Έζησε ογδόντα χρόνια μακριά από τον γενέθλιο τόπο του, από το 1945 ώς το τέλος, και, ωστόσο, διόλου παράξενο αυτό, ποτέ δεν τον αποχωρίστηκε.[2] Στο εγκυκλοπαιδικό λήμμα για την Νεμέρτσκα δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο («Ο ποιητής κύριοι περισσεύει»). Ας ξεκινήσουμε από εκεί, από τους ορεινούς όγκους των μοναχικών ποιητών. Η περιγραφή είναι του ποιητή, από την πρώτη μας συνάντηση, πριν από δέκα χρόνια, στον Υμηττό.
Το δίκορφο όρος Νεμέρτσκα, στην Ήπειρο, υψώνει τη μία κορφή του, κοντά ώς τα 2.200 μέτρα, στη βόρεια πλευρά του Πωγωνίου και την άλλη, με την ονομασία Στρακαβέτσι ή Παπίγκι, ύψους περίπου 2.500 μέτρων, στην αλβανική πλευρά. Με τον τρόπο του το όνομα Νεμέρτσκα καταργεί τα εθνικά, γλωσσικά και ιστορικά σύνορα (ας θυμηθούμε ανάλογα: Μιτσικέλι, Σμόλικας, Μουργκάνα, Καϊμάκ-Τσαλάν). Όνομα γεωφυσικό, γεμάτο πέτρα και χορτάρι. Μπορείς, λ.χ., να ξεκινήσεις την ιστορική ανάβαση στο βουνό απ᾿ το χωριό Κακόλακκος, στην πλατεία του οποίου έχει τοποθετηθεί η προτομή του Μάρκου Μπότσαρη που έδρασε στην περιοχή. Νοτιότερα είναι ο Δρίσκος του Λορέντζου Μαβίλη, η άλλη Πίνδος του Διπλού βιβλίου του Δ. Χατζή και της μεθοριακής γραμμής ανάμεσα στη ζωή και τον Άδη, στον Καλαμά και Αχέροντα του Χριστόφορου Μηλιώνη. Κι εδώ η μορφή και έννοια του «διπλού», από το δίκρανο βουνό στα διασταυρούμενα νερά, από την αμφίσημη, ή πολύσημη, Νεμέρτσκα του ποιητή ώς τον βαθιά διχασμένο κόσμο του «Σκουρογιάννη πλάι στην τελευταία αρκούδα της Πίνδου». Λημέρι κλέφτικο και προσφιλής προορισμός (όπως λέμε σήμερα) ορειβατικών ομάδων∙ αγροτοποιμενικό τοπίο εγκαταλελειμμένο εν όψει των νέων τρόπων ζωής, του οδοιπορικού προς το άστυ. Σκεφτόμαστε ότι το 1961 θεριεύει η απαλλοτρίωση της «αυλής των θαυμάτων». Η πόλη παραδίδεται στον ευκαιριακό εργολάβο και όχι στο οικιστικό όραμα (αναφέρω ενδεικτικά) του Πικιώνη, του Κωνσταντινίδη. Οι νέες τεχνικές προσαρμογές πλήττουν αμέσως τη γλώσσα, τις ιδιολέκτους, τα ποικίλματα, τα συναρτημένα με τις αντηχήσεις στα βουνά και στα νερά φωνήματα. Η νέα εργαλειακή γλώσσα όχι μόνο δεν διαθέτει ρίζες για να συντηρηθεί και αναπτυχθεί, αλλά χλευάζει από αιδώ και τύψεις το αγροτοποιμενικό παρελθόν της. Είναι τότε που η Νεμέρτσκα αποκαλύπτει τον αληθινό της όγκο, την αγεωγράφητη στην ιστορία των ανθρώπων έκτασή της που φθάνει ώς την αφαίρεση, την απώλεια της υλικότητας, τη μετατόπιση σε μιαν αρκαδική ουτοπική ποιητική χώρα. Εκεί αναδύονται οι πέτρινοι όγκοι, τα λευκασμένα οστά των προγόνων, των κλεφτών, των ανταρτών∙ λέξεις-κελαηδίσματα: «μανούσια», «περγουλιά», «μπουχαρί», τσιομερώνω», «ηνί», «χράμι», «μασιά», «μπουραζάνα», «ασημοζούναρο». Στο ιδεατό αυτό γλωσσάρι, κομμάτι του οντολογικού λεξικού μας, οι λέξεις δεν ερμηνεύονται έξω από τα κύρια ονόματα, τα βαφτιστικά των ανθρώπων, και τα τοπωνύμια, που τις κράτησαν, τους έδωσαν ψυχή και τις έφεραν ώς εδώ. Με το αμύθητο πραγματολογικό και συναισθηματικό τους φορτίο, αφήνονται πλέον στην παγερή μοναξιά και τη σιωπή του χρόνου, σαν οστά κεκοιμημένων, αυτές που είναι πλάσματα οργώδη, καρπερά, εύχυμα, βαθύκολπα. Δει δη χρημάτων και ουχί λέξεων στη νέα πόλη, στη νέα περιφέρεια, στον νέο γήλοφο του άστεως. Ο ορθολογισμός εξορίζει το άχρηστον, το «μη παραδεδεγμένης χρησιμότητος», ή το εκθέτει σε μουσείο. Τώρα, στη νέα Μητρόπολη του λόγου, γράφει ο Πορφύρης,
[σ]ιγά σιγά όλα άλλαξαν ανεπαισθήτως οι επιγραφές
Ξενόγλωσσες ο Θωμάς Τομ ο Σπύρος Spirus το
Μπακάλικο Supermarket ο φούρνος Bakery το
Κομμωτήριο της Κατινίτσας Salon de coiffure κι η
παλιά παρέα η Σία C.I.A. του κερατά.
(«Η φωτογραφία», Νεμέρτσκα, 2013, 288).
Ποίηση του νόστου. Οι προβληματισμοί συγκροτούν κυρίως ζητήματα που έθεσε η γενιά του, στην εποχή του μεταπολέμου, επειδή ο ποιητής βρέθηκε στο μεταίχμιο μεγάλων αλλαγών, μάλλον ανατροπών, και ενώ παράλληλα είχε να αντιμετωπίσει ισχυρούς προγόνους, με τελευταίους τους ποιητές της Γενιάς του Τριάντα: Παράδοση και μοντερνικότητα, ελληνικό και αλλότριο ή οθνείο. Όσο προχωρούμε στον καινούργιο αιώνα κι αφού εξαντλήσουμε, κατά δύναμη, την τεράστια βιβλιογραφία, θα διαπιστώνουμε ίσως ότι τα διλήμματα είναι πλαστά, όπως συμβαίνει με κάθε μανιχαϊστική, προσφιλή πάντοτε σε κριτικούς και αναλυτές, πόλωση. Στο εξαίσιο -ιερή σύνοψη της ανθρώπινης τραγωδίας- πολύστιχο ποίημα-παραλογή με τίτλο «Παλιά μουσική» συναντιούνται ο δημοτικός στίχος, το κλαρίνο και «ο γερο-Πάουντ».
