Σύνδεση συνδρομητών

Ένας ελέφαντας που δεν αγαπούσε τις Δευτέρες

Παρασκευή, 29 Αυγούστου 2025 23:58
Μια από τις συνέπειες της βίαιης συμπεριφοράς ανηλίκων στον Άρχοντα των μυγών του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ. Η εικόνα προέρχεται από την απόδοση το 2024 του έργου σε κόμικς, από τον Aimée de Jongh (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα).     
Aimée de Jongh
Μια από τις συνέπειες της βίαιης συμπεριφοράς ανηλίκων στον Άρχοντα των μυγών του Γουίλιαμ Γκόλντινγκ. Η εικόνα προέρχεται από την απόδοση το 2024 του έργου σε κόμικς, από τον Aimée de Jongh (στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Διόπτρα).  

Mieko Kawakami, Ο Παράδεισος, μετάφραση από τα αγγλικά: Κίκα Κραμβουσάνου (πρωτότυπη γλώσσα: ιαπωνικά), Gutenberg, Αθήνα 2023, 251 σελ.

Γουίλιαμ Γκόλντινγκ, Ο άρχοντας των μυγών, μετάφραση από τα αγγλικά: Έφη Τσιρώνη, Διόπτρα, Αθήνα 2021, 371 σελ.  

Georges Simenon, Ο ωρολογοποιός του Έβερτον, μετάφραση από τα γαλλικά: Αργυρώ Μακάρωφ, Άγρα, Αθήνα 2024, 225 σελ. 

Δεν φταίνε τα κινητά. Ούτε φταίει ότι, σε κάποιες περιπτώσεις, οι γονείς είναι χωρισμένοι. Τα αίτια της παιδικής και της εφηβικής βίας είναι βαθύτερα – και απλώς οι κοινωνικές συνθήκες μεγεθύνουν μια ενόρμηση της παιδικότητας προς παραβατικές συμπεριφορές που αδυνατούμε να ελέγξουμε και να εξηγήσουμε. Τρία λογοτεχνικά βιβλία έχουν κατανοήσει καλύτερα την παιδική βία – ό,τι αδυνατούν να καταλάβουν συνήθως ηθικολόγοι συνομιλητές στα τηλεοπτικά δίκτυα ή στο Ίντερνετ, έπειτα από κάθε εκδήλωση παιδικής βίας που, από τα ΜΜΕ, σοκάρει τις ζωές μας. Και καλό είναι να μην έλθουμε αντιμέτωποι με αυτή στο οικογενειακό ή στο σχολικό περιβάλλον μας. [1]

 Η κατάσταση συναγερμού στην οποία βρίσκονται οι ανά τον κόσμο αρχές απέναντι στην παιδική εγκληματικότητα, έχει να κάνει με την εδραιωμένη άποψη που θεωρεί το παιδί εξ ορισμού αθώο, «αθώο σαν νεογέννητο αυγό», το οποίο μόνο λόγω της επιρροής των μεγάλων μπορεί να εκτραπεί. Ωστόσο η παιδαγωγική στις στιγμές της ειλικρίνειάς της δεν παύει να προειδοποιεί για την εκθετική επιθετικότητα που, επειδή είναι ακόμα ανίσχυρη, φαίνεται χαριτωμένη

Κωστής Παπαγιώργης[2]

 

Ο μεταπολεμικός κόσμος θα υποδεχτεί την παιδική ηλικία με 2.400 volt. Στις 16 Ιουνίου 1944, ο 14χρονος Τζορτζ Στίνεϊ από τη Νότια Καρολίνα θα καθίσει στην πρώτη τζούνιορ ηλεκτρική καρέκλα. Παρ’ όλα αυτά, ο μεταπολεμικός κόσμος θα  είναι η εποχή των παιδιών, τα οποία η ρητορική ηθικολογία υμνεί ως κινητήρια δύναμη ενός  λαμπρού μέλλοντος. Με το καταληκτικό και στερεότυπο επιφώνημα μιας αυτοεκπληρούμενης προφητείας, που ουσιαστικά στερείται νοήματος: «τα παιδιά είναι το μέλλον». Νυν και αεί, να προσθέσουμε. Εννοείται, βέβαια, η όποια εκδοχή του μέλλοντος κουβαλάει ο καθένας στο κεφάλι του. Να υπενθυμίσουμε τόσο τη λαμπρή άρια χιτλερική νεολαία, όσο και τους νεαρούς ερυθροφρουρούς τους επιστρατευμένους από τον  Μάο κατά της «γερασμένης κοινωνίας» της Κίνας, που οδήγησε σε ένα όργιο βίας. Επίσης να υπενθυμίσουμε τον, πρωτοπόρο στην επίκληση της νεότητας, φασιστικό ύμνο που ξεκινάει με το  «Giovinezza, giovinezza».

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όπως εξομολογείται ο ίδιος, ο Γουίλιαμ Γκόλντινγκ κάθεται στη μια μεριά του τζακιού και η γυναίκα του στην άλλη. Ξαφνικά, εκείνος γυρνάει και τη ρωτάει: «Δεν θα ήταν καλή ιδέα να γράψω μια ιστορία για μερικά αγόρια σε ένα νησί, δείχνοντας πώς θα φέρονταν στ’ αλήθεια, όπως τα πραγματικά αγόρια δηλαδή, κι όχι όπως οι άγιοι που είναι στα παιδικά βιβλία;» «Πρώτης τάξεως ιδέα», του λέει αυτή. «Γράψ’ την!”. Έτσι γράφτηκε ο Άρχοντας των μυγών. Και έπειτα από μια εκδοτική περιπέτεια (επτά εκδοτικοί οίκοι απέρριψαν το μυθιστόρημα), τελικά το βιβλίο εκδόθηκε το 1954, χάρη στην επιμονή ενός νεαρού επιμελητή, του Τσαρλς Μουνίθ, ο οποίος χρειάστηκε να πάει κόντρα σε εκδότες, επιμελητές και σε αναγνώστες χειρογράφων, όπως η αναγνώστρια του μεγάλου εκδοτικού οίκου Faber and Faber, που είχε αποφανθεί ότι το κείμενο ήταν «βλακώδες και ανιαρό».

