Σύνδεση συνδρομητών

Αφιερωμένο στον Διονύση Σαββόπουλο το νέο τεύχος του Books’ Journal

Τετάρτη, 12 Νοεμβρίου 2025 10:18
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο εξώφυλλο το νέου τεύχους του Books' Journal.
Αλέκος Παπαδάτος
Ο Διονύσης Σαββόπουλος στο εξώφυλλο το νέου τεύχους του Books' Journal.

Κυκλοφορεί αύριο, 13 Νοεμβρίου, αρχικά στο Ωδείο Αθηνών, στην εκδήλωση με τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, το τεύχος 170 του Books’ Journal με αφιέρωμα στον Διονύση Σαββόπουλο. Στα βιβλιοπωλεία, στα περίπτερα και στο σάιτ θα είναι διαθέσιμο από την Παρασκευή, 14/11. Ως πρόγευση, αναδημοσιεύεται εδώ το editorial του τεύχους:

Ο Διονύσης Σαββόπουλός μας 

Κάποτε είχα διαβάσει ότι ένας σπουδαίος μουσικός οραματιζόταν τη στιγμή που η μουσική του δεν θα περιοριζόταν στην ακοή, αλλά θα μπορούσε και να βλέπεται. Κάτι παρόμοιο κατάφερνε ο Διονύσης Σαββόπουλος: πολλά από τα τραγούδια του, στη σύζευξη στίχου και μελωδίας, αποκτούσαν μια σχεδόν οπτική υπόσταση. Έμοιαζαν να διαθέτουν μια μυστική εικονογραφία, που τα μετέτρεπε σε ηχητικούς πίνακες ζωγραφικής.

Γιώργος Ζεβελάκης

Ο Διονύσης Σαββόπουλος δεν είναι απλώς μια απώλεια για το ελληνικό τραγούδι. Είναι μια απώλεια για τη γλώσσα, για το συλλογικό φαντασιακό μας, για τις συνειδήσεις μας.  Ήταν ένας Έλληνας που πορεύτηκε πάντα μέσα στις ζόρικες αλλά και στις γοητευτικές περιπέτειες της χώρας μας τα τελευταία εξήντα χρόνια. Κι είχε πάντα τον τρόπο να περιγράψει αυτές τις περιπέτειες. Τις μεγάλες αλλά και τις μικρές εικόνες που γέννησαν. Τα μεγάλα γράμματα αλλά και τα ψιλά. Τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις. Τις ιδέες αλλά και τις ιδεολογίες.

Ο Σαββόπουλος ήρθε στα 19 του από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, το 1963, και συνέδεσε τη ζωή του και την τέχνη του με το αίτημα των ανήσυχων νέων της εποχής του για ελευθερία και πρόοδο. Δεν ήταν εύκολη η διαδρομή του.  Στη χούντα φυλακίστηκε δύο φορές και βασανίστηκε. Στη μεταπολίτευση, συγκρούστηκε με ό,τι φαινόταν προοδευτικό, με τα κλισέ του προοδευτισμού, με την ετοιματζήδικη σκέψη και με την αυταρχική υπερχρήση της. Ως καλλιτέχνης, δεν αρκέστηκε σε ευκολίες. Και ως πολίτης, τόλμησε να μη γίνεται πάντα αρεστός – επειδή καταλάβαινε ότι μεγαλύτερη αξία είχε να είναι χρήσιμος.

Έζησε όλη του τη ζωή σε επαφή με τον κόσμο – και τις ιδέες. Και συχνά, σε σύγκρουση με κάποιους και με κάποιες από τις ιδέες τους. Ονειροπόλος και ορμητικός τα πρώτα χρόνια, μαχητικός και προβοκάτορας όταν έκρινε αργότερα, λυρικός και στοχαστικός τα χρόνια της ωριμότητας. Πάντα αναζητώντας ταυτότητα, πάντα διεκδικώντας την καλλιτεχνική ελευθερία. Και πάντα προσπαθώντας να οδηγήσει τους ακροατές του μπροστά από το πνεύμα της εποχής.

Από τη «Συννεφούλα» μέχρι το «Περιβόλι του τρελού», από τον «Μπάλλο» και το «Βρώμικο ψωμί» μέχρι τη «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», από το «Ζεϊμπέκικο» στο «Τσάμικο» («Να μας έχει ο Θεός γερούς»), από το «Κούρεμα» στο «Μην πετάξεις τίποτα», πάντα ήταν μπροστά από το πνεύμα της εποχής. Βοηθώντας όλους εμάς, με τρόπο καθοριστικό, να δώσουμε σχήμα και νόημα στο χρόνο.