Ο Ανδρέας Εμπειρίκος δεν είναι κατ’ ανάγκην περισσότερο μοντέρνος από τον Κώστα Καρυωτάκη, και ο Νικήτας Ράντος δεν θέτει στο περιθώριο τον Ρώμο Φιλύρα. Αλλά και το «αλλότριο» ποίημα συμβαδίζει συχνά, στο ύφος και την τεχνική, με το «εθνικό». Μεταπολεμικοί Γερμανοί ποιητές, ιδιαίτερα πληγωμένοι από το τερατώδες πρόσωπο που έδειξε η χώρα τους, για την κακομεταχείριση της γλώσσας τους, την προσβολή του Μπαχ, του Γκαίτε, του Σίλλερ, του Χαίλντερλιν, έγραψαν ολιγόστιχα ποιήματα για τη μνήμη, σαν ανάσα ασθματική, κατά της γλωσσικής αλλοτρίωσης, της λατρείας της μηχανής, για τον τρόμο του αγριμιού στο απειλούμενο δάσος. Διαβάζω ένα «αλλότριο» ποίημα του Γκύντερ Κούνερτ (Günther Kunert, 1929-2019):
Οι μανάδες φώναζαν το βράδυ
τα παιδιά στο σπίτι. Ώσπου δεν υπήρχε
πια κανένα σπίτι, καμιά φωνή και
λέξη καμία.
Μόνο το φως ήταν γνώστης καλός,
όμως άφησε κι αυτό τη μαρτυρία
να τη ληστέψει το σκοτάδι.
(«Σύντομη εκδοχή της παγκόσμιας ιστορίας»)
Αντλείται από τον κύκλο Παράλληλη κληροδοσία που κυκλοφόρησε ταυτόχρονα με την Νεμέρτσκα, το 2013. Καταπλήσσουν οι ετερόκλιτες συναντήσεις στο μέγα πανδοχείο της Νεμέρτσκας: ο Ζιλμπέρ-Μπεκώ και ο Σοστακόβιτς, ο Βιβάλντι και ο Τάσος Χαλκιάς, ο Νίνο Ρότα και ο Ντβόρζακ, τα «λαλίστατα σύννεφα <των> στρουθίων» και η «φωνή της Μάκω Σιούλαινας».[3]
Σε αυτά τα χρόνια της υπαρξιστικής μοναξιάς, συντροφιά με την παρηγορητική ποίηση, στο άνυδρο τοπίο του ταριχευμένου σταυραϊτού, στον αντίποδα του γενέθλιου τόπου, ο αφηγητής-ποιητής παραχώρησε μόνο λίγες αράδες, κι αυτές απαξιωτικές, διατηρώντας πεισματικά ανόθευτες τις εικόνες της παιδικής του Εδέμ, τότε που «χρύσιζε ο καρπός καθώς λιχνίζονταν στ᾿ αλώνι», ενώ τώρα:
[…] με τον Ιβάν – το σκύλο μου – στον
Πρωινό μας περίπατο ολόκληρες φραντζόλες πεταμένες στο δρόμο
–Από όμορφα σπίτια με λουλουδιασμένα μπαλκόνια και βραχνια-
σμένα σκυλοτράγουδα – το άλφα και το ωμέγα της διατροφής μας
Στο δρόμο το σώμα του Χριστούλη πεταμένο στο δρόμο.
(«Το ψωμί / Εν έτει χιλιοστώ εννεακοσιοστώ ενενηκοστώ ογδόω», ό.π., 179)
Κι ακόμη:
Ολόκληρη η χώρα ένας απέραντος χαλές στη διάθεση των ηττημένων
Του δεύτερου παγκόσμιου στήνουν supermarkets όπως
βομβάρδισαν πολιτείες
Τα κορίτσια μας réceptionnistes στα ξενοδοχεία τους κι ο άνεμος που τους
Ανακάτευε τα μαλλιά απαρηγόρητος […].
(«Όπως-Όπως», ό.π., 249)
Δύο παράλληλοι πεζογραφικοί κύκλοι
Δύο παράλληλα πεζογραφικά έργα, Η Δοντάγρια (διηγήματα, Σοκόλης, 2006) και Τα Σπίτια (πεζογραφήματα, Πανοπτικόν, 2013), δεν έχουν σχέση παραπληρωματική με τα ποιήματα∙ το αντίθετο, εντάσσονται οργανικά στην ενδοχώρα της Νεμέρτσκας. Πέρα από τις αφηγηματικές αρετές είναι πολύτιμα για έναν ακόμη λόγο: προσγειώνουν με ασφάλεια τον επί δεκαετίες μετέωρο πάνω από την παιδική του Εδέμ αφηγητή στη νέα πραγματικότητα, όπου έμελλε, ή αποφάσισε, να ζήσει στο εξής και να ριζώσει. Τι ήταν τότε, το 1945, και ιδίως μετά τα δεκεμβριανά, η δεύτερη, ας την πούμε έτσι, ως είθισται, πατρίδα του; Ένα φάντασμα πόλης που έριχνε στο κοινό χωνευτήρι και στον ασβέστη τους σκελετωμένους νεκρούς, με εκατοντάδες ορφανά και πεινασμένα παιδιά στους δρόμους, με κατοικίες-παραπήγματα του ενός ή δύο δωματίων και την κοινόχρηστη αυλή∙ που γύρευε, με δέλεαρ την αντιπαροχή και με γνώμονα την πρακτική οικιστική λογική, να ψηλώσει, εν ανάγκη θυσιάζοντας και το νεοκλασικό της πρόσωπο, προκειμένου να απορροφήσει το μεγάλο ρεύμα της εσωτερικής μετανάστευσης. Είναι μια πόλη εν τη γενέσει, υβριδική ως προς τη γλώσσα και την αισθητική. Ο αφηγητής της Νεμέρτσκας βλέπει για πρώτη φορά τον γενέθλιο χώρο του από μια ξένη, αλλόκοτη ίσως, εστία, κάποτε εχθρική, ωστόσο πολύτιμη, επειδή επιβάλλει στη μνήμη να αναδυθεί εντονότερα και μάλιστα παρηγορητικά. Η γενέτειρα δεν έχει πλέον ζωή, μόνο μνήμη.[4] Στο εξής θα ζήσει μέσα στις αφηγήσεις, στους στίχους, στη διατήρηση των παραδόσεων.[5] Ο ίδιος ο αφηγητής γίνεται ο ζωντανός φορέας της στη μητρόπολη του νέου λόγου, των νέων ρυθμών και συναναστροφών. Αισθάνεται αλληλέγγυος με όλους τους περιπλανώμενους της ιστορίας, που αναζητούν πατρίδα. Ανεπαίσθητα, ίσως, γλιστρά σε βιβλικές περιοχές, σε βιβλικά εδάφια και τρόπους αφήγησης. Ο στίχος του ξεκινά από το δημοτικό τραγούδι και σε μεγάλο βαθμό φτάνει στον βιβλικό (verset), τον λεγόμενο πεζό στίχο. Κύρια χαρακτηριστικά του είναι η έκταση και η πεζολογική αφήγηση. Η ροή είναι συνεχής, δηλαδή με αδιάκοπους διασκελισμούς, και μπορεί να διαβαστεί καταλογάδην, σε αράδες κειμένου και όχι μόνο σε στίχους επικού ποιήματος.