Όμως, όπως τραγουδούσε ο αιμόφυρτος Γαβριάς στους Άθλιους του Βικτόρ Ουγκώ, «Για όλα φταίει ο Βολταίρος, για όλα φταίει ο Ρουσσώ». Διότι, σύμφωνα με τον Ρουσσώ, ο Αιμίλιος, ένας αρχετυπικός νέος, πάντα γεννιέται αγνός – οι σύγχρονες αριστερές και κοινωνιολογίζουσες ερμηνείες αποφαίνονται επιπλέον ότι η ζωή και το σύστημα τον διαφθείρουν. Κόντρα στις ερμηνείες αυτές και στην αδυναμία των επαγγελματιών αναγνωστών να δουν μακριά, Ο άρχοντας των μυγών, το 1983, έδωσε στον Γκόλντινγκ το βραβείο Νόμπελ. Έκτοτε, το βιβλίο μεταφράστηκε σε 34 γλώσσες και ο νεαρός επιμελητής, ο Μουνιόθ, έγινε διευθυντής του εκδοτικού οίκου Faber and Faber.

 εγκλημα2

Το κέλυφος και η άβυσσος

Τι είναι το βιβλίο; Σε ένα έρημο και παρθένο νησί του Ειρηνικού, συντρίβεται ένα αεροπλάνο. Διασώζονται  μόνο παιδιά ηλικίας έξι έως δώδεκα ετών. Όλα αγόρια. «Μερικά ήταν γυμνά και κουβαλούσαν τα ρούχα τους, άλλα ήταν μισόγυμνα ή μισοντυμένα  με τις σχολικές στολές με γκρίζο, με γαλάζιο, με φαιοκίτρινο, με σακάκια ή αθλητικές φανέλες. Υπήρχαν σήματα ακόμα και εμβλήματα».  Μάλλον, δηλαδή, παιδιά  τουλάχιστον της μεσαίας τάξης. Τα οποία γρήγορα συνειδητοποιούν πού βρίσκονται. «Δεν υπάρχουν μεγάλοι;» «Τότε θα πρέπει να φροντίσουμε μόνοι μας τον εαυτό μας». Η παιδική ηλικία τους, ξαφνικά, παύει να είναι προστατευμένη. Και η θρυλική παιδική αθωότητα πρέπει να διαχειριστεί την όποια  κοινωνική διαπαιδαγώγησή της (το κέλυφος), απέναντι στον  κόσμο των ενστίκτων της (η άβυσσος).

Βήμα πρώτο: η αποδοχή ενός ηγέτη, του Ραλφ, γιου πλοιάρχου του Πολεμικού Ναυτικού και υποστηρικτή των συλλογικών διαδικασιών. Στις συνελεύσεις θα μιλάει μόνο όποιος παίρνει στα χέρια του ένα όστρακο, το βούκινο, σύμβολο εξουσίας. Σε αυτό συμφωνεί και ο Τζακ, ο αρχηγός της μόνης συγκροτημένης ομάδας που εμφανίστηκε και αυτή με τα ρούχα στα χέρια, αλλά φορώντας μαύρους ομοιόμορφους μανδύες και καπέλα με σειρήτια – των κυνηγών. Λέει λοιπόν ο Τζακ: «Συμφωνώ με τον Ραλφ. Πρέπει να φτιάξουμε κανόνες και να τους υπακούμε. Στο κάτω κάτω δεν είμαστε βάρβαροι. Είμαστε Άγγλοι, κι οι Άγγλοι είναι καλύτεροι σε όλα. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε το σωστό».

Ωστόσο, σε αυτό το αρχικό συναινετικό κλίμα ορθολογικής διαχείρισης, ουδείς αμφισβητεί το δικαίωμα στο μπούλινγκ, το οποίο ως συνήθως στρέφεται κατά των αδυνάτων. Κύριος αποδέκτης, ο χοντρούλης (η θεία του είχε ζαχαροπλαστείο) ασθματικός διοπτροφόρος με το παρατσούκλι Πίγκι (γουρουνάκι): «Για άλλη μια φορά ο Πίγκι έγινε το επίκεντρο της συλλογικής χλεύης, έτσι που όλοι οι υπόλοιποι  αισθάνθηκαν χαρούμενοι και φυσιολογικοί».

Σιγά σιγά, όμως, τα βίαια ένστικτα αναδύονται, έστω και αν, αρχικά, τα πολιτιστικά αποτυπώματα του παρελθόντος τα φρενάρουν: Ο Μόρις που είχε τιμωρηθεί γιατί είχε πετάξει άμμο στα μάτια ενός μικρότερου παιδιού, τώρα που το κάνει χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος της τιμωρίας νιώθει στενάχωρα. Ο Ρότζερ σημαδεύει με πέτρες άλλα παιδιά, αποφεύγοντας σκόπιμα να τα πετύχει. Τα ταμπού της παλιάς ζωής, οι γονείς, το σχολείο, η αστυνομία, ο νόμος, αντιστέκονται. «Το χέρι του Ρότζερ ήταν ντρεσαρισμένο από έναν πολιτισμό που τώρα αγνοούσε τα ίχνη του, έναν πολιτισμό κατεστραμμένο».

Σύντομα όμως η ανεξέλεγκτη παρόρμηση στη βία θα επικρατήσει. Ο Τζακ σαλπίζει την τελική έφοδο: «Στο διάολο οι κανόνες! Είμαστε δυνατοί, κυνηγάμε!» Μελαγχολικά ο Πίγκι διαπιστώνει το αδιέξοδο και απελπισμένος αναπολεί την παρελθούσα προστατευόμενη νεότητά τους. Αλλά πλέον είναι αργά, οι άγριες συμπλοκές δεν θα αργήσουν. «Ο Ραλφ χτύπησε στα τυφλά, έπειτα μαζί με κάποιους, τουλάχιστον μια δωδεκάδα, κυλίστηκε  ξανά  στα φύλλα, χτυπώντας, δαγκώνοντας, γδέρνοντας. Ξεσκισμένος και καταχτυπημένος, βρήκε δάχτυλα στο στόμα του και τα δάγκωσε». Δεν θα αργήσουν και οι πρώτοι θάνατοι, ο Σάιμον και ο Πίγκυ, ενώ ο Ραλφ ξεφεύγει αιμορραγώντας. Το ανθρωποκυνηγητό θα σταματήσει η εμφάνιση ενός πλοίου, που τους εντοπίζει από τον καπνό της φωτιάς. Αφελής ο αξιωματικός, παρασυρμένος από τη μυθολογία της παιδικής αθωότητας, δεν μπορεί να καταλάβει και  ρωτάει: «Τι κάνατε; Πόλεμο παίζατε;»

Αυλαία.

