Σύνδεση συνδρομητών

Βανδαλισμοί – ελεύθερη έκφραση – λογοκρισία

Τετάρτη, 02 Ιουλίου 2025 09:03
Το Σωματείο Εργαζομένων στη Σύγχρονη Τέχνη διαδηλώνει σε προστατευόμενο περιβάλλον για την ελευθερία της τέχνης. Το σωματείο αυτό δεν διαδήλωσε για την ελευθερία της έκφρασης, π.χ., στο βιβλιοπωλείο Ιανός, όταν έγινε προσπάθεια από αριστερούς διαδηλωτές να διακοπεί εκδήλωση για τα Τέμπη ή, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, όταν αριστεροί διαδηλωτές ματαίωσαν εκδήλωση για τη λογοτεχνία του Ισραήλ. Μάλλον τα μέλη του θα εργάζονταν.
Το Σωματείο Εργαζομένων στη Σύγχρονη Τέχνη διαδηλώνει σε προστατευόμενο περιβάλλον για την ελευθερία της τέχνης. Το σωματείο αυτό δεν διαδήλωσε για την ελευθερία της έκφρασης, π.χ., στο βιβλιοπωλείο Ιανός, όταν έγινε προσπάθεια από αριστερούς διαδηλωτές να διακοπεί εκδήλωση για τα Τέμπη ή, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, όταν αριστεροί διαδηλωτές ματαίωσαν εκδήλωση για τη λογοτεχνία του Ισραήλ. Μάλλον τα μέλη του θα εργάζονταν.

Μη προβλέψιμες περιπέτειες στην Εθνική Πινακοθήκη το 2025

Ιδιαίτερα ικανοποιημένη από την έκβαση της «Επιστημονικής Συνάντησης» στο αμφιθέατρο της Εθνικής Πινακοθήκης (6/4/2025) με θέμα: «Η ελευθερία της τέχνης: Δεδομένα και προκλήσεις» οφείλει να είναι η Συραγώ Τσιάρα, από το 2022 –και για πενταετή θητεία– διορισμένη διευθύντρια του μουσείου. Πολύ λιγότερο ικανοποιημένοι ήταν οι συμμετέχοντες που έσπευσαν προς κατάκτηση θεωρητικού εξοπλισμού σε αντιμετώπιση αντίστοιχων προκλητικών επιθέσεων στη χώρα μας, όπως διευθυντές και επιμελητές μουσείων, γκαλερίστες, νέοι και πεπειραμένοι ιστορικοί τέχνης, ιδίως καλλιτέχνες που υφίστανται στο πετσί τους βίαια επεισόδια για έργα τους σε δημόσια θέα, ενώ ο λόγος τους, συχνά ακατέργαστος και πάντα προσωπικός, μαγνητίζει. Στην εν λόγω «Επιστημονική Συνάντηση», πάντως, δεν προσκλήθηκαν καλλιτέχνες, ούτε καν ο δημιουργός των βανδαλισμένων «Εικονισμάτων» της θρυλικής πλέον έκθεσης Σαγήνη του Αλλόκοτου (εγκαίνια: 22/1/2025) που επιμελήθηκε η κ. Τσιάρα, Χριστόφορος Κατσανιώτης, ήταν παρών, δεν αποκλείεται πάντως να παρακολουθούσε σιωπηλά τη ζωντανή αναμετάδοση ηλεκτρονικά. Δεν κρίθηκε σκόπιμη ούτε η συμμετοχή πανεπιστημιακών ερευνητών με χρήσιμες καταγραφές περιπτώσεων κρατικής ή «κινηματικής» λογοκρισίας εικαστικών, θεατρικών παραστάσεων, βιβλιοπαρουσιάσεων και κινηματογραφικών ταινιών, ορισμένοι από τους οποίους είχαν διαδηλώσει με πανό μπροστά στην Εθνική Πινακοθήκη – λόγος για τον οποίο το αμφιθέατρο της Πινακοθήκης την ημέρα εκείνη ήταν μάλλον μισοάδειο.

Παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες των ομιλητών που αποδέχθηκαν πρόσκληση για την ημερίδα, προσεκτικά επιλεγμένοι από τη διευθύντρια και την πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου, που είχαν και την επιμέλεια της εκδήλωσης, τα συμπεράσματα δεν ήταν τα αναμενόμενα – αν υπολογίσει κανείς ότι, σύμφωνα με το αναλυτικό πρόγραμμα της πρόσκλησης, θα ετίθετο το ιστορικό πλαίσιο, θα σχολιαζόταν το βάρβαρο συμβάν στους χώρους του μουσείου και, «στον απόηχο των πρόσφατων γεγονότων τα οποία προκάλεσαν έντονες δημόσιες αντιπαραθέσεις», θα προβαλλόταν η «καλλιέργεια ενός ήπιου και επιστημονικά τεκμηριωμένου δημόσιου διαλόγου». Βεβαίως, οι προσδοκίες του κοινού θεωρούνταν δεδομένες και υψηλές. Αλλ’ οι διοργανωτές, μεταφέροντας τη συζήτηση αόριστα σε ζητήματα ελευθερίας της τέχνης –λυμένα συνταγματικά εδώ και δεκαετίες στις φιλελεύθερες δημοκρατίες– απογοήτευσαν. Μια διαφορετική επιλογή, αυτή της κριτικής εμβάθυνσης στα συμβάντα την αποφράδα ημέρα της 10ης/3/2025, ημέρα του βανδαλισμού (και όχι η έντεχνη παράκαμψη όσων θορύβησαν το κοινό σχετικά με την επιλογή, ανάρτηση και ασφάλεια έργων τέχνης σε ένα σύγχρονο μουσείο), θα τύχαινε αναμφίβολα της αμέριστης συμπαράστασης όλων.

Οι μάλλον άνευρες ανακοινώσεις των δέκα ομιλητών με συντονίστρια την ίδια την κ. Τσιάρα, παρά το ενδιαφέρον που προκαλεί διαχρονικά η καταπάτηση της ελεύθερης έκφρασης σε δικτατορικά καθεστώτα και πάντως όχι στη σύγχρονη Ελλάδα, περιστράφηκαν, σχεδόν κοινότοπα, γύρω από

Α) την αναμενόμενη δήλωση για «αφοσίωση και προάσπιση της καλλιτεχνικής έκφρασης, η οποία ως γνωστόν δεν διατρέχει κινδύνους στον τόπο μας» (Συραγώ Τσιάρα),

Β) τη νομική προστασία της τέχνης ως φαινόμενο καταγεγραμμένο στα ευρωπαϊκά συντάγματα από τις αρχές του 20ού αιώνα (Γιώργος Οικονομόπουλος),

Γ) την ακροθιγή προσέγγιση της έννοιας του βλάσφημου και η σχέση με το κατακτημένο πολιτισμικό κεφάλαιο της χριστιανικής Δύσης (Δημήτρης Αγγελής),

Δ) την καταμέτρηση στερεοτυπικά και ad nauseam πασίγνωστων γεγονότων δίωξης της  μοντέρνας τέχνης από τους ναζί και τις στρατηγικές της γκαιμπελικής προπαγάνδας με την επινόηση της  «εκφυλισμένης τέχνης», όχι όμως και της ζντανοφικής προπαγάνδας (Μιλτιάδης Παπανικολάου),

Ε) τον συσχετισμό της παρέμβασης της Ιεράς Εξετάσεως για τον Μυστικό Δείπνο του Βερονέζε με την ταινία του Σκορσέζε Ο τελευταίος πειρασμός και τα βίαια επεισόδια που τη συνόδευσαν μέχρι την επιβολή ασφαλιστικών μέτρων (Ορέστης Ανδρεαδάκης),

ΣΤ) τον σχολιασμό του ιερού και βέβηλου σε έργα των Maurizio Cattelan, Andres Serrano, Leon Ferrari, Robert Mapplethorpe, Κωστή Γεωργίου, μαζί και το αίτημα μιας «ηθικής μουσειολογίας» αλλά και (ακροθιγώς) η περίπτωση του βάνδαλου βουλευτή  (Γιάννης Κολοκοτρώνης).