Ο βιβλικός στίχος είναι η φυσική υπερχείλιση της κοίτης, η συναισθηματική επίσκεψη στο λησμονημένο. Ο αφηγητής της Νεμέρτσκας πονά, επειδή αφέθηκε να λησμονήσει∙ αφέθηκε στη μαγγανεία της αποικίας, μεταφυτεύθηκε στην αποικία και ρίζωσε εκεί, ποτίστηκε σε άλλα νερά, ψήλωσε, έβγαλε καρπούς κι έμαθε ν᾿ αγαπά αυτή την άχρωμη και άοσμη Άνοιξη, που για τον ερχομό της τον ειδοποιούν τα καλεντάρια. Είναι γενναία αυτή η λησμονιά, όσο αλγεινή είναι η αντίρροπη μνήμη ιστορημένη σε ποίημα. Ανάλογη είναι και η συμπεριφορά του άλλου αφηγητή, του Γκύντερ Κούνερτ, του συνοδοιπόρου, μεταγραμμένη σε πεζό:
Θυμήσου αυτούς που κάποτε περπάτησαν εδώ, ανάμεσα στις ράχες των βουνών, στα βάθη των κοιλάδων. Και τέλος έφτασαν εκεί, όπου δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. Μη τους θυμάσαι, προτιμότερο, ο αριθμός τους είναι απέραντος, και πριν καν τους μετρήσεις, μετριέσαι ήδη ανάμεσά τους.
(«Υπόδειξη», ό.π., 105)
Τα περιοδικά Μαρτυρίες και Σημειώσεις
Η λογοτεχνική διαδρομή του Πορφύρη τροφοδοτείται, σε αμφίδρομη σχέση, από την ιστορική ομάδα των ποιητών και θεωρητικών των Σημειώσεων (81 τεύχη από το 1973 μέχρι το 2015), με πυρήνα τους Μ. Λαμπρίδη, Β. Λεοντάρη, Γ. Λυκιαρδόπουλο, Στ. Ροζάνη, Μ. Μαρκίδη, Μ. Μέσκο, Τ. Πορφύρη, Ανδρέα Μυλωνά, Ρένα Κοσσέρη, που διαδέχτηκε το λογοτεχνικό περιοδικό Μαρτυρίες (1962-1966). Ιδεολογική και αισθητική αφετηρία τους υπήρξε το περιοδικό Κριτική που εξέδιδε ο Μανώλης Αναγνωστάκης (1959-1961). Συνοδοιπορία, κατά βάση, με την Επιθεώρηση Τέχνης (1954-1967), η οποία μετά το 1960 διαφοροποιήθηκε από τις αισθητικές επιλογές της μαρξιστικής Αριστεράς. Πιο συγκεκριμένα γράφει ο Στ. Μαφρέδας:
Ο κύκλος των ποιητών αυτών συνδέεται με μια αδιόρατη γενεαλογική γραμμή που καταλήγει στον Άγι Στίνα (ψευδώνυμο του Σπύρου Πρίφτη), μια εξέχουσα μορφή του ελληνικού εργατικού κινήματος, τροτσκιστή και ηγέτη της 4ης Διεθνούς. Μεταξύ αυτών που σύχναζαν στον κύκλο του και συνέβαλαν πολλές φορές στην διαμόρφωση των πολιτικών του θέσεων, ήσαν πρόσωπα όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο Αντώνης Λαυραντώνης και ο Μανώλης Λαμπρίδης […], συνεργάτης του τροτσκιστικού Μαρξιστικού Δελτίου στα χρόνια του 50.[6]
Στον ανοιχτό αυτό χώρο, τον ασύνορο φαντασιακό ορίζοντα της Νεμέρτσκας, ο Πορφύρης διαμόρφωσε σιγά σιγά την ποιητική του, παρατηρώντας και ελέγχοντας παράλληλα το έργο των ομοτέχνων του. Εγκαινιάζει τη συνεργασία του με τις Μαρτυρίες τον Ιανουάριο του 1963, ενώ έχει πρωτοδημοσιεύσει ποίημά του, το 1955, στην Επιθεώρηση Τέχνης («Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα», τχ. 7). Είναι ενδιαφέρον να παρατηρηθεί ότι στο πρώτο του κριτικό κείμενο, «Παρατηρήσεις για την σύγχρονη ποιητική» (Μαρτυρίες, 7, Σεπτ. 1963), υπερασπίζεται τη νεωτερική ποιητική γραφή, στο παράδειγμα μάλιστα του Γ. Σεφέρη της «παραδοσιακής φόρμας» των πρώτων κύκλων και της εκφραστικής ανανέωσης, λ.χ., στο Μυθιστόρημα (1935) και την Κίχλη (1947). Για τον ίδιο λόγο αναφέρεται στον Οδ. Ελύτη, τεκμηριώνοντας τις θέσεις του για τα «ουσιώδη στοιχεία της παράδοσης που έχουν μεταβιβαστεί και εμπλουτιστεί μέσα στη σύγχρονη ποίηση» με αποσπάσματα από δοκίμια του Έλιοτ. Με ιδιαίτερη προσοχή και ευστοχία διαβάζει την ποίηση του Θ. Κωσταβάρα (τχ. 8, Ιαν. 1964), του Ντ. Χριστιανόπουλου (10, Νοέμβρ. 1964) και του Μ. Σαχτούρη (Μαρτυρίες 2, τχ. 2-3, Απρ. 1966), ενώ δεν παύει μέχρι το τέλος να παρακολουθεί τις δοκιμές, μεταμορφώσεις και αναζητήσεις του Δ. Παπαδίτσα (1922-1987).[7]
Κριτική αποτίμηση της «Νεμέρτσκας»
Ευμενής, ευμενέστατη η υποδοχή του έργου του από την κριτική στον γενικό απολογισμό (Λεξικό Νεοελληνικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Πατάκη, 2008)[8] και στη δεύτερη έκδοση της ανθολογίας του Ανέστη Ευαγγέλου. Γράφει ο Γ. Αράγης:
Η χοϊκότητα του Πορφύρη συνιστά μια περιπαθή αισθησιακή σχέση με τη φύση, είτε, συχνότερα, μέσα από τις αναμνήσεις του χωριού του, είτε σε παροντικό χρόνο. Με το αστικό περιβάλλον της Αθήνας ουδέποτε συμβιβάστηκε και αποτελεί αφορμή για να θυμάται αντιθετικά και νοσταλγικά τον κόσμο της υπαίθρου. Στη νεοελληνική ποίηση, αν εξαιρέσουμε τον Κρυστάλλη, δεν έχουμε άλλη περίπτωση τόσο παθιασμένου νόστου. Συχνά ο νόστος αυτός συνδυάζεται με τον, αριστερής αφετηρίας, κοινωνικό προβληματισμό του ποιητή και τις αναμνήσεις του από τη δύσκολη εποχή των νεανικών του χρόνων. Διάχυτος είναι επίσης μέσα στο έργο του ο ερωτικός αισθησιασμός του. Με τις τρεις τελευταίες συλλογές του δεν αλλάζει ρότα ως προς το προηγούμενο έργο του. Απλώς δίνεται έργο ωριμότητας, με κορυφαία, καθώς πιστεύω, στιγμή τη συλλογή του Τα λαβωμένα.[9]