Την ίδια ακριβώς χρονιά, δηλαδή το 1954, εκδόθηκε ακόμα μια λογοτεχνική αμφισβήτηση, της εφηβικής αυτή τη φορά αθωότητας: Ο ωρολογοποιός του Έβερτον του Ζορζ Σιμενόν. Ο Ντέηβ είναι ωρολογοποιός στο Έβερτον, ένα χωριό της πολιτείας της Νέας Υόρκης και έχει αφοσιωθεί στην ανατροφή του γιου του, καθώς η γυναίκα του τους παράτησε  αμέσως μετά τη γέννηση του μικρού. Ένα βράδυ, ο γιος του δεν γυρίζει στο σπίτι. Την επόμενη μέρα, έκπληκτος, ο ωρολογοποιός Ντέηβ πληροφορείται ότι οι αστυνομίες έξι πολιτειών και το FBI αναζητούν τον δεκαεξάχρονο γιο του, Μπεν, και τη δεκαπεντάχρονη φίλη του, Λίλιαν  Χώκινς. Το Σαββατόβραδο είχαν φύγει από το Έβερτον με την καμιονέτα του Ντέηβ, την οποία αντικατέστησαν με ένα μπλε Ολντσμόμπιλ, αφού πρώτα πυροβόλησαν και σκότωσαν τον ιδιοκτήτη της. Συλλαμβάνονται, ο Μπεν στην αρχή  αρνείται να δει τον πατέρα του και, όταν το κάνει, τον κεραυνοβολεί: «Δεν μετανιώνω για τίποτα και, αν ήταν να το ξανάκανα απ’ την αρχή, θα έκανα ακριβώς τα ίδια». Το βιβλίο θα ταξινομηθεί στα “roman durres”, στα χωρίς τον Μαιγκρέ μυθιστορήματα του Σιμενόν, με επισημάνσεις όχι για τη σκληρή εφηβική βία αλλά για την αδιέξοδη σχέση του πατέρα με το γιο.

Αλλά όπως γράφει κάπου ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, η λογοτεχνία ψεύδεται τα αληθώς λέγουσα – τουλάχιστον η πανταχού παρούσα νυν και αεί λογοτεχνία που αφορά την πραγματική ζωή, η λογοτεχνία δηλαδή πριν από την αποδόμησή της και το θάνατο του συγγραφέα – ή κόντρα στην αποδόμησή της και στο θάνατο του συγγραφέα.

 

έγκλημα 1

Νεανικό έγκλημα τον 21ο αιώνα

Το 1998, ο δεκαπεντάχρονος Κίπλεν Καπ, Κιπ για τους φίλους του, στη γιορτή λήξης του σχολικού έτους σε ένα γυμνάσιο του Όρεγκον, βγάζει από την καμπαρντίνα του ένα όπλο και πυροβολεί αδιακρίτως κατά μαθητών και καθηγητών. Οι δυο γονείς του, δάσκαλοι στο επάγγελμα που σύμφωνα με τους γείτονες τον μεγάλωσαν με πολλή αγάπη, θα βρεθούν δολοφονημένοι. Μπροστά στις κάμερες, ο καθηγητής του Γκάρι Μπάουντεν ψελλίζει: «Δεν έχει καμιά λογική. Δεν βγάζεις νόημα»[3].

Βγάζουν όμως νόημα τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας των ΗΠΑ: «Το 1996-97 στα δημόσια σχολεία καταγράφηκαν 400.000 κρούσματα βίας. Αναλυτικά: 7.150 ληστείες, 4.170 βιασμοί, 115.000 κλοπές, 99.490 βανδαλισμοί, 10.950 συμπλοκές με χρήση όπλων και 187.890 συμπλοκές χωρίς όπλα». Έτσι, θριαμβευτικά, η νεανική βία εισέβαλε στον 21ο αιώνα, όχι μόνον στην έτσι κι αλλιώς τρισκατάρατη μητρόπολη του καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, αλλά και στη διαφορετική πολιτισμικά Ευρώπη. Σημειωτέον, το διαδίκτυο δεν υπήρχε ακόμα. Αντιγράφουμε από τις εφημερίδες:

Στο Παρίσι ο Ρουκέν, ο Μπρις και ο Φιλίπ, όλοι 17 ετών, συλλαμβάνονται στο Vitry-sur-Seine επ’ αυτοφώρω με 25.000 ευρώ, αμέσως μετά τη ληστεία ενός ταχυδρομείου. Ένας φίλος τους, κυνικά, θα σχολιάσει στο περιοδικό Le Point: «Όσο μεγαλώνεις τόσο περισσότερες ανάγκες έχεις. Μόλις γευτείς τα λεφτά δεν μπορείς πια χωρίς αυτά»[4].

Στις 22 Απριλίου 2002, στο Λύκειο Γκούτενμπεργκ της Ερφούρτης, ένας οπλισμένος νεαρός εξοντώνει σε λίγα δευτερόλεπτα 16 μαθητές και καθηγητές. Στο Καδίθ της Ισπανίας, οι 17χρονες μαθήτριες I. S. G και R. C. T, τα ονόματά τους δεν θα δοθούν στη δημοσιότητα, δολοφονούν τη φίλη τους Κλάρα Γκαρθία Κασάδο. Το πτώμα της θα βρεθεί αποκεφαλισμένο, πεταμένο στα χωράφια. Μετά το φόνο θα επιστρέψουν στο σπίτι τους, θα μακιγιαριστούν και θα βγουν έξω. Στην ανάκριση θα ομολογήσουν την πράξη τους δηλώνοντας ότι επιθυμούσαν να βιώσουν μια καινούργια εμπειρία και –γιατί όχι;– να γίνουν διάσημες[5]. Την ίδια εποχή, ο δεκάχρονος Ντεϊμόλα δολοφονείται στους δρόμους του Καμπέργουελ, στο Ν.Α. Λονδίνο. Ένα αγόρι που ανακρίνεται από την αστυνομία, θα δηλώσει ότι το αγόρι αρνήθηκε να δώσει στους δράστες το μπουφάν του. «Έχουν μαχαιρωθεί άνθρωποι για πολύ λιγότερα» δηλώνει κυνικά. Και στη Ρωσία, καταγράφονται ετησίως 230.000 εγκλήματα ανηλίκων –τα παιδιά του σοσιαλιστή ανθρώπου–, εκ των οποίων περίπου χίλια είναι φόνοι.

