Η βιβλιογραφία για την περίοδο 1949-1967 και για τις αιτίες της εκδήλωσης του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 είναι πλούσια. Θεωρώ όμως βέβαιο ότι το βιβλίο Στρεβλή Πορεία 1960-1974 των Ευάνθη Χατζηβασιλείου και Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου θα αποτελέσει στο μέλλον βασικό κείμενο κατανόησης εκείνης της περιόδου. Κι αυτό γιατί ο Χατζηβασιλείου, στο πρώτο μισό του βιβλίου, καταρρίπτει όλες σχεδόν τις «αλήθειες» που αποτέλεσαν το κυρίαρχο –αριστερόστροφο– «δημόσιο αφήγημα» της Μεταπολίτευσης για τις αιτίες του πραξικοπήματος. Και το κάνει επικρίνοντας την ιστοριογραφία της εποχής εκείνης, την οποία κατηγορεί ότι αγνόησε τις πηγές και ότι γράφτηκε για να εξυπηρετήσει ιδεολογικούς και πολιτικούς σκοπούς.
Η βασική θέση του Χατζηβασιλείου είναι ότι η 21η Απριλίου δεν ήταν «κίνημα του ελληνικού στρατού» αλλά μιας κλίκας ανώτερων (όχι ανώτατων) αξιωματικών που δεν είχαν ικανότητες –πολιτικής ή στρατιωτικής– διοίκησης και ότι η μόνη τους δεξιότητα ήταν η εκτέλεση και η κατάπνιξη στρατιωτικών κινημάτων. Όλα τα κινήματα που έκανε ο στρατός, από το 1909 ώς το 1935, οργανώθηκαν από την ηγεσία του και εξυπηρέτησαν τους πολιτικούς σκοπούς μιας πολιτικής παράταξης (βενιζελικής ή αντι-βενιζελικής). Όμως, το 1967, η διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων και τα κόμματα δεν συμμετείχαν στο σχεδιασμό και την εκτέλεση του πραξικοπήματος. Αυτό είναι που το κάνει μοναδικό στην σύγχρονη ελληνική ιστορία και καταρρίπτει τον ισχυρισμό περί «πραξικοπήματος των ενόπλων δυνάμεων», του Παλατιού και «ξένων κέντρων».
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ: Προλαβαίνω από την αρχή τις αναμενόμενες αντιδράσεις και τα σκωπτικά σχόλια αναγνωστών αυτού του κειμένου που εξακολουθούν να πιπιλίζουν τις καραμέλες που κέρασε τον ελληνικό λαό η Αριστερά στη Μεταπολίτευση: το ΚΚΕ, στον Γ2 τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του Κόμματος, που παρουσιάστηκε στον Περισσό στις 24 Ιανουαρίου 2024[1] παραδέχεται ότι οι πραξικοπηματίες της 21ης Απριλίου δεν εκπροσωπούσαν τις ένοπλες δυνάμεις, δεν οργανώθηκαν από τις ΗΠΑ και δεν ήταν όργανα του Στέμματος. Και αυτή η παραδοχή αποτελεί από τότε την επίσημη θέση του ΚΚΕ για το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Δυστυχώς, αυτή η εκπληκτική ανατροπή του αριστερού αφηγήματος της Μεταπολίτευσης, και μάλιστα με τόσο επίσημο τρόπο, πέρασε απαρατήρητη από τον «δημόσιο διάλογο». Το γιατί ένα τόσο σημαντικό γεγονός «σκουπίστηκε κάτω από το χαλί» είναι προφανές και δεν τιμά τη λεγόμενη «διανόηση» της πατρίδας μας...