Κατά τον Γιάννη Παπακώστα η ποιητική μετάπλαση υλικών της ιδιαίτερης πατρίδας του δεν οδηγεί στην παραδοσιακή θεματολογία, αλλά στη συμπλοκή του παραδοσιακού με το μοντέρνο:
Ο κρουνός της ποιητικής του ευφορίας τον οδηγεί σε έναν αβίαστο, γνήσιο τρόπο έκφρασης και συμπύκνωσης των συναισθημάτων του, ενώ παράλληλα διαπερνά το στίχο του και η έντονα αφυπνισμένη κοινωνική του συνείδηση.[10]
Ο Γ. Δ. Παγανός ξεχωρίζει την αφηγηματικότητα ως δομικό στοιχείο της ποίησής του, μέρος της οποίας είναι τα ποιήματα εν είδει παραλογών με αρχή, μέση και τέλος. Το ποιητικό Εγώ αφομοιώνεται στα πράγματα ως συστατικό στοιχείο του ποιήματος.[11] Με ξεχωριστή ματιά στα τοπία της ποίησης του Πορφύρη ο Θωμάς Ιωάννου παρατηρεί ότι, με τη δικαιωμένη αισθητικά γραφή του, «ο λόγος του μετατρέπεται σε οιονεί Ευαγγέλιο που οι περικοπές του κάλλιστα μπορούν να αναγνωσθούν και να νοηθούν ως προσευχή ή παραμύθι για μικρούς και μεγάλους». Ερμηνεύει τη συνεχή προσφυγή στην πατρίδα ως ένα είδος κάθαρσης αλλά και επανεκκίνησης. Με τον τρόπο αυτό, «παρά τη σωρεία απογοητεύσεων και ηττών, ο ποιητής ισοφαρίζει τις απώλειες καθιστώντας γεγονός τη λευκή ισοπαλία βίου και γραφής, μνήμης και παρόντος, φθοράς και αναγέννησης».[12] «Ως ένα χρονικό εκκρεμές που κινείται αενάως ανάμεσα στο εδώ και το τώρα», διαβάζει τον κύκλο Σώμα κινδύνου (2004) η Τ. Καραγεωργίου: «Το εδώ του Πορφύρη είναι ο άλλος χρόνος και ο άλλος χώρος, ο ακινητοποιημένος, ο βαρύς από μνήμη χρόνος και ο απορφανισμένος τόπος που διεκδικούν απεγνωσμένα τα δικαιώματά τους στη σαρωτική ελαφρότητα της παρούσας λήθης».[13] Θαυμαστή η αποτίμηση, με ένα ανάλογης μεστότητας ποιητικό κείμενο, του Κ. Χατζηαντωνίου στο δοκίμιο «Η ordo montis του Τάσου Πορφύρη -Η ορεινή τάξη και Οι μέσα μας πληγές»:
[Στην ποίηση του Τ.Π. επιτυγχάνεται] [μ]ια αντικειμενική τάξη αγάπης, μια ordo amoris που έχει τις πηγές της σε μια ordo montis. Δηλαδή, σε μια ορεινή τάξη πραγμάτων που υπαγορεύει τη διάθεση, παρωθεί στη θυσία, εμπνέει την αριστοκρατική απόσταση από λόγους δεκάρικους […]. [Σ]υλλέκτης και εν ταυτώ συντάκτης μέλιτος [...] θα πάρει ξανά το δρόμο για τα ορεινά τοπία της ύπαρξης και της τέχνης […]. Τώρα που τα χρόνια πια κατρακυλούνε και τρομοκρατούν τους στίχους, τώρα που η Τέχνη και ο Τόπος βουλιάζουν, ο Τάσος Πορφύρης και η ποίησή του μπορούν να σταθούν ψηλά και ήσυχα, χωρίς ένταση ή οίηση καμιά […].[14]
Στην ενδελεχή μελέτη του Η ορεσίβια ποιητική μνήμη του Τάσου Πορφύρη - Ο μεσοπόλεμος και οι ποιητές της ορεινής ενδοχώρας (Ύψιλον, 2016), την εκτενέστερη εξ όσων γνωρίζω για την ποίηση του Πορφύρη, ο Αλ. Ζήρας γράφει ολοκληρώνοντας τις κριτικές ώς τώρα αναγνώσεις:
Τα ποιήματα του Πορφύρη [...] αναπτύσσονται με τη μορφή ενός είδους παθητικού μεν αλλά και μαγικού ρεαλισμού. Σ᾿ αυτά η ποιητική αφήγηση, εκεί που μοιάζει να ακολουθεί μια ευθύγραμμη ροή διαδοχικών εικόνων [...] αλλάζει ξαφνικά κατεύθυνση. Η αρχική καθησυχαστική εντύπωση ανατρέπεται [...]. Οι εικόνες απότομα αλλάζουν προοπτική και, αγκιστρωμένες σ᾿ έναν απροσδόκητο συνειρμό που οφείλεται στα άλματα της αεικίνητης μνήμης, συνδέουν δύο ή και περισσότερα πεδία της λογοτεχνικής αναπαράστασης, που μοιάζουν να διαφέρουν αλλά στην ουσία απλώς είναι έκδοχα του ίδιου αμετακίνητου βλέμματος.
(2016, 57)
Παράδοση ή μοντερνισμός;
Κατανοούμε πλέον την Ισόβια θλίψη (2019) του ποιητή. Αυτό το κομψό βιβλιάριο των τριάντα ενός ποιημάτων, με τα έξι θαυμάσια σχέδια/ποιητικές εικόνες του Κυριάκου Ρόκου, είναι μία ακόμη απόληξη του νοητού όρους Νεμέρτσκα απέναντι στους οιηματίες (ουκ ολίγους) της γενιάς του ᾿70, τους εν πολλοίς καταληψίες του δημόσιου λόγου, φορείς ενός συχνά κακοχωνεμένου ευρωπαϊκού ταχυδρομείου. Απέναντι στον θορυβώδη αυτόν συνωστισμό ο Πορφύρης επιμένει στον μοναχικό του δρόμο και την Ισόβια θλίψη του. Σήμερα που ανοίγονται οι αγορές, επί θύραις και οι συνεργασίες με την Κίνα, στην Ελλάδα, εν προκειμένω την Αθήνα, των τεσσάρων εκατομμυρίων οδηγών που εφορμούν να καταλάβουν το ερωτικό τους απωθημένο, το Κέντρο, πόσοι έχουν την αντοχή να τον ακούσουν; Εδώ έχουμε μνημόσυνα ποιήματα, ποιήματα in memoriam: «Χριστόφορος Μηλιώνης», «Μανόλης Aναγνωστάκης», «Γ. Κοτζιούλας», «Καλλιρρόη Πορφύρη-Μπετζούνη», «Μυρτώ Δουλή-Πορφύρη» («Η ακριβή Μυρτώ μ᾿ ολάνοιχτη αγκαλιά να χωρέσουν / Μέσα της όσοι την αγαπήσαμε»), «Γιώτα Αργυροπούλου», «Μήτσος Κεραμίδας», «Μαρία Θωμαΐδη»... Λιτά ποιήματα σαν επιτύμβια επιγράμματα:
Κάθε πρωί γεύομαι
Δημοτικά πωγωνίσια
Δεν χορταίνω
Δεκαπεντασύλλαβους
Με γαργαλούν οι πατούσες μου
Κατεβαίνουν τις σκάλες χορεύοντας
Ενώ τα καινούργια μέτρα
Λιτότητας
Μας την έχουν στη γωνία
Στημένη!
