδίνου, συγγραφέας, μεταφράστρια. Γεννήθηκε ουσιαστικά μεταφράστρια: ο τρόπος με τον οποίο η ίδια αντιλαμβάνεται τον ήχο, ο «κανονικός», δεν είναι ο τρόπος των γονιών της – πρέπει να επικοινωνήσει μαζί τους σε μια διαφορετική, παραστατική γλώσσα, πρέπει να κατανοήσει τον δικό τους αυτοπροσδιορισμό ως ατόμων πρώτα και μετά ως γονέων. Γεννήθηκε Ξένη. Είναι μέρος μιας μειονότητας (στη εθνότητα και τη συμπεριφορά) στην Αμερική, είναι η κόρη της πάσχουσας, της Άλλης, στην Basilicata. Ανήκει σε μια κοινωνική τάξη, ακόμη κι αν δεν την έχει συνειδητοποιήσει.
Η αλήθεια των αναμνήσεων
Η Ξένη είναι ένα είδος αυτοβιογραφίας της συγγραφέα, μια αποστραγγισμένη από συναίσθημα, θραυσματική, σχεδόν ανθρωπολογικών όρων αναφορά σε όσα τη σχηματίζουν, σε όσα ακόμη τη διαμορφώνουν. Αλλά ποια είναι η αλήθεια των αναμνήσεων που συνθέτουν μια αυτοβιογραφία; Τι είναι το σημαντικό; Πώς το έχει φιλτράρει, πώς το έχει μυθοποιήσει, πώς το έχει απωθήσει το θυμικό μας; Η αυτοβιογραφία ήδη ξεκινά με δυο αντικρουόμενες αφηγήσεις του ίδιου περιστατικού, του πώς συναντήθηκαν οι γονείς της, δυο κωφοί νέοι:
Η ιστορία μιας οικογένειας μοιάζει περισσότερο με τοπογραφικό χάρτη παρά με μυθιστόρημα, και μια βιογραφία είναι το άθροισμα όλων των γεωλογικών εποχών που έχει διανύσει κανείς. Το να γράψεις για τον εαυτό σου σημαίνει να θυμηθείς ότι γεννήθηκες με θυμό και ήσουν μια πυκνή και συνεχής ροή λάβας, πριν η κρούστα σου σκληρύνει και ραγίσει ώστε να επιτρέψει να αναδυθεί ένα είδος αγάπης, ή πριν η άχρηστη δύναμη της συγχώρεσης έρθει για να εξομαλύνει και να ισοπεδώσει κάθε σου κοιλότητα. Το να ξαναδιαβάσεις όσα έγραψες για τον εαυτό σου σημαίνει... να αναγνωρίσεις κάθε στρώμα από το οποίο αποτελείσαι: τους κρυστάλλους της χαράς ή της μοναξιάς στο βάθος, τα αποτελέσματα μιας μνήμης που έχει εξατμιστεί, όλα όσα έχουν εκσκαφεί και στη συνέχεια σ’ έχουν κατακλύσει, κι αυτό για να συνειδητοποιήσεις ότι δεν είναι αλήθεια πως ο χρόνος θεραπεύει: υπάρχει ένα ρήγμα που δεν θα γεμίσει ποτέ. Το μόνο πράγμα που κάνει ο χρόνος είναι να φέρει σκόνη και ζιζάνια, έτσι ώστε αυτή η ρωγμή να καλυφθεί μέχρι να γίνει ένα διαφορετικό τοπίο, μακρινό, σχεδόν παραμυθένιο…
Οι γονείς της Ντουραστάντι δεν επέλεξαν να είναι συμβατικοί στο πλαίσιο στο οποίο τοποθετήθηκαν από την αναπηρία τους. Η αφήγησή της δεν τους βάζει καν σε τέτοιο πλαίσιο, δεν αρνείται όμως να μυθολογήσει αυτό το παράταιρο ζευγάρι: από τη μια ο κωφός τυχοδιώκτης που μπορεί να γίνει βίαιος (στα 16 της, στην αναμονή ενός διστακτικού φλερτ, η Ντουραστάντι συνειδητοποιεί ότι ένα επεισόδιο ομηρίας της υπόλοιπης οικογένειας από τον πατέρα της, κυριολεκτικά με το μαχαίρι στον λαιμό, είναι κάτι που έχει σημαδέψει εφηβείες ξένων και κάτι που η ίδια είχε επιλέξει να αποχρωματίσει, να αρνηθεί). Από την άλλη, η καλλιτεχνίζουσα κωφή μητέρα αναλώνεται σε περιπάτους, σε απουσίες, στους δικούς της κώδικες – μόνο η έλευση του διαδικτύου, όπου ο ήχος μπορεί να είναι περιττός στην επικοινωνία, θα κάνει τη μητέρα λειτουργική σε ένα κοινωνικό πλαίσιο, αν κι εκεί θα εισέλθει με τους δικούς της όρους, με το δικό της λεξιλόγιο. Δυο ανεύθυνοι άνθρωποι, αλλά εντέλει δυο «δικοί της», μια τελεολογία που, κυριολεκτικά, τη γέννησε:
