Το ποιητικό σύστημα του Γιώργου Κοζία είναι ένα σύστημα χωρίς λυρικό εγώ, όπου οι εξάρσεις της ατομικής φωνής και η διαστολή του όποιου προσωπικού αισθήματος (με ό,τι μπορεί να σημαίνει ο όρος «προσωπικό αίσθημα» στην ποίηση) δεν έχουν καμία θέση. Είναι κάτι που δεν προέκυψε εξαρχής στο έργο του, αλλά κερδήθηκε, όπως όλες οι σημαντικές κατακτήσεις, κατά την πορεία: από τον Ζωολογικό κήπο (1989) και τον Μάρτυρα που δεν υπήρξε (1995), που στάθηκαν, ασφαλώς, καταθέσεις με κάπως πιο εξομολογητικό χαρακτήρα, ο Kοζίας πέρασε πρώτα στο Πεδίον ρίψεων (2001) και εν συνεχεία στον Κόσμο χωρίς ταξιδιώτες (2007), στον 41o παράλληλο (2012), στο Πολεμώντας υπό σκιάν… (2017) και στον Εξάγγελο (2021), για να καταλήξει σε μια περίπλοκα υφασμένη ειρωνεία: αντίδοτο στη συγκινησιακή αφλογιστία της αισθηματολογίας και του μελοδραματισμού, που μπαίνουν συχνά από την πίσω πόρτα στον χώρο της σύγχρονης ποίησης.
O Άγγελος της Ιστορίας
Κι αν στον Εξάγγελο, ο εξάγγελος της αρχαίας τραγωδίας μιλάει για τις πηγές του ποιητικού παρελθόντος, αν όντως μας υποδεικνύει το διακείμενο με το οποίο συνομιλεί ο Κοζίας, σε μια συνθήκη ελεύθερης (ακόμα και συνειρμικής ή υπερρεαλιστικού τύπου) ανταλλαγής, τότε θα χρειαστεί να μνημονεύσουμε τους πιο απροσδόκητους επισκέπτες: από Σολωμό, Καβάφη, Σικελιανό, Σεφέρη και Σαχτούρη μέχρι Ρίλκε, Σελίν, Τσέλαν και Τούμας Τρανστρέμερ. Το ποιητικό παρελθόν και το διακείμενο, ωστόσο, δήλωναν ανέκαθεν την παρουσία τους στην ποίηση του Κοζία ως ένα διαρκές παιχνίδι ρητορικών τρόπων, οι οποίοι αυτονομούνται γρήγορα από τον τόπο της καταγωγής τους για να υπονομεύσουν εκ των ένδον τη συγκρότηση της οποιασδήποτε συμπαγούς και ενιαίας ενότητας. Οι κουίντες του Εξάγγελου, για να επανέλθω στο αμέσως προηγούμενο βιβλίο του ποιητή, κρύβουν (αν είναι να σκεφτούμε τον εξάγγελο της αρχαίας τραγωδίας) πρωτίστως τις πηγές του ποιητικού παρελθόντος ενώ το ιστορικό παρελθόν στο οποίο διανοίγονται τα ποιήματα της συλλογής ισοδυναμεί κατά πάσα πιθανότητα (αν είναι να σκεφτούμε τον άγγελο της Ιστορίας του Μπένγιαμιν και του Κλέε) με τη θεματική, αλλά και με την υπαρξιακή ή την οντολογική της ταυτότητα.