Η γενικευμένη νεανική βία εξαπλώθηκε σε όλον τον πλανήτη και, ως κανονικότητα πλέον, εισέβαλε στον 21ο αιώνα. Αυτά, βέβαια, μακριά από  εμάς.

 

Μιας εβδομάδας ελληνική βία                         

Η τελευταία εβδομάδα του Σεπτεμβρίου 2024 είναι μια  πολύ ενδιαφέρουσα εβδομάδα για την, άγραφη μεν, αλλά υπαρκτή και αποτυπωμένη στις εφημερίδες και στις τηλεοπτικές κάμερες ιστορία αυτής της χώρας και της νεολαίας της. Είναι η εβδομάδα  που δικαιώνει τον Καλλικλή, τον αντίπαλο του Σωκράτη στον Γοργία του Πλάτωνα. Ο Καλλικλής υπερασπίζεται την κατάργηση κάθε ηθικής αναστολής, υμνεί τη βία, ενώ χλευάζει τον Σωκράτη και κάθε απολογητή της ηθικής.

Το Σάββατο, 21 Σεπτεμβρίου 2024, στην οδό Ζαχαράκη της Γλυφάδας, σημείο συνάντησης των εφήβων, ιδίως  τα Σαββατοκύριακα, μια δεκατετράχρονη, η Τ., δέχεται άγρια επίθεση από δυο συμμαθήτριές της και πέφτει ημιλιπόθυμη στο έδαφος. Ταυτόχρονα 20 συνομήλικοι παρακολουθούν με απάθεια και κάποιοι τραβούν βίντεο. Ένας από τους άγριους συνηθισμένους πια εφηβικούς ξυλοδαρμούς, μια από τις μικρές ειδήσεις του αστυνομικού ρεπορτάζ, μια fait diver. Μια fait diver όμως μπορεί να εισβάλει στο θυμικό της πόλης, αρκεί να γίνει τηλεοπτική εικόνα. Το βίντεο του ξυλοδαρμού θα φτάσει στην τηλεόραση, έναντι κάποιας αμοιβής – χαρτζιλίκι φαντάζομαι στον πιτσιρικά. Οι οθόνες φλέγονται και οι ειδήσεις εκμαιεύουν το φόβο της πόλης που κάνει πως αγνοεί την πραγματικότητα. Έχει δίκιο ο Κούντερα όταν γράφει κάπου ότι η πραγματικότητα που νίκησε τις ιδεολογίες θα ηττηθεί πανηγυρικά από την εικονολογία.

Έτσι, πανηγυρικά, έρχονται στο φως και οι λεπτομέρειες: όλα είναι παιδιά «καλών», δηλαδή ευκατάστατων οικογενειών της μεσοαστικής Βούλας. Οι γονείς και τα κορίτσια θύτες, μετά το σχηματισμό δικογραφίας θα επιστρέψουν στο σπίτι τους και στο σχολείο –φαντάζομαι ως θηλυκοί μάγκες–, αλλά το θύμα, όμορφη και καλή μαθήτρια, απουσιολόγος, προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της στο εφηβικό της δωμάτιο. Η κανονικότητα ως ράκος. Ψυχολόγοι, ειδικοί και ανειδίκευτοι, εκπαιδευτικοί και εγκληματολόγοι ανταλλάσσουν μεγαλοπρεπείς ανοησίες – και, έξω, η πραγματική ζωή παίζει ξύλο με τη ζωή.

Ένας 16χρονος έρχεται την Κυριακή από την Πτολεμαΐδα στην πιο  ερωτική πόλη της χώρας, τη Θεσσαλονίκη, για να δει όχι τους ποιητές αλλά τη 14χρονη φίλη του. Της αγάπης αίματα σε ένα παγκάκι της παραλιακής. Μια ομάδα έξι συνομηλίκων τους επιτίθεται με σιδηροσωλήνες. Πιθανολογείται ερωτική αντιζηλία.   

Τη Δευτέρα, έξω από το Γυμνάσιο Μουρνιών Χανίων, τρεις μαθήτριες 14-16 ετών σπάνε στο ξύλο μια συνομήλική τους. Και σε σχολείο της Ερμιόνης, δυο 16χρονοι, στο διάλειμμα, ξυρίζουν με φαλτσέτα το ανύπαρκτο μουστάκι ενός 13χρονου, πριν του πάρουν τα λεφτά. Την επομένη, στον Άλιμο, 14χρονος απειλεί εκπαιδευτικό ότι θα του σπάσει τα μούτρα. Και στο Ηράκλειο Κρήτης, ένας αψύς μαθητής δεν θα μείνει στα λόγια αλλά θα πλακώσει στο ξύλο τον διευθυντή του σχολείου του. Τέλος, στην Αγία Ελεούσα Ιωαννίνων, 40 μαθητές Λυκείου δέρνονται  πυξ λαξ για κάτι μηχανάκια, σύμφωνα με το ρεπορτάζ.     