Όταν σκέφτομαι τις ομοιότητες μεταξύ των γονιών μου, και οι δύο απομονωμένοι εκείνα τα μελαγχολικά και γεμάτα οργή απογεύματα της εφηβείας τους, υπολογίζω την πιθανότητα η συνάντηση δύο ανθρώπων να μην έχει να κάνει με τη μοίρα αλλά με έναν βιολογικό χάρτη που αποκαλύπτεται καθώς ο ένας ερωτεύεται τον άλλον και αποδεικνύεται ότι υπάρχει μια πρωτόγονη νοημοσύνη που κυβερνά το σώμα μας και απελευθερώνει στοιχειώδη σωματίδια στον αέρα πριν καν συναντηθούμε, έτσι ώστε να διασχίσουν πόλεις, τσιμεντένιους τοίχους και ιστούς του δέρματος για να έρθουν σε επαφή με παρόμοιες ουσίες και να αναπτύξουν μια μορφή κοινής αντίστασης, μιαν άμυνα απέναντι στις αδικίες του κόσμου [...] κάποια παράξενη δόνηση στον αέρα, ένας αόρατος συναγερμός που καλούσε σε επιβίωση.
Σε μικρή ηλικία η μητέρα θα πάρει τα παιδιά της από την Αμερική (όπου όμως τα παιδιά θα επιστρέφουν τα καλοκαίρια, παππούς και γιαγιά και θείοι παραμένουν εκεί – εκεί, άλλωστε, η Ντουραστάντι θα ζήσει την «απρόσμενη επιδημία μελαγχολίας» της ιταλικής κοινότητας το καλοκαίρι του 1994, όταν ο Ρομπέρτο Μπάτζιο θα αστοχήσεi σε ένα τελευταίο πέναλτι στον τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου ποδοσφαίρου μεταξύ Ιταλίας και Βραζιλίας) και θα επιστρέψει στην Μπασιλικάτα – «εγώ ερχόμουν από την άσφαλτο, ενώ σ» εκείνο το χωριό υπήρχαν μόνο πέτρες». Το χωριό είναι το Γκαλίτσο (Gallicchio), το όνομά του μπορεί να προέρχεται από το gallus ictus, σαν τον θυρεό της κοινότητας με τον τοξοβόλο κόκορα, ή μπορεί να είναι ελληνικής ρίζας, «καλοί οίκοι» ή «άλλοι οίκοι». Κάτοικοι 762. To Αλιάνο του Κάρλο Λέβι στο Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι είναι λιγότερο από είκοσι χιλιόμετρα δυτικότερα. Η Ντουραστάντι συνειδητοποιεί μεγαλώνοντας ότι και οι τόποι, όχι μόνο οι μνήμες, έχουν μυθολογία. Η καταγωγή της προκαλεί αυτοματισμούς για τις περιγραφές του Λέβι, την αναγκάζει έτσι να διευκρινίζει ότι, όχι, δεν τριγυρνάνε πλέον με μουλάρια και δεν ρίχνουν αίμα περιόδου στον καφέ κάποιου άτυχου θύματος για να τον κάνουν να τις ερωτευτεί. Οι τόποι ορισμένες φορές έχουν γοητεία που η καθημερινή τριβή εξασθενίζει: οι ξερότοποι της Μπασιλικάτα είναι ίδιοι με αυτούς που θέλεις να εξαφανιστείς μέσα τους σε ταινία του Τέρενς Μάλικ, αλλά δεν είναι το ίδιο τώρα που περνάς δίπλα τους κάθε πρωί και τους βλέπεις από το παράθυρο του λεωφορείου με το οποίο πας στο λύκειο.
