Για την ώρα, θα αφήσω στην άκρη οτιδήποτε ροζ ή κίτρινο είχε εκείνη η υπόθεση. Δεν αλλάζουν και πολλά.
Δολοφονήθηκε άγρια ένας άνθρωπος. Για χρήματα. Οι δολοφόνοι του συλλαμβάνονται, προφυλακίζονται, καταδικάζονται. Ισόβια, σε πρώτο βαθμό. Έρχεται ο δεύτερος και λέει πώς δεν πρέπει να καταδικαστούν ισόβια, γιατί, σου λέει, «ήσαντε καλά παιδιά ήσαντε, πριν σκοτώσουν τον γέροντα». 15 χρονάκια, είναι αρκετά. Πολύ ωραία. Και τελικά, με αφορμή το γεγονός ότι η «υπόθεση επέστρεψε ξανά στο Εφετείο έπειτα από απόφαση του ΣΤ΄ Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία αναιρέθηκε προηγούμενη απόφαση του ΜΟΕ η οποία είχε αναγνωρίσει στους δυο άνδρες το ελαφρυντικό του σύννομου βίου με αποτέλεσμα να «σπάσουν» τα ισόβια που είχαν επιβληθεί πρωτοδίκως», όπως διαβάζουμε στα χθεσινά ρεπορτάζ, πληροφορηθήκαμε πως οι δύο δολοφόνοι, είχαν αποφυλακιστεί με όρους το 2022. Καταλαβαίνουμε για τι μιλάμε; Σκότωσαν έναν άνθρωπο γιατί αρνήθηκε να τους δώσει χρήματα, καταδικάστηκαν σε δεύτερο βαθμό σε 15 χρόνια φυλακή και τελικά, έκατσαν μέσα μόλις 8. Κι αν δεν υπήρχε αναίρεση της απόφασης του ΜΟΕ, μια χαρά θα ήταν ελεύθεροι κι ωραίοι. Έχοντας κάνει μόλις 8 χρονάκια στη φυλακή. Ενώ καταδικάστηκαν σε 15.
Αναφέρομαι προφανώς στην άγρια δολοφονία του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα από τους δύο νεαρούς Ρουμάνους το 2014. Κι επειδή κάποιοι θα σταθούν ή θα αναζητήσουν τις «ροζ» ή τις «κίτρινες» πτυχές αυτού του εγκλήματος (πιθανότατα, υπαρκτές), αξίζει να σταθούμε και σε κάτι ακόμα∙ δεν είδαμε καμία ανησυχία, καμία αναταραχή, καμία διαμαρτυρία από τις όποιες οργανώσεις της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, που τόσο δραστήρια αντιδρούν όταν κάτι προκύπτει, π.χ. σχετικά με τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Ουδόλως τις απασχόλησε η προκλητική αποφυλάκιση των δολοφόνων του Κουμανταρέα, μόλις 8 χρόνια μετά το έγκλημά τους. Όπως βουβοί υπήρξαν και αναφορικά προς τη δολοφονία του (αγαπημένου) Νίκου Σεργιανόπουλου από έναν Γεωργιανό, και μάλιστα παρά το γεγονός ότι ο αξέχαστος Νίκος κατηγορήθηκε από πολλούς άμεσα ή έμμεσα ότι «τα ήθελε» και ως εκ τούτου, ούτε λίγο ούτε πολύ, δίκαια έπαθε ό,τι έπαθε. Φυσικά, κουβέντα δεν τίθεται γύρω από το ζήτημα της ανδρικής πορνείας, που βρίσκεται πάντα καλυμμένη πίσω από ένα πέπλο σκότους, σαν να μην υπάρχει, παρότι υπάρχει και μάλιστα χωρίς κανόνες, χωρίς πλαίσιο, γεγονός που αφήνει χώρο, τόσο στην εκμετάλλευση των εκδιδόμενων όσο και στον κίνδυνο για εκείνους που αναζητούν αυτού του είδους τις υπηρεσίες. Κι επειδή μοιραία προκύπτει το ερώτημα: «γιατί αυτή η διαφορετική στάση στις τρεις περιπτώσεις που αναφέραμε;», η απάντηση είναι απλή: δεν έχει να κάνει με τα θύματα αλλά με τους θύτες. Στην περίπτωση του Κουμανταρέα, Ρουμάνοι νεαροί, «θύματα εκμετάλλευσης» ίσως, κατά μία προσέγγιση του ηλικιωμένου συγγραφέα, στην περίπτωση του Νίκου Σεργιανόπουλου, Γεωργιανός παράνομος μετανάστης, άρα, εξ ορισμού «θύμα». Στην περίπτωση του Κωστόπουλου όμως; Ω! Εδώ έχουμε να κάνουμε με «κυρ-Παντελήδες», Έλληνες, λευκούς, πιθανότατα χριστιανούς, άρα μπορούμε να αφήσουμε ελεύθερο όλο μας το μίσος, χωρίς κανένα περιθώριο να δούμε τη δική τους πλευρά.
Δύο ζητήματα λοιπόν, από το τέλος στην αρχή. Ένα, η υποκρισία, τα διαφορετικά μέτρα και σταθμά των κατ’ επάγγελμα ευαίσθητων. Κι από την άλλη, η απουσία ουσιαστικής δικαιοσύνης, η τεράστια και εντελώς αδικαιολόγητη –λογικά, όχι δικονομικά– διάσταση, ανάμεσα στην ποινή που ανακοινώνει το δικαστήριο και αυτή που αληθώς εκτίεται, γεγονός που πλήττει καίρια τον πυρήνα όχι της Δικαιοσύνης αλλά, πρωτίστως, της Δημοκρατίας.
Ασφαλώς, λίγα πράγματα μπορούμε να κάνουμε ως προς την αντιμετώπιση της υποκρισίας, που είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη κατάσταση. Αλλά, με τη Δικαιοσύνη; Μήπως πρέπει, επιτέλους, να δώσουμε ένα τέλος στον παραλογισμό;