(Ισόβια θλίψη, 13)[15]
Με μία απαραίτητη διευκρίνιση. Η Ισόβια θλίψη ως απόληξη της Νεμέρτσκας δεν μας συστήνει ένα μανιχαϊστικό δίπολο κέντρου-περιφέρειας, αλλά το μοναδικό τοπίο στo οποίο μπορούμε να ζήσουμε, να αναπνεύσουμε. Η διάσωση της λέξης είναι για τον Πορφύρη ζήτημα ζωής και θανάτου: «Μέγγουλη», «Καξιός», «Οζερός», «τζιέρμποι» [αετοί], «μπάσι» [χαμηλό κρεβάτι πλάι στο τζάκι], «ψίκι» [πομπή προς το σπίτι της νύφης], «πατούνες», «μπαγκράτσι» [δοχείο αντλήσεως νερού απ᾿ το πηγάδι], «τσιάφη» και «τσιάφι» [παγωμένη δρόσος], «αντάρα» [ομίχλη] και τα κόκκινα βατόμουρα, τα σμέουρα. Έτσι συμπληρώνεται σιγά-σιγά το λεξιλόγιο του Μακρυγιάννη και του Παπαδιαμάντη. Έτσι πληρώνεται η ανάσα μας.
Μονότονη (τι άλλο;) αναδρομή στο παρελθόν, και κάθε φορά, κάθε ποίημα, ένα μικρό θαύμα που ξυπνά ευωδίες, ασπρόμαυρες εικόνες, λέξεις προγονικές, ενώ ταυτόχρονα κρατά ανοιχτό τον διάλογο με ομοτέχνους. Το 2019 οι αναζητήσεις, ετερόκλιτες κάποτε, βρίσκουν την κοίτη τους. Στην Ισόβια θλίψη προτάσσεται ένα «Διπλό σονέττο» στη μνήμη του Γιώργου Κοτζιούλα. Ρέκβιεμ στον καλό ποιητή που οργάνωνε θεατρικές παραστάσεις στα βουνά για τους Ελασίτες και για την τόνωση του φρονήματος των χωρικών, αλλά και τον αυστηρό κριτικό απέναντι στις συμβολιστικές και υπερρεαλιστικές τάσεις της γενιάς του ᾿30, με κύριο αποδέκτη τον Γ. Σεφέρη. Το «διπλό σονέττο» είναι αντιστικτικό: το πρώτο έχει θέμα του την υπονομευτική κριτική που ασκήθηκε στον Σεφέρη:
«Μνήμη Γ. Κοτζιούλα»
Όταν ο ποιητής έγραφε:
Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν
Ένας νεώτερός του κλείνοντάς μας
Το μάτι παρατηρούσε: Είχε όμως!
Έτερος ομολογούσε ανακουφισμένος
Ο Σεφέρης επιτέλους πέθανε οριστικά!
Στο φέρετρό του ακούμπησε η Ελλάδα
Αυτός πού ακούμπησε κανείς δεν λέει
Δεν έλειψαν ούτε οι προστακτικές:
-Καιρός να πεθάνετε κύριε Σεφέρη
Μήπως τυχόν υπάρξουμε κι εμείς!
Το δεύτερο σονέττο είναι ένας ανεπιφύλακτος ύμνος στον Γ. Κοτζιούλα, τον ποιητή με «[τ]ο αντιμόνιο στις φωλιές του στήθους / Και την ξενιτιά κρεμασμένη στο φεγγίτη / Της ψυχής του ν᾿ αγναντεύει τα βουνά». Ο Πορφύρης δεν απορρίπτει ούτε τον κόσμο του Κοτζιούλα, που έφυγε οριστικά μαζί με τον ποιητή (πέθανε το 1956), ούτε τη μοντερνιστική γραφή της συμβολιστικής και καθαρής ποίησης. Διαβάζω το ποίημα «Δενδροκομία» ως έργο ποιητικής:
Κλαδέψτε τα ποιήματα μην τα αφήσετε
Να πνίξουν τον κήπο τα σπίτια τα
Χθεσινά όνειρα με τις προεκτάσεις σε
Λαβωμένα πρωινά και τα νυσταγμένα
Μεσημέρια αφαιρέστε άρθρα προθέσεις
Συνδέσμους στην ανάγκη και συλλογισμένα
Φρούτα για να πετούν οι στίχοι ανάμεσα
Σε μισοκρυμμένες φωλιές με νεοσσούς
Και τον άνεμο να παίρνει μιαν ανάσα
Καθώς ξαπλώνει στα στιβαρά κλωνάρια
Των δεκαπεντασύλλαβων.
