Στο σημείωμα αυτό ανασκευάζω τρεις ανακρίβειες σχετικά με τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στη μεταπολεμική περίοδο που περιέχονται στην παρουσίαση του βιβλίου του Τάσου Γιαννίτση από τον Πάνο Τσακλόγλου στο τεύχος Οκτωβρίου 2025 του Books' Journal («Πώς φτάσαμε ως εδώ – και τι να κάνουμε») - https://booksjournal.gr/kritikes/politiki/5720-pos-ftasame-os-edo-kai-ti-na-kanoume.
Πρώτη ανακρίβεια: Η ελληνική οικονομία το 1974-81 έγινε «προβληματική»
Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Γιαννίτση:
Κατά τη δεύτερη φάση (1974–1994) η δημοκρατία επανέρχεται στη χώρα, αλλά η οικονομική πορεία είναι μάλλον προβληματική.
Αυτό είναι ανακριβές. Η οικονομική πορεία της χώρας γίνεται «μάλλον προβληματική» μόνο μετά το 1981. Για την ακρίβεια, την περίοδο 1975-81 ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας ήταν ένας από τους ταχύτερους στον κόσμο. Έναν κόσμο, σημειωτέον, σε έντονη κρίση λόγω της εγκατάλειψης (15/8/1971) από τις ΗΠΑ του συστήματος συναλλαγματικών ισοτιμιών με βάση τον χρυσό (gold standard) και της διπλής ενεργειακής κρίσης (1973 και 1979).

Συγκεκριμένα, όπως φαίνεται στον Πίνακα 1[1], ο μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας το 1975-81 ήταν 3,7%, ενώ του δείγματος των 8 χωρών (HΠΑ, Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ολλανδίας Ισπανίας, Πορτογαλίας και Ηνωμένου Βασιλείου) ήταν μόλις 2,3%[2]. Η ελληνική οικονομία μεγεθύνθηκε την περίοδο αυτή με ρυθμό άνω του 2% ταχύτερα ετησίως από την Ισπανία και σχεδόν μισό τοις εκατό από την Πορτογαλία.
Κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσει η μυθολογία που αναπτύχθηκε τα χρόνια της Μεταπολίτευσης ότι, δήθεν, η ελληνική οικονομία μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση έγινε «προβληματική». Αυτό, επαναλαμβάνω, είναι ψευδές. Η ελληνική οικονομία μέχρι το 1981, όπως καταγράφεται στον Πίνακα 1, εξακολουθούσε να είναι παγκόσμιος πρωταθλητής ανάπτυξης και δημιουργίας πλούτου. Η πορεία αυτή διακόπηκε βίαια το 1981 – με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
Στην τρίτη στήλη του Πίνακα 1 απεικονίζεται ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας και των οικονομιών των άλλων οχτώ χωρών του δείγματος το 1982-90, δηλαδή τα χρόνια της πρώτης οχταετίας του ΠΑΣΟΚ. Από πρωταθλητής, η Ελλάδα γίνεται ουραγός. Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας καταρρέει από το 3,7%, το 1975-81, σε λιγότερο από 1% (0,96%) το 1982-90.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, οι υπόλοιπες χώρες του δείγματος βιώνουν τη δεκαετία του 1980 με ρυθμούς μεγέθυνσης των οικονομιών τους παρόμοιους με της δεκαετίας του 1970 ή καλύτερους. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία είδαν τους ετήσιους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης να βελτιώνονται σημαντικά λόγω του ανοίγματος των αγορών τους και της τιθάσευσης του πληθωρισμού (οι ΗΠΑ) και των μέτρων φιλελευθεροποίησης της Μάργκαρετ Θάτσερ (η Βρετανία).
Η μόνη χώρα που πέφτει σε οικονομικό μαρασμό τη δεκαετία του 1980 είναι η Ελλάδα. Και η αιτία γι’ αυτό δεν είναι άλλη από τις οικονομικές πολιτικές που άρχισε να εφαρμόζει το ΠΑΣΟΚ αμέσως μόλις ανέβηκε στην εξουσία: αυξήσεις αποδοχών «με ένα νόμο και ένα άρθρο», εκτόξευση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, υπερδιπλασιασμός της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα και καταβαράθρωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής.