ΣΥΝΕΧΙΖΩ: Ο Χατζηβασιλείου αποτιμά τις πραγματικές, μακροπρόθεσμες συνέπειες της Επταετίας ως εξής:
[Η] χούντα προκάλεσε εξαιρετικά επώδυνες οπισθοδρομήσεις , υπό την έννοια ότι κατάφερε ένα βαρύτατο πλήγμα στις φιλοδυτικές δυνάμεις της χώρας (όχι μόνο τις πολιτικές αλλά και τις πνευματικές), ενέτεινε τον αντιαμερικανισμό σε παροξυσμικά επίπεδα και επέφερε τεράστιες αλλοιώσεις στην πολιτική κουλτούρα. [...]. Υπήρξε το έναυσμα για την επιβολή, στο πνευματικό πεδίο, των στερεότυπων της Αριστεράς και για την εμφάνιση του φαινομένου που αποκλήθηκε «ρεβάνς των ηττημένων».
Σκοπός του σημειώματος αυτού δεν είναι να παρουσιαστεί όλο το βιβλίο[2]. Ο υπογράφων συστήνει ανεπιφύλακτα και με ενθουσιασμό την αγορά και την ανάγνωσή του. Ο αναγνώστης θα βγει πολλαπλά κερδισμένος. Σκοπός του σημειώματος είναι να παρουσιάσει, περιληπτικά, δύο από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία του βιβλίου.
Η πλαστή «δημόσια Ιστορία»
Η κριτική του Ευάνθη Χατζηβασιλείου στην ιστοριογραφία της περιόδου 1949-67 αφορά το σύνολο του αφηγήματος που επιβλήθηκε από τα χρόνια της Επταετίας και τη Μεταπολίτευση, το οποίο αποκαλεί «Δημόσια Ιστορία». Το αφήγημα αυτό λίγη σχέση έχει με την πραγματικότητα και μόνο ως θεωρία συνωμοσίας και fake news μπορεί να εκληφθεί. Εισηγητές του ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου[3], ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς[4] και ο Γιάννης Κάτρης[5], τα σχετικά βιβλία των οποίων, βιβλία που εκδόθηκαν στο εξωτερικό στη διάρκεια της Επταετίας, αποτέλεσαν μετά τη Μεταπολίτευση τα «ιερά κείμενα» του αριστερόστροφου αναθεωρητισμού της μεταπολεμικής ιστορίας της Ελλάδος.
Το αφήγημα αυτό περιγράφει τη μεταπολεμική Ελλάδα με τη λογική τού «Από τον Εμφύλιο στη χούντα», δηλαδή της ιδέας ότι η δικτατορία των συνταγματαρχών ήταν το φυσιολογικό επακόλουθο της επικράτησης των αστικών, εθνικοφρόνων δυνάμεων το 1949 και των πολιτικών που κυριάρχησαν τότε: ανάμειξη του στρατού στην πολιτική, επεμβάσεις του στέμματος για την κατάπνιξη κινήσεων «εκδημοκρατισμού» και, κυρίως, η παρουσία της αμερικανικής πρεσβείας και των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών ως υποβολέων και σεναριογράφων εκείνων των δραματικών γεγονότων.
Η κριτική του Χατζηβασιλείου μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:
- Ο ΙΔΕΑ είχε διαλυθεί από το 1949, όταν έγινε αρχιστράτηγος ο Παπάγος.
- Το Παλάτι είχε αποσυρθεί από την ανάμειξη στην πολιτική και το στρατό μετά το 1952.
- Επίσης, το ίδιο έπραξαν οι Αμερικανοί, επειδή επιθυμούσαν να μειωθούν οι ελληνικές απαιτήσεις για οικονομική και στρατιωτική βοήθεια.
- Η χούντα επιβλήθηκε από μια ομάδα, μπααθικού-νασερικού προσανατολισμού ανώτερων αξιωματικών που πρέσβευαν αντιδυτικές δοξασίες εθνικιστικού παροξυσμού.
Γράφει συγκεκριμένα ο Χατζηβασιλείου:
[Το] μεγαλύτερο μέρος της συναφούς βιβλιογραφίας δεν ενδιαφέρεται για το τι πραγματικά συνέβη [...]. Ενδιαφέρεται για τη διατύπωση πολιτικών επιχειρημάτων και την εργαλειοποίηση της ιστορίας, κάτι που εξηγεί και τη σοβαρή υστέρηση, με διεθνείς όρους, της ελληνικής βιβλιογραφίας για τη σύγχρονη [...] ιστορία.