(ό.π., 33)
Η διχοστασία του ποιητή
2024. Κυκλοφορεί ο τελευταίος ποιητικός κύκλος Σπαραγμένη μνήμη. Θέματα και μοτίβα σταθερά, τα ίδια και τα ίδια εξήντα τόσα χρόνια τώρα. Θα σκεφτεί κανείς (μάλλον το σκέφτονται πολλοί) ότι ο Πορφύρης έχει παραγίνει μονότονος, ότι οι εμμονές του δεν αφορούν πλέον κανέναν, ότι το Πωγώνι και η Ήπειρος συνολικά είναι ιδανικός «τόπος προορισμού», δηλαδή ολιγοήμερων διακοπών. Όπως έγινε η Σκιάθος (η Σκίαθος κάποτε του Παπαδιαμάντη), η Μύκονος της Μέλπως Αξιώτη. Σε άλλη κλίματα το ίδιο «μονότονος» είναι ο Μπαχ. «Ναι», σχολίασε ο αρχιμουσικός Κουρτ Μαζούρ, «μια σταθερή, αναλλοίωτη επιφάνεια. Από κάτω, όμως, βράζει ένας ωκεανός». Όσο για τις μεταμορφώσεις των «βουκολικών» τοπίων, από την ερήμωση ώς τη ραγδαία οικοδόμηση, καλό είναι, όπως πρότεινε ο Σεφέρης, «να μη βλέπουμε τα πάντα με τα μάτια». Αυτό κάνει ο Πορφύρης:
Στον ύπνο μου μποστάνια φυτεύω δραπετεύοντας
Από τους ημερήσιους αβάσταχτους θυρύβους της πόλης
Συντροφιά με τα χωράφια και την πρώτη μου αγάπη
Όλος ο κάμπος δικός μας ντομάτες κόκκινες με
Τσιάφι πάνω τους πεπόνια κίτρινα ακουμπισμένα
Στους όχτους της θύμησης πράσινα φασολάκια
Σκουλαρίκια στις καλαμποκιές γελάδια στις
Εύφορες πλαγιές των ονείρων σκαρισμένα κοπάδια
Στους πρόποδες της μνήμης κι ο αχός του ποταμού
Με τις γερτές κλαίουσες ιτιές του φορτωμένες
Αηδόνια να ξενυχτάνε συντροφιά με το κλαρίνο
Που αργοπορεί ώς το πρωί στο ξενυχτισμένο
Πανηγύρι του διπλανού χωριού και τις ακριβές
Εξομολογήσεις με το εωθινό φιλί κρεμασμένο
Στην ανθισμένη μυγδαλιά του Φλεβάρη…
Αν υπάρχουν άγνωστες λέξεις, καλό είναι να αναζητήσει κανείς μόνος τη σημασία τους. Μέρος κι αυτό της ανάγνωσης. Το αρχίνισμα της συλλογής χωρίς στίξη με έναν χείμαρρο εικόνες απ᾽ όλες τις εποχές, εκτός χρόνου και εκτός τόπου, το Πωγώνι (οι Κακσιοί) και η πάσα γη όπου καρπίζει ελέω ποίησης το χωράφι, η λευκή σελίδα και η λέξη ακόμη ανθηρή, φυτό αναρριχώμενο, καταβολάδα. Βάση του στίχου ο δεκαπεντασύλλαβος με πλήθος υπερβατά που δίνουν την εικόνα πεζοποιήματος. Μία γεμάτη ρυθμό καταλογάδην αφήγηση μετεωρίζει το έσχατο ποίημα του Πορφύρη στις απαρχές της ποίησης. Πίσω, όχι μόνο στη Νεμέρτσκα αλλά και στον δοξαστικὀ λόγο των ομηρικών ύμνων, στο άλλο δίκορφο βουνό, τον Παρνασσό, και στο χοροστάσι των Μουσών, τον Ελικώνα.
Τι άλλο μένει πλέον; Ο απολογισμός. Το τέλος του ταξιδιού. Τα σκόρπια φύλλα με ανάκατες τις μνήμες και τα ονόματα των λησμονημένων αγωνιστών, των εκτελεσμένων, των εκτοπισμένων σε άλλη «πατρίδα», έτσι ἄτακτα, όπως τα έστειλε ο ποιητής στον εκδότη του Κώστα Δεσποινιάδη, χωρίς τίτλο. Με την παραίνεση να τους δώσει αυτός έναν τίτλο.
«Έρμο Πωγώνι». Η οριστική επιστροφή
Eξιστόρηση του εκδότη: «Aργότερα, λίγο πριν τo τέλος, μου τηλεφώνησε o ποιητής και μου έδωσε αυτός τον τίτλο: Έρμο Πωγώνι». Ύστατος αποχαιρετισμός. Το βιβλίο –κύκνειο άσμα– ετοιμάστηκε ταχύτατα και στάλθηκε στον ποιητή δυο μέρες πριν από την εκδημία του. Ρέκβιεμ σε μια εποχή και μια κοινότητα ζωής, στα πονετικά ζώα που δούλεψαν και ίδρωσαν μαζί με τον άνθρωπο, στα εργαλεία της δουλειάς που έγιναν μουσειακά εκθέματα, όσα δεν πετάχτηκαν σαν παλιοσίδερα∙ στους συντρόφους και συνοδοιπόρους που διώχτηκαν ή δολοφονήθηκαν από το κράτος των νικητών, πριν αρχίσει η εκποίηση και απαλλοτρίωση των πάντων.
Όπως εξηγεί ο ποιητής, υπήρξαν τρεις επιπλέον ἀφάνταστοι λόγοι, από την περιοχή του άστεως, για να γραφτούν αυτά τα «ντεμοντέ», παρωχημένα αφηγήματα γύρω από έναν κόσμο ενοχλητικό, ακόμη και ως ανάκληση λησμονημένου μύθου. Ο πρώτος: Η εικόνα του Βάρναλη που «έξυνε τα μολύβια του, τα ᾿βαζε στη σειρά στο γραφείο πλάι από το πάκο με τις κόλλες διαγωνισμού –έτσι τις λέγαμε τότε–, και έπινε τον καφέ του τον πολλά βαρύ και όχι, σε χοντρό φλυτζάνι…». Ο δεύτερος: Τα απογεύματα στην οδό Φειδίου, στο Ελληνικό Ωδείο, όπου η Μυρτώ σπούδαζε φωνητική μουσική. Στο ισόγειο η «μελωδία» που ξεχυνόταν από το πληκτρολόγημα των δακτυλογράφων στις μηχανές (Remington, Olivetti και άλλες). «Καθώς γράφω αυτές τις αράδες με μολύβι Faber No 2 με ενσωματωμένη γομολάστιχα στο ένα άκρο του, [σκέφτομαι ότι] η ιδιόχειρη γραφή -το χειρόγραφο- αποτελεί πια ένα παλαιολιθικό παρελθόν και η γραφομηχανή μια τρυφερή ανάμνηση». Ο τρίτος λόγος: «Καταργείται η ακοή και προβάλλεται η όραση που απολαμβάνει εικόνες σπάνιων χρωματικών συνδυασμών σε όλα τα φορητά ηλεκτρονικά μαραφέτια που κατακλύζουν τις αγορές […]. Σιγά-σιγά αποκλείουν απ᾿ τη ζωή τους το ασπρόμαυρο χρώμα. Όλη του την κλίμακα από το υποτυπώδες γκρι έως το βαθύ μαύρο. Όλη του τη διάθεση από την ελαφρά μελαγχολία έως το έρεβος της απελπισίας».
Κυρίως, όμως, για έναν απροσμέτρητο λόγο: τις παιδικές μνήμες, όταν «ο ήλιος έσκαγε απ᾿ το Πάπιγκο φωτίζοντας πρώτα τη Νεμέρτσκα». Στο αφήγημα «Τασιώ»:
Θέρισμα με δρεπάνι, μάζεμα χεριές-χεριές, δέσιμο με βούρλα σε δεμάτια, φόρτωμα στην Μπάλλια –τη φοράδα μας- και κατευθείαν στο αλώνι […]. Εικόνες ακριβές στη μνήμη, να τις επισκέπτομαι όταν θέλω από κάπου να πιαστώ μην με πάρει ο κατήφορος της ζωής∙ το τσουνάμι του άστεως. Κρατούσα την Μπάλλια απ᾿ το καπίστρι οδηγώντας την και της μιλούσα. Της έλεγα ένα σωρό ιστορίες για να μη μας φανεί η ώρα και κουραστούμε. Για το μοσχαράκι που είχε γεννηθεί πρόσφατα κι η Μάνα του –πάντα κεφαλαίο το «Μ»– του είχε γλείψει ολόκληρο το κορμί πριν σταθεί στα πόδια του να ψάχνει το μαστάρι της για να βυζάξει.