Δεύτερη ανακρίβεια: Η αποβιομηχάνιση μετά το 1981 οφείλεται στην είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ
Σύμφωνα με τα γραφόμενα του Γιαννίτση:
Η ένταξη στην ΕΟΚ το 1981 άνοιξε νέες δυνατότητες, με εισροές κοινοτικών πόρων και πρόσβαση σε νέες αγορές. Όμως η βιομηχανία συρρικνώνεται σαν αποτέλεσμα κυρίως της εξάλειψης της υψηλής δασμολογικής προστασίας που απολάμβανε ώς τότε, ενώ το μερίδιο των υπηρεσιών στο ΑΕΠ αυξάνεται σημαντικά.
Αυτό είναι, επίσης, ανακριβές και παραπλανητικό. Η συρρίκνωση της βιομηχανικής βάσης της χώρας μετά το 1981 δεν ήταν αποτέλεσμα της «εξάλειψης της υψηλής δασμολογικής προστασίας που απολάμβανε ώς τότε». Ήταν 100% το αποτέλεσμα των πολιτικών των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ το 1982-89. Γι’ αυτό δεν υπάρχει καμία απολύτως αμφιβολία ή αμφισβήτηση.

Η απόδειξη βρίσκεται στον Πίνακα 2[3]. Με απλά λόγια, ο Πίνακας 2 λέει:
- Ενότητα 1: Πριν απ’ το 1981, εν μέσω πρωτοφανούς διεθνούς κρίσης, οι καθαρές βιομηχανικές επενδύσεις στην Ελλάδα αυξάνονταν με ρυθμό σχεδόν 7% ετησίως, ενώ στην Ισπανία και Πορτογαλία μειώνονταν ή ήταν στάσιμες. Μετά το 1981, οι επενδύσεις στην Ελλάδα καταρρέουν: η ετήσια μείωση είναι 2,2%, ενώ στις Ισπανία και Πορτογαλία εκτοξεύονται στο +3% ετησίως για τα επόμενα 15 χρόνια, παρά την είσοδό τους στην ΕΟΚ (1986) και την «εξάλειψη της υψηλής δασμολογικής προστασίας που απολάμβαναν ώς τότε» οι δύο χώρες της Ιβηρικής...
- Ενότητα 2: Η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας, που αυξανόταν με ταχείς ρυθμούς στα χρόνια της ενεργειακής κρίσης (4,2% ετησίως), καταρρέει και αρχίζει να μειώνεται (-0.1% ετησίως) μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Αντίθετα, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία ο ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας παραμένει σταθερός (Ισπανία) ή υπερτριπλασιάζεται (Πορτογαλία) μετά την είσοδό τους στην ΕΟΚ.
Οι τρεις μεσογειακές χώρες έγιναν μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας τη δεκαετία του 1980, με διαφορά 5 ετών: η Ελλάδα το 1981, η Ισπανία και η Πορτογαλία το 1986. Και οι τρεις αντιμετώπισαν την ίδια αλλαγή του καθεστώτος δασμολογικής προστασίας των εγχώριων βιομηχανιών τους και ανοίγματος των αγορών τους στον ανταγωνισμό από τις πιο ανεπτυγμένες βιομηχανικά χώρες του ευρωπαϊκού Bορρά.
Όμως, ενώ η Ισπανία και η Πορτογαλία βίωσαν βιομηχανική και οικονομική άνθηση μετά την είσοδό τους στην ΕΟΚ, η Ελλάδα, που είχε εκπληκτικές οικονομικές επιδόσεις ακόμη και τα χρόνια της συναλλαγματικής κρίσης και της διπλής ενεργειακής κρίσης του 1971-80, μετά το 1981 βιώνει βιομηχανική κατάρρευση και οικονομικό μαρασμό. Από μια από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες της Δύσης καταλήγει να είναι η οικονομία με τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρώπη και στον ΟΟΣΑ από το 1981 έως τη χρεωκοπία και τη δημοσιονομική κατάρρευση του 2010.
