Η θέα της Ζωής Κωνσταντοπούλου μπροστά στα αβατάρ της που τη δείχνουν σε πολλούς ρόλους και επαγγέλματα, αλλά και σε παιδική ηλικία ως μαθήτρια, μου θύμισε αυτό το διήγημα. Υπάρχουν βέβαια διαφορές ανάμεσα σε αυτά τα κατασκευάσματα και τη φαντασία ενός νέου συγγραφέα των μέσων του περασμένου αιώνα: τα αβατάρ της Κωνσταντοπούλου δεν δημιουργήθηκαν μαγικά με τη δύναμη της δικής της σκέψης αλλά με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης που είναι προϊόν της σκέψης άλλων ανθρώπων, και ο Conroy (ή ο δημιουργός του) ήταν αρκετά σώφρων ώστε να μην προσμίξει στον ναρκισσιστικό του κόσμο αντίγραφα του εαυτού του σε παιδική ηλικία – ίσως να σκέφτηκε ότι θα ήταν μεγάλος μπελάς να οργανώσει και ένα εκπαιδευτικό σύστημα ή να φοβόταν τις εφηβικές του(ς) επαναστάσεις.
Και στις δυο περιπτώσεις όμως η ιδέα ενός ανθρώπου που αντί να αναγνωρίσει την, καμιά φορά σκληρή, πραγματικότητα καταφεύγει σε έναν φανταστικό κόσμο που ικανοποιεί χωρίς αντίρρηση τις επιθυμίες του είναι κάτι τρομακτικό.
Όπως όλα τα αφύσικα πράγματα και καταστάσεις, η αρμονία του κόσμου του Conroy θρυμματίζεται ξαφνικά και αναπάντεχα με την άφιξη μιας νεαρής κοπέλας, της κόρης του ιδιοκτήτη του γειτονικού ιδιωτικού πλανήτη, που έχει ένα ατύχημα με το μικρό της διαστημόπλοιο –να φανταστούμε το διαστημικό ανάλογο ενός Alfa Romeo Spider– και βρίσκει καταφύγιο στην βίλα του. Μεταξύ τους αναπτύσσεται ένα ερωτικό ειδύλλιο –μην περιμένετε αποκαλυπτικές σκηνές, βρισκόμαστε στα φίφτις των ΗΠΑ– που έχει σαν επόμενο τη ζήλεια των άλλων Conroy. Η κρίση φτάνει στο αποκορύφωμά της όταν ο Conroy της κάνει πρόταση γάμου, την οποία αυτή αποδέχεται λίγο πριν επιστρέψει στον πλανήτη του πατέρα της. Το ίδιο βράδυ ο Conroy παίρνει ένα γράμμα, στο οποίο η διεύθυνση του λογοτεχνικού περιοδικού του ανακοινώνει ότι απέρριψε το τελευταίο κείμενο που έστειλε.
Πολύ φοβάμαι πως η αντίδραση του κοινού που κατοικεί στον εικονικό κόσμο της Ζωής δεν θα είναι τόσο ήπια όταν έρθει και εκεί η μέρα της κρίσης.