Και παρακάτω:
Το πρόβλημα δεν ήταν εκείνα τα βιβλία [σσ. εννοεί τα προαναφερθέντα των Α. Παπανδρέου, Κ. Τσουκαλά, και Γ. Κάτρη], αλλά το ότι ένα μεγάλο –αν όχι και μέχρι σήμερα κυρίαρχο– τμήμα της ελληνικής δημόσιας συζήτησης παρέμεινε «θυμωμένο» και μετά τη χούντα. Ίσως και επειδή τούτο ήταν τόσο άκοπο, ανέξοδο και αποδοτικό: δε χρειαζόταν να κάνεις έρευνα και να κουραστείς, αρκεί να είχες μια (συγκεκριμένη) πολιτική άποψη. Η έλλειψη μεθοδολογίας και η απουσία πηγών (ή η αγνόησή τους) αντισταθμίζεται από την έκκληση στην ιδεολογία – ή στην απομίμησή της. Εκεί, τελικά, πήγαμε λάθος.
Ouch!
Η αλήθεια για τον ΑΣΠΙΔΑ
Στις εκλογές του Νοεμβρίου 1963, η Ένωση Κέντρου παίρνει 42% και 138 από τις 300 έδρες της Βουλής. Η δεξιά ΕΡΕ, με περίπου 40%, έχει 132 έδρες. Η πολιτική κατάσταση είναι αβέβαιη και τα κόμματα διαβουλεύονται για το σχηματισμό κυβέρνησης.
Τον Δεκέμβριο, ο Γεώργιος Παπανδρέου κάνει συμφωνία με τον βασιλιά Παύλο να παραδώσει τον έλεγχο των ενόπλων δυνάμεων στο Παλάτι, με αντάλλαγμα την άμεση προκήρυξη νέων εκλογών. Ο Παπανδρέου το έκανε αυτό για να αποτρέψει μια συμφωνία του συν-ηγέτη του στην Ένωση Κέντρου, Σοφοκλή Βενιζέλου, με την ΕΡΕ για το σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας κεντρώων δυνάμεων με την ΕΡΕ, κάτι που θα σήμαινε ότι ο Παπανδρέου δεν θα γινόταν πρωθυπουργός.
Μα, θα ρωτήσει κάποιος, οι ένοπλες δυνάμεις δεν ήταν ήδη υπό τον έλεγχο του Παλατιού; Έτσι δεν λένε όλα τα βιβλία ιστορίας για εκείνη την περίοδο; Η απάντηση είναι αρνητική.
Το Παλάτι είχε σταματήσει τις παρεμβάσεις στο στρατό μετά τη λήξη του εμφυλίου και, ειδικά, μετά την εκλογή του Παπάγου στην πρωθυπουργία. Ένα από τα πρώτα νομοθετήματα που έφερε προς ψήφιση στη Βουλή ο πρώτος και μοναδικός αρχιστράτηγος στην ιστορία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, τον οποίον ακολουθούσαν με τυφλή αφοσίωση όλοι οι αξιωματικοί, ήταν ο Ν. 2387/53, ο οποίος έθετε τις ένοπλες δυνάμεις υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης και όριζε ότι το αμυντικό δόγμα της χώρας και όλες οι αποφάσεις που αφορούν τις ένοπλες δυνάμεις αποφασίζονται από την κυβέρνηση.
