Ας ειπωθεί ευθύς εξαρχής: Ό,τι έχει γραφτεί μέχρι σήμερα στον Τύπο για τα ηγεμονικά εμβλήματα του Όθωνα, το στέμμα, το σκήπτρο και το ξίφος με τη θήκη του – εκκρεμεί πάντως και η έκθεση του υπουργείου Πολιτισμού, έχει δημοσιευθεί σε άρθρο στον κατάλογο της έκθεσης στην Εθνική Πινακοθήκη, Αθήνα-Μόναχο, Τέχνη και Πολιτισμός στη Νέα Ελλάδα, το 2000. Υπογράφεται από τον ιστορικό τέχνης και επιμελητή των πολύτιμων αντικειμένων του Εθνικού Μουσείου της Βαυαρίας, δρα Λόρεντς Σέλιγκ,[1] που την εποχή εκείνη ήταν ο αδιαμφισβήτητος γνώστης και συστηματικός ερευνητής της ευρωπαϊκής χρυσοχοΐας από την Αναγέννηση έως τον 20ό αιώνα. Με την ιδιότητα αυτή, του ανατέθηκε από την επιστημονική επιτροπή, στην οποία ανήκε και η υπογράφουσα, το δύσκολο έργο να συντάξει, με τη βαρύτητα του ειδικού, κείμενο και λήμματα καταλόγου για τα ηγεμονικά εμβλήματα του Όθωνα, χωρίς να έχει πιάσει καν στα χέρια του τα σπουδαία αυτά έργα της κορυφαίας παρισινής χρυσοχοΐας του 1835. Όπως είναι γνωστό, την εποχή εκείνη κρατούνταν σε απόκρυφα μέρη, λόγος για τον οποίο, στις λεζάντες των φωτογραφιών, γράφτηκε: «Τόπος φύλαξης άγνωστος». Η απρόσμενη επανεμφάνιση των τιμαλφών του στέμματος ξάφνιασε τους πάντες, ιδίως όσους δεν ήλπιζαν πια ότι στο Τατόι, όπου –όπως ανακοινώθηκε– βρέθηκαν αφύλακτα, θα υπήρχε η παραμικρή ελπίδα για στέμματα, σκήπτρα και ξίφη της βασιλείας. Ας είναι.
Διακρατική έκθεση
Η έκθεση ήταν αποτέλεσμα διακρατικής συμφωνίας μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Ελλάδας, σχεδιασμένη έτσι ώστε τα δύο μουσεία να ακολουθήσουν το ίδιο σκεπτικό, προκειμένου να τονίζεται ο «δίδυμος» θεματικός χαρακτήρας. Ένα εκθεσιακό εγχείρημα μεταξύ του Εθνικού Μουσείου της Βαυαρίας στο Μόναχο και της Εθνικής Πινακοθήκης-Μουσείου Αλ. Σούτζου στην Αθήνα, ένα μέχρι σήμερα ανεπανάληπτο όσο και απαιτητικό εκθεσιακό γεγονός που απαίτησε τουλάχιστον διετή κοπιώδη προετοιμασία! Ο πολυσέλιδος κατάλογος (δύο ξεχωριστοί τόμοι, ελληνικά και γερμανικά [2]) είναι το τελικό επιστημονικό «προϊόν» ενός παρατεταμένου μόχθου γερμανών και ελλήνων αρχαιολόγων, ιστορικών του φιλελληνισμού, ιστορικών της τέχνης του 19ου αιώνα, πολιτικών στοχαστών, συνταγματολόγων, αρχιτεκτόνων, πολεοδόμων, συλλεκτών, διευθυντών μουσείων, επιμελητών, συντηρητών, φωτογράφων, αρχειονόμων και μεταφραστών.