Η Ντουραστάντι μεγαλώνει χωρίς σταθερές, πλην του μεγάλου της αδερφού. Βρίσκει σταθερές στα βιβλία κάθε είδους:
Ο Μίκυ Μάους ήταν εκεί για να μου διδάξει ιταλικά και να μου δώσει ένα πλούσιο λεξιλόγιο, δεν θα είχα μάθει να χρησιμοποιώ διαφορετικά τις λέξεις «ξεκαρδιστικός» και «πλακατζής», ενώ τα ρομαντικά μυθιστορήματα μου κληροδότησαν λέξεις όπως «σπαραγμός» και «φθίση».
Τα παιδικά της χρόνια είναι γεμάτα περιστατικά που υπό άλλες συνθήκες θα κατέληγαν στις υπηρεσίες πρόνοιας, αλλά για την ίδια είναι απλά απόπειρες να γνωρίσει τον κόσμο, «χειρονομίες που έχουμε την αίσθηση ότι δεν μας ανήκουν, ριψοκίνδυνες αποφάσεις που μας καθορίζουν σε όλη μας τη ζωή, μέχρι να συνειδητοποιήσουμε ότι ήταν δικές μας από την αρχή, ότι τις ελέγχαμε και μας ανήκαν. Δεν ήταν τυχαίες, αλλά μεταφράσεις μιας εσωτερικής γλώσσας. Αν τις αποκηρύξαμε και τις μπερδέψαμε με κάτι άγνωστο για εμάς, είναι απλά επειδή τις έχουμε παρερμηνεύσει». Στην ενηλικίωση θα αναζητήσει σταθερές σε τόπους που θα την κάνουν να μη νιώθει Ξένη, σε γλώσσες και επικοινωνίες που θα αναδίδουν κοινότητα και όχι ιδιαιτερότητα.
Αλλά οι σταθερές δεν είναι εύκολες σε έναν μετα-κόσμο, όπου οι ιστορίες έχουν ειπωθεί, οι ιδεολογίες έχουν ομοιογενοποιηθεί («Δεν βλέπεις πού βρίσκεσαι; Είσαι στην μεσαία τάξη, όπως όλοι μας», θα της πούνε), η έννοια του ανήκειν τελεί υπό αμφισβήτηση: «ανήκουμε όλοι σε μια τάξη που μεταμφιέζεται σε κάτι άλλο» – όλο αυτό τρέφει την κυνικότητα της γραφής της Ντουραστάντι: «την ενσυναίσθηση την απέβαλα, και τώρα έχω υπηκοότητα». Το ότι θα ζήσει το Brexit εκ των έσω, ένα παράξενο έσω βέβαια, επιτείνει την αίσθηση: «μετά το Brexit, οι εκπατρισμένοι έχουν γίνει μετανάστες όπως οι άλλοι, κάποιοι φαντάζονται τους εαυτούς τους απάτριδες, εξόριστους, για να αισθανόμαστε πιο άνετα αποκαλούμε τους εαυτούς μας ξένους». Καταφύγιο και αναφορά, αναπόφευκτα ο Καμύ και ο δικός του Ξένος, «με τα εξεγερμένα φαντάσματα να του κάνουν παρέα», αλλά και η Ξένη (Cudzoziemka) της Μάρια Κουντσεβιτσόβα[1], μια Ξένη αγέρωχη πάντα στις απογοητεύσεις της, ηρωίδα μιας Ξένης που έζησε και έγραψε μέσα στις αλλεπάλληλες μεταβολές ταυτότητας της Ανατολικής Ευρώπης του 20ού αιώνα.