Συμμετείχαν επίσης ο Κωνσταντίνος Α. Παπαγεωργίου, ο Πατήρ Βασίλειος Θερμός  και η Κατερίνα Στενού.

Οι ασύνδετοι μεταξύ τους μονόλογοι δεν φάνηκε να ικανοποιούν το κοινό που, προϊούσης της ώρας, έφθινε διαρκώς, ιδίως μετά το αναγκαστικό διάλειμμα για καφέ. Η συζήτηση με το κοινό υπήρξε επίσης υποτονική, αν εξαιρέσει κανείς την παρέμβαση του συνηγόρου του βιαιοπραγήσαντος, ο οποίος έθεσε θέμα προσβολής της θρησκευτικής συνείδησης του εντολέα του (απαντήθηκε από νομικούς στο πάνελ) και αμφισβήτησε την πράξη βανδαλισμού, διότι τα έργα  «απλώς» αποσπάστηκαν από τον τοίχο, ούτε καν καταστράφηκαν!

Κατά την ανάληψη των διευθυντικών καθηκόντων της, η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης είχε δηλώσει: «Εκτός από κιβωτός της νεότερης ελληνικής τέχνης, η Εθνική Πινακοθήκη είναι και εργαστήρι σφυρηλάτησης της οπτικής μας ταυτότητας ως έθνους». Προφανώς, στην πορεία, κάτι δεν πήγε καλά με τη «σφυρηλάτηση της οπτικής μας ταυτότητας». Ίσως στο μέλλον…

 

Πριν από τον βανδαλισμό

Στις 22/1/2025 εγκαινιάστηκε η έκθεση Francisco Goya, Los Caprichos, ογδόντα χαρακτικά από τις  μόνιμες συλλογές της Εθνικής Πινακοθήκης (βλ.  The Books’ Journal, τχ. 161, Φεβρουάριος 2025, και στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού). Εμπνεόμενη από την «επιδραστικότητα της ανατρεπτικής θέασης του κόσμου από τον Γκόγια», η κ. Τσιάρα επιμελείται «ένα θεματικό αφιέρωμα στην ελληνική τέχνη» με τίτλο Η Σαγήνη του Αλλόκοτου, ομαδική έκθεση με έργα δέκα καλλιτεχνών που ιδεατά θα «συνομιλούσαν» με τον μεγάλο Ισπανό. Επέλεξε έργα των Άγγελου Αντωνόπουλου, Γιάννη Γαΐτη, Σίλειας Δασκοπούλου, Μαριάννας Ιγνατάκη, Διονύση Καβαλλιεράτου, Χριστόφορου Κατσαδιώτη, Τάσου Μαντζαβίνου, Μαλβίνας Παναγιωτίδη, Άγγελου Παπαδημητρίου και Φίλιππου Τσιτσόπουλου. Χώρος έκθεσης  ήταν ο λεγόμενος «ενδιάμεσος», ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο υπόγειο στην νέα τοπογραφία του κτιρίου, οι επισκέπτες μάλιστα, για να φθάσουν στα εκθέματα του Γκόγια, τον διέσχιζαν αναγκαστικά. Πρόκειται για ευρύχωρη ανοιχτή αίθουσα, όπου στα εγκαίνια συγκεντρώθηκε πλήθος χαρούμενων νέων, μαζί με συγγενείς και φίλους των καλλιτεχνών. Επί έξι εβδομάδες επικρατούσε ηρεμία ώσπου στις 10/3/2025 άνοιξε η μεγάλη πληγή στην εύρυθμη λειτουργία του μουσείου με την απρόσμενη επίθεση εν ενεργεία βουλευτή ακροδεξιού κόμματος του ελληνικού Κοινοβουλίου πάνω σε τέσσερα αναρτημένα έργα του χαράκτη Χριστόφορου Κατσαδιώτη με τίτλους  «Εικόνισμα 10», « Εικόνισμα 160», «Εικόνισμα 170» και «Άγιος Χριστόφορος» ως Κυνοκέφαλος και ως αυτοπροσωπογραφία.