Ως προς το περιεχόμενο, θα διερευνούσαν σε επίπεδο ευρωπαϊκής ιστορίας και πολιτισμού του 19ου αιώνα (Art in Culture) τη συνδρομή του Βασιλείου της Βαυαρίας, που είχε ως πολιτικό πρόγραμμα τον φιλελληνισμό, την απελευθέρωση των Ελλήνων και την ανοικοδόμηση του ελληνικού κράτους, τον «ενθουσιασμό για την Ελλάδα» που μπόλιασε βαυαρούς ηγεμόνες, εκκινώντας από τη σχεδόν ταυτόχρονη ίδρυση δύο «νεοκλασικών βασιλείων» την εποχή του εθνικισμού.[3] O αδιαμφισβήτητος πολιτικός χαρακτήρας που ένωνε εκθεσιακά τα δύο κράτη τελούσε υπό την αιγίδα τoυ τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Στεφανόπουλου και του τότε Πρωθυπουργού της Βαυαρίας Έντμουντ Στόιμπερ, εγκαινιάστηκε μάλιστα από τον Πρόεδρο της Γερμανίας, Γιοχάνες Ράου.
Έχοντας εξαντλήσει βιβλιογραφικές πηγές, μαρτυρίες προφορικές και γραπτές ώστε να στηρίξει πάνω σε γερά θεμέλια την έρευνά του, ο Σέλιγκ, γράφοντας για τα ηγεμονικά εμβλήματα του Βασιλείου της Ελλάδας, ανατρέχει στα κέντρα χρυσοχοΐας του Παρισιού, ταυτίζει υλικά, τεχνοτροπίες, τεχνίτες και στυλ και, το κυριότερο: συγκρίνει τα νεόκοπα βασιλικά εμβλήματα του βαυαρικού θρόνου με αυτά που παραγγέλθηκαν από τον πατέρα του Όθωνα, τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο Α΄στους ίδιους χρυσοχόους. Τα τελευταία, εμφανώς πιο λιτά, θα προορίζοντας για τη στέψη του νεαρού βασιλιά της Ελλάδος, η οποία τελικά δεν έλαβε χώρα.
Τα στοιχεία που αντλήθηκαν από την πλούσια γαλλική και γερμανική βιβλιογραφία παραπέμφθηκαν με επιστημονική εντιμότητα στο κείμενο του γερμανού ερευνητή, πράγμα που συχνά διαφεύγει ως ζητούμενο από τους δικούς μας «σχολιαστές». Ίσως από κεκτημένη ταχύτητα ή από λανθασμένη εκτίμηση απαντώνται –στην καλύτερη περίπτωση– αθέλητα έως «τυχαία» αποσπάσματα της ερευνητικά εξαντλητικής εργασίας, που αναδημοσιεύονται χωρίς αναφορά είτε στην γερμανική είτε στην ελληνική πηγή, ποτέ φυσικά στο όνομα του ερευνητή, ακόμη λιγότερο στην έκδοση του 2000. Ας είναι (ξανά).
Για «θεραπεία» άλλων «παραλείψεων» στις αναφορές του κειμένου του δρα Σέλιγκ, και για να καλυφθούν όσα κενά έχουν προκληθεί στο μεταξύ σχετικά με τα βασιλικά εμβλήματα, για διευκόλυνση όσων προσποιούνται τους «ενημερωμένους», αλλά και για να αποδοθούν επιτέλους τα πνευματικά δικαιώματα που δικαιούται ο ερευνητής συνάδελφος, παραθέτω τις σημαντικότερες παραγράφους του εξαιρετικού κειμένου του μεταφρασμένες εκ νέου.
Θα εκπλήξει το ιστορικό των βασιλικών εμβλημάτων ως σύμβολα κυριαρχίας, κυρίως στις μοναρχίες του Γερμανικού Έθνους, οι οποίες γεννήθηκαν μετά τη διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1806) και απετέλεσαν προτεκτοράτα του Ναπολέοντα. Σε αυτά, εκτός από τα βασίλεια της Βυρτεμβέργης και Bεστφαλίας, περιλαμβάνεται το νεοϊδρυθέν τότε Βασίλειο της Βαυαρίας.
Βαυαρικά και ελληνικά ηγεμονικά σύμβολα
Στο εκάστοτε ηγεμονικό σύμβολο εξουσίας αντικατοπτρίζεται η ταυτότητα του μονάρχη και του βασιλείου του. Καθίστανται σαφείς οι σχέσεις με την κατά τόπους παράδοση καθώς και οι σχέσεις με άλλες επικράτειες. Ανάμεσα στα εμβλήματα του θρόνου που δημιουργήθηκαν κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα για τα γερμανικά κράτη, την πρώτη θέση ως προς το σχέδιο και το πρόγραμμα καταλαμβάνουν αναμφισβήτητα τα εμβλήματα του Βασιλείου της Βαυαρίας, τα οποία υλοποιήθηκαν το 1806 από τον Μαρτέν Γκιγιόμ Μπιενέ (Martin-Guillaume Biennais) πάνω σε σχέδια του [αρχιτέκτονα] Σαρλ Περσιέ (Charles Percier).