Οι συνηθισμένοι τηλεοπτικοί ρήτορες, ανθρωπιστές σαν τους φιλόσοφους στον Θεαίτητο του Πλάτωνα, συνεχίζουν να φλυαρούν και αντιδρούν όταν η κυβέρνηση επαναφέρει την πενθήμερη αποβολή και απαγορεύει τη χρήση των κινητών στα σχολεία. Το πρωί όμως, σε ραντεβού, οι μαθητές των ΕΠΑΛ Λαυρίου και Κερατέας λύνουν τις διαφορές τους με μαχαίρια. Νεκρός ουδείς, τραυματίες τρεις. Το γεγονός έρχεται στο φως με καθυστέρηση τριών ημερών. Τα μυστικά της μικρής μας πόλης. Σε νέους μαθητικούς ξυλοδαρμούς  στην Πάτρα συμμετέχουν και οι γονείς. Καταγράφεται επίσης ο εγκλεισμός 14χρονου στην τουαλέτα του σχολείου, κάπου στη Θεσσαλονίκη, από συμμαθητές του – με ταυτόχρονη βιντεοσκόπηση του γεγονότος.

Η εβδομάδα κλείνει θεαματικά με μια είδηση σοκ. Σε ένα μειονοτικό χωριό της Αλεξανδρούπολης, δυο 6χρονοι βιάζουν συμμαθητή τους. Η συζήτηση θα επικεντρωθεί στο πώς.

Επιστρέφουμε έτσι στη λογοτεχνία και στον μεγάλο ανατόμο του αμερικανικού Νότου, τοπν Ουίλλιαμ Φώκνερ, ο οποίος στους Κλέφτες γράφει:

Όταν οι μεγάλοι μιλάνε για την αθωότητα των παιδιών, δεν ξέρουμε στ’ αλήθεια τι εννοούν με αυτό[6].

 

Παιδαγωγική και παιδικός αμοραλισμός

Τα παιδιά δεν ήταν πάντα παιδιά, το ίδιο και οι έφηβοι. Τα χαρακτηριστικά της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας θα μελετηθούν και θα περιγραφούν στις ανεπτυγμένες χώρες, σε αντιδιαστολή με τις άλλες ηλικίες, μόλις τον 19ο αιώνα. Χαρακτηριστική  είναι η βεβαιότητα του ιστορικού Ζακ Λε Γκοφ: «Το έχουμε επαναλάβει, δεν υπάρχουν παιδιά στον Μεσαίωνα. Υπάρχουν μόνον μικροί ενήλικες»[7].

Ο μεσαιωνικός χριστιανισμός  σχηματοποιεί μια απαξιωτική εικόνα που στηρίζεται στην Παλαιά Διαθήκη αλλά, κυρίως, στον Αυγουστίνο, τον δάσκαλο της μεσαιωνικής Δύσης. Το παιδί γι’ αυτόν είναι το προπατορικό αμάρτημα στην πιο καθαρή του μορφή. Ένα ον αδύναμο και ασταθές, εύκολη λεία για τους δαίμονες. Όσο πιο γρήγορα απομακρυνθεί από αυτή την ηλικία τόσο το καλύτερ. Τον 13ο αιώνα, πάντως, οι άγιοι ανακτούν την παιδική τους ηλικία με αφορμή την άνοδο στο θρόνο του Λουδοβίκου του IX σε ηλικία 12 ετών – αυτού που, αργότερα, θα γίνει ο Άγιος Λουδοβίκος της Γαλλίας. Ο δομινικανός εγκυκλοπαιδιστής μοναχός Βικέντιος ντε Μπωβαί επιστρατεύει την Καινή Διαθήκη και τα  λόγια  του Ιησού, «αφήστε τα παιδιά να έρθουν σε  εμένα γιατί σε αυτά ανήκει η βασιλεία των ουρανών», με σαφή αναφορά στο παιδί βασιλιά. Τον 17ο αιώνα, το παιδί έχει αποκατασταθεί. Ο λόγος πάλι στον Ντε Γκοφ:

Η εξέλιξη της κοινωνίας, η επικράτηση της πυρηνικής οικογένειας που εξιδανικεύεται στην Αγία Οικογένεια, η θέση του παιδιού στην ανερχόμενη αστική οικογένεια, ο πολλαπλασιασμός των ατομικών και ομαδικών απεικονίσεων του παιδιού στην τέχνη, όλα αυτά προωθούν την εικόνα του αθώου παιδιού, υπενθύμιση του χαμένου Παραδείσου και υπόσχεση ενός επιτυχημένου μέλλοντος ήδη από τούτη τη γη[8].

Πριν και τελικά η παιδική αθωότητα κατοχυρωθεί και κοσμικά  τον 18ον αιώνα  από τον  Ρουσσώ.

Ταυτόχρονα με το παιδί στο κέντρο της οικογενειακής ζωής, θα  δημιουργηθούν θεσμοί όπως το σχολείο, όπου το παιδί θα ανατρεφόταν ξεχωριστά από την υπόλοιπη κοινωνία. Γιατί, όπως επισημαίνει σκωπτικά ο Τσαρούχης, αν τα παιδιά δεν ήταν διαφορετικά δεν θα τα λέγαμε παιδιά αλλά ανθρωπάκια.

Η παιδεία, αυτή η θεσμοθετημένη και κρατικά επιχορηγούμενη αγωγή αυτής της ηλικίας, γίνεται η εκ των ων ουκ άνευ προμετωπίδα όλων των ιδεολογιών. Αυτό θα έχει αποτέλεσμα μια έκρηξη των επιστημών της αγωγής. Σε αυτές κυριαρχεί ο Ζαν Πιαζέ, ο οποίος, αναζητώντας τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη βιολογία και την ψυχολογία, θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εξέλιξη και η ολοκλήρωση των παιδικών και των εφηβικών νοητικών δομών είναι σε άμεση σχέση με τη βιολογική ηλικία[9]. Η ομαδοποίησή τους, μάλιστα, θα καθορίσει τόσο τη δομή της εκπαίδευσης (Δημοτικό 6-12 ετών, Γυμνάσιο 13-15 και Λύκειο 15-18), όσο και τις αφετηρίες της παιδικής και της εφηβικής (κατά προσέγγιση) ηλικίας. Η  προστατευόμενη και επιτηρούμενη νεότητα  οριοθετείται και νομικά  ως «ανήλικη», ώς τα 18, με το τέλος της εφηβείας, όταν έχουν ολοκληρωθεί οι νοητικές δομές και η ψυχοπαιδαγωγική ολοκλήρωση του ατόμου. Σε αυτό συνηγορούν και οι πιο σύγχρονες μελέτες  για τον προμετωπιαίο φλοιό στο μπροστινό μέρος του μετωπιαίου λοβού, περιοχή που σχετίζεται με τον έλεγχο των παρορμήσεων. Αλλά, όπως οι σεξουαλικές προτιμήσεις ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις και μετασχηματισμούς δεν κάνουν το βιολογικό φύλο κοινωνική κατασκευή, έτσι και οι βιολογικές ηλικίες δεν μπορεί να είναι κοινωνικές κατασκευές μιας εποχής. Αυτό που αλλάζει, και έχει αλλάξει θεαματικά,  είναι η κατανομή τους στον κύκλο της ζωής.