Καθορίζοντας τις συνειδήσεις μας. Συμβάλλοντας στην αισθητική μας. Διαμορφώνοντας τις αμφιβολίες μας. Πλουτίζοντας τη γλώσσα μας – είναι αναρίθμητες οι εκφράσεις από τραγούδια του Σαββόπουλου που χρησιμοποιούμε στις καθημερινές μας ομιλίες.

Ήταν εξωστρεφής, εμπνεόταν και συνομιλούσε με συγγενείς του στον καλλιτεχνικό χώρο – τον Μπομπ Ντύλαν, τον Νικ Κέιβ, τον Λούτσιο Ντάλα. Κι ήταν Έλληνας, βαθύς γνώστης της κουλτούρας μας, των ανθρώπων που τη διαμόρφωσαν – εκκινώντας από τον Σεφέρη αλλά και από τους ποιητές της Θεσσαλονίκης που τον στοίχειωσαν και στους οποίους έκανε συχνές αναφορές: τον Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου, τον Μανόλη Αναγνωστάκη, τον Κλείτο Κύρου, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο.

Μα πάνω απ’ όλα, ο Σαββόπουλος υπήρξε ενεργός πολίτης. Με τη δική του άποψη, μια άποψη που εκκινούσε από την προσωπική του συγκρότηση, από το ηθικό βάρος της ύπαρξής του. Γι’ αυτό ποτέ δεν έγινε αιχμάλωτος των δογμάτων.

Αγαπούσε τον τόπο του ειλικρινά. Μιλώντας με τη βραχνή φωνή πότε του γλυκού αφηγητή, και πότε του επικριτή κάθε λάθους - του κράτους αλλά και των πολιτών ξεχωριστά. Ως καλλιτέχνης, διεκδίκησε και κέρδισε το θάρρος της γνώμης του – και το εξέφρασε με προσωπικό κόστος. Εξομολογήθηκε ότι το κόμμα τον τραβάει απ’ το μανίκι όταν το κόμμα ήταν το όχημα προς την επανάσταση. Μίλησε για τον πολιτευτάκια όταν οι ρήτορες των κομμάτων του λαού ήταν λαϊκά φετίχ. Κουρεύτηκε όταν έκαναν κουμάντο οι μουσάτοι – «της Αυριανής οι τρωγλοδύτες», όπως περιέγραφε με μπρουτάλ όρους τη χρεοκοπία του αριστερού λόγου. Έως πρόσφατα, που αρνήθηκε το λαϊκισμό των Αγανακτισμένων και της πολιτικής βίας, και έως πολύ πρόσφατα όταν δεν δίστασε να μιλήσει για την ανάγκη συμπαράστασης στην Ουκρανία όταν οι περισσότεροι ομότεχνοί του ήταν «με τον άνθρωπο». Έτσι έγινε η ηθική συνείδηση της κοινωνίας μας. Ο άνθρωπος που θαυμάζουμε και ζηλεύουμε: Ακέραιος. Ελεύθερος. Μοναδικός.

O Σαββόπουλος μας ζήτησε να κοιταχτούμε στον καθρέφτη. Με τα καλά και τα στραβά μας. Να συμφιλιωθούμε με τους εαυτούς μας. Και να αναζητήσουμε το καλύτερο – για μας, ατομικά, και συλλογικά για τη χώρα μας.

Τον ευχαριστούμε για τους δρόμους που άνοιξε.

ΥΓ. Στο τεύχος που κρατάτε στα χέρια σας, οι συνεργάτες του περιοδικού θέλησαν να γράψουν για τον Σαββόπουλο, πρώτα προσωπική τους και κατόπιν συλλογική απώλεια. Δημοσιεύονται όλα τα κείμενα. Ζητήσαμε επιπλέον ένα μόνο σημείωμα, ενός νεαρού μαθητή, η γνώμη του οποίου είναι τεκμηριωμένη και αξιοσημείωτη. Ο Σαββόπουλος, που πάντα ήθελε να βλέπει τη συνέχεια, όσους θα ’ρθουν τώρα που εμείς βαδίζουμε προς την έξοδο, θα ήταν χαρούμενος για αυτή την τόσο αισιόδοξη ματιά όχι μόνο στην τέχνη του αλλά και στα πράγματα.

The Books' Journal

Το Books' Journal είναι μια απολύτως ανεξάρτητη επιθεώρηση με κείμενα παρεμβάσεων, αναλύσεις, κριτικές και ιστορίες, γραμμένα από τους κατά τεκμήριον ειδικούς. Πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, συγγραφείς και επιστήμονες με αρμοδιότητα το θέμα με το οποίο καταπιάνονται.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.