Ο κυβερνητικός έλεγχος επί των ενόπλων δυνάμεων έληξε τον Δεκέμβριο 1963, όχι λόγω «επέμβασης των Αμερικανών» ή «συνωμοσίας του ΙΔΕΑ» (που είχε πάψει να υφίσταται από το 1951...), αλλά λόγω της υπέρμετρης φιλοδοξίας και της αρχομανίας του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Παπανδρέου πήρε 52% στις εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 και έγινε πρωθυπουργός. Ύστερα από μερικές εβδομάδες πέθαναν ο Σοφοκλής Βενιζέλος και, αμέσως μετά, ο βασιλιάς Παύλος.
Ο Παπανδρέου τότε αποφάσισε ότι θα θεμελιώσει την πολιτική κυριαρχία του «πετυχαίνοντας αυτό που δεν κατάφερε να πετύχει ο Καραμανλής»: την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Και τι έκανε; Όπως γράφει ο Χατζηβασιλείου, «βγάζει από τη ναφθαλίνη» και ορίζει τον Γεώργιο Γρίβα, ακροδεξιό ιδρυτή και αρχηγό της Χ και της ΕΟΚΑ, στο στρατιωτικό συμβούλιο διαχείρισης του Κυπριακού και, ύστερα από αίτημά του, τον στέλνει στην Κύπρο.
Ο Γρίβας επελέγη γιατί εθεωρείτο ο «αντι-Καραμανλής»: το 1959, μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, ο Γρίβας είχε αποκαλέσει τον Καραμανλή (και τον Μακάριο...) «προδότη» γιατί, αντί να ενωθεί με την Ελλάδα, η Κύπρος έγινε ανεξάρτητο κράτος. «Προδότη» και «εγκληματία» για το Κυπριακό άρχιζε να αποκαλεί τον Καραμανλή και ο Παπανδρέου μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας.
Η ρητορική αυτή άρμοζε απόλυτα στα πολιτικά σχέδια του Παπανδρέου: προκειμένου να διαφοροποιηθεί και να υπερκεράσει τον Καραμανλή, ο Παπανδρέου επέλεξε να επιδιώξει την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα με στόχο να αναγνωριστεί ως μεγαλύτερος ηγέτης από τον μακεδόνα πολιτικό και να εδραιώσει, έτσι, την πολιτική κυριαρχία του.
Ο Γρίβας, στην Κύπρο, αρχίζει να οργανώνει ένοπλες ομάδες που εξαπέλυσαν βίαια επεισόδια εναντίον Τουρκοκυπρίων, δυναμιτίζοντας την ειρήνη στο νησί. Όταν ο Παπανδρέου προσπαθεί να τον ανακαλέσει στην Αθήνα, ο Γρίβας τον απειλεί ότι θα τον καταγγείλει στην κοινή γνώμη και θα τον εκθέσει ως «προδότη» του Κυπριακού. Έτσι, ο Παπανδρέου εγκλωβίζεται λόγω των επιλογών του και καθίσταται όμηρος και του γιου του, Ανδρέα, που επίσης δημαγωγούσε για το Κυπριακό, και του ακροδεξιού και αχαρακτήριστου Γρίβα.
Γράφει ο Χατζηβασιλείου:
Αλλά ο Γ. Παπανδρέου ανεχόταν αυτά τα πράγματα, ακόμη και τις απειλές του Γρίβα, επειδή για τον Γ. Παπανδρέου η ουσία του θέματος (σσ. δηλαδή, η Ένωση) ήταν στοιχείο δευτερεύον μπροστά στην ανάγκη του να προωθήσει μια δημόσια εικόνα του αγέρωχου υπερασπιστή των εθνικών δικαίων στο Κυπριακό – δηλαδή να καβαλήσει το κύμα του εθνολαϊκισμού για να επιβάλει την πολιτική κυριαρχία του.
H ιστορία, όμως, γίνεται ακόμη πιο «απολαυστική». Το 1960-61, όταν γύρισε στην Ελλάδα από την Κύπρο, ο Γρίβας είχε δημιουργήσει μια οργάνωση μέσα στον ελληνικό στρατό, με τη συμμετοχή κατώτερων αξιωματικών, με το όνομα ΑΣΠΙΔΑ. Την ύπαρξή της αντιλήφθηκε η κυβέρνηση Καραμανλή και τη διέλυσε μέσω της μετάθεσης των μελών της από την Αθήνα σε διάσπαρτα στρατόπεδα της επαρχίας. Στα μέσα του 1964, ο Γρίβας επανεργοποιεί τον ΑΣΠΙΔΑ για να ασκήσει πιέσεις για την Ένωση.