Η Πόλη του Θεού είναι μια παραγκούπολη με φαβέλες που δημιουργήθηκε στα περίχωρα του Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, τη δεκαετία του 1980. Είναι μια από τις πιο επικίνδυνες γειτονιές στον κόσμο. Εκεί η παιδική ηλικία δεν γνωρίζει τον προστατευτισμό του 20ού αιώνα και, παραδοσιακά ενταγμένη στον αγώνα της επιβίωσης, θα το κάνει με τον τρόπο των μεγάλων. Είναι τα «πισότε», τα χαμίνια που μαθαίνουν τα μυστικά της μπάλας και των όπλων, μαθητευόμενοι συμμοριών, λίγο πριν χτίσουν τις δικές τους αιματοβαμμένες παιδικές συμμορίες[10].

Το ίδιο είχε γίνει έναν αιώνα πριν, στο Five Points της Νέας Υόρκης, όταν δίπλα στις συμμορίες των μεγάλων υπήρχαν οι αντίστοιχες των ανηλίκων, το ίδιο σκληρές με τις άλλες. Στη Μαύρη Αφρική, όπου το κράτος δεν είναι παρά μια θεωρητική  κατασκευή, τα ξιπόλητα μικρά «κουτάβια» με τις πρησμένες κοιλιές γρήγορα γίνονται σκυλιά του πολέμου[11]. Η σκληρότητα και η αναλγησία των παιδικών μισθοφορικών σωμάτων είναι απίστευτη. Να προσθέσουμε  και τη δράση των ένοπλων παιδιών στη σύντομη αλλά οδυνηρή περιπέτεια των Ερυθρών Χμερ.

Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η παιδική ηλικία έχει καταργηθεί, καθώς έχει στερηθεί τον διαπαιδαγωγικό προστατευτισμό της. Τα παιδιά, όμως, βιολογικά και ψυχοπαιδαγωγικά, παραμένουν παιδιά, με μόνο εφόδιο τον ανοχύρωτο κόσμο των ενστίκτων τους. Είναι δηλαδή μικρά αδέσποτα σαρκοφάγα που αναζητούν τη μνήμη της γεύσης του αίματος, για να μην την ξεχάσουν ποτέ. Εκεί συντελείται η επιστροφή στον κόσμο της ορδής. Αλλά ο εφιάλτης της φαβέλας, έστω στην πολιτισμένη εκδοχή του, εισβάλλει πια σιγά σιγά και στον σκληρό πυρήνα του ανεπτυγμένου κόσμου, εκεί όπου η παιδική ηλικία αποθεώνεται αλλά και στεγνώνει ως καταναλωτικό προϊόν.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, στην Ελλάδα, το ένα στα τρία παιδιά πεθαίνει πριν κλείσει τα δέκα του χρόνια. Τα σχολεία είναι ελάχιστα, τα γυμνάσια υπάρχουν μόνο σε ορισμένες πόλεις και μόλις το 20% των παιδιών γνωρίζει να γράφει  και να διαβάζει. Το παιδί εντάσσεται στο σύστημα επιβίωσης της οικογένειας, με όποιον τρόπο μπορεί. Τα παιδιά αποτελούν το 30% του εργατικού δυναμικού και απασχολούνται κυρίως στην καλλιέργεια της γης, σε οικογενειακές επιχειρήσεις αλλά και στη βαριά βιομηχανία. Οι οικογένειες είναι μεγάλες, τα διαζύγια ελάχιστα και το παιδί διαπαιδαγωγείται  από τις συμπεριφορές των μεγάλων.

Σήμερα, η μικρή παιδική θνησιμότητα οφείλεται κυρίως σε δυστυχήματα, η εκπαίδευση είναι υποχρεωτική και ο αναλφαβητισμός είναι μόνο λειτουργικός. Η μεταπολεμική εισβολή της παιδικής εργασίας στη βιομηχανία έχει καταργηθεί διά νόμου. Το παιδί όχι μόνο δεν συνεισφέρει στον οικογενειακό προϋπολογισμό αλλά είναι και ο προνομιακός καταναλωτής του. Τα παιχνίδια του δεν είναι πια παιχνίδια αλλά βιομηχανικά προϊόντα υψηλού κόστους, όπως και τα κινητά τηλέφωνα. Τα ρούχα και η διατροφή του είναι ακριβά προϊόντα μιας συνεχώς ανανεούμενης εξειδικευμένης βιομηχανίας. Η κατανάλωση που στις σύγχρονες κοινωνίες αποτελεί ταυτόχρονα πράξη και ιδεολογία, στο πρόσωπο του εφήβου θα βρει την αγιογραφία της.