Δεν παρακολουθεί πάντοτε ο Κοζίας τις διαδρομές και τις μετατροπές ή τις μεταστροφές της Ιστορίας στον Εξάγγελο ούτε συστεγάζει ετερογενή γεγονότα και ασύμπτωτες μεταξύ τους ιστορικές περιόδους κάτω από την ίδια σκέπη, όπως το δοκιμάζουν συχνά τα τελευταία χρόνια οι ποιητές νεότερων ή και πολύ νεότερων γενεών από τη δική του, φτιάχνοντας ένα pastiche που ταιριάζει στα μέτρα και στη λογική ενός άλλου πνεύματος. Η Ιστορία, παρ’ όλα αυτά, ξεμυτίζει κάθε τόσο από τους στίχους του Κοζία (ως τεκμήριο και συμβάν, ως μνημείο και ως απομνημονευμένος τόπος μα και ως καλλιτεχνικός υπαινιγμός ή ως μύθος και ως αλληγορία), ορίζοντας και την ποιητική του: ό,τι περιμαζεύει ο Άγγελος της Ιστορίας από τα αποκαΐδια της, ό,τι αναλαμβάνει να προφυλάξει για λογαριασμό της μνήμης, αλλά και ό,τι ξεγλιστράει κάτω από τα φτερά του για να πεταχτεί στο χάος, καταλήγει στο πένθος και στον θρήνο. Πένθος για τις χαμένες επαναστάσεις, τις εξεγέρσεις και τις ξεθεμελιώσεις σε οικουμενικό επίπεδο και θρήνος για την αναπότρεπτη εν κατακλείδι απώλεια των πάντων.
Η καταβαράθρωση στο μηδέν
Μακρηγόρησα εσκεμμένα στα προηγούμενα ποιητικά βιβλία του Κοζία και ιδίως στον Εξάγγελο, για να υποδείξω το άλμα που επιχειρεί ο ποιητής στην καινούργια συλλογή του. Οι ποιητικές και οι ιστορικές παραπομπές δεν λείπουν και τώρα από το βιβλίο (από τον Σεφέρη, τη Γαλλική Επανάσταση και τον Αγώνα του 1821 μέχρι το ιστορικό βάρος της Πράγας), ο Κοζίας, όμως, είναι σαν να μη θέλει να παίξει άλλο τους ρόλους που ανέθεσαν μέχρι πρότινος το παρελθόν και η μνήμη. Οι χαμένες επαναστάσεις, ο στροβιλισμός της Ιστορίας, ακόμα και η παραδοχή της απώλειας σε όλα τα επίπεδα, φαίνεται να μην έχουν πια νόημα. Ο ποιητής αντί να ανατρέξει, να αναλογιστεί και να μνημονεύσει, αντί να χύσει για άλλη μία φορά δάκρυα για το σβησμένο επαναστατικό ήθος, προτιμά να εκραγεί:
Είσαι στο πιάτο του Καρυωτάκη η καρδιά
Και στο τραπέζι του μαύρου πετεινού το κεφάλι
Κακορίζικε άνθρωπε
Σε εποχή γερασμένη
Τυφλός λαός σαν νυχτερίδα
Χαύνωση ουρλιάζει, με χαύνωση κοιμάται
Και ξημερώνει σκουντουφλώντας
ανίδεος και ακαμάτης
σαν γελωτοποιός στον Άδη
Κακορίζικε άνθρωπε
Σε εποχή γερασμένη
Τι ακριβώς συμβαίνει; Παρήλθαν τα χρόνια και επήλθε ο κορεσμός; Αυξήθηκαν οι προσδοκίες και λιγόστεψαν οι ελπίδες, για να δώσουν ξαφνικά τη θέση τους στην οργή και στον διδακτισμό; Ας προσέξουμε καλύτερα την ποιητική αρχιτεκτονική και τη γλωσσική οργάνωση του Κοζία. Ναι, μιλάει με οργισμένη φωνή μα η οργή του είναι σκηνοθετημένη. Και ίσως διαφαίνεται κάποιος διδακτισμός, μα πώς αλλιώς να σκηνοθετηθεί η οργή; Νομίζω πως ο ποιητής και η τέχνη του δεν αντέχουν πλέον τόση Ιστορία και τόση κατανόηση, δεν αποζητούν να συνεισφέρουν πλέον σε ερμηνείες και εξηγήσεις. Μπορούν, όμως, σίγουρα, να επινοήσουν τον χώρο της αποχώρησής τους με τη διασπορά του στίχου και με τον χλευασμό (ακόμα και με την καταγγελία) της οποιασδήποτε σοβαροφάνειας. Ας απομείνει ο λόγος εντελώς γυμνός και αφτιασίδωτος για να λειτουργήσει αποτελεσματικότερα σε ένα τοπίο και σε έναν αιώνα που δεν χρειάζονται κανένα πρόσχημα.