Και σταθερές εντέλει μπορεί να είναι η αγάπη και μόνο: «αυτό ήταν η αγάπη, μια λάμψη στο σκοτάδι, ένα άτομο που μπορείς να καλέσεις κατά τη διάρκεια μιας καταστροφής ή ενός πραξικοπήματος», «δεν είναι υπέροχο να μπορείς ν’ αγκαλιάζεις κάποιον;», η ανάγκη να σφιχτείς πάνω σε κάποιον σα να είσαι ορφανό, η ανάγκη να μιλάνε όλα για την αγάπη (μα δεν συμβαίνει, όπως της σημειώνει ο σύντροφός της όταν θα διαφωνήσουν για το νόημα του “Dance me to the end of love” του Λέοναρντ Κοέν).
Ό,τι τη διαμόρφωσε
Είναι το ύφος, πέρα από την αφήγηση, είναι και οι κώδικες που συναντούν κάποιους αναγνώστες σαν τον γράφοντα. Σε συνέντευξή της στο Paris Review[2] αναφέρει ότι αυτός ο γλυκόπικρος κι αποστασιοποιημένος τόνος είναι βασισμένος στο Fierce Attachments: A Memoir της Vivian Gornick, για τη δύσκολη σχέση με τη δική της μητέρα. Περισσότερο είναι ίσως τα ημερολόγια που μαζί τους έζησε: η ζωή της λοξοδρόμησε, λέει, εξαιτίας του ημερολογίου της μητέρας της, αλλά και αυτού της Λόρα Πάλμερ, της τηλεοπτικής ηρωίδας του Twin Peaks του Ντέιβιντ Λιντς, και αυτού του Μπρόνισλαβ Μαλινόφσκι, του πατέρα της σύγχρονης ανθρωπολογίας, αργότερα αποκαθηλωμένου. Ένα τέτοιο ημερολόγιο επιθυμεί να αφήσει κι αυτή επειδή άκουσε από έναν καθηγητή της ότι «η πραγματική αυτοκτονία δεν είναι να πεθάνει κανείς, αλλά να κάψει τα ημερολόγιά του».