Στην περίπτωση ίδρυσης νέου κράτους, και κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του1830, παρατηρούνται ποικίλες αντιλήψεις. Στο βασίλειο του Βελγίου λ.χ., το οποίο κηρύχθηκε το 1831 ανεξάρτητο, ως συνταγματική μοναρχία με φιλελεύθερα χαρακτηριστικά, δεν υπήρχαν ηγεμονικά σύμβολα εξουσίας, επομένως δεν υπήρξε ούτε τελετή στέψης. Το Βέλγιο, δηλαδή, ανταποκρινόταν πλήρως στη γαλλική εκδοχή του «βασιλιά - πολίτη» Λουί-Φιλίπ, ο οποίος, σε αντίθεση με τους προκατόχους του Βουρβόνους, αλλά και τον Ναπολέοντα, αρνήθηκε τη στέψη, λόγος για τον οποίο δεν χρησιμοποίησε τα βασιλικά εμβλήματα του Λουδοβίκου ΙΗ΄ και του Καρόλου Ι΄.
Αντίθετα, στη περίπτωση της Ελλάδας δόθηκε κατά τα πρώτα χρόνια της μοναρχίας και ήδη υπό την Αντιβασιλεία ιδιαίτερη σημασία στο στέμμα, την κορυφαία συμβολική έκφραση του Βασιλείου. Σε αναμνηστικά νομίσματα που κυκλοφόρησαν στη Βαυαρία το 1832/33 απεικονίζεται η μορφή της Ελλάδας που παραδίδει στον νέο πρίγκιπα το βασιλικό στέμμα (Εικ. 1).
Τέλος του 1832 εστάλησαν από το Μόναχο στην Ελλάδα τα ορειχάλκινα εμβλήματα, στέμμα, σκήπτρο και ξίφος, τα οποία προορίζονταν για την διακόσμηση της βελούδινης επίστεψης του θρόνου (άγνωστη η σημερινή θέση).
Ενόψει της επικείμενης ενθρόνισης και της σχεδιαζόμενης στέψης του Όθωνα (κατά τη χρονική στιγμή της ενηλικίωσής του), παραγγέλθηκαν το 1835 τα βασιλικά εμβλήματα του βασιλείου της Ελλάδος.[4] Δεν είναι ευρύτερα γνωστό ότι η στέψη και το χρίσμα, λόγω κυρίως του επίμαχου θρησκευτικού ζητήματος, δεν τελέστηκαν από μητροπολίτη.[5] Ο σύγχρονος παρατηρητής των γεγονότων της 1ης Ιουνίου 1835, ο αρχαιολόγος Λούντβιχ Ρος, σημειώνει: «Η ενθρόνιση έγινε όσο το δυνατόν πιο αθόρυβα, ούτε που την πρόσεξε κανείς […]. Αρχικά, είχαν ληφθεί μέτρα για τη στέψη του βασιλιά με κάθε επισημότητα, την επιδίωκε –και μάλιστα με ζήλο– ο πρεσβευτής της Βαυαρίας στην Ελλάδα, κύριος φον Κομπέλ. Ακούστηκε πως το στέμμα παραγγέλθηκε στο Παρίσι, μόνο που δεν έμαθα αν έχει φθάσει ή όχι».[6]
Είναι άγνωστο αν το στέμμα, το οποίο δεν μπορούσε προφανώς να χρησιμοποιηθεί για τη στέψη, χρησιμοποιούνταν τουλάχιστον σε τελετουργικές περιστάσεις. Παραλληλίζεται με τα εμβλήματα του βαυαρικού θρόνου, που και αυτά, ενώ προορίζονταν αρχικά για στέψη –η οποία δεν έλαβε ποτέ χώρα ούτε στο Μόναχο– έπαιξαν αργότερα ρόλο κατά την έναρξη του τοπικού Κοινοβουλίου. Στις περιπτώσεις αυτές, το στέμμα, το σκήπτρο και το ξίφος εξετίθεντο πάνω σε μαξιλάρι.