Τα μέλη του ΑΣΠΙΔΑ, όμως, θεωρούν ότι ο Γρίβας, ένας σκοτεινός, συνωμοτικός άνθρωπος με μηδενική προσωπική λάμψη και χάρισμα, δεν μπορεί να είναι αποτελεσματικός ηγέτης και προσφέρουν την ηγεσία του ΑΣΠΙΔΑ στον... Ανδρέα Παπανδρέου! Ο Γρίβας μαθαίνει την απόπειρα υποσκελισμού του από τους υφισταμένους του και προχωράει, απερίσκεπτα και παρορμητικά, στην καταγγελία της «συνωμοσίας του ΑΣΠΙΔΑ».
Να θυμίσω με την ευκαιρία κάτι που δεν αναφέρεται στη Στρεβλή Πορεία: μετά το εκλογικό Βατερλό του 1958, ο Γεώργιος Παπανδρέου και ο Σοφοκλής Βενιζέλος προσέγγισαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και του ζήτησαν να συνεργαστούν, κοινοβουλευτικά και εκλογικά, τα κόμματά τους με την ΕΡΕ. Ο Καραμανλής αρνήθηκε, λέγοντάς τους ότι η χώρα πρέπει να έχει αξιωματική αντιπολίτευση αποτελούμενη από αστικές πολιτικές δυνάμεις και όχι από την ΕΔΑ.
Στην πραγματικότητα, όμως, όπως αναφέρει στη βιογραφία του Καραμανλή ο Κρις Γούντχαουζ, ο Καραμανλής δεν τους ήθελε κοντά του γιατί φοβόταν ότι θα έφερναν στην ΕΡΕ το κλίμα διαρκών μηχανορραφιών, παρασκηνίου και ανακατωσούρας που είχε διαλύσει το χώρο του Κέντρου. Η απόδειξη του ότι ο Καραμανλής είχε δίκιο είναι η ιστορία που αφηγείται ο Χατζηβασιλείου για την πορεία της χώρας από τις εκλογές του Νοεμβρίου 1963 έως το ξέσπασμα της υπόθεσης ΑΣΠΙΔΑ.
Όλα όσα συνέβησαν τότε, που οδήγησαν, τελικά, στα Ιουλιανά και στην Επταετία, ήταν το αποτέλεσμα της αρχομανίας ενός παθολογικού νάρκισσου (Γεωργίου Παπανδρέου), ο οποίος είχε τόσο μεγάλη ιδέα για τις ικανότητές του που προσπάθησε να εργαλειοποιήσει έναν σκοτεινό ακροδεξιό συνωμότη στρατοκράτη (Γεώργιο Γρίβα) για να επισκιάσει πολιτικά τον προκάτοχο του (Κωνσταντίνο Καραμανλή) πετυχαίνοντας κάτι (την Ένωση Κύπρου-Ελλάδος) που ήταν πολιτικά και διπλωματικά αδύνατον να επιτευχθεί.
Και όταν όλη αυτή η ασύλληπτη πολιτική φούσκα εξερράγη στο πρόσωπό του, μολύνθηκαν από τα εκτοξευμένα απόβλητα η πολιτική ζωή της χώρας και η σύγκλισή της με τη Δύση. Αυτός ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου και αυτή, σε μια παράγραφο, ήταν η πρωθυπουργία του.
Υπάρχουν κι άλλα πολλά που θα βρει ενδιαφέροντα ο αναγνώστης στη Στρεβλή Πορεία.
