Κάποτε, στην αρχαία Αθήνα, ο Αριστοφάνης κορόιδευε με μανία όσους μεγαλοποιούσαν τα ασήμαντα και υποδύονταν τους ήρωες για το τίποτα, ενώ στα πραγματικά σοβαρά πάθαιναν αμνησία. Έκανε σάτιρα σε όσους έστηναν τραγωδίες για ψύλλου πήδημα και γίνονταν… δραχμοκυνηγοί όταν ερχόταν η ώρα για τα μεγάλα. Αν ζούσε σήμερα, σε κάποιον πελοποννησιακό δήμο θα έβρισκε άφθονη ύλη!
Ο δήμαρχος Πατρέων, Κώστας Πελετίδης, αποφάσισε να προστατεύσει τα παιδιά από την απόλυτη διαφθορά: τα λογότυπα τραπεζών. Αυτό που τον ενδιέφερε βασικά δεν ήταν οι τρύπιες αίθουσες, ούτε τα κτίρια που στάζουν νερό, ούτε η μιζέρια της σχολικής πραγματικότητας. Αυτά λύνονται με ένα χορηγικό πρόγραμμα που… κακώς υπάρχει. Το πραγματικό πρόβλημα, σύμφωνα με τη δημοτική κοσμοαντίληψη, είναι να μη δει το παιδί σε τοίχο μια πινακίδα με τράπεζα.
Διότι, όπως τόνισε ο κ. Πελετίδης, οι τράπεζες «πήραν 52 δισ. από το λαό». Σωστό. Κι άλλοι πήραν: για παράδειγμα, κάτι καθεστώτα που υμνούσε το κόμμα του. Κάτι σοβιετικές κεντρικές επιτροπές που έπαιρναν και τα σώβρακα των λαών τους που λιμοκτονούσαν φυλακισμένοι εντός συνόρων μην τους διαφθείρουν οι πινακίδες του καπιταλιστικού κεφαλαίου. Κάτι ολοκληρωτισμοί που κατέρρευσαν από την ίδια τους τη σαπίλα. Αλλά αυτά δεν γράφτηκαν ποτέ σε πινακίδες, άρα δεν ενοχλούν τον Πελετίδη.
Το μεγαλύτερο άγχος του δημάρχου λοιπόν δεν είναι να ανακαινιστεί ένα σχολείο, αυτό τον αφήνει αδιάφορο ή ακόμα και ίσως να είναι ενισχυτικό του ιδεολογικού αφηγήματος. Στην περίπτωσή μας το πρόβλημα είναι να μη γράφει «χορηγία Τράπεζας Χ». Εδώ το θέμα μας αποκτά ενδιαφέρον, διότι σε διάφορες πόλεις της χώρας, με απόφαση των «σωστών» ανθρώπων, έχουν στηθεί μνημεία της σωστής εθνικής αντίστασης (αυτής που έστρεψε τα όπλα ενάντια στην πατρίδα της στο όνομα του οραματιστή των λαών, Ι. Στάλιν) αλλά και προτομές, κενοτάφια σε πατριώτες όπως ο Άρης Βελουχιώτης, ο Νίκος Μπελογιάννης και μια πλειάδα αγίων αγνών αγωνιστών του λαού και της KGB. Υμνούνται σε δρόμους, πλατείες, σχολικές εγκαταστάσεις, βουνοκορφές, κάθε λογής «λαϊκοί εκδικητές» που, αν ζούσαν σήμερα, θα τους κυνηγούσαν για οργανωμένο έγκλημα.
Αλλά μια πινακίδα τράπεζας; Εκεί σηκώνεται το ανάστημα της ηθικής.
Το επιχείρημα είναι απλό: «Δεν χρειάζεται να μνημονεύουμε αυτούς που κερδοσκοπούν σε βάρος του λαού». Βεβαίως. Αρκεί να μνημονεύουμε εκείνους που έσφαζαν, πυρπολούσαν και έκαναν πραξικοπήματα «υπέρ του λαού». Αυτοί επιτρέπεται. Έχουν εγκριθεί από την ιδεολογική επιτροπή.
Έχει μια ομορφιά αυτό το νέο είδος πολιτικής καθαρότητας.
—Δεν θέλουμε τα λεφτά των τραπεζών.
—Αλλά θέλουμε τις ανακαινίσεις.
—Αλλά δεν θέλουμε την πινακίδα.
—Αλλά θέλουμε την προβολή της «αντίστασης».
—Αλλά δεν θέλουμε τη χορηγία.
—Αλλά θέλουμε τα έργα.
Η λογική κάνει βόλτες σαν τον Θησέα στο λαβύρινθο, μόνο που εδώ ο Μινώταυρος εκπροσωπεί μια μόνιμη ηθική πομφόλυγα που σκάει και ξαναφουσκώνει.
Κι ενώ ο δήμαρχος εξανίσταται για το «σύμβολο κερδοσκοπίας» στα σχολεία, μάλλον του διαφεύγει ότι οι αρχαίοι Έλληνες, τους οποίους όλοι επικαλούνται, έχτιζαν τα δημόσια κτίσματα με χορηγίες εμπόρων, ναυάρχων και ευεργετών, βάζοντας μάλιστα και το όνομά τους απ’ έξω:
«Ανέθηκε ο Δείνα τω θεώ».
Μάλιστα οι μεγάλοι ευεργέτες χρηματοδοτούσαν ολόκληρους θεσμούς, από τη Στοά του Αττάλου μέχρι το Ωδείο του Περικλή, αλλά και το θεατρικό εισιτήριο των πληβείων, και τον αθηναϊκό στόλο. Θα πει κανείς ήταν ένας ιμπεριαλιστικός στόλος κι οι Αθηναίοι φονιάδες των λαών.
Αν αύριο μια εταιρεία αναλάβει να φτιάξει παιδική χαρά, θα πρέπει να την αφήσουμε μισοτελειωμένη, γιατί αλλιώς θα «διαφθείρει τα παιδιά με το σήμα της». Κατά την ίδια λογική, αν ένας γιατρός σώσει ένα παιδί στο νοσοκομείο, καλό θα ήταν να μη γράφουμε το όνομά του για να μην τον «νομιμοποιήσουμε». Ή αν ένας δωρητής πληρώσει μια βιβλιοθήκη, μπορούμε να του στείλουμε ένα ευχαριστήριο σημείωμα που να λέει:
«Σε ευχαριστούμε, αλλά θα προσποιηθούμε ότι δεν υπάρχεις».
Εδώ, το χιούμορ τελειώνει εκεί όπου αρχίζει η υποκρισία.
Γιατί ο πραγματικός στόχος δεν είναι η πινακίδα. Είναι το αφήγημα της ανακυκλούμενης μπουρδολογίας: «Δεν χρειαζόμαστε χορηγούς, χρειαζόμαστε δικαιοσύνη». Μόνο που μέχρι να έρθει η δικαιοσύνη (αν ποτέ έρθει), τα σχολεία, για χάρη των λαϊκών αγώνων, θα περιμένουν με μισογκρεμισμένους τοίχους. Αρκεί να επιβεβαιωθεί ο ιδεολογικός φετιχισμός της «αγνότητας».
Αλλά τι να κάνουμε;
Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει να μην έχουμε χρήματα, αρκεί να έχουμε σωστές πινακίδες.
Και φυσικά, να έχουμε άφθονα αγάλματα για όλους τους «ήρωες» που θα έκαναν τον Ηρόδοτο να σηκώσει τα χέρια ψηλά και να πει:
«Αφήστε το παιδιά, πάω να γράψω για άλλους λαούς»...