Κανένα από τα βασιλικά εμβλήματα –σε αντίθεση με τα βαυαρικά– δεν εξετίθεντο σε δημόσια θέα. Απουσιάζουν επίσημες προσωπογραφίες του Όθωνα με την τήβεννο της στέψης, όπως σε πλείστες εκδοχές βασιλέων της Βαυαρίας (ο Όθων είχε αποφασίσει από νωρίς να ενδύεται μόνο την τοπική ελληνική φορεσιά). Με δεδομένο ότι η τελετή στέψης δεν πραγματοποιήθηκε, η τήβεννος από βαθύ κόκκινο μεταξωτό βελούδο με πλούσια χρυσοκεντήματα δεν χρησιμοποιήθηκε, όπως επίσης ο εσωτερικός χιτώνας από υπόλευκο μεταξωτό ατλάζι και η ζώνη με την περίτεχνη επίχρυση αγκράφα, έργο και αυτή των Φοσέν και Υιός στο Παρίσι (1835). Ωστόσο, είχαν εκτεθεί ως δάνεια στην Εθνική Πινακοθήκη το 2000! (εικ. 2 ).
Η παραγγελία των βασιλικών συμβόλων εξουσίας (εικ. 3), η οποία έγινε με μεγάλη σπουδή τον Απρίλιο του 1835, δεν απευθυνόταν σε χρυσοχόους του Μονάχου, αλλά στους διακεκριμένους χρυσοχόους του Παρισιού στην υπηρεσία της Αυλής, τους Φοσέν και Υιός (Fossin et Fils), που έφεραν τον τιμητικό τίτλο «Βασιλικός Χρυσοχόος» (Joaillier du Roi), οι οποίοι ανέλαβαν την εκτέλεση του στέμματος και του σκήπτρου, με εξαίρεση το ξίφος που κατασκευάστηκε από τον προμηθευτή όπλων του Όθωνα, τον ξιφοποιό Ζιλ Μανσό (Jules Manceaux). Τα εμβλήματα του 1835 ακολουθούσαν σε κάποιον βαθμό τα βαυαρικά του 1806, αν εξαιρέσει κανείς τη σταυροφόρο σφαίρα και το στέμμα για τη βασίλισσα (ο Όθων ήταν άγαμος μέχρι το 1836).
Το ελληνικό σκήπτρο ήταν παραλλαγή του βαυαρικού του Μαρτέν Γκιγιώμ Μπιενέ. Είναι λιγότερο αυστηρό, μεμονωμένα στοιχεία τονίζονται ιδιαίτερα. Οι ελληνικές αναφορές είναι εμφανείς, αντί του βαυαρικού θυρεού τονίζεται με επισμάλτωση ο [ισοσκελής] ελληνικός σταυρός, ένας παρόμοιος βρίσκεται στην κορυφή του σκήπτρου, κάτω από το μικρό [διάτρητο] στέμμα. Τα ελληνικά, σε αντίθεση με τα βαυαρικά εμβλήματα δεν είναι διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους.
Η μίμηση του βαυαρικού προτύπου στο ξίφος είναι λιγότερη ορατή, εδώ εκφράζεται καθαρά η ελληνική μοναρχία: το σφαίρωμα της λαβής έχει το σχήμα βασιλικής κορώνας, στο άνω τμήμα της θήκης βρίσκεται το «Ο» για τον Όθωνα, καθώς και το βασιλικό οικόσημο. Αξιοσημείωτη είναι η πολυτελής διακόσμηση του κατώτερου τμήματος της θήκης με μια τρίαινα, γύρω από την οποία περιστρέφονται δύο δελφίνια και μια γυναικεία μορφή, πιθανώς η Νίκη με κλαδί φοινικιάς, μπροστά σε ένα πολεμικό τρόπαιο.