Για παράδειγμα, ότι το 1961 ο Ανδρέας Παπανδρέου χρησιμοποίησε τις γνωριμίες του στον Λευκό Οίκο και πέτυχε την απομάκρυνση του σταθμάρχη της CIA από την Αθήνα. Ή ότι ο Γεώργιος Παπαδόπουλος δεν τιμωρήθηκε μετά το προβοκατόρικο σαμποτάζ που έκανε στον Έβρο το 1964, γιατί ο πατέρας του ήταν πολιτικός φίλος του Γεωργίου Παπανδρέου. Ή ότι ο ΙΔΕΑ δημιουργήθηκε γιατί το 1946-48 επίλεκτες μονάδες ειδικών δυνάμεων του ελληνικού στρατού, αντί να μάχονται εναντίον των ανταρτών και να τους καταδιώκουν όταν υποχωρούσαν ηττημένοι, διατάσσονταν να φυλάνε χωριά και κωμοπόλεις που βρίσκονταν στις εκλογικές περιφέρειες ισχυρών κυβερνητικών παραγόντων και βουλευτών. Ή, τέλος, ότι το 1964, με πρωτοβουλία της κυβέρνησης της Ένωσης Κέντρου, δηλαδή με την έγκριση του Γεωργίου Παπανδρέου, ο Ελληνικός Στρατός μετονομάστηκε σε Βασιλικό Στρατό...
Αυτές είναι ενδιαφέρουσες και διαφωτιστικές λεπτομέρειες. Αυτό που εκλαμβάνει ο αναγνώστης από το βιβλίο των Χατζηβασιλείου και Σωτηρόπουλου, όμως, δεν είναι αυτά τα, σχεδόν, κουτσομπολιά. Είναι ότι η «Δημόσια Ιστορία» της μεταπολεμικής περιόδου για το πώς φτάσαμε στην Επταετία είναι ένας μύθος που δηλητηρίασε εκατομμύρια μυαλά και επηρέασε τις πολιτικές εξελίξεις της Μεταπολίτευσης με καταστροφικές συνέπειες, οι οποίες κορυφώθηκαν με τη χρεωκοπία του 2010. Με άλλα λόγια, βασίσαμε την αντίληψή μας για την ιστορία της πατρίδας μας και, κατά συνέπεια, τις πολιτικές μας προτιμήσεις πάνω σε ένα οικοδόμημα ψεύδους και πολιτικής εξαπάτησης. Το βιβλίο αυτό είναι ακόμη ένα βήμα στην πορεία που μας οδηγεί μακριά από την παράνοια της περιόδου 1981-2019 και προς την κανονικότητα που τόσο απεχθάνεται η Αριστερά.
Wikipedia
Παττακός, Παπαδόπουλος και Μακαρέζος, τρεις από τους κορυφαίους πραξικοπηματίες το 1967, εκπρόσωποι μιας ομάδας μπααθικού-νασερικού προσανατολισμού ανώτερων αξιωματικών που πρέσβευαν αντιδυτικές δοξασίες εθνικιστικού παροξυσμού.
[1] «Η Ιστορία μάς διδάσκει πώς μπορούμε έγκαιρα να βλέπουμε τις ρωγμές στο σύστημα, να υπηρετήσουμε τον στόχο για την επαναστατική ανατροπή του - Αποσπάσματα από την ομιλία της Ελένης Μπέλλου», Ριζοσπάστης, 27-28 Ιανουαρίου 2024, σελ. 20. Στο κείμενο αυτό, η συγγραφέας του επισημαίνει:
«Το κέντρο ήταν μέσα στην Ελλάδα, ήταν τμήμα της διοίκησης του Στρατού, του Ελληνικού Στρατού, όχι της ανώτερης διοίκησης (στρατηγών) ή του βασιλιά αλλά συνταγματαρχών, ταγματαρχών, αξιωματικών. Το πραξικόπημα δεν έγινε από κάποιον ξένο κατασταλτικό μηχανισμό, όπως συχνά συνέβαινε π.χ. σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας, με άμεση παρέμβαση των ΗΠΑ ή άλλων καπιταλιστικών κρατών. ΗΠΑ - ΝΑΤΟ δεν είχαν κάποια κρίση στις σχέσεις τους με την Ελλάδα ώστε να τους χρειαζόταν κυβέρνηση ανδρεικέλων.