Μετά τη δεκαετία του 1970, σιγά σιγά, οι νέοι (που λόγω ηλικίας χρειάζονται προστασία) μετατρέπονται σε μικρούς ενήλικους. Το ποτό και το τσιγάρο, αυτά τα παραδοσιακά ανδρικά σύμβολα ενηλικίωσης, τα διεκδικούν πια και τα κορίτσια, από το τρυφερό κάποτε Δημοτικό. Και όπως επισήμαινε ο Παναγιώτης Κονδύλης, 

Αυτή η κοινωνική ισοπέδωση των ηλικιών, όπως και η εξάλειψη των διαφορών ανάμεσα στα φύλα, που πηγάζει από την εξέγερση του εξισωτισμού απέναντι στους βιολογικούς παράγοντες, είναι πια το δομικό χαρακτηριστικό  της σύγχρονης Μαζικής Δημοκρατίας. [12]

Οι θεσμοί μέσα στους οποίους η παιδική ηλικία πήρε σχήμα και μορφή, ο κόσμος του παιδιού, το σπίτι και το σχολείο, εκεί όπου το παιδί εκτός από χρόνια μαζεύει εμπειρίες χαρακτήρα, προσπαθούν να σώσουν ό,τι σώζεται – δηλαδή σχεδόν τίποτα. Το σχολείο βρίσκεται σε συνεχή κρίση  μέσα στην απέραντη φλυαρία  των υπαρξιακών  παιδαγωγικών αναζητήσεων. Λύσεις δεν υπάρχουν. Και δεν προσφέρει λύση ούτε η οικογένεια που διαλύεται  από μια έκρηξη των διαζυγίων. Οι μονίμως απασχολημένοι γονείς προσπαθούν να καλύψουν την απουσία τους,  με αλόγιστη παροχή  υλικών αγαθών και ελευθερία δράσης των παιδιών. Ανοχύρωτη, η παιδική ηλικία γλυκαίνει το σάλιο στο στόμα της, αγκαλιά με μια οθόνη που σε μαθαίνει πώς να γδέρνεις τη ζωή σου.

Η αλάνα, αυτή η χωροταξική προϋπόθεση ελευθερίας, πνίγηκε από το τσιμέντο – και μαζί πνίγηκε και η ανάγκη για παιχνίδι. Περιορισμένη στους σπιτικούς τοίχους, η νεότητα σχεδίασε αθόρυβα την επανάστασή της, διεκδικώντας πρώτα απ’ όλα  χώρο για τον εαυτό της μέσα στην πόλη. Σαν παράνομη οργάνωση μέσα στους αστικούς λαβυρίνθους. Επικοινωνώντας με μυστικούς κώδικες, ενδυματολογικούς και γλωσσικούς, θα στήσει τα στέκια της. Εκεί, στα μπαράκια και στα καφέ, στις εξέδρες των γηπέδων και στα παγκάκια της μικρής χλωμής πλατείας από την οποία δεν τολμά να περάσει μεγάλος, βάζει χρόνια και χαρακτήρα. Εκεί θα γεννηθούν και οι πρώτες ομάδες, που στην αρχή υπερασπίζονται τη διαφορετικότητα τους, πριν ξεχυθούν στην πόλη διεκδικώντας βίαια και αρπακτικά την καταναλωτική ενσωμάτωσή τους. Τα θέλουν όλα και τα θέλουν βίαια και χωρίς κόπο. Η  trap δεν είναι η μουσική και οι στίχοι που τους καθοδηγούν, όσο και να ωρύεται ο Βελόπουλος. Είναι η μουσική και τα λόγια που τους περιγράφουν.

Η κατάργηση της παιδικής ηλικίας έχει αποτέλεσμα το παιδικό, το γεμάτο φαντασία  συναίσθημα, να ενταχθεί βίαια στον ρεαλισμό των μεγάλων. Αλλά όταν το παιδικό συναίσθημα, ο κόσμος των παραμυθιών, δεν βρει το χρόνο να διανύσει την ψυχοπαιδαγωγική  του διαδρομή, δεν έχει και το χρόνο  για την ομαλή μεταποίηση  και την είσοδό του στην εντεταλμένη ηθική συμπεριφορά. Ο παιδικός αμοραλισμός δεν χρειάζεται τα άλλοθι των  ενηλίκων. Είναι γυμνός και ειλικρινής.

                                            

Ιαπωνίς, και συ πονείς[13]

Αν, στον Άρχοντα των μυγών, η λογοτεχνία ψεύδεται τα αληθώς λέγουσα, η Μιέκο Καουακάμι, η «βασίλισσα» της ιαπωνικής λογοτεχνίας, με τον δικό της Παράδεισο, περιγράφει την ωμή πραγματικότητα σε ένα μάλλον καθώς πρέπει γυμνάσιο  της Ιαπωνίας. Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα κινητά –η αφελής αιτιολογία της νεανικής βίας– δεν υπάρχουν ακόμα και ένας δεκατετράχρονος μαθητής με στραβισμό περιγράφει σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση το ανελέητο μπούλινγκ που υφίσταται – αληθινά μαρτύρια, στα οποία πρωτοστατεί ο καλύτερος μαθητής της τάξης, ο Νινομίγια. Του βάζουν κιμωλίες στην μύτη, τον βάζουν να πιει το νερό της τουαλέτας, τον δέρνουν προσεκτικά στην αρχή, βάναυσα στο τέλος. Με εσωτερικούς μονολόγους περιγράφει την απελπισία του, την προσπάθειά του να δεχτεί αυτή την κανονικότητα του σύγχρονου σχολείου:

Οι σκέψεις μου με έκαναν να θέλω να ουρλιάξω με όλη μου την ψυχή, αλλά κατάφερα να καταπνίξω τα αισθήματά μου και ανάγκασα τον εαυτό μου να παραδεχτεί ότι, εγώ τουλάχιστον, δεν την είχα τόσο άσχημα όσο το παιδί που αυτοκτόνησε.

Γιατί, ένας άλλος μαθητής, σε ένα άλλο γυμνάσιο, μη αντέχοντας, είχε αυτοκτονήσει. Το είχε δείξει η τηλεόραση, επειδή τα γεγονότα υπάρχουν μόνο μέσα από τις οθόνες της τηλεόρασης (σήμερα και των κινητών). Η οικογένειά του, οι καθηγητές του και οι συμμαθητές του, όλοι ισχυρίστηκαν ότι δεν είχαν αντιληφθεί να συμβαίνει κάτι κακό:

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, έκλεβαν τα πράγματά του και τον εκβίαζαν για χρήματα, αλλά το χειρότερο ήταν το πόσο βίαια τον χτυπούσαν.

Αυτοί εκεί και εμείς εδώ, σαν τον Ρινόκερο του Ιονέσκο, έχουμε προσαρμοστεί στην παρανοϊκή πραγματικότητα της νεανικής βίας. Παχύδερμα με καρδιά τρομαγμένου βατράχου.