Το στέμμα (εικ. 4) δεν παρουσιάζει την πολυτέλεια του βαυαρικού, ενώ διατηρεί τον συνηθισμένο τύπο της ανοιχτής τοξωτής μορφής βασιλικού στέμματος (εικ. χχχ): πάνω από το διακοσμημένο με δάφνινα φυτικά μοτίβα στεφάνι, υψώνονται οκτώ πλατιά τοξωτά στοιχεία σε σχήμα κλαδιών φοινικιάς που κάμπτονται με έντονη κλίση προς τα μέσα, δίνοντας έντονο θολωτό σχήμα και ενώνονται στο κέντρο, κάτω από τη σταυροφόρο σφαίρα της κορυφής. Εκδηλώνεται η συνάφεια προς τα σκεύη της ορθόδοξης εκκλησίας, εφόσον ο Όθων, παρά το γεγονός ότι παρέμεινε οπαδός του καθολικού δόγματος, ήταν, υπό την έννοια το δημοσίου δικαίου, ο εν ενεργεία αρχηγός της ελληνορθόδοξης εκκλησίας, εξαρτώμενης από την Κωνσταντινούπολη.
Πολύ βαρύτερα στυλιστικά θεωρούνται το σκήπτρο και ξίφος με ατσάλινη λεπίδα χωρίς θήκη που φυλάσσονται στο Εθνικό Μουσείο της Βαυαρίας (εικ. 5), παρ’ όλο που ακολουθούν τα πολυτελή πρότυπα του βασιλικού χρυσοχόου Φοσέν. Φέρουν την υπογραφή Matthias Wimmer in Atene (εξαιρετικά ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια που δηλώνει ότι φιλοτεχνήθηκαν στην Αθήνα (εικ.χχχ). Το «επίσημο ξίφος της Α.Μ. του βασιλιά Όθωνος της Ελλάδος με λαβή και θήκη» είχε παραδοθεί από την βαυαρική βασιλική Αυλή στο βαυαρικό μουσείο το 1878 «με σκοπό τη δημιουργία πανομοιότυπου αντιγράφου»..
Σκήπτρο και ξίφος του βασιλιά Όθωνα φυλάσσονται όμως και στην Αθήνα, στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο (εικ. 6). Φέρει την ίδια υπογραφή: Matthias Wimmer, δεν αποκλείεται, επομένως, να πρόκειται για τα «πανομοιότυπα αντίγραφα» που αναζητούνταν από το βαυαρικό μουσείο. Τα ηγεμονικά σύμβολα του Όθωνα, με προέλευση τα βασιλικά ανάκτορα των Αθηνών, είχαν κατατεθεί από το υπουργείο Εσωτερικών στο Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδας το 1882.
Όπως αποκάλυψε, επομένως, η ερευνητική ομάδα της έκθεσης «Αθήνα -Μόναχο-Τέχνη και Πολιτισμός στην Νέα Ελλάδα (2000), εκτός από τα εκτεθημένα ηγεμονικά σύμβολα του Όθωνα στο κτίριο του Κοινοβουλίου στην Αθήνα, σώζονται δύο ακόμη ζεύγη σκήπτρων και ξιφών, το ένα στις αποθήκες του Εθνικού Μουσείου της Βαυαρίας και το άλλο ζεύγος στο Εθνικό Ιστορικό μουσείο. Ευτυχώς απεικονίζονταν στους δύο καταλόγους της έκθεσης.
Μετά την εκθρόνιση του Όθωνα
Με την επιστροφή του βασιλιά Όθωνα στη Βαυαρία, αρχικά στο Μόναχο κατόπιν στη Βαμβέργη το 1862, τα ηγεμονικά σύμβολα της δυναστείας των Βίττελσμπαχ έχασαν την αρχική τους σημασία. Εφόσον ο Όθων δεν παραιτήθηκε επίσημα από το θρόνο της Ελλάδας, τα πήρε μαζί του. Για ένα διάστημα εκτέθηκαν δημόσια στο ανάκτορο Χοχενσβάνγκαου, όπου και εντοπίστηκαν το 1956 από έλληνα ερευνητή, ο οποίος ζήτησε την επιστροφή τους! Το 1959 ο δούκας Άλμπρεχτ της Βαυαρίας, ως αρχηγός του Οίκου των Βίττελσμπαχ, τα παρέδωσε μέσω του γιου του πρίγκιπα Μαξ-Εμμάνουελ στον βασιλιά Παύλο, του Οίκου Σλέσβιχ-Χόλσταϊν, Ζόντερμπουργκ-Γλύξμπουργκ, και έτσι έφθασαν για δεύτερη φορά στην Ελλάδα. Με επίσημη τελετή που πραγματοποιήθηκε την 20ή Δεκεμβρίου 1959 υπό την παρουσία του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή και των μελών του υπουργικού συμβουλίου στα Ανάκτορα, περνούν από τον οίκο των Βίττελσμπαχ στον οίκο των Γκλύξμπουργκ!
