Σύνδεση συνδρομητών

Έρωτας, θεός και θάνατος

Τετάρτη, 03 Σεπτεμβρίου 2025 08:52
H Άννα Εμμανουήλ.
Φωτογραφία αρχείου
H Άννα Εμμανουήλ.

Άννα Εμμανουήλ, Εστί ηδονή, ΑΩ Εκδόσεις, Αθήνα 2024, 51 σελ.

Ποιήματα όχι μικρά μα με συμπυκνωμένη στιχοποιία (κάθε στίχος αποτελείται συχνά από ένα ουσιαστικό και από ένα ρήμα ή αποτελεί μια ρηματική ενέργεια από μόνη της). Ποιήματα που δεν αποφεύγουν την έκταση πλην επιζητούν τη συγκέντρωση της έντασης σε μία ή δύο μονάδες εκάστοτε, ικανές να μετατραπούν σε αυτόφωτες πηγές που υπηρετούν αντιστοίχως ένα ή δύο νοήματα και αρθρώνονται επί τη βάσει μίας ή δύο ομόλογων εννοιών.

Στην πρώτη συλλογή ποιημάτων της Άννας Εμμανουήλ δεν θα βρούμε τρομώδεις μορφές του μέλλοντος που απειλούν ήδη το παρόν, δεν θα ανακαλύψουμε κενά σε ένα σαθρό κιόλας έδαφος, δεν θα παρατηρήσουμε τη φθορά της φύσης ή την έκπτωση των ανθρώπων, δεν θα βρεθούμε απέναντι σε μια πραγματικότητα έτοιμη να καταρρεύσει και σε μια καθημερινότητα οδηγημένη στα όρια της ανοχής της, δεν θα ακούσουμε ψιθύρους μέσα στο πυκνό σκοτάδι, ούτε κραυγές στην έρημο, δεν θα παρατηρήσουμε άτομα να γίνονται κομμάτια, ούτε πολιτείες να διαμελίζονται, δεν θα δούμε το παρελθόν να επηρεάζει το παρόν ή τις παροντικές συνθήκες να ανακαλούν την προϊστορία τους.

Θέλω να πω πως τα ποιήματα της Εμμανουήλ μοιάζουν ευθύς εξαρχής αποκομμένα από τις τάσεις που διατρέχουν τη σημερινή ποίηση, ορίζοντας με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο το στίγμα της. Η ποίηση της Εμμανουήλ λειτουργεί σε άλλους τόπους και κινείται σε χρόνο διαφορετικό από το χρόνο που έχουμε συνηθίσει να συναντάμε στη σύγχρονη ποιητική παραγωγή γιατί δεν ενδιαφέρεται για τον ιστορικό και για τον πολιτικό χρόνο (δεν καταγράφει, άλλωστε, ούτε τον κοινωνικό χρόνο) και επειδή δεν μπορεί γενικότερα να συντονιστεί καν με την εσωτερική περιπέτεια του ατόμου, ακόμα λιγότερο με τις δονήσεις της ύπαρξης, έστω κι αν σπεύσουμε να συρρικνώσουμε την ύπαρξη στις πλέον εξατομικευμένες, ιδιωτικές εκφάνσεις της.  

 

Νόμισμα με σταθερή αξία

Μα τότε, τι είναι και τι είναι δυνατόν να εκπροσωπούν τα ποιήματα της Εμμανουήλ; Ποιήματα όχι μικρά μα με συμπυκνωμένη στιχοποιία (κάθε στίχος αποτελείται από ένα ουσιαστικό και ένα ρήμα ή αποτελεί μια ρηματική ενέργεια από μόνη της). Ποιήματα  που δεν αποφεύγουν την έκταση πλην επιζητούν τη συγκέντρωση της έντασης σε μία ή δύο μονάδες εκάστοτε, ικανές να μετατραπούν σε αυτόφωτες πηγές που υπηρετούν αντιστοίχως ένα ή δύο νοήματα και αρθρώνονται επί τη βάσει μίας ή δύο ομόλογων εννοιών. Η ποιητική ιδέα που κυκλοφορεί ως μοναδικό νόμισμα σταθερής αξίας μέσα στα ποιήματα της Εμμανουήλ είναι η έκφραση του έρωτα σε ένα σύμπαν όπου τα πάντα τείνουν προς τον θεό και προς το θάνατο.