Πιστεύει κανείς πραγματικά ότι αυτή η καταστροφική εξέλιξη ήταν «αποτέλεσμα κυρίως της εξάλειψης της υψηλής δασμολογικής προστασίας που απολάμβανε ώς τότε»; Κανείς δεν το πιστεύει πραγματικά. Είναι όμως το κυρίαρχο αφήγημα του ΠΑΣΟΚ για να αποσείσει τις ευθύνες του για τον οικονομικό μαρασμό που επήλθε στη χώρα μετά την πολιτική επικράτησή του το 1981 και για τη χρεοκοπία του 2010, που ήταν η μοιραία κατάληξη αυτού του μαρασμού.
Τρίτη ανακρίβεια: Το μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα δημιούργησε «ανισότητα»
Γράφει ο Τσακλόγλου, σχολιάζοντας το περιεχόμενο του βιβλίου του Γιαννίτση:
Η πρώτη φάση (1953–1973), είναι η περίοδος της εκβιομηχάνισης. Η Ελλάδα, μια χώρα που βγήκε κατεστραμμένη από τον πόλεμο και τον εμφύλιο, μπαίνει σε τροχιά ανάπτυξης. Δημιουργούνται βιομηχανικές μονάδες, αναπτύσσονται οι υποδομές, διαμορφώνεται μια νέα μεσαία τάξη. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από εντυπωσιακούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Όμως, όπως επισημαίνει ο Γιαννίτσης, η ανάπτυξη δεν ήταν χωρίς αντιφάσεις: οι ανισότητες παρέμεναν έντονες, ενώ τα τελευταία χρόνια αυτής της φάσης η πολιτική αστάθεια κορυφώθηκε και οδηγηθήκαμε στη δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967.
Σχολιάζω:
- Η ύπαρξη εισοδηματικών ανισοτήτων σε μια οικονομία ΔΕΝ είναι «αντίφαση». Είναι αναμενόμενη κατάσταση. Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίδιοι, δεν έχουν τις ίδιες δυνατότητες, ικανότητες, ταλέντο ή φιλοδοξίες και θέληση να τις πραγματοποιήσουν. Η ύπαρξη εισοδηματικών ανισοτήτων δεν καθιστά μια οικονομία «προβληματική». Εισοδηματικές ανισότητες έχουν τόσο η Σουηδία και η Δανία όσο και η Βραζιλία και το Ελ Σαλβαδόρ.
- Επιπλέον, σε μια οικονομία στην οποία πλεόναζε η εργασία και εξέλιπε το κεφάλαιο, όπως η μεταπολεμική ελληνική, είναι απολύτως φυσιολογικό και αναμενόμενο να υπάρχουν σημαντικές εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των όσων κατέχουν κεφάλαια και όσων προσφέρουν μόνο εργασία, γιατί το κεφάλαιο είναι η πλουτοπαραγωγική πηγή σε σχετική έλλειψη και άρα με υψηλότερη αμοιβή. Αυτό δεν είναι «αντίφαση»: περιλαμβάνεται στην ύλη του μαθήματος οικονομικής θεωρίας των δευτεροετών φοιτητών όλων των πανεπιστημίων του κόσμου.
- Στη δεύτερη ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία του κόσμου από το 1955 έως το 1981 ο Γιαννίτσης επιλέγει να υπογραμμίσει ότι υπήρχαν εισοδηματικές ανισότητες στην ελληνική κοινωνία «παρά την ανάπτυξη». Δηλαδή, με άλλα λόγια, «καλή η Μερσεντές που πήρατε, αλλά... τι χρώμα είναι αυτό; Δεν μπορούσατε να διαλέξετε κάτι πιο καλόγουστο;». Και ο νοών νοείτο.
- Οι αποδοχές σε μια ανοιχτή οικονομία καθορίζονται από την παραγωγικότητα της εργασίας, εκτός της σχετικής προσφοράς της. Οι υψηλές αποδοχές και το υψηλό βιοτικό επίπεδο δεν επιτυγχάνονται με υπουργικές αποφάσεις και απεργίες. Επιτυγχάνονται με τη βελτίωση της παραγωγικότητας. Το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα την περίοδο 1955-81 εκτινάχθηκε από 300 δολάρια σε περίπου 4.500 δολάρια, αυξήθηκε δηλαδή κατά περίπου 15 φορές. Η μεγέθυνση αυτή επιταχύνθηκε τα χρόνια της δικτατορίας και τη δεκαετία του 1970, γιατί τότε είχαν ωριμάσει και φτάσει σε πλήρη απόδοση οι υποδομές και οι επενδύσεις σε βαριά βιομηχανία, τις οποίες είχε δρομολογήσει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1955-63.