Όσο για τους κώδικες, είναι οι αναφορές σε πράγματα της σύγχρονης κουλτούρας που τη σημάδεψαν με κάποιον τρόπο, δίσκοι, ταινίες, πρόσωπα, γεγονότα, που δεν τα χρησιμοποιεί για να φτιάξει χρώμα και να δηλώσει ανήκουσα. Αντίθετα είναι οργανικά κομμάτια μιας ενηλικίωσης, μιας ζωής, είναι κι αυτά θραύσματα που συνθέτουν: είναι η ταινία/τοιχογραφία Master του Πολ Τόμας Άντερσον, με τον Χοακίν Φίνιξ ως έναν μεταπολεμικό ξένο, ένα χαμένο κορμί που θα μπλέξει στην παραθρησκευτική οργάνωση του Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν. H ταινία Stand by Me (Στάσου πλάι μου) από την ιστορία του Στίβεν Κινγκ για μια παιδική παρέα/φιλία/συμμετρία και απώλεια («ένα από τα πλεονεκτήματα της μοναξιάς, δεν υπάρχουν συμμετρίες για να ξαναφτιαχτούν»), η παρακολούθηση της ταινίας Δράκουλας του Φράνσις Φορντ Κόπολα με την πρωταγωνίστρια Γουινόνα Ράιντερ να γίνεται έμπνευση για να γράψει η Ντουραστάντι τις πρώτες της ιστορίες, γεμάτες από ατίθασες, διεφθαρμένες συζύγους, χλωμές όπως η Γουινόνα, αλλά και να αποπειραθεί σε μια πρώτη κοινή πράξη να δει την ταινία μαζί με ένα αγόρι που της άρεσε (το πρώτο που της μίλησε στο σχολείο και της πρόσφερε μπισκότο σπάζοντας τα μάγια της μοναξιάς της). Το κούρεμα της ανήλικης Νάταλι Πόρτμαν στο Leon του Λυκ Μπεσόν, στο ταίριασμα της ορφανής με τον επαγγελματία δολοφόνο της διπλανής πόρτας. Τα Μαθήματα πιάνου, η ταινία της Τζέιν Κάμπιον, επειδή δημιουργούσε αυτές τις παρανοήσεις ότι «η αναπηρία πρέπει να είναι ερωτική, ή ιδιαίτερη, για να έχει δικαίωμα σε μια ζωή με βυθισμένα πιάνα και επιβλητικά σάουντρακ». Η αναφορά στο Automatic for the People, τον δίσκο των R.E.M. («η εποχή που πιστεύεις ότι ένας δίσκος θα σε κάνει διαφορετικό άνθρωπο»). Το τραγούδι “Missing” των Εverything but the Girl να ακούγεται στο βάθος ενώ περιμένει στην ουρά στα συγκρουόμενα και κάπου εκεί είναι ένα αγόρι που της αρέσει αλλά κάθε χρόνο μοιάζει να γίνεται χειρότερο. Η αλλιώτικη καθηγήτρια που έμοιαζε με την τραγουδίστρια Hope Sandoval των Mazzy Star. Η γνωριμία με την Πάτι Σμιθ και τον Μπομπ Ντύλαν μέσω των στίχων, επειδή για τη μητέρα της οι στίχοι είχαν σημασία, όχι η μουσική προφανώς. Αλλά και η λόγια Τζόαν Ντίντιον, να σου υπενθυμίζει ότι για την Ντουραστάντι ο λόγος είναι που προηγείται των πάντων: όταν αναφέρεται στην ταινία Πανικός στο Νιντλ Πάρκ, αναφέρεται σε μια ταινία από ένα σενάριο της Τζόαν Ντίντιον – οι υπόλοιποι, εύκολοι ίσως δέσμιοι της εικόνας, θα αναφερθούμε σε εκείνη την ταινία που πρωταγωνιστούσε ο Αλ Πατσίνο αμέσως πριν γίνει διάσημος.
Δεν ξέρω αν συνεχίζει να νιώθει Ξένη η Ντουραστάντι. Μεσολάβησε, από το 2019 που κυκλοφόρησε στην Ιταλία η Ξένη, και η πανδημία που μπορεί να συντήρησε αισθήματα μη-ανήκειν. Με τη γραφή της πολλοί αισθάνθηκαν λιγότερο ξένοι όμως.
Ξένος είναι μια όμορφη λέξη, αν κανείς δεν σε αναγκάζει να γίνεις. Κατά τα άλλα, είναι απλώς συνώνυμο ενός ακρωτηριασμού…
[1] Μάρια Κουσεβιντσόβα (1895-1989). Πολωνή συγγραφέας. Η Ξένη, γραμμένη το 1936, είναι το δημοφιλέστερο μυθιστόρημά της.
[2] “A Formal Feeling: A Conversation with Claudia Durastanti”, συνέντευξη στη Mia Colleran, 28 Ιανουαρίου 2022, https://www.theparisreview.org/blog/2022/01/28/a-formal-feeling-a-conversation-with-claudia-durastanti.