Αποφεύγω να μιλήσω για λυρισμό διότι η ποιητική γλώσσα της Εμμανουήλ δεν είναι επί της ουσίας λυρική. Υπάρχουν θριαμβικές λέξεις και φράσεις, υπάρχουν ανατάσεις και αποθεώσεις, καθώς και εξυμνήσεις ή καταρρεύσεις πάμπολλες, αν όχι και συνεχείς. Δεν βρίσκουμε, μολοντούτο, ρυθμό και μουσική, λυρικό τόνο που να υποστηρίζει το θάμβος ή να θρηνεί την κάθοδο στο βασίλειο του θανάτου. Διότι ακόμα και οι πλέον ισχυρά φορτισμένοι στίχοι της ποιήτριας είναι σαν να προσπαθούν να ξεθεμελιώσουν από τις ρίζες του το υψηλό τείχος από το οποίο εκφωνούνται, σαν να εκφωνούνται τόσο μεγαλόπρεπα μόνο για να απορρυθμιστούν και για να καταβυθιστούν:           

ΘΡΗΝΟΣ

Κάποτε θα ανοίξω τα σκέλια μου,

Να δεχθώ τη βροχή.

Όντας ολάνθιστος γκρεμός το σώμα μου.

Να συλλάβω,  

Να γεμίσω λουλούδια την πλάση.

Ανοιξιάτικη πομπή μύρων.

Ναι, σήμερα ήρθε η μέρα αυτή.

Ήρθε η ώρα.

Βρέχεις απάνω μου, ουρανέ μου, δίχως αντίκρισμα.

Έαρ γλυκό, ανθηρό και πάναγνο κρίνο,

Δύει το κάλλος μου.

Φως των οφθαλμών αυτών που με πόθησαν,

Χάνομαι.

Κοιλοπονά η θάλασσα από τον πόνο,

Σαν να με ξαναγεννά και πάλι.

Σφάζουν τα σωθικά και οι καρδιές των ανθρώπων.

Με λαχτάρησαν σαν ιερή πληγή,

Σαν όργανο σάρκινο, τρελό και αγιάτρευτο.

Με δάκρυα γεμάτα τα πελώρια μάτια μου,

Γεμίζω την πλάση με ήλιο.

Ναι, απέραντη νάρκη ο έρωτάς σου μαζί μου.

Κάποια πουλιά θρηνούν μελωδικά τον θάνατο.

Ανοίγουν τα φτερά τους και ξετινάζουν χρώμα ελπίδας.

Ένας έρωτας που δεν βιάζεται να συγκλονιστεί από την ομορφιά του θανάτου, που είναι σε θέση να πεθάνει γιατί έχει κατορθώσει να αποκτήσει θεϊκή υπόσταση. Κι ένας θεός που είναι σε θέση να αναστηθεί γιατί έχει προλάβει να γίνει ένα με το σύμπαν – γιατί το σύμπαν προκύπτει ως υπέρτατη αρμονία και γιατί η αρμονία περιλαμβάνει τα δάκρυα, τον πόνο και το ξετίναγμα της ελπίδας. Και γιατί, τέλος, το ξετίναγμα της ελπίδας, ο πόνος και τα δάκρυα είναι οι παλίνδρομοι μηχανισμοί οι οποίοι θα αποκαταστήσουν την ενότητα και την ισορροπία του σύμπαντος, κοιτάζοντας στην απέναντι από τη δική τους όχθη. Έτσι ο κύκλος κλείνει για να ανοίξει αμέσως ξανά και το φίδι χώνει την ουρά του στο στόμα σε μια αέναη περιδίνηση, που δεν ανάγεται σε μεταφυσικό μυστήριο και σε αφαίρεση στην πλατωνική σφαίρα των ιδεών, αλλά καταλήγει κοιτώνας ζείδωρης γείωσης και χώρος υποδοχής της εμπράγματης ένωσης και συγκατοίκησης των αντιθέτων.

Να γιατί η ποίηση ξέρει να σκάψει στις ημέρες μας στα πιο αναπάντεχα λαγούμια, βρίσκοντας και τις πιο πρωτότυπες υποδοχές για να πιαστεί και να αφήσει να ακουστεί ο ολόφρεσκος, ανθηρός της λόγος.   

  

 

Βαγγέλης Χατζηβασιλείου

Κριτικός λογοτεχνίας. Βιβλία του: Μίλτος Σαχτούρης: Η παράκαμψη του υπερρεαλισμού (1991), Οδόσημα (1999), Σύγχρονη Ελληνική Πεζογραφία (επιμ. με την Ελισάβετ Κοτζιά, 1995), Η κίνηση του εκκρεμούς. Άτομο και κοινωνία στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία, 1974-2017 (2018), Αντώνης Φωστιέρης (2020).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.