Εκείνη την περίοδο δεν κινδύνευε η θέση της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, ή ειδικότερα τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ στη ΝΑ Μεσόγειο ή η θωράκισή τους απέναντι στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ή στη Μέση Ανατολή. Καμιά αστική πλευρά δεν αμφισβητούσε την ενεργητική συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, ούτε και υπήρχε ανάπτυξη της ταξικής πάλης που να έθετε σε κίνδυνο την αστική εξουσία (κομμουνιστική απειλή, όπως υποστήριζαν οι πραξικοπηματίες Παπαδόπουλος / Ιωαννίδης).
Βέβαια, οι πραξικοπηματίες και το 1967 και ο Ιωαννίδης που τους ανέτρεψε, είχαν διατελέσει στην ΚΥΠ, είχαν στενούς δεσμούς με τη CIA, ο Παπαδόπουλος είχε σχέσεις μ' εφοπλιστές όπως ο Ωνάσης, με Ελληνοαμερικανούς καπιταλιστές όπως ο Τομ Πάπας, με εκδότες όπως ο Σάββας Κωνσταντόπουλος, με πολιτικούς, με Ελληνοαμερικανούς πανεπιστημιακούς καθηγητές, με Αμερικανούς πρέσβεις.
Είναι άλλο αυτό και άλλο ποιο κέντρο οργανώνει τι, για ποιο σκοπό, εγχώριο ή ξένο. Δεν σημαίνει ότι ασκούν εξουσία για λογαριασμό αυτών των ξένων κέντρων. Βέβαια, τα εγχώρια καπιταλιστικά συμφέροντα διαπλέκονται με τα ξένα καπιταλιστικά, αλλά σε κάποια ζητήματα μπορεί να έχουν και διαφορές, π.χ. στο Κυπριακό ζήτημα, στις διαχρονικές διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο».
[2] Άλλωστε, το βιβλίο έχει παρουσιαστεί κριτικά και αναλυτικά από την Ειρήνη Καραμούζη, στο Books’ Journal, τχ. 153, Μάιος 2024 – και μπορείτε να διαβάσετε εκείνο το κείμενο εδώ: https://booksjournal.gr/kritikes/istoria/4921-ti-mas-afise-i-xoynta. Επανέρχομαι στο βιβλίο για να εστιάσω στην ανάγνωση του Χατζηβασιλείου.
[3] A. G. Papandreou, Democracy at Gunpoint: The Greek Front, Doubleday, New York, 1970.
[4] C. Tsoukalas, The Greek Tragedy, Penguin, Harmondsworth, 1969.
[5] J. A. Katris, Eye witness in Greece: the Colonels Come to Power, New Critics, St. Louis, 1971.
Εγώ θα έλεγα αντί του Γεωργίου, που σε τελική ανάλυση ήταν εκλεγμένος πρωθυπουργός, να εστιάσουμε στον προδικτατορικό ρόλο του Ανδρέα που ηγούνταν εσωκομματικής αντιπολίτευσης στον πατέρα του ως αριστερή πτέρυγα. Κι επειδή η αριστερά αρέσκεται να μιλά για «ξένα κέντρα» που υποτίθεται κατεύθυναν τότε τις πολιτικές εξελίξεις, εννοώντας βέβαια πάντα τις ΗΠΑ, να δούμε υπέρ ποίου ξένου κέντρου αντικειμενικά δρούσε ο Ανδρέας όταν π.χ. σαμποτάριζε το σχέδιο Άτσεσον που θα οδηγούσε σε ενσωμάτωση της Κύπρου στο ΝΑΤΟ.
08 Αυγ 2025, 07:08