Από τα πρώτα κιόλας χρόνια που ασχολήθηκε με το τραγούδι, αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Θεοδωράκης μελοποίησε ποιήματα του Κατσαρού και του Λειβαδίτη. Πιθανόν, η μελοποίηση ποιημάτων του Αναγνωστάκη καθυστέρησε λόγω της δικτατορίας που μεσολάβησε, Τον «Χάρη» και το «Μιλώ», καθένα τους κι ένα τραγούδι-ποταμός, ο Μίκης τα συνέθεσε το 1969, εξόριστος στη Ζάτουνα. Μελοποιημένα σε υψηλούς επαναστατικούς, εξεγερσιακούς τόνους, τα πρωτοπαρουσίασε περιοδεύοντας στην Ιταλία το 1972 σαν ένα κάλεσμα αντίστασης: «Εμπνευστείτε από τη φωνή του “Χάρη” », έγραφε σε προκήρυξη προς τους νέους, «που σαν ήλιος λαμπρός μας δείχνει τις χρυσές πολιτείες που ξανοίγονται μπρος μας λουσμένες στην αλήθεια και στο αίθριο το φως».
Ο Αναγνωστάκης είχε παραμερίσει τις αντιρρήσεις του για τη μελοποίηση της ποίησης γιατί, όπως είχε δημόσια δηλώσει, ήταν συνομήλικοι με τον συνθέτη, πέρασαν τις ίδιες περιπέτειες ζωής και είχαν παραπλήσια αισθητική. Θα ήθελε, αν μπορούσε, να συνθέσει τη μουσική του Θεοδωράκη, όπως και ο Μίκης, όπως υπέθετε, αντιστρόφως, θα επιθυμούσε να γράψει τους δικούς του στίχους.
Τον τελευταίο χρόνο της δικτατορίας, με τον Θεοδωράκη αποκλεισμένο στο Παρίσι, επέλεξαν δι’ αλληλογραφίας τα ποιήματα του δίσκου με τις Μπαλάντες. «Με αυτά τα τραγούδια», δήλωσε ο Θεοδωράκης σε συνέντευξη στα Νέα (10/2/1976), «ξαναρχίζω από το μηδέν μια νέα περίοδο. Με ένα σεμνό έργο του Αναγνωστάκη, βασισμένο πάνω σε μια λυρική και τραγική ποίηση, πάρα πολύ επίκαιρο για τη σημερινή κατάσταση. Ξαναγυρίζω στις απλές μελωδικές φόρμες του Επιταφίου και των Επιφανίων, αλλά με την εμπειρία πλέον και την ωριμότητα των δεκαπέντε χρόνων».
Η επιλογή των ποιημάτων έγινε, λοιπόν, με κριτήριο τον λυρικό και τραγικό χαρακτήρα τους. Όμως τα ποιήματα διαθέτουν κάποια πρόσθετα επιμέρους χαρακτηριστικά. Τα μισά, πέντε από τα συνολικά δέκα, ανήκουν στην πρώτη συλλογή Εποχές, που κυκλοφόρησε εκτός εμπορίου το 1945: «Μες στην κλειστή μοναξιά μου», «Ίσκιοι βουβοί», «Δρόμοι παλιοί», «Κάτω απ’ τα ρούχα μου», «Χαρά, χαρά». Διαπνέονται από νεανική αθωότητα, ερωτική υποβλητικότητα, μελαγχολική διάθεση και διαθέτουν, ασυνήθιστο για πρωτοεμφανιζόμενο, στέρεη στιχουργική.
Δύο ακόμη περιλαμβάνονται σε μεταγενέστερες συλλογές: «Οι στίχοι αυτοί (Επίλογος)» στο Εποχές 3 (1951) και «Το ναυάγιο» στη Συνέχεια 3 (1962). Τέλος ένα, το «Όλα έχουν κωδικοποιηθεί», προέρχεται από το πεζό Περιθώριο (1969).
Τα εκτός συλλογών
Τις Μπαλάντες συμπλήρωσαν δύο ποιήματα που γράφτηκαν επί τούτου, παρέμειναν εκτός των ποιητικών συλλογών και προσφέρονται για σχολιασμό. Το «Όταν μιαν άνοιξη» είναι ένα πικρό καλωσόρισμα του Αναγνωστάκη, σε προσωπικό τόνο, στον παλιό του φίλο Μίκη. Τον προδιαθέτει για το κλίμα που θα συναντούσε όταν θα επέστρεφε στην Ελλάδα: «Κι ίσως κανείς δεν σε προσμένει να γυρίσεις».