Όπως έδειξε η κάμερα ασφαλείας, ο βουλευτής εισήλθε στο χώρο ήρεμα ως απλός επισκέπτης, κόβοντας μάλιστα εισιτήριο, με προγραμματικό σκοπό να σπάσει τα εκτεθειμένα χαρακτικά. Προφασιζόμενος θρησκευτική οργή για την «προσβολή» που υπέστη η πίστη του από το «βλάσφημο» κατ’ αυτόν αντιθρησκευτικό νόημα (οργή πολιτικά εξαγοράσιμη με ψήφους), τα απέσπασε από τις αναρτήσεις τους, τα πέταξε καταγής σπάζοντας τα τζάμια τους,  σκηνή που χάρη στις κάμερες ασφαλείας ήταν αδύνατον, παρά τις προσπάθειες του ιδίου και των συνηγόρων του, να αμφισβητηθεί. Ο δράστης απομονώθηκε επί αρκετές ώρες μέχρι να εκδοθεί η απόφαση του εισαγγελέα. Την έξοδό του ακολούθησε ποταμός συνεντεύξεων στα ΜΜΕ, ενώ από την Εθνική Πινακοθήκη δεν υπήρχαν αντιδράσεις. Καταγράφηκε ένας όχι αμελητέος αριθμός χειροκροτητών για τη δράση του βουλευτή. Δεν μας εξέπληξε το ζήτημα της θρησκοληψίας, όσο ότι δεν κατέστη διακριτή η αρνητική σημασία της έκνομης πράξης σε έναν όντως «ιερό» χώρο, όπως το μουσείο, όπου τα εκθέματα δεν αποτελούν δηλώσεις υποταγής σε κελεύσματα, αλλά λειτουργούν μέσα στο χρόνο συγκυριακά ως αισθητικά υποδείγματα και ως τέτοια αξιολογούνται. Μέχρι εκεί!  

Η αποδοχή του όρου «λογοκρισία» σε αντιπαράθεση με την έννοια της ελευθερίας της έκφρασης, που υιοθετήθηκε θριαμβευτικά από «προοδευτικές» ομάδες καλλιτεχνών, εμπλεκόμενους θεσμούς, ιστορικούς και θεωρητικούς της τέχνης, αποδεικνύεται προβληματικός, καθώς αποδίδει στον βουλευτή ιδιότητες «τεχνοκριτικού», ο οποίος, έξω από κάθε λογική, επιβάλλει διά της βίας την κρίση του. Αντίθετα, η Εθνική Πινακοθήκη κατέθεσε αγωγή ύψους 500.000 ευρώ για αυτεπάγγελτο αδίκημα κατά ΝΠΔΔ. Αφορά κυρίως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη ο χώρος και τα εκτεθειμένα έργα τέχνης.  

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι στις ομιλίες έγινε ελάχιστη μνεία της ασύλληπτης προσβολής του εθνικού μουσείου λόγω της επίθεσης, που επί μέρες  προκάλεσε πρωτοσέλιδα στον ημερήσιο Τύπο, δημοσιεύσεις ανακοινώσεων εταιρειών και πανεπιστημιακών τμημάτων – ακόμα και εκκρεμούσες επιστολές από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο προς την υπουργό Πολιτισμού με προτροπές για την απομάκρυνση διά παντός των έργων έγιναν γνωστές. Παρ’ όλες τις προσπάθειες της διοίκησης, η αρνητική δημοσιότητα έβλαψε αντί να ενισχύσει το γόητρο της Εθνικής Πινακοθήκης και τις εκθέσεις που πρόσφερε με υψηλό κόστος στο κοινό της, ιδίως τα σπανιότατα χαρακτικά του Γκόγια.   