Σε αντίθεση με τον Γκόλντινγκ που περιγράφει μόνο τη βία των αγοριών, η Καουακάμι αποκαλύπτει και τη βία των κοριτσιών. Στο ίδιο σχολείο, ανελέητο μπούλινγκ δέχεται και η σκόπιμα ατημέλητη, δυστυχισμένη Κοτζίμα, από τις συμμαθήτριές της. Την κοροϊδεύουν, της τραβάνε τα μαλλιά και της κλείνουν το στόμα με σελοτέιπ, γιατί βρωμάνε τα χνώτα της. Επίσης, εκτός από την απουσία των κινητών καταρρίπτεται ακόμα ένα στερεότυπο. Τα θύματα και όχι οι θύτες, ακόμα μια ερμηνεία, είναι παιδιά χωρισμένων γονιών. Απεγνωσμένα τα δυο θύματα, με πρωτοβουλία της Κοτζίμα, επικοινωνούν και προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στην κόλαση της «παιδικής αθωότητας». Δυο δυστυχίες μαζί καμιά φορά κάνουν μισή ευτυχία.

Την πραγματικότητα  χωρίς φιοριτούρες καταθέτει ο Μιμόζε, το δεξί χέρι του Νιναμάγια, όταν το θύμα τον απειλεί ότι θα μαρτυρήσει τι του κάνουν:

«Λοιπόν», είπε ο Μιμόζε σταματώντας μια στιγμή να γελάει. «Φαντάζομαι ότι αυτό θα ήταν ενοχλητικό, αλλά εμένα δεν με νοιάζει. Παιδιά είμαστε μωρέ. Τίποτα δεν είναι έγκλημα σε αυτή την ηλικία. Θα ξεχνιόταν στο άψε σβήσε. Το μπούλινγκ δεν είναι άσπρο μαύρο. Τέτοιου είδους πράγματα  είναι θέμα ερμηνείας».

 

Ι don’t like Mondays

Η Μπρέντα Σπένσερ ήταν 16 ετών το 1979. Ένα πρωί στις 8.30, πήρε το 22άρι ημιαυτόματο που της είχε κάνει δώρο ο πατέρας της, βγήκε στο δρόμο στο Σαν Κάρλος της Καλιφόρνιας και άρχιζε να πυροβολεί στο δημοτικό, απέναντι από το σπίτι της: Δύο νεκροί, εννιά  τραυματίες. Γιατί το έκανε; «Απλώς, άρχισα να πυροβολώ. Το έκανα για πλάκα. Δεν μου αρέσουν οι Δευτέρες. Κανείς δεν αγαπάει τη Δευτέρα». Ο Ιρλανδός Μπομπ Γκέλντοφ του συγκροτήματος Boomtown  Rats,  λίγες μέρες αργότερα, θα γράψει το τραγούδι “I don’t like Mondays”.

Είκοσι χρόνια αργότερα, οι δεκαεξάχρονοι Έρικ Χάρις και Ντίλαν Κλέμπολντ θα εισβάλουν στην καφετέρια του λυκείου Κολομπάιν στο Ντένβερ, φορώντας μαύρα μακριά αδιάβροχα, με καραμπίνες στα χέρια. Πριν αυτοκτονήσουν, θα αφήσουν πίσω τους 15 νεκρούς και 23 τραυματίες. Το καλοκαίρι του 2003, ο σκηνοθέτης Γκας Βαν Σαντ θα πάρει τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες με την ταινία Ελέφαντας, που βασίζεται στα γεγονότα του Κολουμπάιν.

Στο πρότυπο του λογίως λατινίζοντος homo  sapiens, o  ψυχαναλυτής Roger Dadoun εισάγει τον όρο Ηomo Violens[14]. Kαι  ένας Ελέφαντας που δεν γουστάρει τις Δευτέρες βαδίζει προς το Κολομπάιν και τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει.      

 

[1] Ο τίτλος του κειμένου και μερικά αποσπάσματα είναι copy paste από ένα παλιό βιβλίο μου: Ο Νταβέλης στο Σικάγο. Το γουέστερν της ανάπτυξης, Ευώνυμος Οικολογική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2007.

[2] Κωστής Παπαγιώργης, «Παιδιά - κακοποιοί», εφημ. Επενδυτής, 7/4/2001.

[3] Εφημ. Τα Νέα, 23/5/1998.

[4] Εφημ. Ελευθεροτυπία, 23/3/2002.

[5] Κ. Χειλάς, «Ποιος οπλίζει τους μαθητές δολοφόνους», εφημ. Το Βήμα, 12/5/2002.

[6] William Faulkner, Οι Κλέφτες, μετάφραση: Εύη Γεωργούλη, Ίνδικτος, Αθήνα 2004.

[7] Jacques Le Goff, «Ο βασιλιάς παιδί στη μοναρχική ιδεολογία  της μεσαιωνικής Δύσης», στο Ιστορικότητα της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου, Αθήνα, 1-5 Οκτωβρίου 1984, Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1986.

[8] Jacques Le Goff, ό.π.

[9] Π. Ρίτσμοντ: Εισαγωγή στον Πιαζέ, μετάφραση: Αριστοτέλης Κάντας, Υποδομή, Αθήνα 1970.

[10] Paulo Lins, Η Πόλη του Θεού, μετάφραση: Χριστόδουλος Κακούρης, Φανταστικός Κόσμος, Αθήνα 2004.

[11] Herbert Asbury, Οι Συμμορίες της Νέας Υόρκης, μετάφραση: Γιώργος Τζήμας, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002.

[12] Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, Θεμέλιο, Αθήνα 2000.

[13] Στίχος του Γιάννη Πατίλη.

[14] Roger Dadoun, Η Βία. Δοκίμιο για τον Ηomo Violens, μετάφραση: Νικόλας Σεβαστάκης, Scripta, Αθήνα 1998. 

Δημήτρης Κωστόπουλος

Συγγραφέας. Βιβλία του: Τα Δίπροκα (1991), Βαλκάνια: Η Οικογεωγραφία της Οργής (1993), Ο Νταβέλης στο Σικάγο: Το γουέστερν της ανάπτυξης (2007), η συλλογή διηγημάτων Ο Φονέας και ο φονιάς (2015) και το μυθιστόρημα Η κιμωλία (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.