Ο Θεοδωράκης στα Νέα, στη συνέντευξη του 1976 που αναφέρθηκε παραπάνω, απέδωσε την υποδοχή που του επιφυλάχτηκε (δεν εκλέχτηκε καν βουλευτής) στη σύλληψή του επί χούντας: «Εκεί έπρεπε να σκοτωθώ. Εκεί έγινε το “λάθος”. Όμως έζησα, ναι για μια ακόμη φορά, και δεν μου το συγχωρούν οι αντίπαλοι και οι άσπονδοι φίλοι μου».
Το δεύτερο «αδέσποτο» τραγούδι, «Και περνούσανε τα τραμ», ακολουθεί την απότομη διαδοχή θλίψης - χαράς, όπως συναντάμε σε μια σονάτα «την εναλλαγή μεταξύ αργών και γρήγορων μερών». Την εικόνα της φρίκης του νεκρού που “κείτονταν μες στο δρόμο με βαθιά στην πλάτη το μαχαίρι” επιχειρεί αντιθετικά να αναδείξει το ρεφρέν «και περνούσαν και περνούσανε τα τραμ νταραντατάμ νταραντατάμ»[1].
Στη μουσική σύνθεση, όμως, οι συγκινησιακές αντιθέσεις κλίνουν προς τους ανέμελους τόνους της κίνησης του τραμ. Η ρυθμική τους ένταση σκεπάζει το δραματικό μέρος, παρασύρει το τραγούδι και το κατατάσσει επιφανειακά στα πιο παιγνιώδη και ανάλαφρα του συνθέτη. Αυτή η «παρανάγνωση» ίσως το αποφορτίζει, κάνοντάς το πιο άμεσο και προσιτό σ’ ένα ευρύτερο κοινό.
Στην επιλογή των ποιημάτων για το άλμπουμ Μπαλάντες, φαίνεται πως ο Αναγνωστάκης είχε τον πρώτο λόγο – και αυτό έγινε σε νεκρό χρόνο, λίγο μετά τη λεγόμενη σιωπή του το 1971. Τα περισσότερα, αν όχι όλα, έχουν υπαρξιακή διάσταση, λεπτό χιούμορ και κριτικό αισθητήριο. Συνδέονται εμφανώς με τόπο και χρόνο αλλά δεν εναρμονίζονται με τα στερεότυπα της πολιτικής ποίησης. O Θεοδωράκης, μέσα από τις δημοφιλείς Μπαλάντες του, δοκιμάζει νέα μουσικά μοτίβα αναδεικνύοντας έναν άλλον Αναγνωστάκη που δεν εμπνέεται μόνον από το άμεσο γεγονός και τη συγκυρία και δεν απευθύνεται σ’ έναν συγκεκριμένο κοινωνικό χώρο. Έχει καθολική ματιά, λυρική ευαισθησία και πνευματικό βάθος.
Την εναλλαγή ανάλαφρου και δραματικού χρησιμοποιεί συχνά ο αγαπημένος συγγραφέας του Αναγνωστάκη, Ιωάννης Κονδυλάκης· ο οποίος, σε χρονογράφημά του για τις πλημμύρες, στηρίζει την επιλογή του και θεωρητικά: «οι αληθέστεροι των δραματικών ποιητών είναι εκείνοι οι οποίοι εις τας τραγωδίας των παρεισάγουν και έν κωμικόν πρόσωπον, το οποίον ενώ μετριάζει την στυγνήν μονοτονίαν της τραγωδίας, εξαίρει αφ’ ετέρου διά της αντιθέσεως τους τραγικούς χαρακτήρας και δίδει άρτιον χρωματισμόν της αληθείας εις το έργον».
Σημείωση: Το κείμενο σε μια πρώτη του μορφή δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τρίτων του Πανεπιστημίου Κρήτης, αρ. 6, Φθινόπωρο 2022.
[1] Το περιστατικό στο τραμ συνδέεται και με μια μαρτυρία του Mανόλη Αναγνωστάκη στο Περιθώριο, για ένα ραντεβού του με τον Βαμβακά που «τον σκοτώσανε στη στάση Μισραχή, την ώρα που έτρεχε να προλάβει το τραμ. Την άλλη μέρα είδα τη φωτογραφία του στην εφημερίδα. Τότε τον είδα για πρώτη φορά και έμαθα πως αυτός που περίμενα και δεν ήρθε ήταν ο Βαμβακάς».