Πώς όμως έφθασε ο θρησκόληπτος βάνδαλος, έχοντας άγνοια των τρόπων «ανάγνωσης»  της σύγχρονης τέχνης, να ταξινομήσει θεματικά τα χαρακτικά του Κατσαδιώτη ως «βέβηλα»; Καταρχάς υπήρχε η αναγραφή των τίτλων στις πινακίδες και στον κατάλογο της έκθεσης, δηλαδή κατά σειρά «Εικονίσματα» και «Άγιος Χριστόφορος». Δεν υπάρχει αμφιβολία, επίσης, ότι μορφολογικά τα τέσσερα έργα που επέλεξε για την έκθεσή της η κ. Τσιάρα με θέμα το «αλλόκοτο» κατάγονται από την ορθόδοξη εικονογραφική παράδοση,  απόρροια συγκεκριμένου τύπου των λαϊκών προσκυνηματικών εικονισμάτων. Στον ίδιο τύπο  παραπέμπουν άλλωστε τα πολυτελή ασημένια «πουκάμισα», οι γνωστές σε όλους επενδύσεις των εικονισμάτων που ο Κατσαδιώτης φρόντισε να είναι διακριτές στα έργα του. Μόνο που φρόντισε επίσης να αποδομήσει τη λατρευτική τους «χρήση», κατακερμάτισε το περιεχόμενο της παράστασης και δημιούργησε ένα έργο τέχνης σύγχρονης εικονολογίας. Τερμάτισε δηλαδή οριστικά τη συνεκδοχή των έργων του ως μέρος ιεράς παράδοσης, επιδιώκοντας ο θεατής να χάνεται στις θρυμματισμένες λεπτομέρειες, δυσχεραίνοντας μάλιστα την αναγνώριση των μορφών μέσα από τις εγχάρακτες ή σχεδιασμένες «θρησκευτικές» μορφές στα ασημένια φύλλα, τα  Σεραφείμ, τα Χερουβείμ, τους Αη-Γιώργηδες.

Δεν κρύβονται δηλαδή η περιπαικτική, ειρωνική διάσταση στη διατύπωση της νέας εικονογραφίας, η διάρρηξη της ενότητας της έκθεσης και η καταστροφική συμπεριφορά απέναντι στα ίδια τα έργα. Κατά συνέπεια, ακολουθούν η απομάγευση (Entzauberung) και δυσφορία, αναστάτωση, σύγχυση. Αυτά τα εξέλαβε ως προσωπική «προσβολή» της πίστης του, και έτσι ο βάνδαλος δικαιολόγησε την απόφασή του για αυθαίρετη δυναμική δράση. Πρωτοφανές για ενήλικο, βουλευτή, έστω και για πολιτικό με ακροδεξιά φρονήματα – αλλά υπαρκτό. Ακόμα κι αν ήταν μια θεατρινίστικη ενέργεια για ψήφους, ο ανερμάτιστος ακροδεξιός βουλευτής είχε βρει «επιχειρήματα», που του τα έδωσε η αφέλεια της διοργάνωσης.

 