Σύμφωνα με την τέως επικεφαλής της Διεύθυνσης Ιστορικών Αρχείων του Υπουργείου Εξωτερικών Φωτεινή Τομαή, το στέμμα, το σκήπτρο και το ξίφος του Όθωνα «φυλάσσονταν στα ανάκτορα της Αθήνας και μετά τη μεταπολίτευση στο Τατόι. Ο Κωνσταντίνος με τον διακανονισμό που έγινε για τη βασιλική περιουσία, τα μετέφερε εκτός Ελλάδος. Ο βασιλιάς Παύλος παρέλαβε τα εμβλήματα και ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος τα οικειοποιήθηκε» (Το Βήμα της Κυριακής, 8 Νοεμβρίου 2009).
Τέλος ας σημειωθεί ότι ο τρόπος παρουσίασης των ιστορικών εθνικών κειμηλίων, μέσα σε μια στενόχωρη και όχι ανάλογης ποιότητας με τα εκθέματα σύγχρονη βιτρίνα (εικ. 7), επιτρέπει πολλά περιθώρια βελτίωσης, τόσο στο σχεδιασμό μιας νέας ευρύχωρης, με καλύτερη, ενδεχομένως, βελούδινη, εσωτερική επένδυση και με το στέμμα πάνω σε μαξιλάρι, αλλά ίσως αναζητηθεί μια περισσότερο προβεβλημένη θέση της στον χώρο, ώστε να μη μοιάζει με τυχαίο προσωρινό έκθεμα, θα έλεγε κανείς, παρατημένο μπροστά από ένα παράθυρο με ανοιγμένες κουρτίνες.
[1] Λόρεντς Σέλιγκ, «Τα βασιλικά εμβλήματα του Όθωνα», στο: Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη (επιμ.) Αθήνα-Μόναχο, Τέχνη και Πολιτισμός στην Νέα Ελλάδα [κατ. έκθ.], Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Α. Σούτζου σε συνεργασία με το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, Υπουργείο Πολιτισμού (5/4-3/7/2000), σσ. 179-187. Διατίθεται και ως e-book, https://www.nationalgallery.gr/ekdoseis/athina-monacho-techni-kai-politismos-stin-nea-ellada/
[2] Ο τίτλος του αντίστοιχου τόμου στο βαυαρικό μουσείο: Das neue Hellas, Griechen und Bayern zur Zeit Ludwigs I., Bayerisches Nationalmuseum, Mόναχο, εκδ. Hirmer, Μόναχο 1999.
[3] Πρωτότυπο κείμενο στον κατάλογο έκθεσης του Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη, κατόπιν πρόσκλησης της υπογράφουσας,
[4] Wolf Seidl, Bayern in Griechenland. Die Geburt des griechischen Nationalstaats und die Regierung König Ottos, Μόναχο, 1981, σ. 171.
[5] Horst Schmidt, Die griechische Frage im Spiegel der «Allgemeinen Zeitung» (Augsburg), 1832-1862, Φρανκφούρτη, Βέρνη, Νέα Υόρκη, Παρίσι, 1988 (Europäische Hochschulschriften, σειρά ΙΙΙ, τόμ. 357), σ.128. Gunnar Hering, «Der Hof Ottos von Griechenland», Höfische Kultur in Südosteuropa. Bericht der Kolloquien der Südosteuropa – Kommission 1988 bis 1990, Γκέτινγεν 1994, σ. 253-281.
[6] Ludwig Ross, Erinnerungen und Mitteilungen aus Griechenland, Βερολίνο 1863, τόμ. Ι, σ. 86.