Λόγια απείρως τρυφερά για τα καματερά, τα γεννήματά τους και τα γεννήματα της φύσης, τις τελετουργικές ετοιμασίες του σπιτιού, το μαγερειό της Μάνας και των θειάδων, για την πρώτη αγάπη που «περνούσε πλάι <του> χωρίς να <τον> κοιτάξει. Εξήντα χρόνια γυρίζοντας πίσω στην παιδική ηλικία. Ένας Αθηναίος διά βίου αγροδίαιτος της Νεμέρτσκας.
Στο εικονοστάσι των αγωνιστών, των σαλών, των κοινωνικά απορριγμένων ο Βασίλης ο Φανίτσιος, πραματευτής και μανιώδης συλλέκτης βιβλίων, αρχηγός κόμματος με τίτλο «Βουνίσιο κόμμα» και μέλος του ΚΚΕ από την ίδρυσή του∙ ο πελεκάνος, ο μάστορας της πέτρας, ψάχνοντας –πελεκώντας– τα νερά της∙ η Τάνω (Κωνσταντία) κρατώντας τα κούτσικα αρνάκια σφιχτά στην αγκαλιά της, «ενώ ο χασάπης τρόχιζε το μαχαίρι του».
Κι ήταν παραμονές Πάσχα. Πάσχα Κυρίου. Πάσχα, με το αίμα να τρέχει στις αυλές τών –κατά τ᾿ άλλα- Χριστιανών!
Και μνήμη του κλαρίνου. Ο Τάσος Χαλκιάς, ο Νίκος Φιλιππίδης μέλποντας στην κηδεία του Κορνήλιου Καστοριάδη στο Παρίσι (1988). Θαμμένος εκεί και ο μαρτυρικός Άρης Αλεξάνδρου (1978). Ακόμη νωρίτερα, το κλαρίνο του Χαλκιά στα Γιάννενα, μοιρολόι εκ περάτων∙ το συνεργείο του Θόδωρου Αγγελόπουλου στην ταινία Αναπαράσταση (1970). Ο Κέντρος (Βικέντιος), μαέστρος και σολίστας βοσκός, παίζοντας τη φλογέρα του, σε φωτογραφία στο βιβλίο του χωριανού Λευτέρη Ματθαιάδη Άγιος Κοσμάς Πωγωνίου, πάλαι ποτέ κώμη Κακουσιοί (448 σελίδων μεγάλου σχήματος). Ο ισοβίτης Νίκος Μπετζούνης, συγκρατούμενος του Μανόλη Αναγνωστάκη στο Επταπύργιο.
Αδελφοκτόνος πόλεμος, επεμβάσεις εθνοσωτηρίων δυνάμεων, εκτελεστικά αποσπάσματα πιάνοντας δουλειά απ᾿ το ξημέρωμα, άδειες από την Υποδιεύθυνση Ασφαλείας για να επισκεφτείς το σπίτι σου σε χωριό της μεθορίου, πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για να διοριστείς σε δημόσια υπηρεσία. Μονάχα για να πας μετανάστης –κυρίως στη Γερμανία- δεν χρειαζόταν κανένα πιστοποιητικό. Αρκούσε η πείνα, η γύμνια κι η απόγνωση.
Τελευταίος ο αγωνιστής Λεωνίδας Ράπτης στο στρατοδικείο. Αύγουστος 1946. Η σκηνοθεσία της καταδίκης του σε θάνατο. Στο όνομα των «ανωνύμων» πλέον της ιστορίας, που έπρεπε να λησμονηθούν εμπρός στο όραμα της ανασυγκρότησης και τον νέο πολεοδομικό σχεδιασμό, απ᾿ όπου εξοβελίστηκε το «έρμο Πωγώνι».
Αποχαιρετισμός
Το φθινόπωρο του 1989, με την υποψία ότι αυτό θα είναι το τελευταίο του καλοκαίρι στο Καρλόβασι –και στη ζωή– ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε το αποχαιρετιστήριο ποίημά του:
[…] η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ᾿ τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ᾿ναι το τελευταῖο.
(«Τελευταίο καλοκαίρι»)
Στο κλείσιμο του βιβλίου ο Τάσος Πορφύρης έγραψε τον δικό του αποχαιρετισμό:. Ταυτόχρονα, έναν στοχαστικό, νηφάλιο απολογισμό. Τι αφήνει πίσω του ένας ποιητής, τι στο μέλλον (αν υπάρξει γι᾿ αυτόν); Περίπου, όπως το διατύπωσε ο Χαίλντερλιν: «Was bleibet aber, stiften die Dichter». Ό,τι, ωστόσο, μένει, το δημιουργούν οι ποιητές. Είναι ο τελευταίος στίχος της «Ανάμνησης» (1803). Με την απορία αν αυτό το ουσιώδες θα έχει θέση στους μέλλοντες καιρούς:
Το να διαλέγεις έναν χώρο να βολευτείς από εδώ και εμπρός στη ζωή σου δεν είναι μια λιποταξία από την «αγορά» ούτε ο φόβος της λησμονιάς. Μήπως όταν σε θυμούνται συμβαίνει κάτι συγκλονιστικό; Και δεν οφείλεις τίποτα και σε κανέναν! Πλήρωσες και πληρώνεις ακριβά τον χαμό της αγαπημένης σου, λάτρεψες και λατρεύεις παιδιά κι εγγόνια!
Κι ήρθε ο καιρός!
Τα πρόσωπα των φίλων -όσων απέμειναν- ξεθωριάζουν, κι αν αισθάνεσαι κάτι να σε πονάει, είναι ότι σ᾿ επισκέπτεται η μνήμη φορτωμένη τα γράμματα της εφηβείας και τ᾿ απιθώνει στο σαλόνι της ψυχής σου για μια ακόμη ανάγνωση ή όταν κοιτάς παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, με τον ακινητοποιημένο χρόνο να σε πυροβολεί εξ επαφής. Γιατί πάντα θα υπάρχει η σύγκριση ανάμεσα σε παρελθόν και παρόν. Αν τα γραφτά σου θα λένε κάτι στους επερχόμενους ή θα ξεχαστούν –βιβλία με άκοπες σελίδες– στις βιβλιοθήκες των παραληπτών ή θα παραδοθούν στο πυρ το εξώτερον […].
«De profundis»
Δρόμος που διανύθηκε φτάνοντας ώς εδώ από τον «φυσικό άνθρωπο» του Παπαδιαμάντη, το Συρράκο του Κρυστάλλη, τα Τζουμέρκα του Κοτζιούλα, την Πίνδο του Δημήτρη Χατζή, το Πωγώνι του Χριστόφορου Μηλιώνη, την Δεσκάτη του Χρήστου Μπράβου, το Γραμματικό του Μάρκου Μέσκου, τον δίκορφο Παρνασσό του Λουκά Κούσουλα… Πολλά ακόμη τα σπουδαία «ορεσίβια» ονόματα σ᾿ αυτόν τον κύκλο που δεξιώθηκε υπερηφάνως τον Τάσο Πορφύρη.