Οι ομολογημένες αστοχίες

Η ακόμα άπειρη κ. Τσιάρα και η διοίκηση της Εθνικής Πινακοθήκης δεν αντέδρασαν όπως θα έπρεπε, ώστε να μην τρωθεί το θεσμικό κύρος του ιδρύματος, απόρροια του ότι δεν είχαν οριστεί με σαφήνεια οι στρατηγικές άμυνας τις δύσκολες ώρες που ακολούθησαν τον βανδαλισμό. Αλλά με τα κανάλια να παραμονεύουν και ενώ απαιτούνταν ενημέρωση και, λογικά, αναμενόταν τουλάχιστον μια συνέντευξη Τύπου, η διευθύντρια και οι επικεφαλής του μουσείου έμειναν άφαντοι. Η ευθύνη της επικοινωνίας είχε ανατεθεί στον δικηγόρο του ιδρύματος, ο οποίος όχι μόνο έδινε συνεντεύξεις σε δελτία ειδήσεων διαπληκτιζόμενος με τους παρουσιαστές, αλλά έπαιρνε και αμφισβητήσιμες θέσεις σχετικά με το περιεχόμενο των έργων. Αμέσως μετά το συμβάν, επελέγη η στρατηγική να δίνονται λακωνικές ανακοινώσεις μέσω της ηλεκτρονικής σελίδας του μουσείου, με περιεχόμενο τα αυτονόητα: τα περί του θεσμικού ρόλου του ιδρύματος που «συνίσταται στη συλλογή, την προστασία, την ανάδειξη και την τεκμηρίωση της καλλιτεχνικής δημιουργίας», τα περί σεβασμού της ελεύθερης έκφρασης, τη δήλωση εμπιστοσύνης στη Διεύθυνση και στο εγκεκριμένο καλλιτεχνικό της πρόγραμμα.

Αλλά ουδείς είχε αμφισβητήσει την ελευθερία επιλογών της κ. Τσιάρα – και ιδίως των επιλογών της για  έργα Ελλήνων που θα συνομιλούσαν με τον Γκόγια. Το θέμα είναι ότι οι επιλογές που έκανε δεν δικαιώθηκαν – κι αυτό όχι μόνο εξαιτίας του βανδαλισμού ούτε επειδή το κοινό της Πινακοθήκης είναι συντηρητικό!

Μια δεύτερη αστοχία ήταν ότι, πριν περάσει ώρα από τη βίαιη πράξη του βουλευτή, η κ. Τσιάρα πληροφορούσε ότι, σε συμφωνία με τον Χριστόφορο Κατσαδιώτη, κρίθηκε σημαντικό τα βανδαλισμένα έργα με τα θρυμματισμένα γυαλιά να παραμείνουν καταγής ώστε η βίαιη πράξη να αποτελέσει «χειρονομία», στην οποία έδωσε τον σιβυλλικό τίτλο «Σύμπτωμα». Στη συνέχεια, η πρώτη δημόσια της εμφάνιση, ξεναγώντας φίλους εικαστικούς με μικρόφωνο στο χέρι, έλαβε χώρα στο χώρο της έκθεσης, μπροστά σε πανό με το σύνθημα: «Η ελευθερία της τέχνης είναι αδιαπραγμάτευτη» από το «Σωματείο Εργαζομένων στη Σύγχρονη Τέχνη». Αλλ’ η εγκατάσταση («ινσταλέισον») που σχεδίασε βιαστικά μέσα στη σύγχυση είχε άδοξο τέλος, πιθανόν ύστερα από υπουργική παρέμβαση, στην οποία υπάκουσαν διευθύντρια, καλλιτέχνης και Διοικητικό Συμβούλιο. Εντούτοις το «πρότζεκ» βρήκε αρκετούς υποστηρικτές, ενώ οι διαφωνούντες επικαλέστηκαν το επιχείρημα της «αισθητικοποίησης της βίας», που δεν ανήκει αναγκαστικά στις επιλογές  μουσείων!

Εννοείται πως τελικά τα έργα απομακρύνθηκαν παίρνοντας την άγουσα προς το εργαστήριο συντήρησης, όπου και παρέμειναν μέχρι τις 6/5/2025. Τις ίδιες μέρες ο καλλιτέχνης των βανδαλισμένων δήλωνε σε τηλεοπτικό σταθμό: «Συν-εκθέτω με τον Γκόγια»!