Η αλήθεια, λοιπόν, είναι πολύ διαφορετική από αυτό που υπονοεί ο Γιαννίτσης. Στην 25ετία 1955-81, εκατομμύρια Έλληνες βγήκαν από τη φτώχεια που βίωσε η συντριπτική πλειονότητα του ελληνικού λαού από την ίδρυση του ελληνικού κράτους ώς το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Έφτιαξαν περιουσίες, έκαναν δικές τους δουλειές, έχτισαν σπίτια και σταμάτησαν να ζουν σε χαμόσπιτα χωρίς ηλεκτρικό και κεντρική αποχέτευση, αγόρασαν έπιπλα και ηλεκτρικές συσκευές, δημιούργησαν σεβαστές αποταμιεύσεις, σπούδασαν τα παιδιά τους και τα πάντρεψαν και άρχισαν να πηγαίνουν καλοκαιρινές διακοπές. Αυτά έγιναν από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 και μετά, όταν η οικονομική επανάσταση που ξεκίνησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1955 άρχισε να αποδίδει καρπούς. Όταν δηλαδή η χώρα ηλεκτροδοτήθηκε από τα φράγματα και τα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια, όταν άρχισαν να λειτουργούν τα εργοστάσια αλουμινίου και λιπασμάτων, τα διυλιστήρια και τα ναυπηγεία, τα κονσερβοποιεία και όλες οι άλλες βιομηχανίες που σχεδιάστηκαν, χρηματοδοτήθηκαν και εγκαινιάστηκαν το 1955-65. Και ήταν ο κύριος λόγος για τον οποίο ο ελληνικός λαός δεν αντέδρασε στην επιβολή της δικτατορίας το 1967: η οικονομική του κατάσταση ήταν ανθηρή και οι προοπτικές για το μέλλον ακόμη πιο αισιόδοξες. Αυτή είναι η αλήθεια, όσο και εάν είναι άβολη. Το 1981, δε, οι «ανισότητες» ήταν εξαιρετικά μειωμένες σε σχέση με το 1955.
Είναι κρίμα και ενδεικτικό της ποιότητας του δημόσιου διαλόγου στη χώρα μας μετά το 1981 που τα παραμύθια αυτά εξακολουθούν να έχουν ακόμη ακροατήριο. Την κύρια ευθύνη γι’ αυτό, δυστυχώς, την έχουν οι οικονομολόγοι που δεν αντιδρούν σε αυτή τη διασπορά ανακριβειών και δεν διαψεύδουν με σθένος όσους εξακολουθούν να κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο, εδραιώνοντας μια εικόνα της ελληνικής οικονομίας που ανήκει στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας.
[1] Πηγές:
Ελλάδα: Bank of Greece, Statistical Yearbook of Greece (1962), p.13.
Γερμανία: Johannes Rittershausen, The postwar West German economic transition: From ordoliberalism to Keynesianism, IWP Discussion Paper 2007/1.
Γαλλία: Luis Miotti and Frederique Schachwald, Growth in France in 1950-2003 The Innovation Challenge, November 2004.
Ολλανδία: Bart Ark and Herman de Jong, Accounting for Economic Growth in the Netherlands since 1913, University of Groningen, 1996.
Ιταλία: Bank of Italy, National Accounts, 1861-2017.
Ισπανία: Albert Carreras y Xavier Tafunel, Estadísticas Históricas de España Siglos XIX-XX, Fundació BBVA, 2005.
Πορτογαλία: World Bank database, 2024.
[2] Ο πίνακας προέρχεται από το άρθρο του υπογράφοντος στο τεύχος Μαΐου 2025 του The Books' Journal με τίτλο «Πόσο μας κόστισε ο κρατισμός από το 1981».
[3] Τα στοιχεία είναι από την εισαγωγή του τόμου Greece’s Economic Performance and Prospects, των Ralph C. Bryant, Nicholas C. Garganas, and George S. Tavlas, Bank of Greece and the Brookings Institution, 2001.