Ερεσός, 22-24 Απριλίου 2025
Τάσος Πορφύρης
«CURRICULUM VITAE»
«Το μοναδικό και μηδενικό culluri της ζωής μου
κι όχι όποιο κι όποιο, Θεσσαλονίκης ας πούμε,
αλλά ζυμωμένο με τα χεράκια μου νόστιμο και
τραγανό, με ζύμη curu!»
Μην με κοιτάτε με μισό μάτι δεν λέω ψέματα
Γράφω ποιήματα από το 1955 –πώς πέρασαν
Τα χρόνια– εννιά ποιητικές συλλογές-πληγές
Και μονάχα για τις τρεις τελευταίες Σώμα
Κινδύνου, Έρημα και Χρονοσυλλέκτης δεν πλήρωσα
Ας είναι καλά ο Χαρμάνης του Ύψιλον περιττό
Να σας αναφέρω ότι τα ποιήματά μου δεν
Βραβεύτηκαν και κυρίως δεν μεταφράστηκαν
Ευτυχώς το πιθανότερο θα ᾿ταν να καταντήσουν
Ξένα και να κάνουν πως δεν με γνωρίζουν
Μονάχα –όπως με πληροφόρησε ο Τσάκαλος του
Ναυτίλου*– το πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ
Ενδιαφέρθηκε για την Δοντάγρια προφανώς
Οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν ότι δεν παίζω
Καν μπριτζ! Προσκυνώ σας.
(Οι μέσα μας πληγές, 51)
*Βιβλιοπωλείο στην Αθήνα, στην οδό Χαριλάου Τρικούπη 28.
[1] Νεμέρτσκα (1961), Το εγκαταλειμμένο σπίτι (1968), Flash Back (1971), Μέρες που σ᾿ αγάπησα – Rupert Brook, Ο ληστής – Alfred Noyes, Τοπίο (1973), Η πέμπτη έξοδος (1980), Τα λαβωμένα (1996), Σώμα κινδύνου (2004), Έρημα (2008), Χρονοσυλλέκτης (2011).
[2] ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ του ποιητή: «Γεννήθηκα στον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου το 1931 από γονείς αγρότες. Το 1938 μετανάστευσα με την οικογένειά μου στην Αθήνα όπου ο πατέρας μου είχε ανοίξει μαζί με τον πρώτο του ξάδελφο μαγαζί – ζαχαροπλαστείο – στην οδό 3ης Σεπτεμβρίου 24. Τον Δεκέμβριο του 1941 πίσω στο χωριό από τον εφιάλτη της πείνας. Παραμονή μέχρι τον Δεκέμβρη του 1945 – τέσσερα χρόνια, τα χρόνια της εφηβείας, των πληγών, του έρωτα, της κατοχής, του αντάρτικου και του εμφύλιου -. Τον Δεκέμβριο του 1945 πίσω στη Βαβυλώνα. Μέση Β’ Εμπορική Σχολή στην οδό Λευκωσίας 60 στα Πατήσια∙ αποφοίτηση το 1949∙ έχω φίλους από το 1946 από τη Σχολή. Εξήντα χρόνια και βάλε∙ μια ζωή. Το 1955 δημοσιεύτηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης το ποίημά μου: Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Συνεργάστηκα με τα περιοδικά: Μαρτυρίες, Σημειώσεις, Φηγός, Ηπειρωτικά Χρονικά, Ηπειρωτικά Ημερολόγια, Ζωσιμάδες, Οροπέδιο και Πλανόδιον» (περ. Πάροδος, τχ. 21, 2008, 2560. Τεύχος αφιερωμένο στον Τ. Πορφύρη. Επιμ. Κ. Ριζάκης).
[3] Περισσότερα στο δοκίμιο του γράφοντος «Τάσος Πορφύρης, Νεμέρτσκα Ποιήματα (1961-2011)». Στου ιδίου: Florilegium I. Κουκκίδα, Αθήνα 2021, 207-241.
[4]Ενδεικτικό αυτής της «μυθολογίας» στη συνείδηση του Πορφύρη είναι το εικονογραφημένο βιβλίο του Τα εικονίσματα / εικονοστάσια του χωριού μας (1996), με σχολιασμένο σχετικό φωτογραφικό υλικό από τον Άγιο Κοσμά Πωγωνίου.
[5]«Φανατικά οπισθοδρομικό» τον χαρακτηρίζει ο ομότεχνός του Νίκος Aντωνάτος στο πολύσημο κριτικό του σημείωμα για «Τα Έρημα του Τάσου Πορφύρη» (περ. Σημειώσεις 68, Δεκ. 2008, 107-111:107). Και οι δύο, ποιητές «της γενιάς, που αλλού ήταν το όνειρο, κι αλλού έγινε το θαύμα» (ό.π.).
[6]Στ. Θ. Μαφρέδας, «Η ποίηση του Τάσου Πορφύρη». Ομιλία που εκφωνήθηκε στην Πρέβεζα στις 6 Νοεμβρίου 2004, σε εκδήλωση για το έργο του Τ. Πορφύρη, που οργάνωσε η Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης. Βλ. και Χρ. Σπυρέλη, «Το λογοτεχνικό περιοδικό Μαρτυρίες (1962-1966) και ο ποιητής Τάσος Πορφύρης», περ. Ο Σίσυφος, ό.π., 29-38. Επίσης, Ελισάβετ Αργυρίου, Νοσταλγοί και πλαστουργοί. Τυπωθήτω, Αθήνα 2003, 74-84.
[7] [Ο Πορφύρης ανθολόγησε και εξέδωσε με ενδελεχή Εισαγωγή το έργο του Παπαδίτσα: «Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό» Ο ποιητής Δημήτρης Παπαδίτσας (1922-1987). Γαβριηλίδης - Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος, 2018.]
[8] Χ.Δ. [Χρήστος Δανιήλ], Θ.Κ. [Θεοδόσης Κοντάκης], «Τάσος Πορφύρης», σ. 1859-1860.
[9] Συμπληρωματικά στοιχεία ή «Επίμετρο» στη δεύτερη έκδοση της ανθολογίας του Ανέστη Ευαγγέλου, Η Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά (1950-1970). Εισαγωγή, Γιώργος Αράγης. Gutenberg, 2017.
[10] Γ. Παπακώστας, «Τάσος Πορφύρης», περ. Τα Ποιητικά, 17, Μάρτιος 2015, 7.
[11] Γ.Π., «Η Ποίηση ως μυθιστόρημα», περ. Τα Ποιητικά, 1, Μάρτιος 2011, 8-9.
[12] Θ.Ι., «Λευκή ισοπαλία», περ. Τα Ποιητικά, 16, Δεκ. 2014, 7-9.
[13] Τ.Κ., «Τάσου Πορφύρη: Σώμα κινδύνου [Ποιήματα]», περ. Πλανόδιον, τχ. 38, Iούνιος 2004, 346-347.
[14] Αφιέρωμα στον Τάσο Πορφύρη, Επιμ. Κ.Θ. Ριζάκης, περ. Το Κοράλλι, 8, Ιαν.-Μάρτ 2016, 5-79: 76-79.
[15] Αφιερωμένο «Στον ποιητή Κ. Ριζάκη».