Στις αστοχίες πάντως δεν θα μπορούσε να εντάξει κανείς την επαναφορά των αποκατεστημένων έργων στην αρχική τους θέση, ύστερα μάλιστα από συντονισμένες ενέργειες του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας και του υπουργείου Πολιτισμού. Με το φόβο νέας επίθεσης από ακροδεξιά στοιχεία, αναρτήθηκαν προστατευμένα πίσω από ισχυρά φύλλα πλεξιγκλάς, «κουρτίνα» αισθητήρων λέιζερ και ενισχυμένη φύλαξη από εξειδικευμένο προσωπικό. Οι πλέον πολιτικοποιημένοι θριαμβολογούσαν καθώς έτσι είδαν –μάλλον αυθαίρετα– «ένα σημαντικό βήμα στον αγώνα κατά της λογοκρισίας». Για «κατά συρροή υποτροπή της Εθνικής Πινακοθήκης με την ασέβεια στα θρησκευτικά σύμβολα» σφυροκόπησε ο ακροδεξιός Τύπος τις σχετικές ενέργειες, κατηγορώντας το μουσείο ότι τάχα είχε υποκύψει σε εκβιαστικά διλήμματα των καλλιτεχνών-δωρητών..

Συμπερασματικά: Αντί η Συραγώ Τσιάρα να αφήσει να ξεχαστούν οριστικά οι θλιβερές ιστορίες τις κρίσης, με ιδιαίτερα στενάχωρη το καίριο χτύπημα στο μουσείο και την καταρράκωση του προσωπικού, σκουπίζοντας τα δυσάρεστα κάτω από το χαλί, επιμελήθηκε -ιδίως προς το συμφέρον της- ημερίδα για την επαναφορά της τάξης και ηρεμίας στο χώρο του οποίου της ανατέθηκε η διεύθυνση, αντιλαμβανόμενη ίσως ότι η ελευθερία στις επιλογές έργων τέχνης για το κοινό δεν είναι πάντα όσο μονοδιάστατη εύχεται.

Δύσκολα πάντως θα της συγχωρούσαν πάντως κάποιοι το γεγονός ότι κατάφερε να συζητιέται περισσότερο ο Κατσαδιώτης από τον Γκόγια.

 

Η οικειοποίηση της Θεοτόκου

katsaniotis

Mια από τις πιο κοινές επιδιώξεις των σύγχρονων εικαστικών είναι η «οικειοποίηση» (appropriation), η ενσωμάτωση δηλαδή εικαστικών μορφών και συμβόλων της παράδοσης, με συνήθως κατεδαφιστική αναδιατύπωση, ώστε να  ακυρωθεί το παλαιό ιερό πλαίσιο. Κατά τη γνώμη μου, στο χαρακτικό Η Θεοτόκος με το Βρέφος (εικόνα δεξιά), ο καλλιτέχνης οικειοποιήθηκε ομότιτλη εικόνα  (αριστερά), με προέλευση από τη Μονή Αγίας Αικατερίνης Σινά, σήμερα στο Κίεβο (Α΄μισό του 6ου αιώνα), έργο πρώιμο, σημαντικό για την καθιέρωση του εικονογραφικού τύπου της Θεοτόκου με τον μικρό Χριστό! Ο Κατσαδιώτης, δηλαδή, έκανε Appropriation / Οικειοποίηση του τύπου, και μάλιστα κατ’ αντίστροφη έννοια, από το προαναφερθέν πρότυπο. Ως αποτέλεσμα, ο βάνδαλος πολιτικός, με την ογκολιθική άγνοια περί τα έργα τέχνης θρησκευτικού χαρακτήρα, δεν συνειδητοποίησε ότι, τσακίζοντας ειδικά το έργο αυτό, βανδάλισε την εικόνα της Θεοτόκου, το μόνο από τα έργα όπου διακρινόταν πεντακάθαρα η σεπτή μορφή της.

Η πρωτότυπη εικόνα Η Θεοτόκος με το βρέφος προέρχεται από το βιβλίο, Από τα πορτραίτα του Φαγιούμ στις απαρχές της τέχνης των βυζαντινών εικόνων, πρόλογος-σχόλια Μανώλης Μπορμπουδάκης, Βικελαία Βιβλιοθήκη Δήμου Ηρακλείου, 1998,  σ. 17.

 

 

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.